Το ισχύον σύστημα ενισχυμένης αναλογικής στην Ελλάδα, βάσει του οποίου οι 250 από τις 300 έδρες κατανέμονται αναλογικά, έχει ως στόχο να διασφαλιστεί η αντιπροσωπευτικότητα στο ελληνικό κοινοβούλιο, τουλάχιστον στο μέτρο που επιτρέπει το συγκεκριμένο ύψος αναλογικής εκπροσώπησης, δηλ. στα 5/6 του συνόλου των 300 εδρών.
Στην πραγματικότητα όμως, η αντιπροσωπευτικότητα θυσιάζεται βάναυσα επειδή το κόμμα που λαμβάνει το πλεονέκτημα σχηματισμού κυβέρνησης καθορίζεται αποκλειστικά από τους ψηφοφόρους των δύο πρώτων κομμάτων.
Το φαινόμενο αυτό ενθαρρύνει την «στρατηγική ψήφο» με σύνηθες σκεπτικό για τους πολίτες να μην «χαθεί η ψήφος» τους. Κατά συνέπεια, η τελική κατανομή των 250 εδρών δεν αντανακλά τη βούληση του λαού, αντιθέτως συνιστά προϊόν στρέβλωσής της. Η απλή αναλογική επιχειρεί να διορθώσει την στρέβλωση αυτή, υπονομεύοντας όμως σε υπέρμετρο βαθμό την πολιτική σταθερότητα, δηλ. την προοπτική σχηματισμού μιας βιώσιμης κυβέρνησης.
Το παρόν άρθρο προτείνει ένα «προτιμησιακό εκλογικό σύστημα», το οποίο γεφυρώνει το χάσμα μεταξύ απλής αναλογικής και του ισχύοντος συστήματος τύπου ενισχυμένης αναλογικής. Για την ακρίβεια, δεν υπονομεύει την πολιτική σταθερότητα στον ίδιο βαθμό με την απλή αναλογική, ούτε στρεβλώνει την αντιπροσωπευτικότητα στον ίδιο βαθμό που ισχύει με το παρόν εκλογικό σύστημα.
Το ισχύον εκλογικό σύστημα ανήκει στην κατηγορία την ενισχυμένης αναλογικής, συνδυάζοντας στοιχεία απλής αναλογικής και πλειοψηφικού. Συγκεκριμένα, 250 από τις 300 έδρες κατανέμονται βάσει απλής αναλογικής, με όριο εισόδου στη Βουλή το 3%. Επιπλέον, το πλειοψηφούν (πρώτο) κόμμα λαμβάνει τις υπόλοιπες 50 έδρες: το συγκεκριμένο στοιχείο διευκολύνει τον σχηματισμό αυτοδύναμης κυβέρνησης καθότι μειώνει στο 40.4% το θεωρητικό ελάχιστο ποσοστό που πρέπει να συγκεντρώσει ένα κόμμα για να πετύχει βέβαιη αυτοδυναμία.
Σύμφωνα με το Άρθρο 2 του Νόμου 4406/2016, το οποίο θα ισχύσει από τις μεθεπόμενες εκλογές, το μπόνους των 50 εδρών καταργείται, και το σύνολο των 300 εδρών κατανέμεται βάσει απλής αναλογικής (με όριο και πάλι). Με τον τρόπο αυτό, το θεωρητικό ελάχιστο ποσοστό για την αυτοδυναμία αυξάνεται στο 50%+.
Η εφαρμογή απλής αναλογικής ενισχύει την αντιπροσωπευτικότητα του κοινοβουλίου και πραγματώνει την αρχή της ισοδυναμίας της ψήφου, η οποία επιτάσσει ότι η ψήφος κάθε πολίτη ασκεί την ίδια επιρροή στη διαμόρφωση του εκλογικού αποτελέσματος.
Παράλληλα όμως, η εφαρμογή απλής αναλογικής αυξάνει την πιθανότητα μιας παραλυτικής ακυβερνησίας, υπονομεύοντας έτσι την πολιτική σταθερότητα.
