Η δημοσιογραφία, ως ο ακρογωνιαίος λίθος της δημόσιας ενημέρωσης, βρίσκεται σε μια βαθιά κρίση. Εδώ και τουλάχιστον δύο δεκαετίες, ο κλάδος παλεύει σε δύο μέτωπα: αφενός με μια συνεχή μείωση εσόδων και αφετέρου με την αυξανόμενη δυσπιστία του κοινού απέναντι της. Ειδικοί της επικοινωνίας που μελετούν την κατάσταση (ακαδημαϊκοί, δημοσιογράφοι, οργανισμοί και άλλοι) έχουν σημάνει συναγερμό, αναζητώντας τρόπους να την μετασχηματίσουν ώστε να ανταποκριθεί στις προκλήσεις της σύγχρονης εποχής. Όμως, η αλήθεια είναι πως, ως σύστημα, αποτυγχάνει να εκπληρώσει τον θεμελιώδη ρόλο της: να ενημερώνει υπεύθυνα, να ενισχύει την κατανόηση του κόσμου και να ενθαρρύνει τη συμμετοχή των πολιτών.
Φυσικά, υπήρξαν -και υπάρχουν- πολλές σημαντικές και εξαιρετικές δημοσιογραφικές εργασίες, αλλά η ειδησεογραφία στο σύνολό της, ως επάγγελμα-λειτούργημα, δεν πάει καλά. Παραμένει εγκλωβισμένη σε μια νοοτροπία που δίνει προτεραιότητα στο δράμα, τον φόβο και τη σύγχυση, αντί για την πληροφόρηση, την ανάλυση και τη λύση. Η αποτυχία αυτή δεν είναι απλώς επαγγελματικό ζήτημα των δημοσιογράφων. Είναι μια βαθιά κοινωνική κρίση, που επηρεάζει τη Δημοκρατία, την εμπιστοσύνη στους θεσμούς και τη γενικότερη ψυχική κατάσταση των πολιτών.
Όμως, υπάρχει εναλλακτική. Ένα διαφορετικό μοντέλο δημοσιογραφίας που δεν τροφοδοτεί μόνο την αγωνία και την απαισιοδοξία, αλλά προσφέρει επίσης προοπτική, κατανόηση και ελπίδα. Παρόλο που απ’ ότι φαίνεται, λόγω κεκτημένης ταχύτητας και συνήθειας, οι επαγγελματίες του χώρου αδυνατούν να το συνειδητοποιήσουν, να το επεξεργαστούν και να αλλάξουν πρακτικές. Αυτή είναι η Εποικοδομητική Δημοσιογραφία, μια προσέγγιση που δεν αποφεύγει τα δύσκολα θέματα, αλλά αναδεικνύει και τις λύσεις, προωθώντας τη γνώση και τη δράση αντί της παράλυσης και του κυνισμού. Και αυτή η προσέγγιση δεν είναι απλώς μια ιδεαλιστική ουτοπία – είναι ζήτημα επιβίωσης, τόσο για τα μέσα ενημέρωσης όσο και για την ίδια τη Δημοκρατία.
Όμως, προτού εστιάσουμε στη «θεραπεία», ας κατανοήσουμε πρώτα την «ασθένεια». Πώς φτάσαμε εδώ; Πώς η δημοσιογραφία, από θεματοφύλακας της αλήθειας, κατέληξε να ενισχύει την αίσθηση του αδιεξόδου; Και ποιος τελικά ωφελείται από αυτή την κατάσταση;
Η σημερινή κατάσταση
Οι κρίσεις των τελευταίων ετών αιφνιδίασαν τους περισσότερους ανθρώπους, συμπεριλαμβανομένων και όσων εργάζονται σε αυτό που αποκαλούμε γενικά «Τύπο». Από τη χρηματοπιστωτική του 2008, την πανδημία, την κλιματική κρίση, τους πολέμους στην Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή, έως και την αμφισβήτηση των φιλελεύθερων δημοκρατιών παγκοσμίως. Παρόλο που η δημοσιογραφία έχει τον ρόλο της ανάλυσης και της πρόβλεψης, οι δημοσιογράφοι, συχνά, φαίνονται ανυποψίαστοι για τις βαθύτερες αιτίες αυτών των εξελίξεων και, ακόμα περισσότερο, για τη δική τους ευθύνη στην αποτύπωσή τους. Πχ, βιώσαμε το κύμα του λαϊκισμού που εξαπλώθηκε κατά την οικονομική κρίση της περασμένης δεκαετίας στην χώρα μας -και όχι μόνο. Το 2016, ένα απρόσωπο πολιτικό κίνημα προέκυψε από ανεκπλήρωτες ελπίδες και προσδοκίες, το οποίο κορυφώθηκε στις ΗΠΑ με την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ στην Προεδρία και στην Ευρώπη με το Brexit. Όλα εντελώς «απροσδόκητα» για πολλούς στον χώρο του Τύπου, παρότι η συσσωρευμένη κοινωνική δυσαρέσκεια ήταν ορατή. Και, έτσι, συνεχίζεται ως τις μέρες μας με την επανεκλογή Τράμπ (Βλέπε μελέτη που είχαμε παρουσιάσει για την ευθύνη των μέσων στη κάλυψη και των τελευταίων Προεδρικών εκλογών στις ΗΠΑ). Σε όλες τις περιπτώσεις, τα ΜΜΕ αγνόησαν ή υποτίμησαν την απογοήτευση των πολιτών, ακολουθώντας ένα αφήγημα που επιβεβαίωνε τις δικές τους προσλαμβάνουσες, αντί να καταγράφει την πολυπλοκότητα της πραγματικότητας.
