Αν δεχθούμε την προσέγγιση κορυφαίων προσωπικοτήτων της επιστημονικής κοινότητας ότι, κάθε μέρα που περνά βιώνουμε τις συνέπειες αυτού που έχει ήδη συντελεστεί πριν από καιρό, τότε, η αναζήτηση λύσεων, εδώ και τώρα, προκειμένου να μετριασθούν οι επιπτώσεις σε όλα τα πεδία στο εγγύς μέλλον είναι αδήριτη ανάγκη.
Ρωτήσαμε τον καθηγητή του Management School του Πανεπιστημίου του Λίβερπουλ, Κώστα Μήλα, ποιες είναι οι βασικές προτεραιότητες που μπορούν να τεθούν προκειμένου να μετριάσουμε αυτή την κρίση.
Σε οικονομικό επίπεδο, σύμφωνα με τον κ. Μήλα το πρώτο που απαιτείται είναι οι κυβερνήσεις να καταστρώσουν μαζί ένα συντονισμένο σχέδιο για την ενίσχυση των δαπανών. Αυτό πιθανά να αποδειχτεί πιο αποτελεσματικό από τις φορολογικές περικοπές για την βραχυπρόθεσμη τόνωση της διεθνούς οικονομίας.
Τέτοιες κινήσεις θα πρέπει να βασιστούν στις παρεμβάσεις που έχουμε, ήδη, δει από το Ηνωμένο Βασίλειο και τη Νέα Ζηλανδία. Ο συντονισμός είναι σημαντικός, επειδή οι χώρες συναλλάσσονται μεταξύ τους. Εάν κάποιος κάνει «αρκετά», για να αποκαταστήσει την αλυσίδα εφοδιασμού, αλλά άλλοι δεν το κάνουν, τότε όλοι θα παραμείνουμε εγκλωβισμένοι σε προβληματική διαδικασία προσφοράς και ζήτησης, πράγμα που θα γονατίσει τις οικονομίες…
Ειδικότερα, εξηγεί ότι:
Καθηγητής και Προέδρος του Ερευνητικού Τομέα στο Τμήμα Χρηματοοικονομικών και Λογιστικής, του Πανεπιστημίου του Λίβερπουλ. Ασχολείται με θέματα που σχετίζονται με τις αποφάσεις αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας. Εργάζεται επίσης σε θέματα Νομισματικής Πολιτικής (όπως η συμπεριφορά καθορισμού επιτοκίων) που σχετίζονται με τις οικονομίες του Ηνωμένου Βασιλείου, των ΗΠΑ και της Ευρωζώνης. Διερευνά δε την πολιτική των χρεών που ακολουθούν οι περιφερειακές οικονομίες της ευρωζώνης (Ελλάδα, Ιταλία, Ιρλανδία, Ισπανία και Πορτογαλία).
– Oι κυβερνήσεις μπορούν να υποστηρίξουν όσους έχασαν τη δουλειά τους ή βρίσκονται σε καραντίνα. Αυτό, για παράδειγμα, είναι αναμφισβήτητα πιο επιβεβλημένο στο Ηνωμένο Βασίλειο, όπου τα επιδόματα ανεργίας είναι πολύ χαμηλότερα ως ποσοστό του προηγούμενου εισοδήματος από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ. Μια άλλη καλή κίνηση θα ήταν η αύξηση των μισθών για όσους βρίσκονται στην πρώτη γραμμή, όπως οι νοσηλευτές, των οποίων οι αρχικοί μισθοί δέχτηκαν ισχυρότατο πλήγμα κατά την τελευταία οικονομική κρίση.
