author-image-26 Κωνσταντίνος Αλεξόπουλος

Δ/ντης έκδοσης

atc-portal

atc-portal

Η πολιτική σταθερότητα ορίζεται ως η ικανότητα ενός πολιτικού συστήματος να εξασφαλίζει θεσμική συνέχεια, κοινωνική ειρήνη και προβλέψιμη διακυβέρνηση ακόμη και σε περιόδους έντονων προκλήσεων. Δεν ταυτίζεται, απλώς, με την παραμονή μιας κυβέρνησης στην εξουσία, αλλά με την ανθεκτικότητα των θεσμών, την εμπιστοσύνη των πολιτών στους κανόνες του παιχνιδιού και τη δυνατότητα λήψης αποφάσεων χωρίς να εκτροχιάζεται η κοινωνική συνοχή.

Σήμερα, αυτή η σταθερότητα κλονίζεται σε πολλές γωνιές του πλανήτη. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, η επιστροφή του Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο οξύνει τον ήδη βαθύ πολιτικό διχασμό και θέτει ερωτήματα για την αντοχή της αμερικανικής δημοκρατίας. Στη Γαλλία, οι κυβερνήσεις πέφτουν η μία μετά την άλλη καθώς χάνουν τη δεδηλωμένη, ενώ η άνοδος των άκρων δείχνει μια κοινωνία που δεν βρίσκει σημείο ισορροπίας. Στην Ιταλία, η Τζόρτζια Μελόνι προσπαθεί να ισορροπήσει μεταξύ ευρωπαϊκών δεσμεύσεων και εθνικιστικής ατζέντας, ενώ στην Γερμανία η άνοδος της AfD αμφισβητεί τη μεταπολεμική συναίνεση. Ακόμη πιο ανησυχητική είναι η πορεία χωρών όπως η Ουγγαρία και η Σλοβακία, όπου λαϊκιστές ηγέτες με ανοιχτά φιλοπουτινικές θέσεις αμφισβητούν την κοινή ευρωπαϊκή γραμμή για την Ουκρανία και προωθούν μοντέλα διακυβέρνησης που περιορίζουν την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης, των ΜΜΕ και των θεσμικών αντίβαρων. Τέτοιες εξελίξεις δεν δημιουργούν απλώς εσωτερική αστάθεια, αλλά θέτουν σε δοκιμασία την ίδια την ιδέα της Ευρωπαϊκής ενότητας.

Δεν φταίνε μόνο οι «εξωτερικοί κλυδωνισμοί» για αυτήν την αστάθεια. Συχνά οι ίδιες οι πολιτικές δυνάμεις αποδυναμώνουν τις σταθερές του συστήματος: εργαλειοποιούν θεσμούς, υπονομεύουν τη λογοδοσία, δηλητηριάζουν τον δημόσιο διάλογο, επενδύουν στη φθορά και όχι στη συναίνεση. Και οι πολίτες, θυμωμένοι και παραπληροφορημένοι, ενίοτε επιβραβεύουν τον πιο θορυβώδη λαϊκιστή, διευρύνοντας τον φαύλο κύκλο δυσπιστίας.

Η πρόκληση είναι πια παγκόσμια – και η Ελλάδα, δυστυχώς, δεν αποτελεί εξαίρεση. Το ζητούμενο δεν είναι να διατηρηθεί η «σταθερότητα» με κάθε κόστος, αλλά να ξαναοριστούν οι σταθερές που αξίζει να κρατήσουμε: η εμπιστοσύνη, οι θεσμοί, η ποιότητα της ηγεσίας, ο πολιτισμένος διάλογος, μια κοινωνία που μπορεί να συζητά ακόμη και τις διαφωνίες της χωρίς να διαρρηγνύεται ο κοινωνικός ιστός. Μόνο έτσι η σταθερότητα γίνεται βάση για πρόοδο και όχι πρόσχημα για αδράνεια.

