Μπορεί η Ελλάδα και ειδικότερα τα νησιά του ΒΑ Αιγαίου να αντιμετωπίζουν διαχρονικά δυσανάλογα μεγάλο βάρος ως πύλη εισόδου και η Γηραιά Ήπειρος να φαντάζει η «Γη της Επαγγελίας» για Σύρους και άλλους πρόσφυγες, (όπως και για εκατομμύρια οικονομικούς μετανάστες), αλλά δεν είναι η μόνη περιοχή υποδοχής. Έχει σημασία να δούμε πώς εξελίσσεται το προσφυγικό/μεταναστευτικό κύμα ανά τον πλανήτη, πόσοι άνθρωποι προσπαθούν να ξεφύγουν από τον εφιάλτη του πολέμου, βρίσκονται υπό διωγμό ή απλώς αναζητούν μία δεύτερη καλύτερη ευκαιρία και πού τελικά εγκαθίστανται αφού εγκαταλείψουν τις εστίες τους.
Για να φθάσουμε στην αντιμετώπιση μίας μεγάλης πρόκλησης, πρέπει να γνωρίζουμε τα δεδομένα της. Βασικές πηγές μας είναι η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες (UNHCR) και ο Διεθνής Οργανισμός Μετανάστευσης (ΙΟΜ), όπως και τα στοιχεία που έχουν καταγραφεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Διαβάζουμε και ακούμε σε καθημερινή βάση για τον αριθμό των ανθρώπων, που φτάνουν στο Αιγαίο, αλλά, πόσοι γνωρίζαμε ότι 1 άνθρωπος κάθε δύο δευτερόλεπτα ή 37.000 κάθε ημέρα υποχρεώνονται να εγκαταλείψουν την εστία του ως αποτέλεσμα πολέμου ή διωγμού; Σύμφωνα με τα τελευταία δεδομένα της UNHCR (Μάιος 2019) ο αριθμός των ανθρώπων αυτών έχει ανέλθει στα άνευ προηγουμένου επίπεδα των 70,8 εκατομμυρίων. Μεταξύ αυτών είναι σχεδόν 25,9 εκατομμύρια πρόσφυγες, με περισσότερους από το 50% να είναι ηλικίας κάτω των 18 ετών. Επιπλέον 3,5 εκατομμύρια άνθρωποι έχουν αιτηθεί άσυλο και περιμένουν απάντηση. Ο ΟΗΕ διαθέτει επίσης στοιχεία για 3,9 εκατομμύρια ανθρώπους «ορφανούς» από κράτος, αν και όπως επισημαίνει στην πραγματικότητα είναι πολύ περισσότεροι. Πρόκειται για αυτούς, που στερούνται της όποιας υπηκοότητας και πρόσβασης σε βασικά δικαιώματα, όπως η εκπαίδευση, η υγειονομική περίθαλψη, η απασχόληση και η ελευθερία μετακίνησης.
Μόνο τη δεκαετία από το 2009 έως και τις αρχές του 2019, ο πληθυσμός των ανθρώπων που υποχρεώθηκαν να φύγουν από την πατρίδα τους αυξήθηκε κατά 27,5 εκατομμύρια. Η μεγάλη αύξηση ήρθε την περίοδο 2012-2015 ως αποτέλεσμα των εξελίξεων στη Συρία. Άλλες εστίες «φωτιάς» στη Μέση Ανατολή είναι το Ιράκ και η Υεμένη, ενώ, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε την κατάσταση σε χώρες της υποσαχάριας Αφρικής, όπως η Δημοκρατία του Κογκό και το Νότιο Σουδάν, όπως και τη μαζική ροή προσφύγων Ροχίνγκια στο Μπαγκλαντές στα τέλη του 2017. Το 2018 ο μεγαλύτερος αριθμός των εκτοπισθέντων ήταν από την Αιθιοπία, ενώ οι περισσότερες νέες αιτήσεις ασύλου κατεγράφησαν από ανθρώπους που εγκατέλειψαν τη Βενεζουέλα.
Υπ’ αυτές τις συνθήκες το ποσοστό των εκτοπισθέντων στον παγκόσμιο πληθυσμό αυξάνεται συνεχώς. Το 2008 ήταν 1 στους 160 ανθρώπους και το 2018 είχε, ήδη, φθάσει σε 1 ανά 110 ανθρώπους. Συνολικά, ο πληθυσμός των προσφύγων που βρίσκεται υπό την προστασία της UNHCR έχει σχεδόν διπλασιαστεί από το 2012.
Το 82% των προσφύγων (16,6 εκατ. ) προέρχονται από 10 χώρες. Περισσότεροι από τα 2/3 μόλις από 5 χώρες: Συρία, Αφγανιστάν, Νότιο Σουδάν, Μυανμάρ και Σομαλία.
