Στην εποχή μας, ο δημόσιος λόγος έχει μεταμορφωθεί ριζικά, καθώς η επικοινωνία και η ανταλλαγή ιδεών, υπό την επίδραση της ψηφιακής εποχής και της μαζικής κατανάλωσης εικόνας, έχουν οδηγηθεί σε αυτό που πολλοί χαρακτηρίζουν ως «εποχή του θεάματος». Οι άνθρωποι καθημερινά κατακλύζονται από έναν αδιάκοπο καταιγισμό εικόνων, μέσω των τηλεοράσεων, των κινητών τηλεφώνων, των κοινωνικών δικτύων, των streaming πλατφορμών και των ψηφιακών μέσων. Η πληροφορία δεν έρχεται πια από κείμενα σε βάθος ή σύνθετες αναλύσεις, αλλά μέσω σύντομων βίντεο, gifs, memes και φωτογραφιών που απαιτούν λίγα δευτερόλεπτα προσοχής. Η κοινωνία μας έχει γίνει μια «σκηνή», όπου όλοι προσπαθούν να τραβήξουν την προσοχή, να εντυπωσιάσουν και να καταναλώσουν περιεχόμενο που είναι εύκολα επεξεργάσιμο και θεαματικό, αλλά συχνά άνευ ουσίας… Η «διασκέδαση» και η γρήγορη πρόσληψη εικόνας έχουν γίνει τα κυρίαρχα κίνητρα, ο δε λόγος, η κριτική σκέψη και η επιχειρηματολογία υποχωρούν. Ο δημόσιος διάλογος, συχνά, περιορίζεται σε viral στιγμές, πολιτικά μιμίδια και γρήγορες αντιπαραθέσεις, που δεν αφήνουν χώρο για βάθος, ουσιαστική ανάλυση και πραγματικό διάλογο. Σε αυτή την επιφανειακή κουλτούρα, οι κοινωνικές σχέσεις και η επικοινωνία είναι κυρίως ψηφιακές, αποσπασμένες από την πραγματικότητα και το φυσικό περιβάλλον. Η προσοχή μας έχει γίνει ένα αγαθό που προσπαθούν να κερδίσουν αλγόριθμοι και διαφημίσεις…
Αυτή την ψηφιακή και οπτική κυριαρχία, υπάρχει μια φωνή που την είχε, όπως φαίνεται, προβλέψει. Το 1985, ο Αμερικανός διανοούμενος Νιλ Πόστμαν στο βιβλίο με τον χαρακτηριστικό τίτλο “Amusing Ourselves to Death: Public Discourse in the Age of Show Business” (Διασκεδάζοντας τους εαυτούς μας μέχρι θανάτου: Ο δημόσιος λόγος στην εποχή του θεάματος) μιλούσε για την επικράτηση μιας κοινωνίας, στην οποία η πληροφορία αντικαθίσταται από το θέαμα και η κριτική σκέψη υποχωρεί μπροστά στην επιφανειακή ενασχόληση με το περιεχόμενο. Είχε επισημάνει, πριν 40 χρόνια, ότι τα οπτικοακουστικά μέσα δεν είναι μόνο μέσα μετάδοσης ειδήσεων, αλλά και εργαλεία που διαμορφώνουν την αντίληψή μας για την πραγματικότητα. Τόνισε ότι όταν η κοινωνία αρχίζει να βλέπει την πληροφορία ως διασκέδαση, η ουσία χάνεται, και το σημαντικότερο γίνεται το πώς φαίνεται κάτι, αντί για το τι σημαίνει…
Ο Postman εξηγούσε από τότε το πώς η τηλεόραση μπορεί να συμβάλλει στην πνευματική παρακμή της κοινωνίας. Πώς μετατρέπει όλες τις πολιτιστικές σφαίρες της κοινωνίας σε ρηχές, διασκεδαστικές εμπειρίες. Υποστηρίζει ότι η πολιτική μας, η θρησκεία μας, τα νέα μας, οι αθλητικές μας δραστηριότητες, η εκπαίδευση και το εμπόριό μας, μετατρέπονται σε ευχάριστα αξεσουάρ της show business, σε μεγάλο βαθμό, χωρίς διαμαρτυρία ούτε καν πολλή προσοχή του κοινού. Το αποτέλεσμα είναι ότι είμαστε στα πρόθυρα «Διασκέδασης μέχρι θανάτου»…
Διαβάζοντάς τον κανείς, δεν μπορεί παρά να συμφωνήσει ότι οι τότε προβλέψεις του, είναι η τωρινή πραγματικότητα. Η μετάβαση από τον λόγο στην εικόνα δεν είναι μόνο τεχνολογική, αλλά και πολιτισμική, αλλάζει τον τρόπο που βλέπουμε, σκεφτόμαστε και επικοινωνούμε… Καταλήγει στη δημιουργία ενός τοξικού περιβάλλοντος, όπου η αλήθεια, συχνά, θυσιάζεται στον βωμό της «αρεστότητας» και της θεαματικότητας.