Πολιτική Ηγεσία

Η ιδέα του πολιτικού ηγέτη γεννήθηκε στην αρχαία Ελλάδα, όταν η πολιτική δεν ήταν επάγγελμα αλλά υποχρέωση του πολίτη. Στην Εκκλησία του Δήμου, εκεί όπου ο λόγος και η πειθώ είχαν μεγαλύτερη δύναμη από τη βία, ηγέτης ήταν εκείνος που έπειθε — όχι εκείνος που επέβαλλε. Ο Περικλής, στον Επιτάφιο, υπενθυμίζει ότι ο διάλογος δεν είναι εμπόδιο αλλά προϋπόθεση της δράσης: «…οὐ τοὺς λόγους τοῖς ἔργοις βλάβην ἡγούμενοι, ἀλλὰ μὴ προδιδαχθῆναι μᾶλλον λόγῳ πρότερον ἢ ἐπὶ ἃ δεῖ ἔργῳ ἐλθεῖν…» (Θουκυδίδης, Ιστορίαι, Βιβλίο Β΄, 40) – που σημαίνει: «τους δε λόγους δεν τους θεωρούμε καθόλου εμπόδιο των έργων, αλλά μάλλον θεωρούμε σαν εμπόδιο το να μην έχουμε κατατοπισθεί προφορικά σε όσα έχουμε να κάνουμε, πριν καταπιαστούμε με αυτά.» Οι Αθηναίοι, έτσι, θεωρούσαν ότι η προετοιμασία με τον λόγο δεν καθυστερεί την πράξη αλλά οδηγεί σε καλύτερη απόφαση. Ένας πρώιμος ορισμός ηγεσίας ως διαδικασίας διαλόγου και πειθούς, όχι επιβολής. Η πόλη απαιτούσε ηγέτες που να μπορούν να διακρίνουν τι είναι δίκαιο και τι ωφέλιμο για όλους, ακόμη κι αν αυτό δυσαρεστεί κάποιους. Η ευθύνη δεν ήταν μόνο να αποφασίζεις, αλλά να εκπαιδεύεις την πόλη με το παράδειγμά σου.
Από τους Σωκρατικούς, που θεωρούσαν την πολιτική ηγεσία ως εναλλασσόμενο λειτούργημα και όχι προνόμιο, μέχρι τους νεότερους στοχαστές, η ηγεσία κατανοήθηκε ως συνδυασμός αρετής, κρίσης και ευθύνης απέναντι στο κοινό καλό.
Καθώς περνάμε στη νεωτερικότητα, η έννοια του ηγέτη μετατοπίζεται: από τον Ρωμαίο Ύπατο και τον Ηγεμόνα της Αναγέννησης στον χαρισματικό ηγέτη του 19ου και 20ού αιώνα – αυτού που ενσαρκώνει τις ελπίδες και τους φόβους ενός έθνους.
Ο 20ός αιώνας έδωσε ηγέτες που κράτησαν όρθιες τις δημοκρατίες μέσα σε παγκόσμιες θύελλες (Τσώρτσιλ, Ρούζβελτ), αλλά και μορφές που τις οδήγησαν στην καταστροφή (Χίτλερ, Μουσολίνι, Στάλιν), που έδειξαν πόσο επικίνδυνη γίνεται η ηγεσία χωρίς ηθικούς φραγμούς. Στην Ελλάδα, μορφές όπως του Ιωάννη Καποδίστρια, του Χαριλάου Τρικούπη ή του Ελευθερίου Βενιζέλου παραμένουν παραδείγματα ηγετών που έθεσαν το μέλλον της χώρας πάνω από το πρόσκαιρο προσωπικό ή κομματικό κόστος – παρά τα όποια λάθη και ατέλειες που αναπόφευκτα συνοδεύουν κάθε μεγάλη πορεία.

