Κάθε αρχή καλοκαιριού, για λίγες μέρες, η χώρα ζει τον δικό της μικρό πανζουρλισμό. Οι δρόμοι γεμίζουν κάμερες, η αγωνία «χτυπάει κόκκινο», τα δελτία ειδήσεων ξεκινούν με ευχές, συνεντεύξεις γονιών και μαθητών, ξεχειλίζοντας από συμβουλές ειδικών – εκπαιδευτικών, ψυχολόγων, διατροφολόγων – και ατελείωτες αναλύσεις. Οι τίτλοι στις εφημερίδες μιλούν για «άθλους» και «μάχες», κι οι πρωταγωνιστές τους είναι δεκαοχτάχρονα παιδιά. Κάθε υποψήφιος γίνεται, για λίγο, πρωταγωνιστής σε ένα δράμα – ή πανηγύρι – που όλοι παρακολουθούμε: γονείς, καθηγητές, πολιτικοί, κανάλια, γείτονες. Η «μεγάλη στιγμή» ενός δεκαοκτάχρονου είναι φορτωμένη με τις αγωνίες μιας ολόκληρης χώρας. Κι όλα αυτά για μερικές κόλλες χαρτί. Αλήθεια, γιατί;
Συλλογική ευθύνη υπερβολής
Κανείς δεν αποφάσισε μόνος του να κάνει τις Πανελλαδικές τόσο σημαντικές. Η υπερβολή είναι συλλογικό έργο. Πρώτα η οικογένεια: γονείς που επενδύουν χρόνο, χρήμα και όνειρα, και ζητούν ανταπόδοση με… τόκους σε μόρια. Μετά τα φροντιστήρια – ο αληθινός «δρόμος» προς την «επιτυχία». Για πολλούς, το σχολείο είναι, απλώς, το πλαίσιο· η ουσία βρίσκεται στα απογευματινά μαθήματα και τα ιδιαίτερα, που υπόσχονται το εισιτήριο για το πανεπιστήμιο.Οι βάσεις ανεβοκατεβαίνουν σαν χρηματιστηριακό προϊόν, η ύλη παραμένει αχανής και ογκώδης η δε «διδασκαλία» καταλήγει στη στείρα αποστήθιση.
Και, φυσικά, τα μέσα ενημέρωσης: ρεπορτάζ, αφιερώματα, συνεντεύξεις αριστούχων, πανηγυρισμοί και δάκρυα. Η επιτυχία γίνεται τίτλος, η αποτυχία θάβεται ή δραματοποιείται. Ακόμη και η πολιτική εξουσία ξέρει να χειροκροτεί τους «άριστους» σε εορτές και δεξιώσεις. Με τον καιρό -καθώς όλη αυτή η διεργασία κρατάει χρόνια-, φτιάχτηκε μια εθνική αφήγηση: αν περάσεις, κέρδισες· αν όχι, απέτυχες. Και κάπου εκεί, ο φόβος και το άγχος έγιναν κομμάτι του κοινού μας ψυχισμού.
Το αναπόφευκτο κόστος
«Ένας χρόνος είναι, θα περάσει», «Βάλε τα δυνατά σου τώρα και μετά φοιτητής»… Λόγια που ακούγονται καθησυχαστικά, αλλά στην πράξη μοιάζουν με σιωπηλή εντολή: θυσίασε τα πάντα, γιατί μόνο έτσι αξίζει ο κόπος.
Στην πραγματικότητα, βέβαια, η «προετοιμασία» δεν είναι υπόθεση ενός χρόνου. Για πολλούς αρχίζει από την πρώτη τάξη του Λυκείου – συχνά και νωρίτερα – και σιγά σιγά αφαιρεί το παιχνίδι, τον ελεύθερο χρόνο, το δικαίωμα στην εφηβεία, χωρίς μονίμως με ένα διαγώνισμα στον νου.
Η υπόσχεση για το «μετά» – το φοιτητικό αύριο – κρατά τους περισσότερους όρθιους μέσα σε μια πορεία που απαιτεί να αποστηθίσουν την ύλη, να ξεχάσουν την κριτική σκέψη και να αντέξουν την πίεση. Κάποιοι, από την άλλη, -λίγοι ή πολλοί-, δεν αντέχουν ή δεν πείθονται ποτέ. Κλείνουν το βιβλίο πριν καλά-καλά το ανοίξουν, επιλέγουν να ζήσουν αλλιώς ή παραιτούνται νωρίς, οπότε, ιδού μια μικρή σιωπηλή απόδειξη ότι δεν χωρούν όλοι στο ίδιο καλούπι. Για τους υπόλοιπους, αυτό που ονομάζουμε «προετοιμασία» είναι στην πράξη εξάντληση: ξενύχτια με φωτοτυπίες, φροντιστήρια που διδάσκουν παπαγαλία, σχολεία που «τρέχουν» διαρκώς να προλάβουν την προγραμματισμένη ύλη εκ του Υπουργείου και τίποτε άλλο. Η σκέψη μαθαίνει να αναπαράγει, όχι να ερμηνεύει…
Και αν αποτύχεις; Η απογοήτευση δεν μετριέται μόνο σε μόρια που έλειψαν. Μετριέται στα βλέμματα που σε κρίνουν, στις κουβέντες της πόλης ή του χωριού, στον ψίθυρο ότι «δεν τα κατάφερε». Ένα παιδί δεν χάνει μόνο την εισαγωγή σε μια σχολή, συχνά νιώθει πως χάνει την αξία του.