Ακόμα και στις περιπτώσεις όπου ο σχηματισμός ενός πλειοψηφούντος συνασπισμού είναι εφικτός, η κυβέρνηση που μπορεί να προκύψει ενδέχεται να είναι αδύναμη, παρουσιάζοντας έλλειψη συνοχής και αξιοπιστίας. Για παράδειγμα, στη γειτονική Ιταλία την περίοδο 1946-1993 – κατά την διάρκεια της οποίας εφαρμόστηκε ένα σύστημα αναλογικής εκπροσώπησης – σχηματίστηκαν 52 διαφορετικές κυβερνήσεις, δηλ. μία κάθε 11 μήνες περίπου. Όπως ευκρινώς έχει θέσει ο καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου Γιώργος Σωτηρέλης: «…σκοπός των εκλογών στο κοινοβουλευτικό σύστημα δεν είναι απλώς η ανάδειξη βουλευτών αλλά και η συγκρότηση μιας βιώσιμης κυβέρνησης».
Από την άλλη μεριά, το ισχύον εκλογικό σύστημα είναι επίσης προβληματικό: ο λόγος δεν είναι τόσο ότι το πρώτο κόμμα λαμβάνει μια γενναιόδωρη πριμοδότηση 50 εδρών χωρίς την ανάλογη αντιστοιχία στο εκλογικό σώμα, όσο ότι το συγκεκριμένο στοιχείο συχνά επηρεάζει την πρόθεση ψήφου για ένα σημαντικό μέρος του εκλογικού σώματος, διαστρεβλώνοντας έτσι την κατανομή των υπόλοιπων 250 εδρών.
Συγκεκριμένα, δεδομένου ότι η πριμοδότηση εξασφαλίζει στο πρώτο κόμμα ένα σημαντικό πλεονέκτημα όσον αφορά τον σχηματισμό κυβέρνησης – ανεξάρτητα από την διαφορά που έχει από το δεύτερο κόμμα – ο πολίτης μπαίνει συχνά στο δίλημμα της «χαμένης ψήφου». Έτσι, καταλήγει πολλές φορές να ψηφίσει το «μη χειρότερο» και όχι αυτό που πραγματικά θέλει.
Με διαφορετικά λόγια, εκλογικά συστήματα τύπου «the winner takes most, if not all» αναγκάζουν πολλές φορές ψηφοφόρους να ψηφίσουν «στρατηγικά», δηλ. να επιλέξουν το (μη χείριστο) κόμμα που πιστεύουν ότι έχει καλές πιθανότητες να κερδίσει, και όχι το κόμμα που προτιμούν περισσότερο, υπό τον φόβο ότι στην δεύτερη περίπτωση η ψήφος τους μπορεί να πάει χαμένη.
Ακόμα κι αν ένας ψηφοφόρος δεν έχει αρχικά την πρόθεση να ψηφίσει στρατηγικά, στο τέλος δύναται να επηρεαστεί εφόσον διαβλέπει ότι άλλοι ψηφοφόροι πρόκειται να ψηφίσουν με αυτόν τον τρόπο.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα «στρατηγικής ψήφου» αποτελούν οι δύο εκλογές που διεξήχθησαν το 2012.
Συγκεκριμένα, στις πρώτες εκλογές του Μαΐου η ΝΔ και ο ΣΥΡΙΖΑ κατέγραψαν ποσοστό 19% και 17% αντίστοιχα, τα επόμενα πέντε κόμματα που μπήκαν στη Βουλή έλαβαν αθροιστικό ποσοστό 45%, ενώ τα λοιπά κόμματα που δεν μπήκαν στη Βουλή κατέγραψαν συνολικά 19%.
Στις επόμενες εκλογές του Ιουνίου (δηλ. μόλις έναν μήνα αργότερα), όπου οι ψηφοφόροι προσήλθαν στις κάλπες γνωρίζοντας πλέον ότι η διαφορά ανάμεσα στα δύο πρώτα κόμματα ήταν πολύ μικρή και η εκλογική αναμέτρηση θα ήταν ιδιαίτερα αμφίρροπη, το ποσοστό που έλαβαν ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ αυξήθηκε στο 30% και 27% αντίστοιχα, ενώ το αθροιστικό ποσοστό των επόμενων πέντε κόμματων που μπήκαν στη Βουλή μειώθηκε στο 37%, και τα λοιπά κόμματα συρρικνώθηκαν στο επίπεδο του 6%.
