author-image-116 Ομάδα του Ορθού Λόγου
atc-portal

atc-portal

Αποτελεί, συνήθως, ίδιον των κοινωνιών να περιμένουν τα πάντα από μια Κυβέρνηση, θεωρώντας πως εκείνη μόνη φέρει την ευθύνη για κάθε καλό ή κακό που διαμορφώνει τη συλλογική τους μοίρα. Όμως, και η Αντιπολίτευση αποτελεί θεμέλιο μιας Δημοκρατίας – έναν πυλώνα ισότιμης σημασίας. Δεν είναι απλώς ένα «αντίπαλο δέος» απέναντι στην εξουσία. Είναι αναπόσπαστο κομμάτι της δημοκρατικής λειτουργίας, θεσμικός μηχανισμός ελέγχου και ταυτόχρονα εργαστήριο εναλλακτικών πολιτικών. Μια υγιής αντιπολίτευση αναδεικνύει αδυναμίες, προτείνει συγκεκριμένες λύσεις, διεκδικεί διαφάνεια και προετοιμάζεται, αν και όταν έρθει η ώρα, να κυβερνήσει με υπευθυνότητα. Η αξία της βρίσκεται στην ικανότητά της να υπερασπίζεται δικαιώματα και υποχρεώσεις, να θέτει όρια στην αυθαιρεσία και να συμβάλλει στην καλλιέργεια της συνειδητής συμμετοχής και της κριτικής σκέψη των πολιτών. Όταν λειτουργεί όπως πρέπει, δεν αρκείται να παρατηρεί και να κρίνει: συμμετέχει στον δημόσιο διάλογο, συνδιαμορφώνει ιδέες, καταθέτει ουσιαστικές προτάσεις, παρουσιάζει εφαρμόσιμα σχέδια, προάγει τη σύνθεση, την πρόοδο και την κοινωνική συνοχή. Είναι ο καθρέφτης της πολιτικής ωριμότητας μιας χώρας και η εγγύηση ότι η δημοκρατία δεν θα εκφυλιστεί σε αυταρχισμό ή σε παιχνίδι εντυπώσεων.
Όμως, μιλώντας για την χώρα μας, η Αντιπολίτευση, συχνά, ξεχνά αυτή την αποστολή της. Αντί να λειτουργεί ως μοχλός προόδου, περιορίζεται σε ρητορική τοξικότητα, καταγγελία χωρίς πρόταση, διαρκή άρνηση. Έτσι, δεν εκπληρώνει τον θεσμικό της ρόλο, αλλά συντελεί στη φθορά του δημοκρατικού πολιτεύματος, στην απαξίωση του δημόσιου λόγου και της ίδιας της πολιτικής και των λειτουργών της. Μπορεί να υπάρξει αντιπολίτευση που ελέγχει, προτείνει και συνδιαμορφώνει; Ή θα συνεχίσουμε τον φαύλο κύκλο του «όχι σε όλα»;

Η δημοκρατία δεν χρειάζεται μια Αντιπολίτευση που εύχεται την αποτυχία του τόπου για να δικαιωθεί, αλλά μια που επιδιώκει να αποτρέψει τα λάθη, να εισηγείται διορθωτικές κινήσεις και να συμβάλει στη βελτίωση της διακυβέρνησης – ακόμα κι αν αυτό σημαίνει να αναγνωρίζει θετικά βήματα της Κυβέρνησης εκεί που υπάρχουν.
Στις γραμμές που ακολουθούν, εξετάζουμε την ελληνική παθογένεια της «αντιπολίτευσης για την αντιπολίτευση» και αναζητούμε τους τρόπους με τους οποίους θα μπορούσε να ξανακερδίσει τον ρόλο της: να ελέγχει, να προτείνει, να εμπνέει και να συνδιαμορφώνει μια δημοκρατία αντάξια των πολιτών της.

