author-image-17 Μιχάλης Νευραδάκης

Συντακτική Ομάδα

Χωρίς κατηγορία

Χωρίς κατηγορία

Σύμφωνα με την επιστημονική ομάδα της φετινής έκθεσης, η πανδημία έχει μεγεθύνει την αναγκαιότητα να λαμβάνει το ευρύ κοινό αξιόπιστη, αληθή δημοσιογραφία, αλλά, την ίδια ώρα, έχει αποδείξει πόσο ευκολόπιστο είναι το κοινό στην παραπληροφόρηση, ιδίως εξαιτίας της επιρροής και της διείσδυσης των μέσων κοινωνικής δικτύωσης.

Η φετινή έκθεση αποτελείται από στοιχεία που συλλέχθηκαν από 40 χώρες σε έξι ηπείρους. Παρόλο που ένα μεγάλο ποσοστό των στοιχείων συγκεντρώθηκαν πριν την έλευση της πανδημίας, στις περισσότερες χώρες στις αρχές του 2020, η έρευνα επαναλήφθηκε τον Απρίλιο σε έξι χώρες (ΗΠΑ, Ηνωμένο Βασίλειο, Γερμανία, Ισπανία, Νότια Κορέα, και Αργεντινή), προσφέροντας πλούσια συμπεράσματα για την «κατανάλωση» της είδησης εν μέσω της πανδημίας.

Κύρια συμπεράσματα

Σύμφωνα με την επιστημονική ομάδα, τα σημαντικότερα συμπεράσματα που δείχνουν τα φετινά αποτελέσματα της έρευνας είναι τα εξής:

  • Η πανδημία έχει οδηγήσει το κοινό σε υψηλότερη κατανάλωση ειδήσεων από συμβατικά μέσα. Αυτό φάνηκε σε όλες τις χώρες όπου διεξήχθη ή έρευνα. Τόσο η τηλεοπτική ενημέρωση, όσο και η ενημέρωση από διαδικτυακές πηγές, είχαν σημαντικές αυξήσεις στην παρακολούθησή τους εκ μέρους του ευρέως κοινού, ενώ η τηλεόραση ήταν, συνολικά, το μέσο που αποτέλεσε, για τους περισσότερους, την κύρια πηγή πληροφόρησης εν μέσω της πανδημίας, ανατρέποντας μία καθοδική πορεία εννέα ετών.
  • Η κατανάλωση των εντύπων συνέχισε την καθοδική της πορεία, καθώς η πανδημία και τα μέτρα που λήφθηκαν στάθηκαν εμπόδιο στην κυκλοφορία τους.
  • Σταμάτησε, μέσα στο 2020, η ανοδική πορεία των μέσων κοινωνικής δικτύωσης ως πηγή ενημέρωσης.
  • Συνολικά, στις έξι χώρες όπου διεξήχθη επαναληπτική έρευνα τον Απρίλιο του 2020, η εβδομαδιαία τηλεθέαση ενημερωτικών εκπομπών αυξήθηκε κατά πέντε μονάδες. Ωστόσο, αυξήθηκε κατά το ίδιο ποσοστό και η κατανάλωση ειδήσεων από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
  • Αυξήθηκε η εμπιστοσύνη του κοινού στα «συμβατικά» μέσα ενημέρωσης εν μέσω πανδημίας, με την αξιοπιστία τους να βρίσκεται στα ίδια επίπεδα (59%) με εκείνη των εθνικών κυβερνήσεων, πιο κάτω μόνο από τους επιστήμονες και την ιατρική κοινότητα, τους εθνικούς και παγκόσμιους οργανισμούς υγείας.
  • Καταγράφηκε σημαντική αύξηση στην επισκεψιμότητα μεγάλων ειδησεογραφικών πόρταλ, ιδίως των οργανισμών που, ήδη, λάμβαναν υψηλό ποσοστό εμπιστοσύνης από το ευρύ κοινό (όπως για παράδειγμα ο ειδησεογραφικός ιστοχώρος του BBC).
  • Στις έξι χώρες όπου διεξήχθη επαναληπτική έρευνα τον Απρίλιο του 2020, υψηλό ποσοστό (60%) ερωτηθέντων εξέφρασε την άποψη πως τα ειδησεογραφικά μέσα έκαναν καλή δουλειά ως προς την συμβολή τους στην κατανόηση της σοβαρότητας της κατάστασης εκ μέρους των πολιτών, σχετικά με την πανδημία, και, ακόμα υψηλότερο (65%) ποσοστό αναγνώρισε το ρόλο που έπαιξαν τα ειδησεογραφικά μέσα όσον αφορά τις οδηγίες που προσέφεραν για το πως, σε προσωπικό επίπεδο, μπορούσε καθένας να ελαχιστοποιήσει τις επιπτώσεις της πανδημίας.
  • Παραμένουν υψηλές οι ανησυχίες του κοινού για παραπληροφόρηση, ιδίως στο διαδίκτυο, για το οποίο εξέφρασαν επιφυλάξεις περισσότεροι από τους μισούς ερωτηθέντες, παγκοσμίως. Γενικότερα, μόλις το 38% δήλωσε πως εμπιστεύεται, συχνά, τις περισσότερες ειδήσεις (το ποσοστό στην Ελλάδα ανέρχεται στο 28%) -μείωση τεσσάρων μονάδων από το 2019- ενώ συνολικά, μόλις το 46% δήλωσε πως εμπιστεύεται τις ειδήσεις που ο ίδιος «καταναλώνει». Η μείωση της εμπιστοσύνης ήταν ιδιαίτερα αισθητή για τους δημόσιους ραδιοτηλεοπτικούς φορείς. Οι συμμετέχοντες στην έρευνα ονόμασαν το Facebook ως την κυριότερη πηγή παραπληροφόρησης…
  • Η πλειοψηφία των ερωτηθέντων (60%) δηλώνει πως προτιμάει ειδήσεις που είναι ουδέτερες και αντικειμενικές, ενώ μόλις το 28% δηλώνει πως προτιμά να παρακολουθεί ειδήσεις που συμπίπτουν με τα δικά τους πιστεύω.
  • Επίσης, η πλειοψηφία (52%) των ερωτηθέντων ζητάει από τα ειδησεογραφικά μέσα να ενημερώνει το κοινό άμεσα για ψευδείς δηλώσεις πολιτικών προσώπων, ενώ το 29% προτιμάει να μην δίνουν τα ΜΜΕ έμφαση σε τέτοιου είδους δηλώσεις.
  • Σημειώθηκε σημαντική αύξηση σε ορισμένες χώρες στο ποσοστό του κοινού που πληρώνει συνδρομή για τουλάχιστον ένα διαδικτυακό ειδησεογραφικό μέσο. Ορισμένα ΜΜΕ επίσης σημείωσαν αύξηση συνδρομητών που αποδίδεται στην πανδημία.
  • Για αυτούς που πληρώνουν συνδρομή για διαδικτυακή ενημέρωση, ή διακριτικότητα και η ποιότητα του μέσου είναι η κύριες αιτίες που «πείθουν» τους αναγνώστες να αγοράσουν συνδρομή. Ωστόσο, το 40% των ερωτηθέντων στις ΗΠΑ και το 50% των ερωτηθέντων στο Ηνωμένο Βασίλειο λένε πως δεν είναι πρόθυμοι να αγοράσουν συνδρομή σε καμία περίπτωση…
  • Οι περισσότεροι που επιλέγουν να αγοράσουν συνδρομή προτιμούν ένα και μοναδικό μέσο –συνήθως, κάποια μεγάλη εθνική ειδησεογραφική πηγή– , αλλά υπάρχει αύξηση του ποσοστού του ατόμων που, πλέον, πληρώνει για δύο ή περισσότερες συνδρομές. Συνήθως, η δεύτερη συνδρομή αφορά κάποιο τοπικό ή περιφερειακό μέσο, ή κάποιο μέσο «ειδικής στόχευσης».
  • Σημειώθηκε αύξηση στην ακρόαση των podcast, μέσα στο 2020.

Σημαντικά συμπεράσματα και για την Ελλάδα

Τα τελευταία χρόνια, η Ελλάδα βρίσκεται σταθερά στις τελευταίες θέσεις του δείγματος, στην ετήσια έκθεση του Ινστιτούτου Reuters, όσον αφορά την εμπιστοσύνη του κοινού προς τα εγχώρια μέσα μαζικής ενημέρωσης. Άλλη μία τάση που παρουσιάζει η Ελλάδα, τα τελευταία χρόνια, είναι η ιδιαίτερα υψηλή χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, τόσο για την αναζήτηση και κατανάλωση ειδήσεων, όσο και γενικότερα. Αυτό, παρά την σχετικά χαμηλή, σε σύγκριση με τις περισσότερες δυτικές χώρες, διείσδυση συνδέσεων διαδικτύου, που παραμένει στο 73%, το 2020.

Στη φετινή έκθεση του Ινστιτούτου Reuters, ωστόσο, εμφανίζονται κάποια σημάδια αλλαγής στις τάσεις των προηγούμενων ετών στην Ελλάδα. Με δείγμα 2.015 ατόμων (σημειώνουν οι ερευνητές πως το Ελληνικό δείγμα προέρχεται κυρίως από αστικές περιοχές), τα κυριότερα συμπεράσματα έχουν ως εξής:

  • Τα κυριότερα «ονόματα» στην ραδιοτηλεοπτική και έντυπη ενημέρωση για το 2020 είναι τα κανάλια Σκαϊ, ΑΝΤ1, Alpha, ΕΡΤ, και Star.
  • Όσον αφορά την διαδικτυακή ενημέρωση, τα σημαντικότερα «ονόματα» για τους ερωτηθέντες της έρευνας είναι οι ιστοχώροι Newsbomb, Dikaiologitika, In.gr, News247, και η διαδικτυακή έκδοση της εφημερίδας «Πρώτο Θέμα».
  • Τα μέσα για τα οποία οι συμμετέχοντες δηλώνουν τα υψηλότερα ποσοστά εμπιστοσύνης είναι τα ακόλουθα: Dikaiologitika, Καθημερινή, Alpha News, ANT1 News και Real News.
  • Το διαδίκτυο παραμένει η κυριότερη πηγή ενημέρωσης για τους ερωτηθέντες, σε ποσοστό 92%, το οποίο παρέμεινε στο ίδιο επίπεδο με το 2019, παρουσιάζοντας, ωστόσο, μικρή πτώση σε σχέση με το 2016 (96%).
  • Η χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης ως πηγή ενημέρωσης παρέμεινε στα επίπεδα των προηγούμενων ετών (71% – το ίδιο ποσοστό με το 2018, αλλά, με αύξηση τεσσάρων μονάδων από το 2019). Συνολικά, όμως, υπάρχει μικρή πτωτική τάση σε σχέση με το 2016, όταν το ποσοστό ανερχόταν στο 74%.
  • Η τηλεόραση παρέμεινε σε σταθερά επίπεδα ως πηγή ενημέρωσης (67%). Σημειώθηκε μία ελάχιστη πτώση, σε σχέση με το 2019 (68%), αλλά, αύξηση σε σχέση με το 2016 και το 2017 (66%).
  • Συνεχίζεται η πτωτική πορεία της ανάγνωσης του έντυπου τύπου (24%, σε σχέση με 31% το 2016).
  • Το smartphone έγινε, για πρώτη φορά, η κυριότερη συσκευή κατανάλωσης ειδησεογραφικού περιεχομένου (68%, σε σχέση με 65% το 2019 και 47% το 2016). Υπάρχει συνεχιζόμενη μείωση της χρήσης υπολογιστή για την ειδησεογραφική κατανάλωση (62%, σε σχέση με 72% το 2016), και επίσης, μείωση της χρήσης tablet (24%, σε σχέση με 29% το 2018). Εδώ, η Ελλάδα ακολουθεί την παγκόσμια τάση, όπου το 69% του δείγματος της έρευνας, παγκοσμίως, δηλώνει ότι χρησιμοποιεί το smartphone ως κύρια συσκευή κατανάλωσης ειδήσεων.
  • Το ποσοστό του Ελληνικού δείγματος που δηλώνει πως πληρώνει, τουλάχιστον, μία συνδρομή για διαδικτυακή ενημέρωση έφτασε στο 11%, σημειώνοντας αύξηση τεσσάρων μονάδων από το 2019. Η Ελλάδα, πλέον, παρουσιάζει υψηλότερο ποσοστό από χώρες όπως Γαλλία (10%), Ιαπωνία (8%), και το Ηνωμένο Βασίλειο (7%). Οι ηλικιακές ομάδες που δείχνουν, συγκριτικά, το υψηλότερο ποσοστό πληρωμής είναι η ομάδα 25-34 (21%) και 18-24 (15%).
  • Η Ελλάδα παραμένει σε χαμηλά επίπεδα, όσον αφορά την εμπιστοσύνη του κοινού προς τα ειδησεογραφικά μέσα, γενικότερα, με ποσοστό εμπιστοσύνης 28%, κατατάσσοντας την Ελλάδα στην 32η θέση ανάμεσα στις 40 χώρες του δείγματος. Οι άνδρες (26%) δείχνουν μικρότερο ποσοστό εμπιστοσύνης από τις γυναίκες (31%), ενώ, τα ποσοστά εμπιστοσύνης είναι υψηλότερα στις μεγαλύτερες ηλικιακές ομάδες (32% για τους 45-54 και 31% για τους 55 και άνω). Αντιθέτως, η εμπιστοσύνη προς τα ειδησεογραφικά μέσα είναι ιδιαίτερα χαμηλή στις νεότερες ηλικίες: 19% για τις ηλικίες 18-24 και 25-34.
  • Η χαμηλή εμπιστοσύνη προς τα ειδησεογραφικά μέσα δεν είναι μόνο «Ελληνικό φαινόμενο» ακόμα και σε Ευρωπαϊκό επίπεδο. Χαμηλά ποσοστά παρουσιάζουν, επίσης, χώρες όπως η Γαλλία (23%), το Ηνωμένο Βασίλειο (28%), και η Ιταλία (29%), όπως επίσης και οι Ηνωμένες Πολιτείες (29%) και η Νότια Κορέα (21%). Ο παγκόσμιος μέσος όρος ανέρχεται στο 38% (σημειώνοντας πτώση τεσσάρων μονάδων σε σχέση με το 2019), με υψηλά ποσοστά να καταγράφοντας σε χώρες όπως την Φινλανδία (56%), Πορτογαλία (56%), Ολλανδία (52%), Ολλανδία (46%), Γερμανία (45%), Βέλγιο (45%), Νορβηγία (45%), Ελβετία (44%), και Καναδά (44%).
  • Το ποσοστό εμπιστοσύνης είναι χαμηλό (30%), ακόμα και προς τα μέσα ενημέρωσης που οι συμμετέχοντες στην έρευνα δηλώνουν πως χρησιμοποιούν. Και εδώ, η εμπιστοσύνη είναι χαμηλότερη για τους άνδρες (28%, 32% για τις γυναίκες) και για τις νεότερες ηλικιακές ομάδες (23% για τους 18-24, 21% για τους 25-34). Αντιθέτως, υψηλότερη εμπιστοσύνη δηλώνουν οι 45-54 και οι άνω των 55 (34%). Παγκοσμίως, αυτό το ποσοστό ανέρχεται στο 46%, σημειώνοντας μείωση τριών μονάδων.
  • Η εμπιστοσύνη στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ως πηγή ενημέρωσης είναι ιδιαίτερα χαμηλή, παρά την υψηλή χρήση τους στην Ελλάδα, με ποσοστό 21% – και ακόμα χαμηλότερο είναι το ποσοστό για τις νεαρές ηλικίες (19% για τους 18-24, 18% για τους 25-34).
  • Γενικότερα, η χρήση πολλών μεγάλων μέσων κοινωνικής δικτύωσης ως πηγή ειδησεογραφίας σημείωσε μείωση στην χώρα μας το 2020: Facebook 57% (-1), YouTube 32% (-4), Facebook Messenger 22% (-3). Το Twitter παρουσίασε αύξηση μίας ποσοστιαίας μονάδας, αλλά η χρήση του για ενημέρωση παραμένει χαμηλή (13%).

Παραμένει ο διχασμός και η πόλωση, αλλά και η προτίμηση για αντικειμενικότητα

Η επιστημονική ομάδα τονίζει πως οι διχασμένες κοινωνίες είναι αυτές που παρουσιάζουν χαμηλότερα ποσοστά εμπιστοσύνης προς τα μέσα ενημέρωσης, όχι απαραιτήτως επειδή η δημοσιογραφία σε αυτές τις κοινωνίες είναι χαμηλότερης ποιότητας, αλλά, επειδή αυτή η χαμηλή εμπιστοσύνη ταυτίζεται με μία ευρύτερη έλλειψη εμπιστοσύνης προς τους θεσμούς εκείνης της χώρας, και ενδεχομένως επειδή τα μέσα ενημέρωσης αυτών των χωρών παρουσιάζουν περισσότερο ειδησεογραφικό περιεχόμενο με το οποίο διαφωνεί σημαντική μερίδα του κοινού.

Αυτό το φαινόμενο υπήρξε στο Ηνωμένο Βασίλειο, μετά την επίτευξη της συμφωνίας για το Μπρέξιτ, όπου τα μέσα ενημέρωσης δέχθηκαν μεν κριτική και από τις δύο πλευρές, αλλά οι ερωτηθέντες που προέρχονταν από το χώρο της αντιπολίτευσης να παρουσιάζουν κατακόρυφη μείωση στην εμπιστοσύνη τους προς τα ΜΜΕ, από 38% το 2019 σε 15% το 2020.

Το ίδιο φαινόμενο παρουσιάστηκε στις ΗΠΑ, μόνο που, εκεί, οι υποστηρικτές του προέδρου Τραμπ ήταν αυτοί που δήλωσαν μειωμένη εμπιστοσύνη προς τα μέσα ενημέρωσης, εξαιτίας των επιθέσεων του ίδιου κατά τα ΜΜΕ, της στάσης των μέσων ενημέρωσης προς τον Τραμπ, και της ακραίας πόλωσης που εμφανίστηκε σε κοινωνικό επίπεδο εν μέσω της προεκλογικής περιόδου. Παρόμοιες τάσεις σημειώθηκαν και στην Αυστραλία, εξαιτίας της πολιτικής αντιπαράθεσης που ξέσπασε για τον χειρισμό των μεγάλης έκτασης πυρκαγιών από την εκεί κυβέρνηση.

Η κοινωνική και πολιτική πόλωση φαίνεται, επίσης, πως σχετίζεται με την παραπληροφόρηση. Η πλειοψηφία (56%) των ερωτηθέντων, σε παγκόσμια βάση, δήλωσε πως ανησυχεί για το τι είναι αληθινό και τι δεν είναι στο διαδίκτυο, όσον αφορά τις ειδήσεις. Τα υψηλότερα ποσοστά εμφανίζονται σε χώρες του «παγκόσμιου νότου», όπως Βραζιλία (84%), Κένυα (76%), και Νότια Αφρική (72%), όπου η χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης είναι υψηλή και οι παραδοσιακοί θεσμοί είναι σχετικά ανίσχυροι. Ωστόσο, χώρες όπως οι ΗΠΑ (67%), Καναδάς (65%), Αυστραλία (64%), Ηνωμένο Βασίλειο (63%), και Ελλάδα (63%), επίσης, παρουσιάζουν υψηλά ποσοστά που απεικονίζουν την πόλωση που πλήττει εκείνες τις κοινωνίες. Αντιθέτως, Ευρωπαϊκές χώρες με χαμηλότερη πόλωση, όπως η Γερμανία, η Ολλανδία, και η Δανία, εμφανίζουν χαμηλότερα ποσοστά ανησυχίας για παραπληροφόρηση στο διαδίκτυο.

Σημειώνεται πως η Ελλάδα είναι η χώρα που, περισσότερο από τις υπόλοιπες χώρες του δείγματος, θεωρεί τους δημοσιογράφους ως μία από τις κυριότερες πηγές παραπληροφόρησης.

Σε εννέα χώρες του δείγματος, τέθηκαν στους συμμετέχοντες ερωτήσεις που αφορούν την αντικειμενικότητα και την ουδετερότητα των ΜΜΕ. Σε κάθε μία από αυτές τις χώρες, εμφανίστηκε πλειοψηφία που δηλώνει πως προτιμάει ειδήσεις αντικειμενικές, οι οποίες δεν υποστηρίζουν κάποια συγκεκριμένη «πλευρά». Αυτό το ποσοστό είναι ιδιαίτερα υψηλό στις χώρες που εμφανίζουν χαμηλότερα ποσοστά πόλωσης και που, επίσης, διαθέτουν έναν ισχυρό και ανεξάρτητο δημόσιο ραδιοτηλεοπτικό φορέα, όπως η Γερμανία, η Ιαπωνία, το Ηνωμένο Βασίλειο, και η Δανία. Αντιθέτως, χώρες του συγκεκριμένου δείγματος που εμφανίζουν υψηλότερη πόλωση, όπως η Ισπανία, η Γαλλία, η Ιταλία, και οι ΗΠΑ, δείχνουν υψηλότερη προτίμηση για μη αντικειμενικές ειδήσεις.

Ταυτοχρόνως, φαίνεται ξεκάθαρη τάση υπέρ της μετάδοσης ειδήσεων που αφορούν ψευδείς δηλώσεις πολιτικών προσώπων. Μάλιστα, στις περισσότερες χώρες του δείγματος, η πλειοψηφία συμφωνούσε με την άποψη ότι οι ειδησεογραφικοί οργανισμοί έχουν την υποχρέωση να παρουσιάζουν τις δηλώσεις των πολιτικών, ακόμα και όταν αυτές οι δηλώσεις δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Σημαντική μειοψηφία, ωστόσο, πιστεύει πως η αναδημοσίευση ψευδών δηλώσεων, απλά, λειτουργεί υπέρ των συγκεκριμένων πολιτικών και της τάσης τους για προβολή, ενώ, αμφισβήτησαν την αναγκαιότητα παρουσίασης ψευδών δηλώσεων, πιστεύοντας πως αυτό συμβάλλει στην μετάδοση και την διασπορά της παραπληροφόρησης.

Η Ελλάδα παρουσίασε ένα από τα υψηλότερα ποσοστά (66%) υπέρ της μετάδοσης ψευδών δηλώσεων από πολιτικά πρόσωπα, με 25% να δηλώνουν αντίθετοι στην μετάδοση τέτοιων δηλώσεων.

Η πανδημία και η αξία των παραδοσιακών ειδησεογραφικών μέσων

Η τηλεοπτική ενημέρωση, εν μέσω της πανδημίας, «κατάφερε» να ανατρέψει μία πτωτική τάση εννέα ετών, με το διαδίκτυο να έχει ξεπεράσει την τηλεόραση ως η κυριότερη πηγή ενημέρωσης στις χώρες του δείγματος. Στις έξι χώρες όπου έγινε η διεξαγωγή συμπληρωματικής έρευνας τον Απρίλιο του 2020, η εβδομαδιαία χρήση της τηλεόρασης ως πηγή ενημέρωσης αυξήθηκε κατά πέντε μονάδες, αν και, ταυτοχρόνως, σημειώθηκε ανάλογη αύξηση και στην χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, επίσης, για ενημέρωση.

Στο Ηνωμένο Βασίλειο, εμφανίστηκε κατακόρυφη αύξηση 20 ποσοστιαίων μονάδων στην χρήση της τηλεόρασης ως κύρια πηγή ενημέρωσης, τον Απρίλιο του 2020 σε σχέση με τον Ιανουάριο του 2020. Η αύξηση κατά μέσο όρο στις έξι χώρες ήταν 12 μονάδες. Η τηλεόραση κέρδισε ιδιαίτερο έδαφος ανάμεσα στα νεαρά ηλικιακά στρώματα, αν και η τηλεόραση παρέμεινε δευτερεύουσα πηγή ενημέρωσης για αυτές τις ηλικιακές ομάδες, σε σχέση με το διαδίκτυο και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

Η αύξηση της τηλεθέασης και της χρήσης της τηλεόρασης ως πηγή ενημέρωσης φαίνεται να σχετίζεται με μία ευρύτερη άποψη πως τα μέσα ενημέρωσης, σε αντίθεσή με τις πρακτικές του παρελθόντος, δεν προχώρησαν στην συναισθηματικοποίηση της πανδημίας, καθώς, μόνο το 32% των ερωτηθέντων σε παγκόσμια βάση εξέφρασαν την άποψη πως τα μέσα ενημέρωσης ήταν υπερβολικά ως προς τον τρόπο που κάλυπταν την πανδημία.

Νέα επιχειρηματικά μοντέλα στον χώρο της δημοσιογραφίας

Σύμφωνα με την ερευνητική ομάδα, τους τελευταίους 12 μήνες έχει υπάρξει αύξηση των ειδησεογραφικών μέσων που έχουν αρχίσει να χρεώνουν συνδρομή για πρόσβαση στο περιεχόμενό τους. Στις ΗΠΑ, αυτή η τάση ξεκίνησε ακόμα πιο πριν, το 2016, μετά την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ, όταν σημειώθηκε αύξηση στο ποσοστό των νέων αναγνωστών που πλήρωναν συνδρομή για ειδησεογραφικό περιεχόμενο στο διαδίκτυο, κατά κύριο λόγο προτιμώντας μέσα που θα διατηρούσαν αντίθετη στάση στον νεοεκλεγμένο τότε Τραμπ. Φέτος, ωστόσο, μέσα όπως οι New York Times, η Guardian, και το περιοδικό Atlantic έχουν σημειώσει σημαντικές αυξήσεις στον αριθμό των ψηφιακών συνδρομητών τους, κατά κύριο λόγο εξαιτίας της πανδημίας.

Επίσης μέσα στο 2020 σημειώθηκαν μικρές αυξήσεις στις δωρεές του κοινού προς μη κερδοσκοπικούς ειδησεογραφικούς οργανισμούς, όπως για παράδειγμα η εφημερίδα Guardian και η Αμερικανική δημόσια ραδιοφωνία National Public Radio, αλλά και μικρότερα μέσα, όπως ο συνεταιρισμός ερευνητικής δημοσιογραφίας Bellingcat, και, επίσης, μέσα που ταυτίζονται με συγκεκριμένους πολιτικούς χώρους, όπως το Daily Kos και το Patriot Post στις ΗΠΑ.

Ως προς τη δικαιολογητική βάση γιατί ένα μέρος του κοινού προτιμά να πληρώνει συνδρομές προκειμένου να λαμβάνει ειδήσεις μέσω διαδικτύου, ένας λόγος είναι ο αυξανόμενος αριθμός μέσων, που προστατεύουν το περιεχόμενό τους πίσω από «paywall», έχοντας υιοθετήσει ένα συνδρομητικό μοντέλο.

Ωστόσο, άλλοι σημαντικοί λόγοι συμπεριλαμβάνουν την ξεχωριστή δημοσιογραφία που προσφέρουν αυτά τα μέσα, με ένα ποσοστό 65%, στις ΗΠΑ και 64%, στο Ηνωμένο Βασίλειο, να δηλώνουν πως λειτουργεί ως κίνητρο για να πληρώσουν συνδρομή. Η ευκολία πρόσβασης σε ποιοτικό δημοσιογραφικό περιεχόμενο (58% στις ΗΠΑ, 57% στο Ηνωμένο Βασίλειο), η αξία του περιεχομένου (38% ΗΠΑ, 30% Ηνωμένο Βασίλειο), και η υποστήριξη μέσων που παράγουν δημοσιογραφία με την οποία συμφωνούν (52% ΗΠΑ, 39% Ηνωμένο Βασίλειο), επίσης, αποτελούν σημαντικούς λόγους για την πληρωμή συνδρομής.

Η αύξηση των συνδρομητών της ψηφιακής δημοσιογραφίας φαίνεται πως ήρθε για να μείνει, με το 80-90% των συνδρομητών να δηλώνει πως είναι «πιθανό» ή «αρκετά πιθανό» να ανανεώσουν την συνδρομή τους και του χρόνου. Και παρά τα υψηλά ποσοστά ατόμων, που δηλώνουν πως δεν έχουν καμία πρόθεση να πληρώσουν για ψηφιακό δημοσιογραφικό περιεχόμενο, αρκετοί ερωτηθέντες δηλώνουν πως η ποιότητα του περιεχομένου και η παρουσία έμπειρων δημοσιογράφων μπορεί να τους πείσει να αγοράσουν συνδρομή (ποσοστό 28% στις ΗΠΑ, 21% στο Ηνωμένο Βασίλειο, 37% στην Νορβηγία), ενώ άλλοι ερωτηθέντες δηλώνουν πως μία ελκυστική τιμή θα τους «τραβήξει» (35% στις ΗΠΑ, 30% στο Ηνωμένο Βασίλειο, 47% Νορβηγία).

Διαδικτυακό οπτικοακουστικό περιεχόμενο

Το 2020, επίσης, σημειώθηκε μικρή αύξηση στην ακρόαση των podcast στις χώρες του δείγματος, φθάνοντας ένα ποσοστό της τάξεως του 31% (από 29% το 2019). Μεγάλοι ειδησεογραφικοί οργανισμοί, όπως οι New York Times, η Guardian, και η εφημερίδα Aftenposten της Νορβηγίας, έχουν ξεκινήσει, με ιδιαίτερη επιτυχία, podcast τα τελευταία δύο χρόνια, αν και η ακρόαση των podcast φαίνεται πως μειώθηκε, προσωρινά, κατά 20% εξαιτίας των εγκλεισμών που επιβλήθηκαν σε πολλές χώρες.

Δεν παρουσιάζονται στην φετινή έρευνα συγκεκριμένα στοιχεία για την ακρόαση των podcast στην Ελλάδα, ωστόσο, η αντίστοιχη έρευνα του 2019 εμφάνισε ποσοστό 36% στην Ελλάδα για ακρόαση podcast, τουλάχιστον, μία φορά το μήνα, αγγίζοντας τα ποσοστά χωρών όπως ΗΠΑ και Σουηδία (36%) στην φετινή έρευνα, και, προσπερνώντας χώρες όπως Καναδά (33%), Ελβετία (32%), Ολλανδία (26%), Γαλλία (26%), Ιαπωνία (24%), Γερμανία (24%) και Ηνωμένο Βασίλειο (22%).

Στο γενικότερο σύνολο, περίπου το ένα τρίτο του παγκόσμιου δείγματος προτιμάει να παρακολουθεί διαδικτυακές ειδήσεις μέσω βίντεο, αντί να τις διαβάζει ή να τις ακούει, ενώ το 10% προτιμάει την ακρόαση, παρά να διαβάζει ή να παρακολουθεί βίντεο. Η Ελλάδα εμφανίζει αρκετά υψηλό ποσοστό παρακολούθησης ειδησεογραφικών βίντεο στο διαδίκτυο (76%), όταν ο μέσος όρος του παγκόσμιου δείγματος ανέρχεται σε 67%, ενώ, ορισμένες Ευρωπαϊκές χώρες παρουσιάζουν ιδιαίτερα χαμηλά ποσοστά, όπως η Γερμανία (43%) και το Ηνωμένο Βασίλειο (39%).

Και τώρα τι; Τάσεις για το 2021 και μετά

Η ερευνητική ομάδα του Ινστιτούτου Reuters εντοπίζει αλλαγές στις «μηντιακές συνήθειες», σε παγκόσμια βάση, εξαιτίας της πανδημίας, όπως η προαναφερόμενη αύξηση της προτίμησης της τηλεοπτικής ενημέρωσης. Μένει, ωστόσο, να δούμε εάν αυτή η «επιστροφή στα παραδοσιακά μέσα» θα είναι μόνιμη ή αν ήταν, απλά, ένα προσωρινό αποτέλεσμα της πανδημίας.

Σε οικονομικό επίπεδο, είναι ξεκάθαρο πως η πανδημία έχει επισπεύσει μία τάση που, ήδη, προϋπήρχε, με την μετάβαση προς την ψηφιακή είδηση εις βάρος των εντύπων, αλλά και με την αυξανόμενη προτίμηση για συνδρομητικές ειδησεογραφικές σελίδες, podcast, βίντεο, αλλά και μικρότερα διαδικτυακά μέσα «ειδικής στόχευσης».

Ακόμα, όμως και αν κάποιες αλλαγές που σημειώθηκαν μέσα στο διάστημα της πανδημίας, όπως η «στροφή» προς τα παραδοσιακά ειδησεογραφικά μέσα, αποδειχθούν πως ήταν προσωρινές, αυτό που μας δείχνει ξεκάθαρα η πανδημία είναι η αξία και η σημασία της αξιόπιστης ενημέρωσης, η ευελιξία των δημοσιογράφων και η ικανότητά τους να παράγουν ειδήσεις υπό απρόβλεπτες συνθήκες, και η σημασία της καινοτομίας.

Επίσης, παρά την κριτική που έχουν δεχτεί τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ως πηγές παραπληροφόρησης και διχασμού, η πανδημία έδειξε (και) το θετικό πρόσωπο αυτών των μέσων και την δυνατότητά τους να αποτελέσουν μέρος της λύσης. Το 18% δήλωσε πως χρησιμοποίησε πλατφόρμες, όπως το Facebook και το WhatsApp, για να συμμετάσχει σε ομάδες συζήτησης και ομάδες στήριξης εν μέσω της πανδημίας, ενώ το 51% χρησιμοποίησε ψηφιακές πλατφόρμες για να δημιουργήσει ομάδες συζήτησης και επικοινωνίας με συγγενείς, φίλους, και συνάδελφους.

Η επιστημονική ομάδα του Ινστιτούτου Reuters προβλέπει πως το επόμενο 12μηνο θα είναι ιδιαίτερης σημασίας, όσον αφορά τη διαμόρφωση του μέλλοντος της δημοσιογραφικής βιομηχανίας, με πολλούς ειδησεογραφικούς οργανισμούς να μπαίνουν στο 2021 με μία περισσότερο ξεκάθαρη εικόνα για την αξία του προϊόντος τους, παρόλο που το βραχυπρόθεσμο μέλλον παραμένει αβέβαιο…

Εγγραφείτε και μιλήστε!

Με την εγγραφή σας μπορείτε να συμμετάσχετε στην κουβέντα για το άρθρο, να μιλήσετε στους συντάκτες μας και να συμβάλλετε εποικοδομητικά στα άρθρα μας.

Μπορείτε να συνεχίσετε την ανάγνωση του άρθρου πατώντας εδώ, αλλά...

... είναι μόνο χάρη των μελών/συνδρομητών που μας στηρίζουν που μπορούμε να έχουμε άρθρα.

Εάν μια εποικοδομητική δημοσιογραφία, που δεν εξαρτάται από διαφημίσεις, είναι κάτι που θέλετε να υποστηρίξετε γίνετε μέλος σήμερα.

Περιεχόμενα Τεύχους

Τεύχος 18

Νοεμ. - Δεκ. 2020

Μετάβαση στο περιεχόμενο