Αυτό το κόστος πληρώνεται κάθε χρόνο από χιλιάδες μαθητές και μια παιδεία που ξεχνά πως είναι κάτι πολύ περισσότερο από ένας εξεταστικός προθάλαμος…
Και αλλαχού;
Βεβαίως, οι εθνικές εξετάσεις δεν είναι αποκλειστικά ελληνικό φαινόμενο. Σε αρκετές χώρες – από τη Γαλλία και την Ιρλανδία ως τη Μάλτα και τη Σουηδία – οι μαθητές περνούν τελικές εξετάσεις για να διεκδικήσουν μια θέση σε σχολή ανώτερης/ανώτατης βαθμίδας. Σε άλλες πάλι, στην Κεντρική και Βόρεια Ευρώπη, η γενική εικόνα του μαθητή, η συνολική πορεία στο σχολείο και άλλες δεξιότητες μετρούν όσο ή και περισσότερο από ένα γραπτό. Στην Αμερική, το γραπτό είναι μόνο ένα κομμάτι της συνολικής εικόνας: βαθμοί, συστατικές επιστολές, έκθεση αυτοπαρουσίασης, εξωσχολικές δράσεις – όλα μαζί «αφηγούνται» ποιος είναι ο υποψήφιος.
Όμως, η ουσία δεν είναι μόνο το σύστημα, αλλά το πώς το ζει η κοινωνία. Στις περισσότερες ευρωπαϊκές και δυτικές χώρες, η διαδικασία πρόσβασης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση παραμένει ατομική υπόθεση, χωρίς το βάρος ενός «εθνικού τελετουργικού» όπως συμβαίνει στη χώρα μας ή σε χώρες όπως η Κίνα και η Τουρκία, όπου η πίεση αγγίζει πια ακραία επίπεδα. Δεν στήνονται κάμερες έξω από τα σχολεία, δεν καλούνται «ειδικοί» για «συμβουλές» στα τηλεοπτικά πάνελ, δεν υπάρχουν πρωτοσέλιδα για τον πρώτο των πρώτων. Οι εξετάσεις είναι απλώς ένα στάδιο – δεν φορτώνονται με τον συμβολισμό που τις αναγορεύει σχεδόν σε ιερό καθήκον στη χώρα μας.
Γι’ αυτό και οι μαθητές σε αυτές τις χώρες μπορεί μεν να βιώνουν κάποιο άγχος, αλλά δεν διακατέχονται από τον ίδιο πανικό. Στην Ελλάδα, το δράμα και η υπερδιόγκωση προσθέτουν ένα περιττό ψυχολογικό βάρος: περισσότερη πίεση, μεγαλύτερη ανασφάλεια, πιο δύσκολη διαχείριση μιας πιθανής αποτυχίας. Ένας μέσος μαθητής σε μια βόρεια ευρωπαϊκή χώρα αν δεν πετύχει, βρίσκει εναλλακτικές, καθυστερεί, αλλάζει πορεία, χωρίς να τον κυνηγά η ταμπέλα του «αποτυχημένου». Εδώ, όμως, τα περιθώρια στενεύουν υπερβολικά και οι δρόμοι κλείνουν νωρίς, οι λέξεις γίνονται βαριές, με αποτέλεσμα, συχνά, οι νέοι μας να κουβαλούν τα αποτελέσματα για χρόνια στην ψυχή τους – στις επιλογές τους, στην αυτοεκτίμηση, ακόμα και στη σχέση τους με τη μάθηση…
Η εμμονή είναι πρόβλημα
Οι Πανελλαδικές εξετάσεις δεν είναι, από μόνες τους, πρόβλημα. Είναι ένας τρόπος επιλογής – όχι απαραίτητα καλύτερος ούτε χειρότερος από άλλους. Το πρόβλημα αρχίζει να δημιουργείται όταν πάνω σε αυτόν τον τρόπο χτίζουμε όλη μας την αντίληψη για το τι αξίζει ένα παιδί και πώς μετριέται το μέλλον του.