Στην κορυφή της λίστας με τις χώρες προέλευσης βρίσκεται σταθερά τα τελευταία χρόνια η Συρία (6,7 εκατ. σύμφωνα με τα στοιχεία της UNCHR).
Η χαρτογράφηση των προορισμών
Πού κατευθύνονται λοιπόν όλοι αυτοί οι άνθρωποι; Το 80% των προσφύγων εγκαθίσταται σε χώρες, που συνορεύουν με τη δική τους. Μετά τον ξέσπασμα του εμφυλίου στη Συρία, η Τουρκία έχει αναδειχθεί στη χώρα με τον μεγαλύτερο απόλυτο αριθμό προσφύγων στο έδαφός της: 3,7 εκατομμύρια. Ακολουθεί το Πακιστάν, που έχει υποδεχθεί 1,4 εκατομμύρια πρόσφυγες και στη συνέχεια συναντάμε δύο αφρικανικές χώρες: Την Ουγκάντα με 1,2 εκατ. και το Σουδάν με 1,1 εκατ. Την πρώτη πεντάδα συμπληρώνει η Γερμανία, που έχει υποδεχθεί στο έδαφός της επίσης σχεδόν 1,1 εκατ. πρόσφυγες.
Αν παρακολουθήσει κανείς τον ευρωπαϊκό Τύπο συχνά έχει την αίσθηση πως το σύνολο σχεδόν των Σύριων προσφύγων εγκαθίστανται στην Τουρκία και τις χώρες της Ε.Ε. Αυτό δεν είναι αλήθεια. Οι χώρες της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής έχουν και αυτές υποδεχθεί μεγάλο αριθμό. Ο Λίβανος φιλοξενεί 944.200 Σύριους, η Ιορδανία 676.300, το Ιράκ 252.00 και η Αίγυπτος 132.900. Περίπου 14.700 Σύριοι έχουν, επίσης, εγκατασταθεί στην Αρμενία και 92.500 στο Σουδάν.
Στην Ευρώπη οι βασικές χώρες φιλοξενίας Σύριων προσφύγων είναι οι ακόλουθες: Γερμανία (532,100), Σουηδία (109.300), Αυστρία (49.200), Ολλανδία (32.100), Ελλάδα (23.900), Δανία (19.700), Βουλγαρία (17.200), Ελβετία (16.600), Γαλλία (15.800), Νορβηγία (13.900) και Ισπανία (13.800). Είναι σαφές πως δεν έχουν κατανεμηθεί ανάλογα με τον πληθυσμό και την οικονομική δύναμη της κάθε χώρας, παρά τις συνεχείς διακηρύξεις για την ανάγκη ενός «δίκαιου συστήματος», που θα διαδεχθεί τον κανονισμό του Δουβλίνου.
Ο δεύτερος μεγαλύτερος πληθυσμός προσφύγων (2,7 εκατ.) προέρχεται από το Αφγανιστάν. Το Πακιστάν φιλοξενεί τον μεγαλύτερο με διαφορά αριθμό Αφγανών προσφύγων (1.403.500 στα τέλη του 2018). Περίπου 951.000 φιλοξενεί το Ιράν, 126.000 η Γερμανία, 33.100 η Αυστρία, 28.200 η Σουηδία, 18.500 η Γαλλία, 16.900 η Ιταλία, 12.300 η Ελβετία και 11.900 η Αυστραλία.
Οι μετανάστες
Αυξανόμενος βαίνει και ο αριθμός των μεταναστών, των ανθρώπων που φεύγουν από τη χώρα τους για να αναζητήσουν αλλού εργασία και καλύτερη ποιότητα ζωής. Δεν εκδιώκονται από τις εστίες τους, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι οι συνθήκες που αντιμετωπίζουν είναι εύκολες. Από την εκρηκτική ανεργία και την απουσία προοπτικής έως την ακραία φτώχεια και την απουσία πρόσβασης σε βασικές υποδομές, υπηρεσίες και αγαθά, είναι πολύ οι παράγοντες που μπορούν να ωθήσουν κάποιον να μεταναστεύσει. Αυτό δεν ισχύει, βεβαίως, για το σύνολο των μεταναστών. Ορισμένοι, απλώς, κατευθύνονται εκεί που τους οδηγούν οι σπουδές τους και τα επαγγελματικά όνειρα.
Ας δούμε, όμως, πόσοι είναι οι μετανάστες και πού επιλέγουν να ζήσουν. Ο αριθμός τους, παγκοσμίως, ήταν, το 2019, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΙΟΜ, περίπου 272 εκατομμύρια. Αντιστοιχεί μόλις στο 3,5% του παγκόσμιου πληθυσμού. Το 52% ήταν άνδρες και το 48% γυναίκες. Το 74% ήταν σε ηλικία εργασίας (20-64 ετών).