Η ελληνική παθογένεια

Στη σημερινή ελληνική πολιτική ζωή, η Αντιπολίτευση αρκετές φορές εκφυλίζεται σε ένα αυτοσκοπό: να αρνείται τα πάντα, να καταγγέλλει συνεχώς, να επενδύει στη δυσαρέσκεια και στον διχασμό. Αντί να επενδύει στη σύνθεση, στην παραγωγή τεκμηριωμένων πολιτικών, στην λειτουργία της ως υπεύθυνου ελεγκτικού μηχανισμού και στη συνεννόηση για το καλό του τόπου, συχνά εγκλωβίζεται σε μια κουλτούρα διαρκούς αντιπαλότητας, κατρακυλώντας σε μια ρητορική του «όχι σε όλα», όπου κυριαρχεί η προσπάθεια αποδόμησης της Κυβέρνησης με κάθε μέσο, ανεξαρτήτως κόστους για τη χώρα. Η αντιπαράθεση γίνεται προσωπική, οι υπαινιγμοί αντικαθιστούν τα επιχειρήματα και η επικοινωνία των «πυροτεχνημάτων» υπερισχύει της ουσίας.
Στόχος δεν είναι η βελτίωση των πολιτικών, αλλά η πολιτική φθορά του αντιπάλου – μια λογική που θυμίζει περισσότερο «μάχη διαδόχων» παρά δημοκρατική διαδικασία. Η συστηματική χρήση προσωπικών επιθέσεων, η καλλιέργεια φόβου και η επιμονή σε συνθηματολογία, ανούσια σκανδαλολογία και παραποίηση γεγονότων υποκαθιστούν κάθε διάθεση ουσιαστικής κριτικής, οδηγώντας σε έναν λόγο τοξικό και αδιέξοδο.

Στην Ελλάδα της καταγγελίας και της πόλωσης, η Αντιπολίτευση δείχνει να έχει ξεχάσει ότι ο ρόλος της δεν είναι να προσπαθεί πάση θυσία να καταστρέψει τον αντίπαλο, αλλά να επιμένει εποικοδομητικά στο χτίσιμο μιας καλύτερης χώρας, παρουσιάζοντας εναλλακτικές λύσεις, εμπνέοντας εμπιστοσύνη ως μελλοντική δύναμη διακυβέρνησης και συμβάλλοντας στην πολιτική σταθερότητα. Με αυτό τον τρόπο, χάνει την ευκαιρία να εμφανιστεί ως σοβαρή εναλλακτική, καλλιεργεί τον κυνισμό στους πολίτες και εντείνει την απαξίωση της πολιτικής συνολικά.

Η καταγγελτική αντιπολίτευση, αντί να φωτίζει τα λάθη και να προτείνει λύσεις, περιορίζεται, τελικά, σε μια κενή υπόσχεση ότι «εμείς θα τα κάνουμε όλα καλύτερα» – χωρίς τεκμηρίωση, χωρίς σχέδιο, χωρίς διάθεση συνεννόησης.

Το πιο ανησυχητικό είναι πως αυτό το μοτίβο δεν αποτελεί σύμπτωμα μιας στιγμής, αλλά παθογένεια βαθιά ριζωμένη, πλέον, στην πολιτική μας κουλτούρα. Έχει συντελέσει καθοριστικά στην απαξίωση του δημόσιου λόγου, στη διάχυση του λαϊκισμού και στην διαρκή πυροδότηση αντιπαραθέσεων που υποκαθιστούν τον διάλογο. Ακόμη και ζητήματα που αφορούν το εθνικό συμφέρον, όπως η εξωτερική πολιτική ή οι μεγάλες μεταρρυθμίσεις, μετατρέπονται σε πρόσχημα για μικροκομματικά παιχνίδια, υπονομεύοντας κάθε προσπάθεια διαλόγου και συνεννόησης και τη δυνατότητα χάραξης μακρόπνοης στρατηγικής για τη χώρα.