Το φαινόμενο της στρατηγικής ψήφου εντείνεται όταν οι εκλογές χαρακτηρίζονται ως «εξαιρετικής σημασίας για το μέλλον του τόπου», όταν τα κόμματα υιοθετούν έναν πολιτικό λόγο βαθιά πολωμένο ή όταν η διαφορά μεταξύ των δύο πρώτων κομμάτων παρουσιάζεται μικρή προ εκλογών, δημιουργώντας έτσι την προσδοκία ότι θα διεξαχθεί μια μάχη «στήθος με στήθος». Στην περίπτωση αυτή, προεκλογικές δημοσκοπήσεις δεν απεικονίζουν απλά την πρόθεση ψήφου του εκλογικού σώματος σε μια δεδομένη χρονική στιγμή, αλλά ενδέχεται ακόμα και να διαμορφώσουν το τελικό αποτέλεσμα.
Στην ακραία του μορφή, το φαινόμενο της στρατηγικής ψήφου μπορεί να συνοψιστεί με την ακόλουθη φράση: «μια ψήφος για οποιοδήποτε κόμμα εκτός από το δεύτερο, είναι ψήφος για το πρώτο κόμμα».
Είναι λοιπόν σαφές ότι το ισχύον σύστημα ενισχυμένης αναλογικής διαστρεβλώνει πολλές φορές την αντιπροσωπευτικότητα, βλάπτοντας έτσι τα μικρά κόμματα, τα οποία χάνουν εν δυνάμει ψηφοφόρους και δεν έχουν την δυνατότητα να αναπτυχθούν με την πάροδο του χρόνου.
Ούτε όμως τα μεγάλα κόμματα επωφελούνται πάντα από το ισχύον σύστημα. Για παράδειγμα, ένα νεοϊδρυθέν μικρό κόμμα που δεν παρουσιάζει φθορά και έχει θέσεις παρόμοιες με αυτές ενός μεγάλου κόμματος, μπορεί να τραβήξει κρίσιμες ψήφους από το κόμμα αυτό, δίνοντας έτσι το πλεονέκτημα νίκης σε ένα δεύτερο μεγάλο κόμμα με διαφορετικές θέσεις.
Μολονότι το συγκεκριμένο φαινόμενο «διάσπασης των ψήφων» (γνωστό και ως spoiler effect) έχει μεγαλύτερη επίδραση σε εκλογικά συστήματα που έχουν αμιγώς πλειοψηφικό χαρακτήρα (βλ. π.χ. την υποψηφιότητα του Ralph Nader του κόμματος των Πρασίνων στις εξαιρετικά αμφίρροπες αμερικανικές προεδρικές εκλογές του 2000 ανάμεσα στους George Bush/ Al Gore), η ελληνική πολιτική πραγματικότητα έχει αναδείξει αρκετές παρόμοιες περιπτώσεις στο παρελθόν. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η ίδρυση της Πολιτικής Άνοιξης από τον κ. Σαμαρά τον Ιούνιο του 1993, η οποία ελαχιστοποίησε τις πιθανότητες που είχε η Νέα Δημοκρατία να επικρατήσει στις εκλογές τον Οκτώβριο του ίδιου έτους.
Υπάρχει τρόπος να βρεθεί μια τομή ανάμεσα στην απλή αναλογική και το ισχύον εκλογικό σύστημα;
Καταρχήν, αξίζει να σημειωθεί ότι το τέλειο εκλογικό σύστημα δεν υφίσταται. Το αποτέλεσμα αυτό απέδειξε βάσει μαθηματικής λογικής ο οικονομολόγος Kenneth Arrow στη μονογραφία «Κοινωνική επιλογή και ατομικές αξίες» το 1951. Εν ολίγοις, ο λόγος είναι ότι κάποια από τα κριτήρια που χρησιμοποιούνται για την αξιολόγηση διαφορετικών εκλογικών συστημάτων είναι αμοιβαία αποκλειόμενα, δηλ. η ικανοποίηση ενός κριτηρίου σημαίνει την παραβίαση ενός άλλου.
Παρόλα αυτά, η θέσπιση ενός εκλογικού συστήματος που δεν υπονομεύει την πολιτική σταθερότητα [δεν στρεβλώνει την αντιπροσωπευτικότητα] στον ίδιο βαθμό με την απλή αναλογική [ενισχυμένη αναλογική με πριμοδότηση 50 εδρών στο πρώτο κόμμα], παραμένει εφικτή.