– Οι φορολογικές περικοπές εξακολουθούν μεσοπρόθεσμα να αποτελούν σημαντικό κίνητρο, επομένως πρέπει να τις δούμε και αυτές. Πρέπει να μειώσουμε σημαντικά τον ΦΠΑ για να τονώσουμε τη ζήτηση των καταναλωτών σε όλο τον κόσμο, με ιδιαίτερα επιθετικές περικοπές σε χώρες που έχουν πληγεί περισσότερο από την πανδημία. Οι κυβερνήσεις θα πρέπει να μειώσουν τους συντελεστές φορολογίας εταιρειών για να αποτρέψουν την κατάρρευση των επιχειρήσεων κάτω από το βάρος της κρίσης. Ο μέσος συντελεστής ΦΠΑ του ΟΟΣΑ είναι 19,3% και ο μέσος συντελεστής φόρου εταιρειών είναι 23,5%. Εάν κάθε χώρα προχωρούσε σε ψαλίδισμα πέντε εκατοστιαίων μονάδων και στα δύο ποσοστά, αυτό θα βοηθούσε.
– Το κλείσιμο των ευρωπαϊκών συνόρων δεν είναι η απάντηση. Η κίνηση της Γερμανίας, της μηχανής ισχύος στην ηπειρωτική Ευρώπη, να προχωρά σε αυτή την απόφαση για όλους εκτός από τα εμπορικά προϊόντα, μοιάζει με ένα μεγάλο βήμα προς λάθος κατεύθυνση. Υπάρχει κίνδυνος να προσθέσει βάρη στο εμπόριο που θα αυξήσουν την οικονομική ύφεση. Κάτι τέτοιο θα καθιστούσε πιο δύσκολο το συντονισμό της οικονομικής δράσης και πρέπει να αντιστραφεί.
Δανειζόμενος και παραποιώντας τη ρήση του Δάντη: «οι πιο σκοτεινές θέσεις στην οικονομική κόλαση θα είναι για όσους αρνούνται να συντονίσουν πολιτικές με άλλες χώρες σε μια εποχή όπως αυτή».
– Για να μετριαστεί η αυξανόμενη κρίση στην Ευρώπη, η Lagarde πρέπει να αποδείξει ξανά ότι η πολιτική της είναι η συνέχεια της πολιτικής του Draghi. Αυτό θα τονώσει εκ νέου τις αγορές, οι οποίες έχουν πολύ κοντή μνήμη και τους αρέσει όταν οι φορείς χάραξης πολιτικής επαναλαμβάνουν ισχυρά μηνύματα.
– Όσο ο ιός εξακολουθεί να απλώνεται, υπάρχει ένα όριο για το τι μπορεί να επιτευχθεί με τη μείωση των φόρων και των επιτοκίων. Μόνο όταν τον θέσουμε υπό έλεγχο θα δούμε την ενίσχυση της εμπιστοσύνης που θα φέρει πίσω τους καταναλωτές στις δαπάνες και θα επιτρέψει στους υγιείς εργαζόμενους να επιστρέψουν στην πλήρη παραγωγική τους ικανότητα. Είναι αυτονόητο πως αυτό σημαίνει την εφαρμογή των βέλτιστων μέτρων μετριασμού και την άσκηση πίεσης για τη δημιουργία ενός εμβολίου το συντομότερο δυνατό.
Οι Τράπεζες απέτυχαν
Γεγονός είναι, όπως εξηγεί και ο κ. Μήλας, ότι, καθώς η κρίση του κορονοϊού κλιμακώνεται και μαζί της και η ανησυχία παγκοσμίως, οι προσπάθειες των κεντρικών τραπεζών να διαμορφώσουν μια συντονισμένη απάντηση έχουν ουσιαστικά αποτύχει.
Η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των Η.Π.Α., προχώρησε στις 15 Μαρτίου στη μείωση του κεντρικού επιτοκίου στο μηδέν (μεταξύ 0% και 0,25%) και εκκινώντας έναν νέο κύκλο ποσοτικής χαλάρωσης (QE) ύψους 750 δισεκατομμυρίων δολαρίων ΗΠΑ, στοχεύει στην ενίσχυση του χρηματοπιστωτικού συστήματος με τη δημιουργία νέων χρημάτων για την αγορά επενδυτικών στοιχείων όπως τα κρατικά ομόλογα. Αυτό το υποτιθέμενο «όπλο» ήρθε, σχεδόν δύο εβδομάδες, μετά την μείωση των επιτοκίων της Fed από 1,75% σε 1,25% κίνηση που έδωσε στις αμερικανικές τράπεζες επιπλέον ρευστότητα ύψους 1,5 τρισεκατομμυρίων δολαρίων.