Σήμερα, όμως, ο όρος «πολιτικός ηγέτης» έχει χάσει το νόημά του. Πολλοί ηγέτες μοιάζουν περισσότερο με διαχειριστές επικοινωνίας ή με διαρκείς υποψηφίους παρά με φορείς οράματος. Ακολουθούν τις δημοσκοπήσεις αντί να χαράσσουν πορεία, μετρούν την επιδοκιμασία στα κοινωνικά δίκτυα αντί να εμπνέουν εμπιστοσύνη. Η πολιτική ηγεσία έχει μετατραπεί σε 24ωρο κύκλο δημοσιότητας.
Κι όμως, σε εποχές αβεβαιότητας, η ανάγκη για ηγεσίες με βάθος είναι μεγαλύτερη από ποτέ. Ηγεσία σήμερα σημαίνει να μπορείς να βλέπεις πέρα από τον εκλογικό κύκλο, να προτείνεις λύσεις που ίσως κοστίσουν πρόσκαιρα αλλά λυτρώνουν μακροπρόθεσμα.

Η συζήτηση για την ηγεσία δεν είναι θεωρητική πολυτέλεια· είναι ζήτημα δημοκρατικής υγείας. Ο πολίτης χρειάζεται κριτήρια για να ξεχωρίζει τον ηγέτη από τον δημαγωγό, τον άνθρωπο του οράματος από τον καιροσκόπο. Η συνέπεια λόγων και έργων, η ικανότητα να αναλαμβάνει ευθύνη αντί να μεταθέτει ευθύνες, η προθυμία να λέει αλήθειες που δεν είναι ευχάριστες, η διάθεση να υπηρετεί το κοινό καλό και όχι το προσωπικό του συμφέρον – όλα αυτά αποτελούν σημάδια γνήσιας ηγεσίας. Καλός ηγέτης είναι επίσης εκείνος που δεν προσβάλλει τους πολιτικούς του αντιπάλους, δεν καταφεύγει σε ρητορικές τοξικότητας ή μίσους, χυδαιότητες ή σκανδαλολογία, αλλά αναζητά λύσεις και τρόπους να συνενώσει και να θεραπεύσει τις διαιρέσεις. Δεν είναι αλάνθαστος – καθώς αυτό είναι ανθρωπίνως αδύνατον – αλλά έχει το θάρρος να παραδέχεται τα λάθη του και να προσπαθεί να τα διορθώνει.
Ο αληθινός πολιτικός ηγέτης είναι εκείνος που εμπνέει κατεύθυνση, καθοδηγεί την κοινωνία μέσα από τις κρίσεις, δημιουργεί νέες ισορροπίες και μιλά με πράξεις, όχι με υποσχέσεις.
Και φυσικά – να το υπογραμμίσουμε και αυτό – πρέπει να ελέγχεται για την παιδεία του και την ψυχική, πρωτίστως, υγεία του. Δεν είναι δυνατόν να θεωρούμε ότι χωρίς καμία παιδεία και εμπειρία για αυτό το λειτούργημα μπορεί κάποιος να καταστεί πολιτικός ηγέτης. Δεν θα εμπιστευόμασταν τη ζωή μας σε έναν γιατρό χωρίς σπουδές· με την ίδια σοβαρότητα οφείλουμε να απαιτούμε καλλιέργεια και επάρκεια από όσους διεκδικούν την ευθύνη της διακυβέρνησης. Δεν είναι τυχαίο ότι ήδη από την αρχαιότητα οι Σωκρατικοί τόνιζαν πως η διακυβέρνηση δεν μπορεί να αφεθεί στην τύχη· απαιτεί ειδική εκπαίδευση, φιλοσοφική καλλιέργεια και δοκιμασίες χαρακτήρα, ώστε οι ηγέτες να είναι άξιοι να υπηρετούν το κοινό καλό. Η σημερινή πραγματικότητα βρίθει παραδειγμάτων πολιτικής παραλογίας: άνθρωποι που, χωρίς καμία ιδιαίτερη προετοιμασία, παιδεία, καλλιέργεια, θεωρούν – ή κάποιοι από τα παρασκήνια τους ωθούν – ότι μπορούν να ιδρύσουν κόμματα απλώς από μωροφιλοδοξία ή επειδή έζησαν μια προσωπική ή συλλογική τραγωδία· πρώην αποτυχημένοι στην πράξη ηγέτες που επιχειρούν προκλητικά να επιστρέψουν ως επικεφαλείς νέων σχημάτων. Τέτοια φαινόμενα δείχνουν πόσο χαμηλά έχει πέσει ο πήχης – και πόσο επείγει όχι απλώς να τον ξανασηκώσουμε, αλλά να τον υψώσουμε ψηλότερα από ποτέ.
Και το ίδιο κρίσιμο είναι να διασφαλίζεται ότι όποιος αναλαμβάνει ηγεσία είναι ψυχικά ισορροπημένος· η ιστορία, ακόμη και η πρόσφατη, δείχνει πόσο επικίνδυνες μπορεί να αποβούν αποφάσεις που λαμβάνονται από προσωπικότητες με εμφανή σημάδια αστάθειας.