Ό,τι κι αν συμβαίνει, η προσπάθεια των κομμάτων της Αντιπολίτευσης είναι να το αναγάγουν σε ευκαιρία αποδόμησης της Κυβέρνησης. Για όλα φταίνε εκείνοι: είναι «άσχετοι», «διεφθαρμένοι», «απατεώνες», «μαφία», «εγκληματίες» ή «εγκληματική συμμορία» που εξυπηρετεί τα συμφέροντα των οικονομικά ισχυρών και βρίσκεται πίσω από κάθε μορφής σκάνδαλο – σύμφωνα πάντα με το αφήγημα που αναπαράγεται. Κι όμως, η παρούσα Κυβέρνηση είχε εκλεγεί από το 40% του ελληνικού λαού, ο οποίος δεν εξαφανίζεται ως διά μαγείας από την εξίσωση της Δημοκρατίας.
Χαρακτηριστική είναι η πρόσφατη δήλωση κυρίας βουλευτού της Αντιπολίτευσης, που έκανε λόγο για «μια Κυβέρνηση βουτηγμένη στη βρωμιά και τη διαφθορά». Με τέτοιες πρακτικές και τέτοια φρασεολογία, τι πετυχαίνουμε πραγματικά; Δημιουργούμε ένα περιβάλλον δηλητηριασμένο από καχυποψία και θυμό, στο οποίο ο δημόσιος διάλογος υποβαθμίζεται σε μια ατέρμονη ανταλλαγή ύβρεων, όπου δεν υπάρχει πια περιθώριο ούτε για συναινέσεις, ούτε για προτάσεις, ούτε για ουσιαστικές λύσεις.

Ας αναλογιστούμε όμως, για μια στιγμή, τι πραγματικά θα σήμαινε αν όλα αυτά ήταν αλήθεια. Αν όντως τον τόπο μας τον κυβερνούσαν μόνο εγκληματίες και όλοι οι υπόλοιποι ήταν άγγελοι της κάθαρσης που στέκονται στο πλευρό κάθε αδικημένου. Τι μήνυμα δίνουμε στην κοινωνία, ποιο παράδειγμα προσφέρουμε στα παιδιά μας; Ότι αν απλώς ρίξουμε την Κυβέρνηση, αυτομάτως θα ζούμε σε έναν παράδεισο; Ή μήπως, μέσα από τη συνεχή απαξίωση και την ισοπέδωση των πάντων, συμβάλλουμε στο κλίμα της γενικευμένης καχυποψίας και του μηδενισμού που βιώνουμε σήμερα – με τη βαθιά ριζωμένη αντίληψη πως «όλοι απατεώνες είναι, που κοιτάνε μόνο την πάρτη τους»;

Έτσι διαπαιδαγωγούμε τις νεότερες γενιές, σε αυτό το τοξικό περιβάλλον μεγαλώνουν τα παιδιά μας. Ίσως, δεν είναι τυχαίο που καταγράφονται όλο και περισσότερα κρούσματα βίας και εγκληματικότητας στους νέους. Όταν η πολιτική ζωή προσφέρει ως παράδειγμα τον ακραίο διχασμό, την ύβρη και τη συνεχή απαξίωση, δεν θα έπρεπε να μας εκπλήσσει που η κοινωνία αρχίζει να καθρεφτίζει ακριβώς αυτήν τη λογική στον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζει τον εαυτό της και τους άλλους.

Αυτή η αντιπολιτευτική στάση, τελικά, υπονομεύει όσα υποτίθεται ότι υπερασπίζεται. Δεν προσφέρει στους πολίτες αξιόπιστες εναλλακτικές, δεν εμπνέει εμπιστοσύνη και, αντί να διορθώνει, επιδεινώνει τα προβλήματα. Αντί να λειτουργεί ως μηχανισμός ελέγχου και δημιουργικής πρότασης, καταλήγει να γίνεται εργαλείο πόλωσης και μηδενισμού, ενισχύοντας την καχυποψία απέναντι στο πολιτικό σύστημα. Το αποτέλεσμα είναι η εδραίωση ενός φαύλου κύκλου: η κοινωνία, κουρασμένη από τη στείρα σύγκρουση και την απουσία ουσίας, χάνει την εμπιστοσύνη της στο πολιτικό σύστημα συνολικά, απομακρύνεται από την ενεργή συμμετοχή, οδηγείται στην παραίτηση και τροφοδοτεί περαιτέρω την πόλωση και τον κυνισμό.