Η Τράπεζα της Ιαπωνίας, η οποία επιδιώκει αδιάκοπα την QE για μια δεκαετία, ανακοίνωσε ότι θα διπλασιάσει το πρόγραμμα αγοράς μετοχών σε ¥ 12 τρισεκατομμύρια (£ 93 δισ.) ετησίως, ενώ, παράλληλα, θα αυξήσει τις αγορές μετοχών σε ταμεία ακίνητων και εταιρικά ομόλογα.
Ακολούθησαν ανάλογες κινήσεις της Τράπεζας της Αγγλίας, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και, πιο πρόσφατα, της Λαϊκής Τράπεζας της Κίνας.
Οι παγκόσμιες αγορές όμως, έμειναν ασυγκίνητες από αυτές τις έντονες παρεμβάσεις. Ο Dow Jones σημείωσε πτώση της τάξεως του 13% τη Δευτέρα 16 Μαρτίου, τη δεύτερη χειρότερη ημερήσια απόδοση μετά τη συντριβή της Μαύρης Δευτέρας του 1987, και πολλές αγορές συνέχισαν την πτώση τους και πάλι στις 17 Μαρτίου. Σε προηγούμενες κρίσεις, τέτοιες συντονισμένες κινήσεις είχαν σαν αποτέλεσμα μια άνοδο ή τουλάχιστον είχαν σταματήσει την τόσο έντονη πτώση…
Τα όρια της πολιτικής
Μέρος του προβλήματος, όπως υπογραμμίζεται σε έρευνα που είχε παρουσιάσει ο κ. Μήλας με τον Chris Martin, καθηγητή στο Πανεπιστήμιο του Bath, είναι ότι το QE είναι αρκετά αναποτελεσματικό στο σημερινό περιβάλλον των εξαιρετικά χαμηλών επιτοκίων. Συγκεκριμένα, το κόστος δανεισμού των κυβερνήσεων του Ηνωμένου Βασιλείου και των ΗΠΑ, για δέκα χρόνια, έχει παραμείνει εξαιρετικά χαμηλό. Αυτό σημαίνει ότι η έγχυση περισσότερων QE σε μια προσπάθεια μείωσης του κόστους δανεισμού ανά χώρα, το οποίο με τη σειρά του προορίζεται να περάσει σε χαμηλότερο εταιρικό δανεισμό, μόλις εξάντλησε τα όριά του.
Δεν βοήθησε, επίσης, το γεγονός ότι η πρόεδρος της ΕΚΤ, κα. Lagarde, προέβη σε μια «επικίνδυνη ολίσθηση», αρχικά, όταν είπε ότι δεν ήταν η δουλειά της Τράπεζας να περιορίσει τις διαφορές στο κόστος δανεισμού μεταξύ διαφορετικών χωρών της ευρωζώνης. Σύγκρινε τη Γερμανία και την Ιταλία, σε μια δήλωση που έμοιαζε εντελώς αντίθετη με την ισχυρή δέσμευση του προκάτοχού της Mario Draghi να κάνει «οτιδήποτε ήταν αναγκαίο» για να στηρίξει τις μεσογειακές χώρες που αντιμετωπίζανε δυσκολίες κατά τη διάρκεια της κρίσης της ευρωζώνης, προκειμένου να σώσει το ευρώ.
Αν και η Lagarde και ο επικεφαλής οικονομολόγος της διευκρίνισαν, αργότερα, πως η ΕΚΤ θα πολεμήσει κατά του κατακερματισμού στην ευρωζώνη, το κόστος δανεισμού για την Ελλάδα και την Ιταλία αυξήθηκε απότομα. Παράλληλα με την επιβολή περαιτέρω κινδύνων στις χώρες αυτές, σε μια εποχή που ο κορονοϊός προκαλεί χάος στην Ιταλία, πολλές τράπεζες της Βόρειας Ευρώπης είναι σημαντικά εκτεθειμένες στο ιταλικό ιδιωτικό και δημόσιο χρέος -σύμφωνα με το παρακάτω γράφημα.