Ένας τρόπος να βρεθεί η χρυσή τομή είναι η θέσπιση ενός «προτιμησιακού» εκλογικού συστήματος, βάσει του οποίου ο ψηφοφόρος δεν θα ψηφίζει μόνο ένα κόμμα, αλλά όλα τα κόμματα με σειρά προτίμησης. Έτσι θα καταγράφεται όχι μόνο το κόμμα που πρεσβεύει περισσότερο τις πεποιθήσεις του ψηφοφόρου αλλά και το κόμμα με το οποίο δεν συμφωνεί καθόλου, όπως επίσης και όλες οι ενδιάμεσες προτιμήσεις του.
Σχηματικά, χρησιμοποιώντας ως βάση το ισχύον σύστημα, ένα προτιμησιακό σύστημα εκλογών στην Ελλάδα θα μπορούσε να λειτουργήσει με τον ακόλουθο τρόπο. 250 από τις 300 έδρες κατανέμονται αναλογικά σε όλα τα κόμματα που ξεπερνούν ένα συγκεκριμένο ελάχιστο όριο, ενώ η πριμοδότηση των 50 εδρών καθορίζεται ως εξής: το κόμμα με τις λιγότερες πρώτες προτιμήσεις αποκλείεται και οι ψήφοι του μεταφέρονται σε όποιο από τα δύο πρώτα κόμματα βρίσκεται ψηλότερα στην κατάταξη. Η διαδικασία επαναλαμβάνεται μέχρι κάποιο από τα δύο πρώτα κόμματα πετύχει την απόλυτη πλειοψηφία. Το κόμμα αυτό λαμβάνει την πριμοδότηση των 50 εδρών.
Προκειμένου να διευκολυνθεί η κατανόηση του προαναφερθέντος προτιμησιακού συστήματος, θα χρησιμοποιήσουμε ένα απλοϊκό παράδειγμα με τρία κόμματα, Α, Β και Γ, και 1000 ψηφοφόρους. Οι ψηφοφόροι κατατάσσουν όλα τα κόμματα βάσει των προτιμήσεων τους, π.χ. ένας ψηφοφόρος μπορεί να κατατάξει ως 1η επιλογή το Γ, 2η επιλογή το Β και 3η επιλογή το Α. Ας υποθέσουμε ότι το Α λαμβάνει την πρώτη προτίμηση σε 460 ψηφοδέλτια (46%), το Β λαμβάνει την πρώτη προτίμηση σε 120 ψηφοδέλτια (12%) και το Γ σε 420 (42%). Οι 250 έδρες κατανέμονται ανάλογα με τις προτιμήσεις αυτές, δηλ. το Α λαμβάνει το 0.46 × 250 = 115 έδρες, το Β λαμβάνει 30 έδρες και το Γ 105 έδρες. Τι γίνεται με τις υπόλοιπες 50 έδρες; Το τελευταίο κόμμα, Β, αποκλείεται από την διεκδίκηση της πριμοδότησης και οι ψήφοι του μεταφέρονται στο Α ή στο Γ, ανάλογα με το ποιο από τα δύο πρώτα κόμματα κατατάσσεται ψηλότερα στη σειρά προτίμησης. Ας υποθέσουμε ότι 24 ψηφοφόροι του Β (δηλ. το 1/5 ) προτιμούν το Α από το Γ, ενώ 96 ψηφοφόροι (4/5) προτιμούν το Γ από το Α. Έτσι το Α λαμβάνει συνολικά 484 ψήφους προτίμησης έναντι του Γ, ενώ το Γ λαμβάνει 516 ψήφους. Ως αποτέλεσμα, οι 50 έδρες κατανέμονται στο Γ.
