«…σ’ αὐτὸ τὸ τώρα ποὺ δὲν εἶναι χρόνος πιὰ
ἀραιώνει ἀραιώνει τὸ παρὸν τριγύρω μου
κι εἶμαι στὸ πουθενὰ
μέσα σ’ αὐτὸ τὸ ἀβυσσαλέο παθητικὸ τοῦ χρόνου…»
Βύρων Λεοντάρης, Χωρίς τίτλο (I)
«Το γοργόν και χάριν έχει», «Στη βράση κολλάει το σίδερο». Και στον αντίποδα: «Όποιος βιάζεται σκοντάφτει», «Κάθε πράγμα στον καιρό του, κι ο κολιός τον Αύγουστο». Πόσες και πόσες λαϊκές ρήσεις και θυμόσοφες εκφράσεις δεν έχουν γραφτεί και ειπωθεί με σκοπό να τονίσουν την σχέση του ανθρώπου με τον χρόνο, με την κατάλληλη και ακατάλληλη στιγμή και, ως εκ τούτου, με την θέση του απέναντι στο παρελθόν, το παρόν και το μέλλον. Οι απόψεις αντικρουόμενες και ποικιλοτρόπως διαλεκτικές. Άλλες υπέρ της υπομονής ως αρετής που οδηγεί στην ορθή συγχρονία -ήτοι, στην καταλληλότερη στιγμή για να συμβεί κάτι- και άλλες υπέρ της άμεσης δράσεως και αποφασιστικότητας- ανεξαρτήτως σωστού timing ή όχι. Υπάρχει, όμως, κατάλληλη και ακατάλληλη στιγμή ή μήπως πρόκειται για μια ανθρώπινη σύμβαση που στοχεύει στην ταξινόμηση και την ευταξία του ανθρώπινου γίγνεσθαι; Η υπομονή είναι αρετή ή μήπως τροχοπέδη της ουσιαστικής και άμεσης δράσης; Η νοοτροπία του «εν ευθέτω χρόνω» συνιστά μια σοφή και προνοητική πρακτική ή απλώς μια άσκοπη αναβλητικότητα; Μήπως, απλώς, χρειαζόμαστε κάτι να αναμένουμε (Πάσχα, Χριστούγεννα, διακοπές, αύξηση, προαγωγή, γάμο κ.ο.κ.) εν είδει κινητήριας δύναμης; Και εμβαθύνοντας σε μία οντολογική αναζήτηση, τι, εν τέλει, συγκροτεί το «μετά» και τι το «τώρα»;
Το «μετά» ως πρόθεμα του άγνωστου
Στις παραδοσιακές, προ-νεωτερικές κοινωνίες -εν αντιθέσει με τις σύγχρονες- η αντίληψη του χρόνου ήταν κυκλική. Η κυκλική έννοια του χρόνου αντίκειται σε μια γραμμική αντίληψη όπου η ιστορία κατανοείται ως μια ροή προόδου της ανθρωπότητας, με αποτέλεσμα περίοδοι ακμής να διαδέχονται περιόδους παρακμής, σε έναν αέναο κύκλο, δίχως όμως να σημειώνεται πραγματική αλλαγή. Στις μοντέρνες, μετα-νεωτερικές και μετα-βιομηχανικές κοινωνίες, η αντίληψη του χρόνου είναι ευθύγραμμη και ανοδική, καθώς πρόκειται για έναν χρόνο σύστοιχο της ιδέας της προόδου, της μεταβολής και της ανάπτυξης. Στην πραγματικότητα, όμως, το πρόθεμα «μετά», δεν δηλώνει κάτι περισσότερο από αυτό που διαδέχεται το δεύτερο συνθετικό της λέξεως και μας είναι άγνωστο, μη περιγράψιμο. Έτσι, η «μεταμοντέρνα», η «μετανεωτερική», η «μεταβιομηχανική» κοινωνία, είναι εκείνη η κοινωνία που διαδέχεται αντιστοίχως την μοντέρνα, νεωτερική, βιομηχανική και διαφέρει ουσιωδώς από αυτήν, όχι όμως σε βαθμό αναλυτικό και κατασταλαγμένο, ούτως ώστε να αποτελέσει μια ξεχωριστή κατηγορία με τα δικά της διακριτά χαρακτηριστικά. Το «μετά», λοιπόν, όταν προηγείται μιας έννοιας, συγκροτεί μια ρευστή και εύπλαστη κατηγορία που δηλώνει αυτό που έπεται μα ακόμα δεν έχει προσδιοριστεί επαρκώς. Μοιάζει με μια αναμονή δίχως τέλος, με έναν προθάλαμο, έναν μεταιχμιακό χώρο. Τι συμβαίνει, όμως, όταν παραμένουμε αίολοι σε ένα μεταίχμιο ή, ακόμα, όταν το περνάμε δίχως, όμως, να έχει συντελεστεί κάποια ουσιαστική μεταβολή;