Έκθεση στο ιταλικό χρέος ως ποσοστό της συνολικής παγκόσμιας έκθεσης χρέους:
Είναι ενδιαφέρον το γεγονός ότι, το 2012 μετά την δήλωση του Draghi «ό,τι χρειάζεται», σχεδόν όλες οι ευρωπαϊκές τράπεζες, ιδίως οι πορτογαλικές, αύξησαν την έκθεσή τους στο ιταλικό χρέος… Οι γαλλικές τράπεζες έχουν διατηρήσει σημαντική την έκθεσή τους από τότε, ενώ οι ελληνικές τράπεζες θα πρέπει επίσης να ανησυχούν γιατί έχουν εκτεθεί περισσότερο τα τελευταία τρία περίπου χρόνια!
Ο Mark Carney, πρώην κυβερνήτης της Τράπεζας της Αγγλίας, ανέφερε πρόσφατα ότι οι τράπεζες, αντίθετα με τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, μπορούν να αποτελέσουν «μέρος της λύσης» αυτή τη φορά, αφού έχουν πια ενισχυθεί για να αντιμετωπίσουν τις κρίσεις.
Θετική απόφαση τελικά
Οι ραγδαίες εξελίξεις, βεβαίως, πίεσαν εν προκειμένω την όλη κατάσταση, και έτσι, πριν λίγες μέρες, η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ανακοίνωσε την αποδέσμευση 750 δισεκατομμυρίων ευρώ για την επαναγορά δημόσιου και ιδιωτικού χρέους, μια «ένεση» ρευστότητας, όπως χαρακτηρίστηκε, για να αντιμετωπιστεί ο αντίκτυπος της πανδημίας του κορωνοϊού στην ευρωπαϊκή οικονομία. Το νέο πακέτο μέτρων συμπεριλαμβάνει μέρος του δημόσιου χρέους της Ελλάδας, που δεν είχε συμπεριληφθεί σε προηγούμενες αγορές αξιογράφων από την ΕΚΤ. Η επικεφαλής της ΕΚΤ τόνισε πως η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σκοπεύει να χρησιμοποιήσει όλα τα εργαλεία που έχει στη διάθεσή της για να υπερασπιστεί το ευρώ, υπογραμμίζοντας τη δέσμευσή της στο κοινό νόμισμα. «Οι εξαιρετικές περιστάσεις απαιτούν εξαιρετική δράση», τόνισε η Lagarde μέσω Twitter. «Δεν υπάρχουν όρια όσον αφορά τη δέσμευσή μας στο ευρώ. Είμαστε αποφασισμένοι να χρησιμοποιήσουμε το πλήρες δυναμικό των εργαλείων που διαθέτουμε, εντός των ορίων της εντολής μας», πρόσθεσε. Οι αγορές αυτές προστίθενται στην αγορά αξιόγραφων αξίας 120 δισεκατομμυρίων ευρώ το 2020, που είχε αποφασισθεί λίγες ημέρες νωρίτερα και θα γίνουν μέχρι το τέλος της χρονιάς, ανακοίνωσε η ΕΚΤ, έπειτα από τηλεφωνική συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου της. Με προφανή σκοπό να μειωθεί το κόστος του δανεισμού στις χώρες της Ευρωζώνης.
Βλέπουμε, συνεπώς, πως υπάρχουν τρόποι, εφόσον οι καταστάσεις είναι εξόχως δύσκολες, να ενισχυθούν οι οικονομίες των κρατών, με συνεννόηση και κοινή δράση. Αυτή είναι και η απάντηση στους επικριτές της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που, μπορεί να έχει κάνει λάθη αλλά κρατά ακόμη ζωντανή τη βασική ιδέα της αλληλεγγύης…