Οι προειδοποιήσεις του Πόστμαν, λοιπόν, όντας πιο επίκαιρες από ποτέ ενέπνευσαν και σχημάτισαν τον πυρήνα της ανάλυσής μας του άρθρου αυτού.
Η δύναμη και οι συνέπειες των οπτικοακουστικών μέσων
Το πώς κατανοούμε την πραγματικότητα εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τα εργαλεία επικοινωνίας που χρησιμοποιούμε.
Όταν ο Πόστμαν έγραφε το βιβλίο του, η τηλεόραση ήταν το κύριο μέσο επικοινωνίας. Την περιέγραφε ως το κέντρο διοίκησης της νέας επιστημολογίας. Εξηγούσε, τότε, ότι δεν υπάρχει κοινό τόσο νέο που να αποκλείεται, καμία φτώχεια τόσο ακραία που να την κάνει απρόσιτη, καμία εκπαίδευση τόσο υψηλή, ώστε να μην επηρεάζεται από αυτήν. Με λίγα λόγια, το μήνυμα και η επιρροή της μπορεί να φτάνει σε όλες τις κατηγορίες πολιτών, ανεξάρτητα από ηλικία, εισόδημα ή επίπεδο μόρφωσης.
Σήμερα, σε ακόμα μεγαλύτερο βαθμό, ισχύουν τα ίδια έχοντας προστεθεί και όλες οι νέες τεχνολογίες…
Δεν βλέπουμε την φύση, την διάνοια, τα ανθρώπινα κίνητρα ή την ιδεολογία όπως είναι, αλλά μόνο όπως η γλώσσα και τα μέσα από τα οποία ενημερωνόμαστε μας επιτρέπουν. Τα ΜΜΕ και τα ‘social media’ είναι οι δίαυλοι της πληροφόρησής μας και, έτσι, δημιουργούν το περιεχόμενο της κουλτούρας μας. Γι’ αυτό, ο καλύτερος τρόπος για να κατανοήσουμε μια κουλτούρα είναι να εστιάσουμε στα μέσα με τα οποία αυτή επικοινωνεί.
Το πιο σημαντικό είναι ότι δεν υπάρχει θέμα δημόσιου ενδιαφέροντος που να μην περνά από αυτά, πράγμα που σημαίνει ότι οποιαδήποτε δημόσια κατανόηση αυτών των θεμάτων διαμορφώνεται με τρόπο αποσπασματικό, υπερ-απλουστευτικό.
Μέσω της καθολικής προσβασιμότητάς τους έχουν γίνει το πρωταρχικό μέσο με το οποίο η κοινωνία αποκτά και ερμηνεύει στοιχεία/ειδήσεις. Ένας από τους μεγάλους περιορισμούς τους είναι η ανικανότητά τους να ενθαρρύνουν τον σε βάθος συλλογισμό σε αντίθεση με τον γραπτό λόγο που απαιτεί διανοητική προσπάθεια. Και, εννοούμε, φυσικά, εδώ τον ουσιαστικό και όχι τον εύκολο εύπεπτο λόγο. Μόνοι, απέναντι σε ένα κείμενο γυμνό… Στην προσπάθεια να συλλάβουμε και να κατανοήσουμε τυπωμένες, ψυχρές, αφηρημένες έννοιες, η διάνοιά μας επιστρατεύει τους αποκλειστικά δικούς της πόρους, αναφορές, γνώσεις. Χωρίς την χαλαρωτική βοήθεια της εικόνας, της ομορφιάς ή της κοινότητας. Ενώ η ανάγνωση μπορεί να συμβάλλει στην ανάπτυξη αναλυτικής και κριτικής σκέψης, τα οπτικοακουστικά, συνήθως, μέσα δεν το επιτρέπουν αυτό.