Η διαλεκτική της διάρκειας και της στιγμής
«Η ευτυχία είναι αυτό που περιμένουμε να ‘ρθει»,
Μανώλης Φάμελλος
Ο εξαιρετικός υπαρξιστής φιλόσοφος Albert Camus, είχε υπογραμμίσει με ιδιαιτέρως εύστοχο τρόπο στο φιλοσοφικό του δοκίμιο «Ο Μύθος του Σίσυφου», την λογική του παραλόγου, την μέγιστη αντίφαση, να μην θέλει κάποιος να γεράσει αλλά συνάμα να αδημονεί να βγει στην σύνταξη. Η ίδια παράλογη λογική εμφωλεύει και στην προσμονή των εορτών και των αργιών για να βιώσουμε στιγμές εκτός ρουτίνας -παρ’ όλο που και οι γιορτές συνιστούν ένα είδος άλλης τελετουργίας και, άρα, ρουτίνας. Στην προσμονή της βέλτιστης στιγμής για μια αλλαγή εργασιακού περιβάλλοντος, συντρόφου, κατοικίας ή τόπου διαμονής και, εν τέλει, ολάκερης ζωής. Μα, η κατάλληλη στιγμή μπορεί να μην έλθει ποτέ ή, ακόμα, μπορεί να μην υπάρχει καν κατάλληλη στιγμή παρά μονάχα εκείνη η αποφασιστική, ενεργόφιλη στιγμή, εκείνο το κομβικό σημείο όπου αποφασίζουμε να δράσουμε σαν έτοιμοι από καιρό, σαν θαρραλέοι, διότι η ευτυχία δεν είναι αυτό που περιμένουμε να ‘ρθει, μα η ατομική και συλλογική μας παραμυθία. Ή με τα λόγια του συγγραφέα και συνθέτη Γιώργου Μανιάτη: «Αλλάζει ζωή, όποιος αλλάζει ζωή!».
Και το ερώτημα παραμένει κραταιό: Πόσες φορές έχουμε περάσει από «μεταίχμια» δίχως να αλλάξουμε πραγματικά;
«Όλα τριγύρω αλλάζουνε κι όλα τα ίδια μένουν», τραγουδά ο Παπάζογλου για να μας θυμίσει την ηρακλείτεια ρήση πως κάθε άνοδος είναι και κάθοδος την ίδια στιγμή και πως κάθε σταυροδρόμι είναι μια ευκαιρία να αλλάξει ολότελα το προσωπικό ή συλλογικό μας σύμπαν ή, απλώς, να μείνει αμετάβλητο σαν το μετέωρο βήμα ενός αγάλματος…
Ο άνθρωπος, γλυπτό και συνάμα γλύπτης, σε μία ιδιάζουσα ενότητα των αντιθέτων, όσο φέρει εγγενώς την φιλοπεριέργειά του και την τάση του για αλλαγή, άλλο τόσο φέρει και την αντίστασή του στην μεταβολή, φοβούμενος το άγνωστο «μετά», αυτό που επέρχεται μα δεν το γνωρίζει ήδη, αυτό που αδυνατεί να προβλέψει. Υπό μίαν έννοια, όμως, ό,τι μπορούμε να προβλέψουμε δεν το καθιστούμε με έναν τρόπο ολίγον αδιάφορο; Ίσως αυτή να είναι και η «ελκτική» δύναμη του θανάτου (όλη η τέχνη άλλωστε μια προσπάθεια υπέρβασής του), το ότι συνιστά τέτοιο άλυτο αίνιγμα. Ο μεγαλύτερος φόβος του ανθρώπου, άλλος δεν είναι από το τι υπάρχει -εάν κάτι υπάρχει, και εδώ οι απόψεις ποικίλουν- μετά το τέλος της γνωστής, ανθρώπινης, γήινης και χοϊκής ζωής του. Και μετά τι; Η άβυσσος; Το Χάος; Το τίποτα; Το κενό; Πώς χαρτογραφείται το άγνωστο; Ίσως, μονάχα, με ένα κιρκεγκωριανό άλμα πίστης.