Προς μια δημιουργική Αντιπολίτευση

Αν θέλουμε μια Δημοκρατία που να στέκεται στο ύψος των προκλήσεων, χρειαζόμαστε μια Αντιπολίτευση που να κάνει περισσότερα από το να καταγγέλλει. Μια Αντιπολίτευση που θα επενδύει στη σοβαρή προετοιμασία, θα παρουσιάζει τεκμηριωμένες εναλλακτικές πολιτικές και θα αναλαμβάνει το ρίσκο να μιλήσει με ειλικρίνεια για τα δύσκολα θέματα, ακόμα κι αν αυτό δεν της φέρνει άμεσα πολιτικά κέρδη.

Η υπεύθυνη Αντιπολίτευση ξεκινά με την παραδοχή ότι η χώρα δεν είναι μια αρένα κομματικών μονομαχιών, αλλά ένας τόπος που έχει ανάγκη από λύσεις. Προϋποθέτει ότι ο έλεγχος της κυβέρνησης είναι απαραίτητος, αλλά δεν είναι αυτοσκοπός· χρειάζεται να συνοδεύεται από ρεαλιστικές προτάσεις και διάθεση συνεννόησης εκεί όπου το εθνικό συμφέρον το επιβάλλει.

Θεσμικά, θα μπορούσαν να καθιερωθούν διαδικασίες που ενισχύουν τον διάλογο, όπως θεματικά debates με ανταλλαγή τεκμηριωμένων προτάσεων, ενώ τα κόμματα οφείλουν να δεσμεύονται δημοσίως για τη σοβαρότητα και την ποιότητα του πολιτικού τους λόγου.

Ο ρόλος των Μέσων Ενημέρωσης είναι κρίσιμος και συνδέεται άρρηκτα με την ποιότητα της αντιπολίτευσης: διαμορφώνουν τον δημόσιο διάλογο και καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό αν η κοινωνία θα μείνει εγκλωβισμένη στη λογική του νοσηρού θεάματος ή αν θα μετακινηθεί σε μια κουλτούρα ουσιαστικής συζήτησης. Αντί να αρκούνται σε εύκολες ατάκες, καυγάδες και εντυπωσιακά στιγμιότυπα, οφείλουν να απαιτούν από την αντιπολίτευση πλήρεις, τεκμηριωμένες, ρεαλιστικές προτάσεις.

Δημοσιογράφοι και ΜΜΕ οφείλουν να αναλάβουν ενεργό ρόλο ως καταλύτες ποιοτικού διαλόγου, σχεδιάζοντας θεματικές συζητήσεις που δεν καταλήγουν σε κραυγές και συνθήματα, αλλά διευκολύνουν την εις βάθος ανάλυση διαφορετικών θέσεων. Είναι απαραίτητο να δημιουργήσουν χώρο για επιχειρήματα αντί για προσωπικές επιθέσεις, για σύγκριση σχεδίων αντί για ανταλλαγή χαρακτηρισμών. Παράλληλα, χρειάζεται να διεκδικούν ξεκάθαρες απαντήσεις, να ελέγχουν τη συνέπεια λόγων και έργων και να εκθέτουν όχι μόνο τις υπερβολές και τα λάθη της Κυβέρνησης αλλά και τα κενά, τις αντιφάσεις ή την απουσία σχεδίου της αντιπολίτευσης. Χωρίς απαιτητική εποικοδομητική δημοσιογραφία, ο δημόσιος λόγος παραμένει ρηχός και η αντιπολίτευση επιβραβεύεται για το θεαθήναι αντί για την ουσία.

Τέλος, τα ΜΜΕ οφείλουν να στηρίζουν και να προβάλλουν θετικά παραδείγματα υπεύθυνης στάσης, είτε προέρχονται από κυβερνητικούς είτε από αντιπολιτευόμενους πολιτικούς, ώστε να αναδεικνύεται ότι υπάρχει κι άλλος δρόμος πέρα από την τοξικότητα. Με αυτόν τον τρόπο, μπορούν να καταστούν σύμμαχοι μιας δημοκρατίας που στέκεται στο ύψος της, συμβάλλοντας ώστε η αντιπαράθεση να μετατραπεί σε πεδίο προόδου και όχι καταστροφής.

Η κοινωνία, από την πλευρά της, πρέπει να πάψει να επιβραβεύει την «ασχήμια» των αντιπολιτευτικών τακτικών και να απαιτήσει από τους «αντίπαλους» πολιτικούς να σέβονται τον ρόλο τους – ακόμα κι όταν αυτό σημαίνει να λένε «ναι» σε μια καλή ιδέα της Κυβέρνησης.

Και τώρα τι;

Η Αντιπολίτευση δεν είναι μια πολυτέλεια της δημοκρατίας – είναι η ουσία της. Όταν ασκείται με σοβαρότητα, βελτιώνει τη διακυβέρνηση, καλλιεργεί τον δημόσιο διάλογο και ενισχύει την εμπιστοσύνη των πολιτών στην πολιτική διαδικασία. Όταν όμως εκφυλίζεται σε στείρα καταγγελία, γίνεται μέρος του προβλήματος: αναπαράγει τη δυσπιστία, τρέφει τον λαϊκισμό και οδηγεί την κοινωνία σε πόλωση.

Το ερώτημα λοιπόν δεν είναι μόνο τι Αντιπολίτευση θέλουμε, αλλά και τι Αντιπολίτευση ανεχόμαστε ως κοινωνία. Αν συνεχίσουμε να επιβραβεύουμε την στόχευση στο θυμικό και την καταγγελτική ρητορική, και να αδιαφορούμε για την ουσία, θα αναπαράγουμε τον φαύλο κύκλο πολιτικής απαξίωσης. Αν, όμως, απαιτήσουμε να σταθεί στο ύψος της ευθύνης της – και αν οι λειτουργοί της δημοσιογραφίας συμβάλλουν προς αυτό απαιτώντας και καλλιεργώντας διάλογο ουσίας αντί για συγκρούσεις – τότε ίσως καταφέρουμε να αναβαθμίσουμε συνολικά το επίπεδο της κοινωνίας μας, της δημοκρατίας μας.

Αν αυτό δεν το απαιτήσουμε όλοι – πολίτες, πολιτικοί, δημοσιογράφοι – τότε θα συνεχίσουμε να ζούμε σε έναν φαύλο κύκλο, όπου κάθε εναλλαγή εξουσίας θα μοιάζει με αλλαγή ρόλων στο ίδιο κουρασμένο έργο.

Η επιλογή ανήκει σε όλους μας.

Εγγραφείτε και μιλήστε!

Με την εγγραφή σας μπορείτε να συμμετάσχετε στην κουβέντα για το άρθρο, να μιλήσετε στους συντάκτες μας και να συμβάλλετε εποικοδομητικά στα άρθρα μας.

Μπορείτε να συνεχίσετε την ανάγνωση του άρθρου πατώντας εδώ, αλλά...

... είναι μόνο χάρη των μελών/συνδρομητών που μας στηρίζουν που μπορούμε να έχουμε άρθρα.

Εάν μια εποικοδομητική δημοσιογραφία, που δεν εξαρτάται από διαφημίσεις, είναι κάτι που θέλετε να υποστηρίξετε γίνετε μέλος σήμερα.

Περιεχόμενα Τεύχους

Τεύχος 64

Ιούνιος 2025

Μετάβαση στο περιεχόμενο