Η Ινδία διατηρεί, σταθερά, τα σκήπτρα στις χώρες προέλευσης, όχι μόνο γιατί μεγάλος πληθυσμός της ζει στα όρια της φτώχειας, αλλά και χάρη στις εξαιρετικές επιδόσεις των πολιτών της στον τομέα της τεχνολογίας της πληροφορικής. 17,5 εκατομμύρια Ινδοί ζουν και εργάζονται στο εξωτερικό. Ακολουθούν το Μεξικό και η Κίνα (11,8 εκατ. και 10,7 εκατ. αντίστοιχα). Κορυφαίος προορισμός παραμένουν οι ΗΠΑ, όπου έχουν βρει το νέο τους σπίτι 50,7 εκατομμύρια πολίτες άλλων χωρών. Αξίζει να σημειωθεί ότι από το 2013 έως και το 2017 είχαμε ελαφρά πτώση του αριθμού των μεταναστών που ζουν και εργάζονται σε χώρες υψηλού εισοδήματος (από τα 112,3 στα 111,2 εκατομμύρια).
Αν εξετάσουμε τον αριθμό των μεταναστών, ανά περιοχή, και, όχι ανά χώρα, τότε Ευρώπη και Ασία είναι οι κορυφαίοι προορισμοί, για όσους αναζητούν την τύχη τους εκτός των συνόρων του κράτους τους. Φιλοξενούν 82 και 84 εκατομμύρια μετανάστες αντίστοιχα (αθροιστικά το 61% των μεταναστών παγκοσμίως). Η Βόρεια Αμερική ακολουθεί με 59 εκατ. ή το 22%. Στην Αφρική έχει κατευθυνθεί το 10% των μεταναστών, στη Λατινική Αμερική και Καραϊβική μόλις το 4% και στην Ωκεανία, μόλις το 3%.
Αν λάβουμε υπόψη το μέγεθος του πληθυσμού της κάθε περιοχής, τότε, το μεγαλύτερο μερίδιο μεταναστών βρίσκεται στην Ωκεανία (21% του συνολικού πληθυσμού), τη Βόρεια Αμερική (16%) και την Ευρώπη (11%).
Το ποσοστό του 11% στον συνολικό πληθυσμό της Γηραιάς Ηπείρου από μόνο του, σε καμία περίπτωση, δεν δικαιολογεί τον πανικό και τους πολιτικούς σεισμούς που έχουν προκληθεί. Το πως καταναμένονται οι μετανάστες (και πρόσφυγες), το από πού προέρχονται, το πόσο «μακριά» είναι ο τρόπος ζωής τους και πόσο αποτελεσματικοί ή όχι είναι οι μηχανισμοί ένταξης στην αγορά εργασίας και την κοινωνία είναι βεβαίως οι παράγοντες εκείνοι που κάνουν τη διαφορά. Το γεγονός ότι το μεγάλο κύμα ήρθε όταν ακόμη η ήπειρος δεν είχε συνέλθει πλήρως από μία βαθύτατη χρηματοπιστωτική και οικονομική κρίση, με βαρύτατες συνέπειες στον κοινωνικό ιστό και ισχυρό αποτύπωμα στην πολιτική ζωή, έχει διαδραματίσει, επίσης, τον ρόλο του…
H εικόνα στην Ελλάδα
H Ελλάδα υπήρξε παραδοσιακά μια από τις σημαντικότερες χώρες μετανάστευσης, μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι Έλληνες αναζητούν καλύτερες συνθήκες ζωής στις ΗΠΑ, την Αυστραλία, σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Από το 1980 και μετά, ωστόσο, όπως διαβάζουμε και στην επίσημη ιστοσελίδα του IOM, η Ελλάδα έγινε χώρα, κυρίως, «διέλευσης» μεταναστών/αιτούντων άσυλο από την Ανατολική Ευρώπη, τη Μέση Ανατολή και την Αφρική.
Από τις αρχές 1990, με την κατάρρευση των κομμουνιστικών καθεστώτων, η Ελλάδα κατέστη de facto χώρα μόνιμης εγκατάστασης μεταναστών, κυρίως, από την Κεντρική, Ανατολική Ευρώπη και από την Αλβανία. Από το 2007, ο αριθμός των μεταναστών και αιτούντων άσυλο που εισέρχονταν με πλοιάρια δια μέσου του Αιγαίου, αυξήθηκε σημαντικά. Ωστόσο, από το 2010, περίπου το 85% των παράνομων διελεύσεων των συνόρων, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, γινόταν από την Τουρκία προς την Ελλάδα.