Χρόνια τώρα – από τότε που ξεκίνησε το σύστημα αυτό, το 1980, αντικαθιστώντας τις εισαγωγικές εξετάσεις που διοργανώνονταν από κάθε εκπαιδευτικό ίδρυμα ξεχωριστά – η επιτυχία στις εξετάσεις παρουσιάζεται σαν να αποτελεί το απόλυτο διαβατήριο: πέρασες, είσαι «άξιος». Απέτυχες, απέτυχες συνολικά. Όλοι – οικογένεια, σχολείο, φροντιστήρια, μέσα ενημέρωσης – συντηρούμε αυτή την ιδέα, άλλοτε από άγνοια, άλλοτε γιατί έτσι βολεύει ή έτσι συνηθίσαμε…
Και έτσι, οι «Πανελλαδικές» από μέσο μετατρέπονται σε εμμονή. Ένας δεκαοκτάχρονος δεν κουβαλά μόνο τη δική του προσπάθεια· κουβαλά την προσδοκία μιας κοινωνίας που ψάχνει στο πτυχίο την ψευδαίσθηση της εγγύησης για ένα ασφαλές αύριο. Και όταν τα πράγματα δεν πηγαίνουν όπως «πρέπει», η αποτυχία δεν περιορίζεται στο χαρτί – γίνεται ρωγμή στην αυτοεκτίμηση, πληγή που σέρνεται για χρόνια. Και, ας αναλογιστούμε και αυτό: πόσοι από αυτούς τους δαφνοστεφανωμένους «πρώτους», που καταχειροκροτήθηκαν από τον περίγυρό τους, δεν βρέθηκαν λίγα χρόνια αργότερα με ένα χαρτί στο χέρι και μια «υπαλληλική θεσούλα» – μετά ίσως από χρόνια προσπάθειας εύρεσης εργασίας – που δεν θυμίζει σε τίποτα τα όνειρα που τους υποσχεθήκαμε; Μια πραγματικότητα που, συχνά, αφήνει πίσω της απογοήτευση και ένα αίσθημα ματαίωσης, ίδιο τραύμα στην αυτοεκτίμηση με εκείνο της αποτυχίας.
Δεν είναι δίκαιο για κανέναν – και δεν είναι ευθύνη των παιδιών να το διορθώσουν. Είναι ευθύνη δική μας, ως κοινωνία, να σταματήσουμε να μετράμε την αξία με μόρια.
Και τώρα τι;
Γιατί, άραγε, ένα σύστημα εισαγωγής στην ανώτατη εκπαίδευση πρέπει να γίνεται κάθε χρόνο εθνική είδηση; Γιατί να μην είναι μια οργανωμένη, ήρεμη διαδικασία, όπως συμβαίνει στις περισσότερες χώρες κι όχι ένα δημόσιο θέαμα που φορτώνει επιπλέον άγχος σε όσους δοκιμάζονται πιο σκληρά από όλους; Τι κερδίζουμε από όλο αυτό το «θεατρικό δρώμενο»; Και τι θα κερδίζαμε αν το αντιμετωπίζαμε για αυτό που είναι: ένα στάδιο, όχι ο μοναδικός δείκτης της αξίας ενός νέου ανθρώπου.
Δεν χρειάζεται να αντιγράψουμε μηχανικά άλλες χώρες – αλλά μπορούμε να μάθουμε από καλές πρακτικές και να τις προσαρμόσουμε στις δικές μας ανάγκες. Το θέμα είναι να αλλάξουμε νοοτροπία: να δίνουμε αξία στον νέο άνθρωπο χωρίς να τον περνάμε από ψυχοφθόρες Συμπληγάδες και χωρίς να βαφτίζουμε τις εξετάσεις «μοιραία στιγμή» που γίνεται εθνικό σίριαλ κάθε Ιούνιο.
Ένα σημαντικό βήμα που όλο το συζητάμε και ποτέ δεν το ολοκληρώνουμε είναι το «Εθνικό Απολυτήριο». Ένα απολυτήριο που να έχει ουσιαστική βαρύτητα, να αποτυπώνει τη συνολική πορεία του μαθητή στο Λύκειο και να δίνει χώρο για πρόσβαση σε σπουδές χωρίς να χρειάζεται να στοιχηματίζουμε τα πάντα σε μερικές μέρες γραπτών εξετάσεων. Πρόσφατα ανακοινώθηκε ξανά από την Υπουργό Παιδείας ότι θα τεθεί σε υπερκομματικό διάλογο, μαζί με το νέο σύστημα πρόσβασης στα πανεπιστήμια. Είναι μια ευκαιρία να πάψει το Λύκειο να περιορίζεται στον ρόλο ενός απλού εξεταστικού προθαλάμου και το απολυτήριο να αποκτήσει επιτέλους ουσιαστικό νόημα.
Αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς με τα παιδιά μας, πρέπει να τους δείξουμε ότι η ζωή είναι κάτι πιο σύνθετο από ένα πτυχίο και έναν βαθμό. Να ανοίξουμε νέες διαδρομές: σπουδών, κατάρτισης, εναλλακτικών μορφών εκπαίδευσης. Να σταματήσει η περιττή δημοσιότητα που μόνο πίεση γεννά. Να ξαναθυμηθούμε ότι η παιδεία δεν είναι μόνο μηχανισμός επιλογής· είναι ο χώρος που δίνει στον νέο άνθρωπο αυτοπεποίθηση, κριτική σκέψη και πίστη στον εαυτό του. Αυτό οφείλουμε να του δώσουμε – τίποτε λιγότερο.