Η ρουτίνα του ανθρώπου, οι τελετουργίες του, τα προβλεπτικά του μοντέλα, άλλο δεν συγκροτούν παρά μια συνεχή προσπάθεια να νιώσει ασφαλής σε έναν εγγενώς ανασφαλή και ρέοντα κόσμο. Η συνήθεια και η επανάληψη είναι εκείνες οι νησίδες που χρειάζεται για να νιώσει μια στοιχειώδη ασφάλεια σε έναν κόσμο που μεταβάλλεται ραγδαία και διαρκώς. Τι συμβαίνει, όμως, όταν αυτή η επαναληψιμότητα γίνεται φυλακή, γίνεται εκείνος ο μεταιχμιακός χώρος, το μετέωρο εκείνο βήμα που δεν προσγειώνεται ποτέ στο έδαφος, μα εγκλωβίζεται σε έναν φαύλο κύκλο αναβλητικότητας; Τι στα αλήθεια γίνεται όταν θυσιάζουμε την ποικιλομορφία των στιγμών στον βωμό μιας ασθμαίνουσας και, κυρίως, ανούσιας διάρκειας; Μα δεν είναι η συρραφή των στιγμών ένα νέο είδος διάρκειας;
Αντίστροφη Αναμονή
Ο μέλλοντας δεν είναι συντελεσμένος μονάχα όταν η ελπίδα δεν καθίσταται παθητική προσδοκία μα ενεργόφιλη στάση ζωής. Και με τον όρο ελπίδα δεν εννοούμε μήτε μια θετικότροπη κατανάλωση συμβουλών ευζωίας μήτε ένα άτεγκτα φιλόδοξο σχέδιο προσωπικής ανέλιξης και επιτυχίας, μα την κινητήρια εκείνη δύναμη που ακόμα και μέσα στην έσχατη απελπισία θα μας σηκώσει το πρωί από το κρεβάτι. Διότι το «μετά» δεν είναι μια μελλοντική στιγμή που αναμένουμε, μα ένα βήμα που μένει μετέωρο, μαρμαρωμένο· μια θέληση που πέτρωσε ο φόβος του άγνωστου, κάτι που αναβάλλουμε πεπεισμένοι και πεπεισμένες πως θα έχει και αύριο ζωή για να το κάνουμε, μια ευθύνη που μεταθέτουμε αναμένοντας έναν έξωθεν σωτήρα, έναν από μηχανής θεό, ένα μαγικό ραβδί που θα μετατρέψει για εμάς την κολοκύθα σε άμαξα, μια κατάλληλη, ευνοϊκή συγκυρία και ακριβώς εκεί είναι που η κατάλληλη στιγμή δεν βρίσκεται ποτέ και η ζωή έχει κυλήσει μέσα από τα δάχτυλά μας σαν το νερό, ερήμην μας. Γιατί το αύριο είναι πάντα το σήμερα, και το σήμερα είναι ήδη χθες και, στο τέλος, μένει πάντα αυτό που αρνείται να πεθάνει, αυτό που αρνείται να αλλάξει.
Και τώρα τι;
«Χτες και σήμερα ίδια κι όμοια, χρόνια μπρος, χρόνια μετά…
Η ύπαρξή σου σε σκοτάδια όλο πηχτότερα βουτά.