Χαρακτηριστική, επίσης, αποτυχία της δημοσιογραφίας να ανταποκριθεί στις προκλήσεις της εποχής μας είναι η κλιματική αλλαγή και η απώλεια της βιοποικιλότητας με ευθύνη του ανθρώπου. Η σημαντικότερη ιστορική αλλαγή, που ξεκίνησε από τον περασμένο αιώνα, καλυπτόταν για χρόνια από πολλά μέσα ενημέρωσης με τρόπο επιφανειακό. Η δημόσια συζήτηση για το κλίμα κατακλύστηκε από παραπλανητικές αφηγήσεις, όπου επιστημονικά αβάσιμες απόψεις παρουσιάζονταν ως «αντίλογος» στις τεκμηριωμένες προειδοποιήσεις της επιστημονικής κοινότητας. Αυτή η ψευδής ισοτιμία – η λογική ότι «και οι δύο πλευρές έχουν άποψη», ακόμα και όταν η μία δεν στηρίζεται σε επιστημονικά δεδομένα – υπονόμευσε την ενημέρωση του κοινού και καθυστέρησε τη λήψη ουσιαστικών μέτρων.
– Η στασιμότητα απέναντι στις αλλαγές
Η δημοσιογραφία, που υποτίθεται ότι είναι αφιερωμένη στην αναζήτηση του νέου και του σημαντικού, έχει παραμείνει εγκλωβισμένη σε παλιές πρακτικές. Η προτίμηση για το δράμα, τις κραυγαλέες επικεφαλίδες και την εντυπωσιακή κάλυψη απέτρεψε τα μέσα από το να αναγνωρίσουν και να αναδείξουν σταδιακές, αλλά κρίσιμες κοινωνικές αλλαγές. Το παράδοξο είναι ότι, ενώ ο Τύπος ισχυρίζεται ότι είναι «κριτικός», απέτυχε σε αυτόν ακριβώς τον βασικό του ρόλο…
Η κριτική δεν σημαίνει να αποδομείς τα πάντα αδιακρίτως. Η πραγματική κριτική απαιτεί βαθύτερη κατανόηση και ικανότητα να δεις το ευρύτερο πλαίσιο.
Τα τελευταία χρόνια, πολλοί δημοσιογράφοι αναγκάστηκαν να παραδεχτούν ότι το είδος της δημοσιογραφίας που έμαθαν δεν επαρκεί για να ανταποκριθεί στις μεγάλες προκλήσεις της εποχής. Κάποιοι από αυτούς πρωτοπορούν στον τομέα της Εποικοδομητικής Δημοσιογραφίας, την οποία θα εξετάσουμε στη συνέχεια. Για τους περισσότερους, όμως, αυτή η συνειδητοποίηση δεν έχει ακόμα οδηγήσει σε μια ξεκάθαρη και ώριμη πρόταση για το ποιος τύπος δημοσιογραφίας είναι ο πλέον κατάλληλος για να διδάσκεται στις επόμενες γενιές δημοσιογράφων. Το ερώτημα αυτό παραμένει ανοιχτό και εξακολουθεί να προβληματίζει συντάκτες και δημοσιογράφους σε όλο τον κόσμο. Αυτή η αβεβαιότητα αποτυπώνεται και στα ετήσια Διεθνή Συνέδρια Δημοσιογραφίας, όπου τα τελευταία χρόνια τα προγράμματα αποτελούνται, σχεδόν αποκλειστικά, από ποικίλες εκδοχές «συλλογικής ενδοσκόπησης». Παρά τις ενδιαφέρουσες και συναρπαστικές συζητήσεις, εξακολουθούν να υπάρχουν πολλοί στον «καθιερωμένο» Τύπο που επιμένουν ότι το «προϊόν» είναι μια χαρά ως έχει. Αρνούνται να επανεξετάσουν κριτικά το τι σημαίνει να είσαι δημοσιογράφος, ποιος είναι ο ρόλος της ενημέρωσης και ποια είναι η κοινωνική ευθύνη του επαγγέλματος.
– Μια εμμονή με την αρνητικότητα
Στις αίθουσες σύνταξης των ειδήσεων κυριαρχούν πέντε βασικά κριτήρια επιλογής: σπουδαιότητα, ταύτιση, εντυπωσιασμός, επικαιρότητα και σύγκρουση. Αυτά τα κριτήρια, με μικρές παραλλαγές, εξακολουθούν να διδάσκονται στις περισσότερες σχολές δημοσιογραφίας και να καθοδηγούν την καθημερινή ειδησεογραφική κάλυψη. Ωστόσο, ήδη, από το 1965, ο αείμνηστος Νορβηγός κοινωνιολόγος Johan Galtung – ένας από τους θεμελιωτές των σπουδών Ειρήνης και Συγκρούσεων, είχε προειδοποιήσει για τις επιπτώσεις αυτής της προσέγγισης. Μολονότι ανέλυε πώς τα μέσα φιλτράρουν τις ειδήσεις, τα ευρήματά του δεν χρησιμοποιήθηκαν ως προειδοποίηση αλλά ως «εγχειρίδιο» για το πώς θα έπρεπε να λειτουργεί η ενημέρωση. Όπως είχε πει σε συνέντευξή του: «Περιέγραφα τι έκαναν τα ειδησεογραφικά μέσα και προειδοποιούσα ενάντια σε αυτόν τον τρόπο φιλτραρίσματος του κόσμου. Αλλά αυτοί θεωρούσαν ότι τα καταλάβαιναν όλα, οπότε χρησιμοποίησαν την έρευνά μου για να περιγράψουν τι θα έπρεπε να κάνουν αντί να μην το κάνουν. Και οι συνέπειες από τότε είναι πολλές…»
Παρόλα αυτά, η «αρνητική ενημέρωση» συνεχίζει να κυριαρχεί, καθώς οι περισσότεροι διευθυντές ειδήσεων τη θεωρούν ως τη συνταγή της επιτυχίας.
Η συνεχής έκθεση σε αρνητικές ειδήσεις έχει συνδεθεί με αυξημένα επίπεδα άγχους, κατάθλιψης και ψυχολογικής κόπωσης. Οι έρευνες (όπως χαρακτηριστικά εξηγούσε ο αείμνηστος καθηγητής Θετικής Ψυχολογίας Αναστάσιος Σταλίκας) αναδεικνύουν ότι φαινόμενα όπως η «κόπωση από τα κακά νέα» και η «αποφυγή παρακολούθησης των ειδήσεων» (news avoidance) έχουν γίνει κοινός τόπος για όλο και περισσότερους πολίτες ανά τον κόσμο. Οι άνθρωποι αισθανόμενοι ότι βομβαρδίζονται από προβλήματα που δεν μπορούν να ελέγξουν συχνά αποσύρονται, χάνουν την εμπιστοσύνη τους και γίνονται απρόθυμοι να συμμετάσχουν στα κοινά. Επιπλέον, αυτή η εμμονή με την αρνητικότητα δημιουργεί μια στρεβλή εικόνα της πραγματικότητας. Ο κόσμος είναι γεμάτος προκλήσεις, αλλά είναι, επίσης, γεμάτος λύσεις, προόδους και ιστορίες ελπίδας. Όταν η εστίαση είναι αποκλειστικά στα προβλήματα, παραβλέπεται η δημιουργικότητα και η ανθεκτικότητα που χαρακτηρίζουν την ανθρώπινη φύση.
Η αποφυγή ειδήσεων αποτελεί πρόβλημα για τα παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης. Οι ειδησεογραφικοί οργανισμοί χρειάζονται αναγνώστες, ακροατές ή τηλεθεατές για να παράγουν διαφημιστικά έσοδα, να πωλούν συνδρομές και να διατηρούν την κοινωνική τους απήχηση. Όμως, η αποφυγή ειδήσεων αποτελεί πρόβλημα και για τη δημοκρατία…
Δυστυχώς, παρόλο πλήθους πλέον ερευνών για το αντίθετο, συνεχίζει να επικρατεί η ιδέα ότι μια «καλή ιστορία» πρέπει να περιλαμβάνει τα παραπάνω «κριτήρια». Και εξακολουθούν να επιμένουν ότι «η κακή είδηση πουλάει» (ή αλλιώς το γνωστό “If it bleeds, it leads”). Δημοσιογράφοι συνεχίζουν να χρησιμοποιούν τον όρο «αιμοδιψής» σαν παράσημο τιμής, ενώ κάποιοι επιμένουν να υποστηρίζουν ότι κάθε πρόσωπο σε θέση εξουσίας είναι εξ ορισμού ανόητο ή διεφθαρμένο (συνώνυμο του κακού).
Η «μεροληψία αρνητικότητας» (negativity bias) έχει γίνει τόσο βαθιά ριζωμένη, που πολλοί εργαζόμενοι στα μέσα αρνούνται να εξετάσουν την πιθανότητα αλλαγής. «Δεν υπάρχει λόγος να αλλάξουμε. Το πρόβλημα είναι η κοινωνία, όχι εμείς», είναι μια από τις πιο συχνές δικαιολογίες. Όμως, αυτό το «προϊόν» δεν πουλάει πλέον. Τα ακροατήρια βαίνουν μειούμενα και η εμπιστοσύνη στη δημοσιογραφία καταρρέει. Μήπως, τελικά, η επιμονή σε αυτό το μοντέλο ενημέρωσης είναι μέρος του ίδιου του προβλήματος;
Ποιος φταίει;
Ας κάνουμε μια παρένθεση και ας φανταστούμε τον εαυτό μας στη θέση του Διευθύνοντος Συμβούλου μιας επιχείρησης. Διαθέτουμε κορυφαίο εργατικό δυναμικό και είμαστε υπερήφανοι που παραδίδουμε ένα ποιοτικό προϊόν στους πελάτες μας.
Τι θα γινόταν, όμως, αν μια μέρα αυτό το προϊόν έπαυε να ικανοποιεί το κοινό; Αν είτε είχε χάσει την ποιότητά του είτε οι προτιμήσεις των πελατών είχαν αλλάξει; Πώς θα αντιδρούσαμε αν οι πελάτες μας άρχιζαν τα παράπονα; Συνεχίζουμε την παραγωγή χωρίς να αλλάξουμε τίποτα; Επιμένουμε ότι το προϊόν μας είναι κορυφαίο και ότι το πρόβλημα είναι στον τρόπο που οι καταναλωτές το χρησιμοποιούν; Ή μήπως κάνουμε το αυτονόητο: εξετάζουμε το προϊόν μας με κριτική ματιά, εντοπίζουμε τα λάθη μας και αναζητούμε τρόπους να το προσαρμόσουμε ώστε να ανταποκρίνεται στις νέες ανάγκες;
Οι περισσότεροι λογικά σκεπτόμενοι άνθρωποι θα επέλεγαν το τελευταίο. Κι όμως, στον χώρο της δημοσιογραφίας, η πρώτη προσέγγιση φαίνεται να είναι η κυρίαρχη. Αντί για αυτοκριτική, τα μέσα επιμένουν ότι η ευθύνη βαραίνει το κοινό – αυτό «δεν ενδιαφέρεται», «δεν καταλαβαίνει» ή «δεν ξέρει τι θέλει». Δεν φαντάζουν, έτσι, οι παραπάνω «λογικές» σ’ αυτό τον χώρο ένα μυστήριο του παραλόγου;
– Κυνισμός και Ισοπέδωση
Πώς να ονομάσουμε τη νοοτροπία που βρίσκεται στη ρίζα αυτής της «λογικής» ότι φταίνε οι «πελάτες» και όχι το «προϊόν»; Ας την πούμε «τέχνη του κυνισμού» και, σε ό,τι ακολουθεί, θα υποστηρίξουμε ότι δεν είναι μόνο άχρηστη, αλλά και ρηχή και χειραγωγική, αν ο στόχος της δημοσιογραφίας είναι, ουσιαστικά, να περιγράφει την πραγματικότητα.
Ο Ρωμαίος πολιτικός και φιλόσοφος Κικέρων πίστευε ότι για να εξιχνιαστεί ένα έγκλημα, πρέπει να τίθεται το ερώτημα “Cui bono?” – «Ποιος επωφελείται;». Ποιος, δηλαδή, κερδίζει από μια κατάσταση;
Ας θέσουμε το ίδιο ερώτημα στη δημοσιογραφία: Ποιος επωφελείται από έναν Τύπο που υποθέτει ότι όλοι έχουν κάτι να κρύψουν; Που παρουσιάζει τους πάντες ως ενόχους μέχρι αποδείξεως του αντιθέτου. Που καθοδηγείται από την πεποίθηση ότι οι καλύτερες ιστορίες είναι οι εντυπωσιακές αποκλίσεις από τον κανόνα – η καταστροφή, το παράλογο, το ντροπιαστικό, το περίεργο.
Η απάντηση πολλών του δημοσιογραφικού κλάδου είναι ότι αυτός ο κυνικός τρόπος προσέγγισης ωφελεί την κοινωνία. Ωφελεί τη δημοκρατία. Σε ένα δημοκρατικό σύστημα είναι απαραίτητο να ελέγχονται και να λογοδοτούν οι έχοντες την εξουσία για τις πράξεις τους, και ως εκ τούτου, η δημοσιογραφία πρέπει να λειτουργεί ως η ανεπίσημη «τέταρτη εξουσία», παράλληλα με τις τρεις θεσμικές – την εκτελεστική, τη νομοθετική και τη δικαστική.
Αναμφισβήτητα, μια καλή δημοσιογραφία οφείλει να ρίχνει φως τα σκοτεινά δωμάτια της εξουσίας. Η δημοσιογραφική «τέχνη του κυνισμού», ωστόσο, υποθέτει λανθασμένα ότι ο μόνος τρόπος για να αποκαλύψεις τους «κακούς» είναι να υποπτεύεσαι τους πάντες.
Με αυτόν τον τρόπο, ο κυνικός εξισώνει την κριτική με τον ίδιο τον κυνισμό. Ρίχνει, διαρκώς, άδεια μήπως πιάσει γεμάτα. Στις χειρότερες των περιπτώσεων, μικρά παραπτώματα μεγεθύνονται υπερβολικά, μια απλή δήλωση μετατρέπεται σε σκάνδαλο, ενώ πολιτικοί και άλλοι, από φόβο μην πουν κάτι που θα παρερμηνευτεί, καταφεύγουν σε κενές, τυποποιημένες απαντήσεις, καθώς φοβούνται μη ξεστομίσουν κάτι λάθος και βρεθούν στο στόχαστρο. Και, όταν όλοι ρίχνονται στην πυρά με τον ίδιο τρόπο, είναι δύσκολο να ξεχωρίσεις τους πραγματικούς «κακούς» από τους ανθρώπους που ίσως απλώς έκαναν ένα λάθος…
Όμως, η ισοπεδωτική δυσπιστία δεν είναι κριτική. Όταν όλοι αντιμετωπίζονται ως ένοχοι, η κριτική μετατρέπεται σε κατηγορία, και η δημοσιογραφία χάνει την αξιοπιστία της.
Η συνεχής καχυποψία, όταν γίνεται αυτοσκοπός, δεν υπηρετεί την αλήθεια – τη στρεβλώνει. Δημιουργεί μια κουλτούρα φόβου, όπου η πολιτική και η δημόσια ζωή μετατρέπονται σε διαρκές πεδίο κατηγοριών και αντιπαράθεσης. Αυτό έχει σοβαρές συνέπειες και για την κοινωνία: οι πολίτες, εκτεθειμένοι σε μια αδιάκοπη ροή απαισιοδοξίας και σκανδαλολογίας, σταδιακά χάνουν την εμπιστοσύνη τους όχι μόνο στα μέσα ενημέρωσης, αλλά και στους θεσμούς συνολικά.
Έτσι, εδραιώνεται η πεποίθηση ότι όλοι είναι ψεύτες, ότι οι ισχυροί νοιάζονται μόνο για το συμφέρον τους, ότι δεν υπάρχει κανείς άξιος εμπιστοσύνης. Ο κόσμος αρχίζει να βλέπει το «κακό» παντού και να πιστεύει ότι τα πράγματα πηγαίνουν διαρκώς προς το χειρότερο – ακόμα και όταν τα δεδομένα δείχνουν το αντίθετο.
Τελικά, αυτή η κουλτούρα απομακρύνει τους ανθρώπους από την ενημέρωση. Τη θεωρούν καταθλιπτική, υπερβολικά αρνητική, αδιέξοδη. Και, καθώς η εμπιστοσύνη στα παραδοσιακά μέσα καταρρέει, στρέφονται σε εναλλακτικές πηγές πληροφόρησης (κοινωνικά μέσα, κλπ.) – πολλές από τις οποίες είναι γεμάτες παραπληροφόρηση, “fake news” και θεωρίες συνωμοσίας.
Όπως έλεγε ο αείμνηστος καθηγητής διεθνούς υγείας Hans Rosling: «Δεν υπάρχει χώρος για δεδομένα όταν το μυαλό μας είναι κατειλημμένο από τον φόβο».
– Η υποβάθμιση της εμπιστοσύνης
Και ερχόμαστε στις θλιβερές επιπτώσεις όλων των παραπάνω: η εμπιστοσύνη του κοινού στα μέσα ενημέρωσης βρίσκεται στο χαμηλότερο επίπεδο όλων των εποχών. Ο κυνισμός των μέσων και η παραμορφωτική έμφαση στην αρνητικότητα έχουν δημιουργήσει μια ανισόρροπη, συμφεροντολογική και συχνά παραπλανητική εικόνα του κόσμου. Το αποτέλεσμα είναι ένα διαρκώς διογκούμενο χάσμα μεταξύ της πραγματικότητας και αυτού που οι άνθρωποι πιστεύουν ότι συμβαίνει.
Οι πολίτες σε όλο τον κόσμο γίνονται ολοένα και πιο δύσπιστοι απέναντι στις ειδήσεις. Στην Ελλάδα, το ποσοστό αυτών που δεν εμπιστεύονται τα μέσα ενημέρωσης αγγίζει σχεδόν το 80%, ένα από τα υψηλότερα μεταξύ όλων των χωρών, σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα του Ινστιτούτου Reuters του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης.
Ιδιαίτερα ανησυχητικό είναι ότι οι νέες γενιές, δηλαδή το αυριανό κοινό της δημοσιογραφίας, εκφράζουν τη δυσαρέσκειά τους ακόμα πιο έντονα. Όπως αναδεικνύει άλλη έρευνα (“How Young People Consume News and The Implications for Mainstream Media”), οι νέοι θεωρούν ότι τα μέσα ενημέρωσης εστιάζουν υπερβολικά στα αρνητικά. Πιστεύουν ότι η βία, το μίσος και η εγκληματικότητα λαμβάνουν πολύ περισσότερη προσοχή από ό,τι οι θετικές αλλαγές. Θεωρούν, επίσης, ότι οι άνθρωποι του δημόσιου βίου συχνά δέχονται άδικες επιθέσεις, ενώ ριζοσπαστικές απόψεις προβάλλονται υπερβολικά στο όνομα αυτού που τα μέσα αποκαλούν «αμεροληψία» και «ισορροπία».
Η κρίση εμπιστοσύνης στα μέσα ενημέρωσης δεν είναι μόνο πρόβλημα για το κοινό – είναι πρόβλημα και για τη βιομηχανία της ενημέρωσης. Ωφελεί, άραγε, αυτή η καχυποψία και ο κυνισμός τις ίδιες τις επιχειρήσεις που πληρώνουν τους μισθούς των δημοσιογράφων; Μάλλον όχι…
Ποιος τελικά ωφελείται;
Το κρίσιμο ερώτημα παραμένει: “Cui bono?” – ποιος ωφελείται από μια δημοσιογραφία που βασίζεται στον κυνισμό, την αρνητικότητα, την υπερβολή και τη δραματοποίηση;
Οι πολίτες; Μήπως τα μέσα ενημέρωσης κερδίζουν κάτι; Οι δημοσιογράφοι;
Κάποιοι μπορεί να υποστηρίξουν ότι το κυνήγι τίτλων με λέξεις όπως «εφιάλτης», «τραγωδία», «σοκ», «πανικός» και «σκάνδαλο» είναι αναγκαίο για να επιβιώσει μια επιχείρηση ενημέρωσης – ειδικά στην εποχή του διαδικτύου. Είναι αλήθεια ότι «τα προβλήματα κραυγάζουν, ενώ οι λύσεις ψιθυρίζουν», γι’ αυτό και οι κρίσεις και οι συγκρούσεις γίνονται πιο «πιασάρικες» ιστορίες.
Ωφέλησε, όμως, αυτή η στρατηγική τη δημοσιογραφία μακροπρόθεσμα; Τα αποτελέσματα μιλούν από μόνα τους: οι πολίτες επιδιώκουν πλέον ενεργά να αποφεύγουν τις ειδήσεις.
Αυτούς που πραγματικά ωφελεί αυτό το μοντέλο είναι εκείνοι που κερδίζουν όταν η αντίληψή μας για τον κόσμο διαστρεβλώνεται. Εκείνοι που έχουν συμφέρον να πιστεύουμε ότι ο κόσμος είναι πιο άθλιος, πιο απειλητικός και πιο επικίνδυνος από ό,τι είναι στην πραγματικότητα.
Και ποιοι είναι αυτοί; Παραδόξως, είναι ακριβώς οι χειρότεροι ψεύτες μεταξύ των ισχυρών και οι μεγαλύτεροι απατεώνες. Αυτοί, δηλαδή, που οι κυνικοί ισχυρίζονται ότι πολεμούν.
Κερδίζουν, επειδή αυτή η κυνική άποψη για τον κόσμο καλλιεργεί μια κουλτούρα όπου ο ορθολογισμός, η ειλικρίνεια, η περιέργεια, η μετριοπάθεια και το θάρρος δεν ανταμείβονται.
Όταν τα πρωτοσέλιδα προβάλλουν αυτόν που λέει τα πιο εξωφρενικά πράγματα, δεν κερδίζεις με το να επιμένεις στον ορθολογισμό. Όταν τα μέσα ενημέρωσης προωθούν αυτόν που προκαλεί τον μεγαλύτερο σαματά, δεν κερδίζεις με το να αναζητάς συναινετικές λύσεις. Όταν η επιθετική, θορυβώδης και συγκρουσιακή ρητορική κερδίζει την προσοχή, το να συμπεριφέρεσαι αξιοπρεπώς περνάει απαρατήρητο.
Η δημοσιογραφία που βασίζεται στη διαρκή καχυποψία δεν πλήττει μόνο τους θεσμούς, πλήττει την ίδια την ενημέρωση. Όταν οι δημοσιογράφοι αντιμετωπίζουν τους πάντες ως ενόχους, το κοινό απομακρύνεται. Και όταν το κοινό απομακρύνεται, ο δρόμος για την παραπληροφόρηση ανοίγει διάπλατα.
Ποιος, λοιπόν, κερδίζει από αυτή τη δημοσιογραφία; Ποιος επωφελείται από μια ενημέρωση που λειτουργεί σαν «μπαζούκα για τον κόσμο»; Αυτοί που δεν τους πειράζει να σηκώνουν το μπαζούκας στον ώμο τους. Αυτοί κερδίζουν…
«Όταν όλα και όλοι παρουσιάζονται ως ελαττωματικοί, δεν έχει νόημα να κάνεις διακρίσεις σε αυτό το θέμα, πράγμα που λειτουργεί προς όφελος εκείνων που είναι οι πιο ακραία ελαττωματικοί. Η ευγένεια, ο πολιτισμός και οι λογικές προτάσεις δεν αποτελούν πλέον υλικό για πρωτοσέλιδα, τα οποία δίνουν φωνή σε εκείνους που είναι ειδικευμένοι στην τέχνη της καταστροφής.» – Thomas E. Patterson, καθηγητής του τμήματος Κυβερνητικής και Δημοσιογραφίας στο Χάρβαρντ
Η αντίθεση στον κυνισμό: Μια δημοσιογραφία που προτείνει λύσεις
Έχοντας αναλύσει τη σημερινή κατάσταση και τις παθογένειες της κυρίαρχης δημοσιογραφικής προσέγγισης, ήρθε η στιγμή να στραφούμε στη λύση. Αν η κυνική, αρνητική και καταστροφολογική δημοσιογραφία απομακρύνει τους πολίτες, διαστρεβλώνει την πραγματικότητα, υπονομεύει την εμπιστοσύνη, τους Θεσμούς και την Δημοκρατία, ποια είναι η εναλλακτική;
Μια δημοσιογραφία που παρουσιάζει μόνο θετικές ειδήσεις; Μια δημοσιογραφία που εξιδανικεύει τον κόσμο, σαν να ήταν όλα λυμένα; Μια δημοσιογραφία που αποφεύγει τη σύγκρουση και λειτουργεί ως άκριτος υποστηρικτής της εξουσίας;
Η απάντηση είναι σαφής: Όχι.
Μια τέτοια προσέγγιση θα ήταν εξίσου προβληματική. Η πραγματικότητα είναι σύνθετη και ο κόσμος αντιμετωπίζει μεγάλες προκλήσεις: κλιματική κρίση, διαφθορά, ανισότητες, κοινωνικές και πολιτικές εντάσεις. Η δημοσιογραφία δεν πρέπει ούτε να τις αγνοεί, ούτε να καταφεύγει στην καταστροφολογία.
Μια υγιής δημοσιογραφία αναγνωρίζει τα προβλήματα, αλλά δεν σταματά εκεί. Παρουσιάζει επίσης τις λύσεις, τους ανθρώπους και τις πρωτοβουλίες που κάνουν τη διαφορά.
Η εναλλακτική δεν είναι η αφελής αισιοδοξία, αλλά η Εποικοδομητική Δημοσιογραφία – μια προσέγγιση που δεν εστιάζει μόνο σε όσα πάνε στραβά, αλλά και σε εκείνα που μπορούν να πάνε καλύτερα…
Η δημοσιογραφία δεν έχει μόνο καθήκον να αποκαλύπτει τα σκάνδαλα, τις συγκρούσεις και τις κρίσεις. Έχει και την ευθύνη να φωτίζει τις δυνατότητες για αλλαγή, να αναδεικνύει παραδείγματα που εμπνέουν και να ενισχύει την κατανόηση των προβλημάτων με τρόπο που να οδηγεί σε δράση, όχι σε παράλυση.
Αυτή είναι η Εποικοδομητική Δημοσιογραφία. Και αυτή είναι η λύση, όχι μόνο για την κρίση εμπιστοσύνης και τα οικονομικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν τα μέσα ενημέρωσης σήμερα, αλλά και για την ίδια τη Δημοκρατία, που εξαρτάται από μια ενημερωμένη, ενεργή και καλά πληροφορημένη κοινωνία πολιτών.
Η Δημοσιογραφία που χτίζει Ελπίδα
Η μεγαλύτερη πρόκληση για τη δημοσιογραφία σήμερα είναι να παραμείνει σχετική και χρήσιμη. Δεν αρκεί να είναι απλώς κριτική· πρέπει να είναι και δημιουργική. Η δημοσιογραφία έχει τεράστια δύναμη στη διαμόρφωση της αντίληψης των ανθρώπων για τον κόσμο. Αν οι ιστορίες που λέμε επικεντρώνονται μόνο στο αρνητικό, τότε δεν ενημερώνουμε απλώς – συμβάλλουμε στη διάδοση της απελπισίας, της απόγνωσης. Όμως, η δημοσιογραφία δεν μπορεί να έχει ως μοναδικό της ρόλο την καταγραφή της παρακμής. Η άσκηση ελέγχου και κριτικής απέναντι στην εξουσία δεν μπορεί να περιορίζεται μόνο στην ανάδειξη των στρεβλώσεων του κόσμου. Η ελπίδα δεν είναι το αντίθετο της κριτικής· είναι η προϋπόθεσή της. Όπως έχει ειπωθεί πολύ εύστοχα:
«Η ελπίδα χωρίς κριτική σκέψη είναι αφέλεια, αλλά η κριτική σκέψη χωρίς ελπίδα είναι κυνισμός.»
Το ερώτημα, λοιπόν, είναι: Τι δημοσιογραφία θέλουμε;
Μια δημοσιογραφία που παρουσιάζει μόνο καταστροφή, αφήνοντας τους πολίτες με μια αίσθηση ματαιότητας; Ή μια δημοσιογραφία που αναγνωρίζει τα προβλήματα, αλλά ταυτόχρονα αναδεικνύει τις λύσεις;
Η Εποικοδομητική Δημοσιογραφία διδάσκει ότι ο δημοσιογράφος οφείλει να δίνει στους πολίτες μια δίκαιη, ακριβή και συνεκτική εικόνα του κόσμου, χωρίς να υπερβάλλει στα αρνητικά και τα εντυπωσιακά. Αυτή η προσέγγιση δεν αποφεύγει την κριτική και τον έλεγχο. Αντιθέτως, στοχεύει στο να παρέχει στο κοινό τα εργαλεία που χρειάζεται για να αναπτύξει κριτική σκέψη, να δρα και να συμμετέχει, αντί να νιώθει ανίσχυρο και αποκομμένο. Γιατί η μεγαλύτερη δύναμη της δημοσιογραφίας δεν είναι απλώς η ικανότητά της να αποκαλύπτει σκάνδαλα ή να «ρίχνει» έναν πολιτικό. Η πραγματική της δύναμη βρίσκεται στον τρόπο με τον οποίο διαμορφώνει την αντίληψή μας για τον κόσμο. Αν οι δημοσιογράφοι μιλούν μόνο για όσα πηγαίνουν στραβά, τότε καλλιεργούν την εντύπωση ότι ο κόσμος είναι καταδικασμένος. Όμως, ο κόσμος, δεν έχει μόνο κρίσεις και προβλήματα. Είναι γεμάτος ανθρώπους που εργάζονται για να τον κάνουν καλύτερο. Γεμάτος ιδέες, πρωτοβουλίες και λύσεις που αξίζουν να αναδειχθούν.
Το καθήκον της δημοσιογραφίας δεν είναι να ωραιοποιεί την πραγματικότητα, αλλά να προσφέρει μια πλήρη και δίκαιη εικόνα του κόσμου. Οφείλει να αναδεικνύει τις λύσεις με την ίδια έμφαση που δίνει στα προβλήματα, φωτίζοντας όχι μόνο τις κρίσεις, αλλά και τις διεξόδους. Και καθώς «τα προβλήματα κραυγάζουν, ενώ οι λύσεις ψιθυρίζουν», είναι ευθύνη μας, ως δημοσιογράφοι, να ενισχύουμε αυτές τις «ψιθυριστές» λύσεις, δίνοντάς τους τον χώρο και την προσοχή που αξίζουν – όχι για να καλλιεργήσουμε ψευδαισθήσεις, αλλά για να προσφέρουμε ελπίδα και προοπτική.
Η ελπίδα είναι μια τόσο υποτιμημένη δύναμη. Και είναι δύναμη, όχι απλά ένα συναίσθημα. Δεν είναι σταθερή. Δεν είναι κάτι που το έχουμε ή δεν το έχουμε. Μοιάζει λίγο με έναν μυ, μπορεί να ενισχυθεί, μπορεί να χτιστεί. Και, ο τρόπος με τον οποίο χτίζεται είναι ουσιαστικά ο συνδυασμός δύο πραγμάτων: Η πεποίθηση ότι το μέλλον μπορεί να γίνει καλύτερο και, η πεποίθηση, ότι οι ενέργειές μας είναι σε θέση να κάνουν τη διαφορά.
Για να έχουμε ελπίδα, πρέπει να πιστεύουμε ότι το μέλλον μπορεί να βελτιωθεί. Για να διατηρήσουμε την ελπίδα, πρέπει να έχουμε αποδείξεις ότι η αλλαγή είναι εφικτή. Γι’ αυτό η αφήγηση ιστοριών που αναδεικνύουν λύσεις είναι τόσο ισχυρή. Δεν προσφέρει, απλώς, μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα του κόσμου, αλλά βοηθά στην ενίσχυση της πίστης ότι η πρόοδος είναι δυνατή, ότι η αλλαγή μπορεί να συμβεί, ότι οι πράξεις έχουν σημασία.
Και τώρα τι;
Η επιλογή είναι μπροστά μας. Αν θέλουμε η δημοσιογραφία να είναι χρήσιμη, αξιόπιστη και σχετική, πρέπει να ξεφύγουμε από τον φαύλο κύκλο του κυνισμού και της απαισιοδοξίας.
Η Εποικοδομητική Δημοσιογραφία δεν είναι απλώς μια εναλλακτική, είναι αναγκαιότητα.
Και αν επιθυμούμε μια ενημέρωση που συμβάλλει πραγματικά σε μια πιο υγιή και δημοκρατική κοινωνία, οφείλουμε να αναλάβουμε αυτήν την ευθύνη.
Το ερώτημα, λοιπόν, δεν είναι αν μπορούμε να αλλάξουμε. Είναι πότε θα αποφασίσουμε να το κάνουμε…