Το 2011, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης διαπίστωσε ότι το 90% όλων των άτυπων εισόδων στην Ευρώπη συντελείται δια μέσου των ελληνικών συνόρων. Σύμφωνα με στοιχεία της FRONTEX η Ελλάδα είναι η κύρια πύλη εισόδου των μεταναστών χωρίς νόμιμα έγγραφα και των αιτούντων άσυλο από την Αφρική και την Ασία. H Eurostat προσδιορίζει τον αριθμό των ξένων υπηκόων διαβιούντων στην Ελλάδα στους 956.000, εκ των οποίων η συντριπτική πλειονότητα προέρχεται από τρίτες χώρες εκτός Ε.Ε. και, κυρίως, από το Αφγανιστάν και το Πακιστάν.
Σύμφωνα με τα τελευταία επίσημα στοιχεία της Κομισιόν (2018), για τους αιτούντες άσυλο, η χώρα μας είναι, βεβαίως, από τους βασικούς ευρωπαϊκούς προορισμούς εξαιτίας της γεωγραφικής της θέσης. Το 2018 κατεγράφησαν 162.000 αιτήσεις στη Γερμανία ή το 28% του συνόλου. Ποσοστό 19% (110.000) κατέθεσε αίτηση στη Γαλλία και 65.000 άνθρωποι (11% του συνόλου) στη χώρα μας. Στην Ιταλία οι αιτήσεις ασύλου ήταν 53.000 (9%) και στην Ιταλία 49.000 (8%).
Στην Ελλάδα, ο αριθμός των αιτήσεων ήταν αυξημένος κατά 14% ή κατά 8.000 σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά. Αντιθέτως στην Ιταλία είχαμε πτώση κατά 77.000 ή 61%. 18% πτώση (36.000 λιγότερες αιτήσεις) είχαμε και στη Γερμανία.
Όπως προκύπτει από τα δεδομένα του ΟΗΕ κατά την κορύφωση της προσφυγικής κρίσης το 2015 έφθασαν και εισήλθαν στην Ελλάδα 861.630 πρόσφυγες και μετανάστες. Το 2016, πέρασαν τα ελληνικά σύνορα 177.234 και το 2018 περίπου 36.310. Το 2019, ο αριθμός αυξήθηκε και πάλι κοντά στις 66.000.
Η ένταση στα ελληνοτουρκικά σύνορα
Το τελευταίο διάστημα όλα τα βλέμματα είναι στραμμένα στον Έβρο, στον απόηχο της απόφασης της Τουρκίας να ανοίξει τις πόρτες σε μετανάστες και πρόσφυγες για να περάσουν στην Ευρώπη. Η ελληνική κυβέρνηση απάντησε με αναστολή του συστήματος υποβολής αιτήσεων ασύλου για έναν μήνα. Η απόφαση πυροδότησε την έντονη κριτική της UNHCR, η οποία και επεσήμανε πως δεν υπήρχε κάποια νομική βάση για την κίνηση αυτή. Δεν αντιπρότεινε πάντως την όποια εναλλακτική απάντηση απέναντι στην απόφαση της Τουρκίας να εργαλοποιήσει τους μετανάστες και να εκβιάσει Ελλάδα και Ευρώπη. Ο ΟΗΕ, που τηρεί πολιτική ίσων αποστάσεων απέναντι σε Άγκυρα και Ε.Ε., δεν έχει επίσης πει ποτέ ξεκάθαρα τη θέση του για την προσφυγική συμφωνία του 2016 και για το εάν πραγματικά θεωρεί ασφαλή χώρα την Τουρκία ή εάν θεωρεί αποτελεσματικές τις ευρωπαϊκές πολιτικές και αν όχι τι αντιπροτείνει.
Σύμφωνα με τον ΙΟΜ τουλάχιστον 13.000 μετανάστες και πρόσφυγες συγκεντρώθηκαν στα ελληνοτουρκικά σύνορα την πρώτη ημέρα μετά τις ανακοινώσεις Ερντογάν. Ο αριθμός έχει πλέον περιοριστεί αισθητά. Η Αθήνα συνεχίζει τις αποτροπές εισόδου, αλλά και τις συλλήψεις. Οι περισσότεροι συλληφθέντες στην περιοχή του Έβρου είναι από Αφγανιστάν, Πακιστάν, Μαρόκο, Σομαλία, Συρία, Ιράν και Ιράκ. Ελάχιστοι ήταν οι Σύροι που έφτασαν στα σύνορα, παρά το γεγονός ότι επισήμως η δικαιολογία της Τουρκίας ήταν η κατάσταση στην Ιντλίμπ.
Σε αναμονή απαντήσεων
Παρακολουθώντας από κοντά το θέμα, ο Ορθός Λόγος απευθύνει ερωτήματα στους πλέον αρμόδιους φορείς και αναμένει τις απαντήσεις τους, που θα δώσουν τροφή για συζήτηση στα επόμενα τεύχη μας.