«..Σε μια έντυπη κουλτούρα έχουμε την τάση να λέμε για τους ανθρώπους που δεν είναι έξυπνοι ότι χρειάζεται να τους ζωγραφίσουμε κάτι ώστε να το κατανοήσουν. Η νοημοσύνη συνεπάγεται ότι μπορεί κανείς να κινηθεί άνετα χωρίς εικόνες σε ένα πεδίο αφηρημένων εννοιών και γενικεύσεων…». Ν. Πόστμαν
Η ενασχόληση με τον γραπτό λόγο σημαίνει να ακολουθείς μια γραμμή σκέψης που απαιτεί σημαντικές δεξιότητες ταξινόμησης , συμπερασμάτων και συλλογισμού. Σημαίνει αποκάλυψη ψεμάτων, εννοιακών συγχύσεων, καταχρηστικών γενικεύσεων, επισήμανση λογικών ανακολουθιών. Σημαίνει, επίσης, στάθμιση ιδεών, σύγκριση και αντιπαραβολή ισχυρισμών, καθώς και συσχέτιση μιας γενίκευσης με μια άλλη. Η ανάγνωση είναι από τη φύση της μια σοβαρή δραστηριότητα και, βεβαίως, μια δραστηριότητα ουσιωδώς ορθολογική.
Αντιθέτως, η εικόνα των μέσων, συνήθως, παρουσιάζει πληροφορίες με απλοποιημένο, κατακερματισμένο και ασυνάρτητο τρόπο που την κάνει εχθρική προς τη λογική και ορθολογική σκέψη.
Η Εποχή της Αυταπάτης
Η εποχή του θεάματος δεν χαρακτηρίζεται μόνο από την εμπορευματοποίηση της πληροφορίας, αλλά και από την κατασκευή ενός κόσμου γεμάτου αυταπάτες.
«Το πρόβλημα δεν είναι ότι η τηλεόραση μας παρουσιάζει ένα διασκεδαστικό θέμα, αλλά ότι όλα τα θέματα παρουσιάζονται ως διασκέδαση…» Ν. Πόστμαν
Η μετατροπή της πληροφορίας σε εντυπωσιασμό – «διασκέδαση» απλοποιεί την πολυπλοκότητα των θεμάτων και αποδυναμώνει την ικανότητα του κοινού να κατανοεί σοβαρά ζητήματα.
Η τελική συνέπεια αυτής της κουλτούρας που επικεντρώνεται στην εικόνα είναι η παρακμή της πνευματικής κουλτούρας και ο κίνδυνος εξαφάνισης όλων των μορφών πολιτισμού που έχουν νόημα.
Όταν οι άνθρωποι αποσπώνται από ασήμαντα πράγματα, όταν η πολιτιστική ζωή επαναπροσδιορίζεται ως μια διαρκής αλυσίδα διασκέδασης, όταν η σοβαρή δημόσια συζήτηση γίνεται ένα είδος παιδικής γλώσσας, όταν ένας λαός γίνεται «κοινό» και οι δημόσιες υποθέσεις του μετατρέπονται σε θέαμα της πόλης, τότε η κοινωνία βρίσκεται σε κίνδυνο. Ο «θάνατος» του πολιτισμού γίνεται μια πραγματική πιθανότητα.
«…οι Αμερικανοί δεν μιλούν πλέον μεταξύ τους, διασκεδάζουν, δεν ανταλλάσσουν ιδέες αλλά εικόνες, δεν συζητούν για προτάσεις αλλά για όμορφα πρόσωπα, διασημότητες και διαφημίσεις…»
Η κουλτούρα της διασκέδασης μεταμορφώνει την ίδια την έννοια της ενημέρωσης. Οι χύδην πληροφορίες δημιουργούν μια ψευδαίσθηση γνώσης απομακρύνοντας το κοινό από την αληθινή κατανόηση του θέματος.
Τα μέσα αλλάζουν την έννοια της ενημέρωσης, προς την παρα-πληροφόρηση. Η παραπληροφόρηση δεν σημαίνει απαραιτήτως ψευδείς πληροφορίες, αλλά εσφαλμένες, κατακερματισμένες, μη ηλεγμένες ή παραπλανητικές πληροφορίες που μας κάνουν να νομίζουμε ότι γνωρίζουμε κάτι, αλλά εν τέλει μας απομακρύνουν από την αληθινή γνώση.