Πολιτικό Κεφάλαιο και Εμπιστοσύνη

Η εμπιστοσύνη είναι το θεμέλιο κάθε πολιτικού συστήματος. Χωρίς αυτήν, οι θεσμοί αδειάζουν από περιεχόμενο και καμία συνταγματική πρόβλεψη δεν αρκεί για να κρατήσει την κοινωνική συνοχή. Οι πολίτες χρειάζονται βεβαιότητα ότι οι κανόνες είναι δίκαιοι, ότι τηρούνται για όλους και ότι η εξουσία ασκείται με διαφάνεια και λογοδοσία.

Το πολιτικό κεφάλαιο είναι η άυλη αλλά κρίσιμη αποθήκη αξιοπιστίας που διαθέτει ένας ηγέτης ή μια κυβέρνηση. Χτίζεται αργά, με συνέπεια λόγων και έργων, με αποφάσεις που επιβεβαιώνουν τις υποσχέσεις και με την αίσθηση ότι η εξουσία υπηρετεί το κοινό καλό. Καταρρέει, αντίθετα, με εντυπωσιακή ταχύτητα όταν οι πολίτες αισθάνονται εξαπατημένοι, όταν οι υποσχέσεις δεν τηρούνται ή όταν η εξουσία χρησιμοποιείται για προσωπικό ή κομματικό όφελος.

Η διάβρωση της εμπιστοσύνης δεν είναι αφηρημένο φαινόμενο· έχει απτά αποτελέσματα. Αυξάνει την αποχή από τις εκλογές, ενισχύει τα άκρα, τροφοδοτεί τον κυνισμό και ανοίγει τον δρόμο σε δημαγωγούς που εκμεταλλεύονται – ή πυροδοτούν – την αγανάκτηση. Κάθε φορά που οι πολίτες αποσύρονται από τη συμμετοχή, η δημοκρατία χάνει ένα κομμάτι της άμυνας της.

Υπάρχει όμως και μια άλλη, πιο υποδόρια πρόκληση – συχνά υποβόσκουσα, σχεδόν αόρατη στην καθημερινή πολιτική συζήτηση: ορισμένοι συγχέουν το πραγματικό πολιτικό κεφάλαιο – που βασίζεται σε συνέπεια, πράξεις και αποτελεσματικότητα – με το συμβολικό κεφάλαιο που αποδίδεται σε πρόσωπα λόγω «χαρίσματος», «ρητορικής δεινότητας» και συναισθηματικής ή ιδεολογικής ταύτισης. Η διεθνής αλλά και ελληνική πολιτική σκηνή έχει δώσει παραδείγματα ηγετών που, παρά την αθέτηση των υποσχέσεών τους, συνεχίζουν να θεωρούνται από μερίδα της κοινωνίας «πολιτικά κεφάλαια». Αυτό δείχνει ότι η κρίση των πολιτών δεν είναι πάντα προϊόν λογικής αποτίμησης έργου, αλλά συχνά επηρεάζεται από μνήμη, προσδοκία ή ακόμη και από φαντασιακές προβολές. Ιδιαίτερη ευθύνη έχουν τα μέσα και οι δημοσιογράφοι όταν αντί να αποδομούν αυτούς τους μύθους, τους καλλιεργούν ή τους αναπαράγουν.