Απεικόνιση του παραδείγματος προτιμησιακού εκλογικού συστήματος
Το παραπάνω παράδειγμα ουσιαστικά αντανακλά το ισχύον εκλογικό σύστημα, με θεμελιώδη διαφορά όμως ότι η πριμοδότηση των 50 εδρών δεν καθορίζεται αποκλειστικά από τις ψήφους που λαμβάνουν τα δύο πρώτα κόμματα, αλλά από το σύνολο των ψήφων. Με άλλα λόγια, οι ψηφοφόροι έχουν την άνεση να στηρίξουν μικρά κόμματα εφόσον επιθυμούν, χωρίς να ανησυχούν ότι η συγκεκριμένη επιλογή θα επηρεάσει όποιο από τα δύο πρώτα κόμματα θα λάβει τις 50 έδρες. Συνεπώς, το κίνητρο «στρατηγικής ψήφου» μειώνεται.
Ένα εύλογο ερώτημα που προκύπτει άμεσα έχει ως εξής: στην περίπτωση που η διαδικασία γείρει την πλάστιγγα υπέρ του Γ (όπως στο παραπάνω παράδειγμα), είναι δίκαιο να μείνει το Α εκτός κυβέρνησης, την στιγμή που έχει λάβει τις περισσότερες πρώτες προτιμήσεις;
Η απάντηση είναι καταφατική. Και αυτό διότι το ζήτημα του ποιος τελικά θα κυβερνήσει αφορά όλους τους ψηφοφόρους και όχι μόνο αυτούς που ψήφισαν ένα από τα δύο πρώτα κόμματα.
Προτιμησιακά εκλογικά συστήματα δεν είναι τόσο ξένα στην ελληνική πραγματικότητα όσο ίσως φανεί εκ πρώτης όψεως. Συγκεκριμένα, οι αυτοδιοικητικές εκλογές προβλέπουν την διεξαγωγή δύο αναμετρήσεων: εάν κανείς υποψήφιος δεν λάβει την απόλυτη πλειοψηφία στον πρώτο γύρο, διεξάγονται επαναληπτικές εκλογές μεταξύ των δύο πρώτων. Στην προκειμένη περίπτωση, ο τελικός νικητής ουσιαστικά καθορίζεται από τους ψηφοφόρους όσων υποψηφίων δεν πέρασαν στον δεύτερο γύρο.
Ένα σημαντικό πλεονέκτημα του προαναφερθέντος προτιμησιακού συστήματος σε σχέση με το σύστημα που εφαρμόζεται στις αυτοδιοικητικές εκλογές είναι ότι ο νικητής αναδεικνύεται σε μία εκλογική αναμέτρηση. Συνεπώς είναι περισσότερο αποτελεσματικό, με την έννοια ότι εξοικονομεί πόρους στο κράτος και χρόνο/χρήμα στους ψηφοφόρους επειδή δεν χρειάζεται να προσέλθουν τις κάλπες δύο φορές.
Σε σύγκριση με το ισχύον εκλογικό σύστημα, ένα προτιμησιακό σύστημα μπορεί να μειώσει την επίδραση του φαινομένου της «διάσπασης των ψήφων». Για τον λόγο αυτόν, τα μεγάλα κόμματα έχουν μικρότερο κίνητρο προσέλκυσης ψηφοφόρων με ακραίες πεποιθήσεις, κάτι το οποίο ενδέχεται να επιφέρει θετικά αποτελέσματα όσον αφορά το ύφος/ήθος του πολιτικού λόγου που υιοθετείται.
Ταυτόχρονα, ένα προτιμησιακό εκλογικό σύστημα μπορεί να ενθαρρύνει μεγαλύτερη προσέλευση στις κάλπες (η οποία έχει πλέον καταστεί αρκετά χαμηλή στην Ελλάδα), ειδικά όταν πρόκειται για πολίτες που αισθάνονται ότι με το ισχύον εκλογικό σύστημα δεν έχουν κανένα λόγο όσον αφορά τη διαμόρφωση του αποτελέσματος.
Τέλος, το προτεινόμενο εκλογικό σύστημα κατέχει το εξής σημαντικό πλεονέκτημα: για κάθε ύψος πριμοδότησης εδρών που μπορεί να οριστεί από τον νομοθέτη (είτε αυτό είναι 50 έδρες είτε είναι λιγότερες/περισσότερες), επιτρέπει να γίνει κατανοητή η αντιστάθμιση (trade off) μεταξύ αντιπροσωπευτικότητας και πολιτικής σταθερότητας με μεγαλύτερη διαφάνεια και ευκρίνεια σε σχέση με το ισχύον σύστημα…