Να το διευκρινίσουμε και εμείς, -όπως και ο Πόστμαν στην εποχή του-, ότι οι τηλεοπτικές ειδήσεις δεν αποσκοπούν στο να στερήσουν από τους πολίτες μια συνεκτική και ολοκληρωμένη κατανόηση του κόσμου τους, αλλά αυτό είναι το αναπόφευκτο αποτέλεσμα όταν παρουσιάζονται ως διασκέδαση. Και το γεγονός ότι οι τηλεοπτικές ειδήσεις που διασκεδάζουν δεν ενημερώνουν, το γεγονός ότι στερούμαστε αυθεντικές πληροφορίες , είναι το λιγότερο κακό. Το χειρότερο είναι ότι χάνουμε την κατανόηση του τι σημαίνει να είσαι καλά ενημερωμένος.
Έχει αποδειχθεί επανειλημμένα ότι ένας πολιτισμός μπορεί να επιβιώσει από την παραπληροφόρηση και ψευδείς απόψεις. Δεν έχει ακόμη αποδειχθεί ότι ένας πολιτισμός μπορεί να επιβιώσει εάν αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα του κόσμου στη διάρκεια ενός δελτίου ειδήσεων ή εάν καθορίζει την αξία της πληροφορίας με κριτήριο τα νούμερα τηλεθέασης.
Δημοκρατία – Πολιτική – Θέαμα
Ένα ακόμη κρίσιμο σημείο που χρειάζεται να θίξουμε είναι η σχέση μεταξύ πολιτικής και «διασκέδασης» στην εποχή της εικόνας. Η μετατροπή της πολιτικής διαδικασίας σε θέαμα όπου η εμφάνιση των υποψηφίων υπερισχύει της ουσίας και των πραγματικών τους ικανοτήτων. Η πολιτική έχει καταστεί εν πολλοίς ένα είδος showbiz. Δεν αναζητεί την αριστεία, τη σαφήνεια, την ειλικρίνεια, απλώς προσπαθεί να δώσει την εντύπωση ότι τις ενσαρκώνει…
Η εικόνα που προάγεται, συνήθως, από τα κάθε λογής μέσα δεν μας επιτρέπει να κατανοήσουμε την πραγματική φύση ενός πολιτικού, τις αποχρώσεις της προσωπικότητας και των ικανοτήτων του, καθώς η εστίαση προσανατολίζεται εστιάζει σε πτυχές όπως η εμφάνιση και η στάση. Αυτή η παρουσίαση διαστρεβλώνει την πραγματικότητα γιατί εμποδίζει τους πολιτικούς να κρίνονται, σύμφωνα με βασικά κριτήρια, όπως οι δεξιότητές τους, η εμπειρία τους ή το όραμά τους. Αν με τον όρο «καλύτερος» εννοούμε ιδιότητες όπως δεξιότητες διαπραγμάτευσης, φαντασία σε εκτελεστικές λειτουργίες, γνώση για τις διεθνείς υποθέσεις ή κατανόηση των οικονομικών συστημάτων, τέτοια μέσα δεν προσφέρονται για να αναδείξουν ποιος είναι ο καλύτερος… Στην πραγματικότητα, καθιστά αδύνατο να προσδιοριστεί ποιος είναι καλύτερος από ποιον. Έτσι, δεν βοηθούν απλώς τους πολιτικούς να σχηματίσουν μια εικόνα για τον εαυτό τους, αλλά τους ενθαρρύνουν να παρουσιάζονται ως η εικόνα που το κοινό επιθυμεί να δει.