Χωρίς αυθεντικό πολιτικό κεφάλαιο, τελικά, η δημοκρατία μένει χωρίς καύσιμο. Η αποκατάσταση και η διατήρηση της εμπιστοσύνης είναι συνεχής διαδικασία που απαιτεί υπεύθυνους ηγέτες και πολίτες πρόθυμους να αξιολογούν με κριτήρια και όχι με θυμικά αντανακλαστικά.

Σταθεροποιητικοί Μηχανισμοί

Οι θεσμοί είναι οι πραγματικές «σταθερές» μιας Δημοκρατίας. Είναι οι βασικοί κανόνες που παραμένουν όρθιοι ακόμη κι όταν οι παίκτες αλλάζουν. Κοινοβούλιο, δικαιοσύνη, ανεξάρτητες αρχές, ελεύθερος Τύπος, δημόσια διοίκηση – όλοι αυτοί οι μηχανισμοί έχουν έναν κοινό σκοπό: να εξασφαλίζουν τη συνέχεια και την ισορροπία της πολιτείας, να αποτρέπουν την αυθαιρεσία, να προστατεύουν τα δικαιώματα και να αναδεικνύουν τις υποχρεώσεις των πολιτών. Αλλά για να λειτουργήσουν όλα αυτά, χρειάζεται κάτι πιο ουσιαστικό: ένα ζωντανό κοινωνικό συμβόλαιο. Είναι η άρρητη συμφωνία ανάμεσα στους πολίτες και την Πολιτεία ότι οι κανόνες είναι δίκαιοι, ότι θα τηρούνται από όλους και ότι η εξουσία θα λογοδοτεί. Χωρίς αυτή τη συμφωνία, ακόμη και οι πιο καλοσχεδιασμένοι θεσμοί καταρρέουν, γιατί χάνεται η εμπιστοσύνη που τους κρατά ζωντανούς.

Σε υγιές περιβάλλον, οι θεσμοί λειτουργούν ως σταθεροποιητικοί μηχανισμοί: φιλτράρουν τις συγκρούσεις, κατανέμουν δίκαια την εξουσία, προσφέρουν εγγυήσεις ότι καμία πλειοψηφία ή μειοψηφία δεν μπορεί να καταλύσει θεμελιώδη δικαιώματα ή να αγνοήσει υποχρεώσεις. Έτσι χτίζεται μια κουλτούρα προβλεψιμότητας, όπου οι πολίτες ξέρουν ότι οι κανόνες ισχύουν για όλους – και για τους ισχυρούς.

Όμως, οι θεσμοί δεν είναι αφηρημένες έννοιες· είναι ζωντανές δομές που χρειάζονται φροντίδα. Όταν εργαλειοποιούνται ή εμφανίζονται να λειτουργούν μεροληπτικά υπέρ μικροκομματικών σκοπιμοτήτων, όταν η ανεξαρτησία τους αμφισβητείται ή απαξιώνεται η λειτουργία τους, τότε η θεσμική σταθερότητα μετατρέπεται σε εύθραυστη βιτρίνα.

Η ισχύς των θεσμών κρίνεται στις κρίσεις: στις πανδημίες, στις οικονομικές καταρρεύσεις, στις εθνικές τραγωδίες. Εκεί φαίνεται αν μπορούν να λειτουργήσουν με όρους δικαιοσύνης, ταχύτητας και αξιοπιστίας – ή αν καταρρέουν υπό την πίεση. Την ίδια στιγμή, μια αντιπολίτευση που καταγγέλλει τα πάντα αδιακρίτως υπονομεύει την εμπιστοσύνη στους θεσμούς και ενισχύει την αίσθηση γενικευμένης απαξίωσης – μια ισοπέδωση που τελικά βλάπτει τη δημοκρατία όσο και η κατάχρηση εξουσίας από εκείνους που τους υπονομεύουν.