Τάχα η θέλησή σου λίγη, τάχα ο πόνος σου μεγάλος;
Αχ, πού ‘σαι, νιότη, που ’δειχνες πως θα γινόμουν άλλος!»,
«Σκλάβοι Πολιορκημένοι», Κώστας Βάρναλης
«Κάπου ανάμεσα Τρίτη και Τετάρτη πρέπει να παράπεσε η αληθινή σου μέρα»,
«Μαρία Νεφέλη», Οδυσσέας Ελύτης
Όσο πολυφορεμένη και εάν μοιάζει η παραίνεση του Γκάντι να γίνουμε η αλλαγή που θα θέλαμε να δούμε στον κόσμο, φαίνεται η μόνη διέξοδος σε έναν κόσμο όπου τα προβλήματα βαίνουν αυξανόμενα και η επιρροή εκάστου εξ ημών μοιάζει αμυδρή. Σκόπιμη η επιλογή του ρήματος «μοιάζει» έναντι του οντολογικού «είναι», καθώς καμία δύναμη ακόμα και η ισχνή δεν είναι αμελητέα. Ο ωκεανός, άλλωστε, αποτελείται από μυριάδες σταγόνες που κάποτε ενώθηκαν. Μην ξεχνάμε άλλωστε και τον Νευτώνειο νόμο της Αδράνειας: ακόμα και ένα αδρανές σώμα κινείται ευθύγραμμα, με σταθερή ταχύτητα, πόσο δε μάλλον ένα μη αδρανές σώμα. Η μόνη σίγουρη και ουσιαστική τροχιά που μπορούμε να χαράξουμε για να θέσουμε το συλλογικό, κοινωνικό σώμα σε κίνηση, είναι πρώτα και πάνω από όλα, εκείνη του ίδιου μας του εαυτού. Εάν μας ενοχλεί η πολιτική απάθεια και η διαφθορά, πρέπει να διεκδικήσουμε την αλλαγή μέσω της εμπλοκής μας στα κοινά, στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων και στο δημόσιο διάλογο, και όχι μέσω της αποχής από αυτά. Εάν μας ενοχλεί η κλιματική κατάρρευση, πρέπει να ανακυκλώνουμε ό,τι ανακυκλώνεται, να αφήνουμε την άνεση του αυτοκινήτου μας πότε-πότε, να τρώμε λιγότερο κρέας. Εάν μας ενοχλεί η κοινωνία της διαφάνειας και του ναρκισσισμού των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, θα πρέπει να το σκεφτούμε την επόμενη φορά που αβίαστα θα πατήσουμε accept στα cookies ή θα συναινέσουμε στην νέα αλλαγή πρωτοκόλλου της πλατφόρμας μόνο και μόνο για να μπορούμε να στέλνουμε ηχητικά μηνύματα επειδή βαριόμαστε να γράψουμε. Αυτή η λίστα δεν έχει τέλος, όπως και τα σύγχρονα προβλήματα και διακυβεύματα που μας ταλανίζουν. Εδώ ένα φιλοσοφικό κράμα της αξιοποίησης της εμπειρίας του παρελθόντος ως πεδίο δυνατοτήτων για το παρόν και το μέλλον -τι θα μπορούσε να είχε γίνει διαφορετικά και καλύτερα- θα μπορούσε να αποτελέσει πολύτιμο οδοδείκτη τόσο σε ατομικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο. Γιατί ζωή δεν είναι αυτό που επίκειται -όσο και εάν αγαπάμε τον Πλάτωνα και τα νοητά του, ο μαθητής του, τον ξεπέρασε σε αυτό- μα αυτό που βιώνεται κάθε ώρα, κάθε στιγμή. Είναι αυτό που χάνεται, μόνο και μόνο, με σκοπό να ξαναβρεθεί. Είναι εκείνη η ανύποπτη μέρα της εβδομάδος που παράπεσε και μαζί της παράπεσε και ολάκερη η ζωή μας. Κάπου εκεί, λοιπόν, ανάμεσα σε μια δύσκολη Δευτέρα και μια μελαγχολική Κυριακή, κάπου εκεί, αυτό που χάθηκε μπορεί και να βρεθεί, αυτό που απουσιάζει μπορεί και να γεννηθεί.