Γιατί συμβαίνει όμως αυτό; Ας ακούσουμε τον Πόστμαν να απαντά: «…ο λόγος είναι σχεδόν εξ ολοκλήρου συνδεδεμένος με την εικόνα, αλλά όχι επειδή οι πολιτικοί έχουν εμμονή να παρουσιάζονται με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Εξάλλου είναι ανθρώπινο κάθε άτομο να θέλει να προβάλει μια ευνοϊκή εικόνα του εαυτού του. Αλλά, η τηλεόραση δίνει κακή φήμη στην εικόνα αφού ο πολιτικός δεν δίνει μια εικόνα του εαυτού του στο κοινό, παρά προσφέρεται ο ίδιος ως εικόνα τού κοινού.»…
Η δημοκρατία στηρίζεται στην ενεργή συμμετοχή ενημερωμένων πολιτών. Όταν, όμως, ο δημόσιος λόγος καθοδηγείται από τη λογική του θεάματος, η ποιότητα της δημοκρατικής συμμετοχής υποβαθμίζεται. Οι πολίτες γίνονται περισσότερο «θεατές» παρά ενεργά μέλη της κοινωνίας, ενώ οι αποφάσεις τους επηρεάζονται από τις εντυπώσεις και όχι από την ουσία. Επιπλέον, η κυριαρχία του θεάματος ευνοεί τη συγκέντρωση εξουσίας σε λίγα χέρια. Με τα μέσα ενημέρωσης και τις ψηφιακές πλατφόρμες συγκεντρωμένες στα χέρια λίγων, έχουν τη δυνατότητα να διαμορφώνουν τη δημόσια ατζέντα και να περιορίζουν την πολυφωνία. Παράλληλα, η διαρκής ροή πληροφορίας και η υπερπληροφόρηση οδηγούν σε κόπωση και αδιαφορία, αποδυναμώνοντας την πολιτική εμπλοκή.
Και τώρα τι;
Όταν εκδόθηκε το «Διασκέδαση μέχρι θανάτου», είχε μόλις περάσει το έτος «1984» και οι Αμερικανοί ένιωθαν ανακούφιση που το ολοκληρωτικό σενάριο το οποίο περιέγραφε ο Τζορτζ Όργουελ στο ομώνυμο βιβλίο του δεν είχε υλοποιηθεί. Όμως, ο Πόστμαν υποστήριξε ότι η κοινωνία οδεύει, μάλλον, προς το δυστοπικό σενάριο το οποίο περιγραφόταν στον «Θαυμαστό καινούργιο κόσμο» (1932) του Άλντους Χάξλεϋ, όπου, ουσιαστικά, το γελοίο και το παράλογο γίνεται η κυρίαρχη ιδεολογία. «Ο πολιτισμός γίνεται μπουρλέσκ» όπως γράφει χαρακτηριστικά.
Ενώ στη μελλοντική κοινωνία του «1984» οι άνθρωποι ελέγχονται μέσω του πόνου, στον «καινούργιο κόσμο» ελέγχονται από την ευχαρίστηση. Ο Όργουελ φοβόταν μια κοινωνία που θα ελέγχεται μέσω της στέρησης της πληροφορίας, ο Χάξλεϋ φοβόταν μια κοινωνία όπου η υπερβολική διασκέδαση και οι ασήμαντες πληροφορίες οδηγούν στην παθητικότητα. Ο Όργουελ φοβόταν ότι αυτό που μισούμε θα μας καταστρέψει, ο Χάξλεϋ φοβόταν ότι αυτό που αγαπάμε θα μας καταστρέψει.
«…Αυτό που φοβόταν ο Όργουελ ήταν αυτοί που θα απαγόρευαν τα βιβλία. Αυτό που φοβόταν ο Χάξλεϋ ήταν ότι δεν θα υπάρχει λόγος να απαγορευθεί ένα βιβλίο γιατί κανείς δεν θα ήθελε πια να διαβάσει ένα βιβλίο. Ο Όργουελ φοβόταν αυτούς που θα μας στερούσαν πληροφορίες, o Χάξλεϋ φοβόταν αυτούς που θα μας έδιναν τόσες πολλές που θα μας περιόριζαν σε μια κατάσταση παθητικότητας και εγωισμού. Ο Όργουελ φοβόταν ότι θα μας έκρυβαν την αλήθεια, ο Χάξλεϋ φοβόταν ότι η αλήθεια θα πνιγόταν σε έναν ωκεανό ασημαντότητας. Ο Όργουελ φοβόταν ότι θα γίνουμε ένας αιχμάλωτος πολιτισμός, ο Χάξλεϋ φοβόταν ότι θα γίνουμε ένας τετριμμένος πολιτισμός»…
Ο Πόστμαν, τελικά, προτείνει ότι το όραμα του Χάξλεϋ ήταν ίσως το πιο προφητικό. Για κείνον η μεγαλύτερη απειλή για τον πολιτισμό δεν ήταν η στέρηση ενημέρωσης/ πληροφόρησης, αλλά ο πλήρης εναγκαλισμός της «διασκέδασης» που συμβάλλει σε μια σιωπηλή πνευματική και πολιτιστική παρακμή. Τα άτομα δεν το αντιλαμβάνονται αυτό ως πρόβλημα, επειδή απολαμβάνουν τη διασκέδασή τους, καθιστώντας, έτσι, τον «πολιτιστικό θάνατο», σχεδόν, ασήμαντο γι’ αυτούς.