Κίνδυνοι, Προκλήσεις και Λύσεις

Οι πολιτικές σταθερές δεν είναι δεδομένες· είναι ζωντανοί οργανισμοί που δοκιμάζονται καθημερινά. Η μεγαλύτερη απειλή δεν είναι πάντα η ανοιχτή ανατροπή τους, αλλά η αργή διάβρωση: η απαξίωση των θεσμών, η κανονικοποίηση της πόλωσης, η παραπληροφόρηση που υπονομεύει τη δημόσια σφαίρα.

Ο λαϊκισμός –από τα δεξιά και από τα αριστερά– υπόσχεται εύκολες λύσεις σε σύνθετα προβλήματα, πολώνει την κοινωνία και μετατρέπει τον διάλογο σε κραυγή. Οι δημαγωγοί επενδύουν στην αγανάκτηση, γιατί ξέρουν ότι μια θυμωμένη κοινωνία είναι πιο εύκολα χειραγωγήσιμη. Στην Ευρώπη, βλέπουμε χώρες όπου η ανεξαρτησία της δικαιοσύνης και των ΜΜΕ συρρικνώνεται, στην Αμερική βλέπουμε θεσμούς να δοκιμάζονται από πρωτοφανή διχασμό και στην Ελλάδα βιώνουμε την τοξικότητα ενός δημόσιου λόγου που συχνά τροφοδοτεί καχυποψία αντί να παράγει λύσεις.

Όμως οι προκλήσεις αυτές μπορούν να γίνουν και ευκαιρίες. Κάθε κρίση φανερώνει τις αδυναμίες του συστήματος αλλά και τα σημεία όπου μπορεί να γίνει καλύτερο. Οι λύσεις δεν είναι ούτε μαγικές ούτε απλές: χρειάζονται θεσμοί που λειτουργούν με διαφάνεια και ταχύτητα, ηγεσίες που λένε την αλήθεια ακόμη και όταν κοστίζει, πολίτες που ενημερώνονται από αξιόπιστες πηγές και συμμετέχουν ενεργά αντί να αποσύρονται. Χρειάζεται μια νέα πολιτική παιδεία, που να διδάσκει ότι οι θεσμοί είναι κτήμα όλων και όχι λάφυρο κανενός, και ένας δημόσιος διάλογος που να ενώνει αντί να διχάζει. Πολλές φορές έχουμε αναδείξει μέσα από την αρθρογραφία μας την ανάγκη για θεσμικές μεταρρυθμίσεις που ενισχύουν τη λογοδοσία, αξιολόγηση στη δημόσια διοίκηση με διαφάνεια και αντικειμενικά κριτήρια, αλλά και πολιτικές που καταπολεμούν την παραπληροφόρηση και ενισχύουν την ενημερωμένη συμμετοχή των πολιτών. Υπάρχουν παραδείγματα που δείχνουν ότι όλα αυτά είναι εφικτά: η Φινλανδία έχει εντάξει την εκπαίδευση στα ΜΜΕ (media literacy) στο σχολικό πρόγραμμα, στην προσπάθεια θωράκισης των νέων απέναντι στα fake news, ενώ η Ισλανδία αποκατέστησε την εμπιστοσύνη στους θεσμούς μετά την οικονομική της κατάρρευση με συνταγματικές αλλαγές και διαφάνεια στη λήψη αποφάσεων. Και υπάρχουν πολλά ακόμη διεθνή παραδείγματα που έχουν δείξει ότι οι δημοκρατίες μπορούν να ανανεώνονται και να γίνονται ισχυρότερες όταν οι πολίτες ζητούν ουσιαστικές λύσεις και συμμετέχουν ενεργά στη διαμόρφωσή τους.

Η διατήρηση των πολιτικών σταθερών είναι τελικά συλλογικό έργο. Δεν αφορά μόνο τις κυβερνήσεις, αλλά και την αντιπολίτευση, τα μέσα ενημέρωσης, την κοινωνία των πολιτών και τον καθένα από εμάς.
Ίσως είναι καιρός να συζητήσουμε σοβαρά τη δημιουργία μιας πραγματικά ανεξάρτητης αρχής που θα καταγράφει τις πολιτικές δεσμεύσεις και θα παρακολουθεί αν –και ποιες–μετατρέπονται σε πράξεις, ώστε η λογοδοσία να πάψει να είναι προεκλογικό σύνθημα και να γίνει θεσμική πρακτική. Και ακόμη, ώστε κανένας πολιτικός, δημοσιογράφος ή άλλος, να μην μπορεί να διακινεί ισχυρισμούς που δεν στηρίζονται σε αληθινά στοιχεία. Για σκεφτείτε πόσο διαφορετικός –και πόσο πιο υγιής– θα μπορούσε να είναι ο δημόσιος βίος αν υπήρχε ένας τέτοιος μηχανισμός…

Και τώρα τι;

Πρόσκληση για συλλογική αυτογνωσία: να κοιταχτούμε στον καθρέφτη της εποχής μας χωρίς ψευδαισθήσεις. Να παραδεχτούμε τις αυταπάτες που μας καθησύχασαν, τα εύκολα αφηγήματα που μας υπνώτισαν, τους δημαγωγούς που επιλέξαμε γιατί μας χάιδευαν τα αυτιά.

Δεν υπάρχει σταθερότητα χωρίς αλήθεια· ούτε αλήθεια χωρίς κόστος. Αν φοβόμαστε να πληρώσουμε αυτό το τίμημα –σε αλλαγές, σε δοκιμασίες, σε απώλεια βολέματος– τότε οι «σταθερές» μας θα είναι πάντα εύθραυστες, έτοιμες να καταρρεύσουν με την πρώτη καταιγίδα. Κι όταν καταρρέουν, δεν απειλείται απλώς η πολιτική ισορροπία· απειλούνται οι ίδιες οι δημοκρατίες μας, που γίνονται ευάλωτες σε αυταρχικούς πειρασμούς και λαϊκιστικά ξεσπάσματα.

Η πραγματική πρόκληση είναι να μετατρέψουμε τον θυμό σε δημιουργική δύναμη, τη δυσπιστία σε εγρήγορση, την κόπωση σε συμμετοχή. Να φανταστούμε ένα μέλλον που δεν θα χτιστεί με ανακυκλωμένα συνθήματα αλλά με πράξεις που χαράζουν πορεία και αντέχουν στον χρόνο.
Και να θυμόμαστε πως κάθε γενιά έχει την απόλυτη ευθύνη να ξαναστήσει τις πολιτικές της σταθερές· αλλιώς θα ζήσει ανάμεσα στα ερείπια του δικού της έργου, παραδίδοντας στις επόμενες μια ακόμη πράξη τραγωδίας…

Εγγραφείτε και μιλήστε!

Με την εγγραφή σας μπορείτε να συμμετάσχετε στην κουβέντα για το άρθρο, να μιλήσετε στους συντάκτες μας και να συμβάλλετε εποικοδομητικά στα άρθρα μας.

Μπορείτε να συνεχίσετε την ανάγνωση του άρθρου πατώντας εδώ, αλλά...

... είναι μόνο χάρη των μελών/συνδρομητών που μας στηρίζουν που μπορούμε να έχουμε άρθρα.

Εάν μια εποικοδομητική δημοσιογραφία, που δεν εξαρτάται από διαφημίσεις, είναι κάτι που θέλετε να υποστηρίξετε γίνετε μέλος σήμερα.

Περιεχόμενα Τεύχους

Τεύχος 66

Σεπτέμβριος 2025

Μετάβαση στο περιεχόμενο