Στον επίλογο του βιβλίου του ο Πόστμαν σημείωνε χαρακτηριστικά:
«Αυτό που προτείνω εδώ ως λύση είναι αυτό που πρότεινε και ο Άλντους Χάξλεϋ. Και δεν μπορώ να κάνω κάτι καλύτερο από εκείνον. Πίστευε, όπως και ο Τζορτζ Όργουελ, ότι βρισκόμαστε σε έναν αγώνα δρόμου ανάμεσα στην εκπαίδευση/παιδεία και την καταστροφή και έγραφε, συνεχώς, για την ανάγκη να κατανοήσουμε τις πολιτικές και την επιστημολογία των μέσων ενημέρωσης. Διότι, τελικά, προσπαθούσε να μας πει ότι αυτό που ταλαιπωρούσε τους ανθρώπους στον Θαυμαστό Καινούργιο Κόσμο δεν ήταν ότι γελούσαν αντί να σκέφτονται, αλλά, ότι δεν ήξεραν με τι γελούσαν γιατί είχαν σταματήσει να σκέφτονται»…
Ο Πόστμαν έβλεπε την παρακμή του πολιτισμού να έρχεται. Σήμερα, μάλλον είμαστε πολύ απορροφημένοι από αυτούς τους περισπασμούς για να αντιληφθούμε το μέγεθός της.
«Η τηλεόραση μετατρέπει τον πολιτισμό μας σε μια τεράστια αρένα του σόου μπίζνες. Είναι φυσικά, απολύτως πιθανό στο τέλος να το βρούμε ευχάριστο και να αποφασίσουμε ότι μας ταιριάζει πολύ»…
Η ελπίδα, όμως, πεθαίνει τελευταία! Παρότι οι προκλήσεις της εποχής του «θεάματος» είναι μεγάλες, υπάρχουν τρόποι να αντισταθούμε. Πρώτον, η προώθηση της κριτικής παιδείας είναι ζωτικής σημασίας. Οι πολίτες πρέπει να μάθουν να αναλύουν και να αμφισβητούν τις πληροφορίες που λαμβάνουν, να διακρίνουν την αλήθεια από την παραπληροφόρηση και να αξιολογούν τα επιχειρήματα με βάση τη λογική και όχι το συναίσθημα. Δεύτερον, είναι αναγκαία η ενίσχυση της ποιοτικής-εποικοδομητικής δημοσιογραφίας, που δεν υποτάσσεται στους νόμους του θεάματος. Μια ανεξάρτητη δημοσιογραφία μπορεί να λειτουργήσει ως αντίβαρο στη χειραγώγηση και να προσφέρει έναν χώρο για ουσιαστικό διάλογο. Τρίτον, οι ίδιοι οι πολίτες μπορούμε να διεκδικήσουμε έναν πιο ουσιαστικό δημόσιο λόγο, συμμετέχοντας ενεργά στη διαμόρφωση της δημόσιας ατζέντας και αναζητώντας πλατφόρμες που προάγουν τη συζήτηση και τη συνεργασία αντί για τη διαμάχη και τον διχασμό.
Εν κατακλείδι, ο δημόσιος λόγος στην εποχή του θεάματος αντιμετωπίζει πρωτόγνωρες προκλήσεις, αλλά παραμένει μια κρίσιμη παράμετρος για τη λειτουργία της δημοκρατίας και την κοινωνική συνοχή. Αν και η δύναμη της εικόνας και του θεάματος είναι αναμφισβήτητη, η ουσία του διαλόγου δεν μπορεί να χαθεί.
Ας αντισταθούμε και ας προσπαθήσουμε να αποκαταστήσουμε τον ρόλο των ΜΜΕ. Από Μέσα Μαζικής «Αποχαύνωσης» ή Μέσα Μαζικής «Ύπνωσης» (…διαλέγετε και παίρνετε) να τα ξανακάνουμε αληθινά Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης…