Η εποικοδομητική δημοσιογραφία επιχειρεί να προσφέρει έναν εναλλακτικό τρόπο άσκησης του δημοσιογραφικού λειτουργήματος και παρουσίασης της ειδησεογραφίας και των γεγονότων που επιδρούν στην καθημερινότητά μας, δίνοντας έμφαση όχι μόνο στο «πρόβλημα» αλλά και στις πιθανές «λύσεις» του. Καλύπτει ή εντάσσεται σε μία ευρύτερη κατηγορία προσεγγίσεων που έχουν αναπτυχθεί τα τελευταία χρόνια, συνολικά γνωστές ως «Κοινωνικά Υπεύθυνη Δημοσιογραφία» και τείνουν να αποτελέσουν το «αντίδοτο» στη δημοσιογραφία που μεγεθύνει κοινωνικά χάσματα αντί να τα «γεφυρώνει».
Η Αμερικανίδα καθηγήτρια Karen McIntyre έχει αφιερώσει ένα μεγάλο μέρος του ερευνητικού και επιστημονικού έργου της στην Εποικοδομητική Δημοσιογραφία και όλες τις μορφές της. Μας μιλά για την επιστημονική προσέγγιση της «Κοινωνικά Υπεύθυνης» Δημοσιογραφίας και για το πως μπορεί να αποτελέσει σημαντικό μέρος της «λύσης» στο πρόβλημα της κοινωνικής πόλωσης και του διχασμού, συμβάλλοντας, έτσι, στην καλή λειτουργία, τη διάσωση και τη διαφύλαξη των σύγχρονων Δημοκρατιών.
Ορθός Λόγος: Πείτε μας μερικά λόγια για το ερευνητικό και επιστημονικό σας έργο, και ιδίως για την ενασχόλησή σας με τον χώρο της εποικοδομητικής δημοσιογραφίας.
Karen McIntyre: Είμαι αναπληρώτρια καθηγήτρια στη Σχολή Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας του Πανεπιστημίου Virginia Commonwealth. Το ερευνητικό μου έργο επικεντρώνεται στην Εποικοδομητική Δημοσιογραφία, και, γενικότερα, σε όλες τις μορφές της «κοινωνικά υπεύθυνης» δημοσιογραφίας. Θα σας εξηγήσω περαιτέρω τι ακριβώς σημαίνει αυτό, αλλά, πρώτα, θα σας πω πως ξεκίνησε το ενδιαφέρον μου για αυτόν τον χώρο. Είχα αρχίσει τις διδακτορικές σπουδές μου και διάβασα ένα άρθρο για την εποικοδομητική δημοσιογραφία της Cathrine Gyldensted [δημοσιογράφος από τη Δανία η οποία μάλιστα είναι μέλος της Συμβουλευτικής Επιτροπής του «Ορθού Λόγου»]. Τράβηξε την προσοχή μου και θεώρησα πως ήταν μία πολύ ενδιαφέρουσα ιδέα, οπότε επικοινώνησα μαζί της, μιλήσαμε διαδικτυακά και αυτή η πρώτη επαφή με οδήγησε στο να επιλέξω ως θέμα της διδακτορικής διατριβής μου την εποικοδομητική δημοσιογραφία, και συνεχίζω την έρευνα μου σε αυτόν τον τομέα, μέχρι σήμερα.
Ο.Λ.: Υπήρξατε υπότροφος του Αμερικανικού ιδρύματος Fulbright για το ακαδημαϊκό έτος 2018-2019, όταν πήγατε στην Ρουάντα για να μελετήσετε την ελευθερία του Τύπου και τις δημοσιογραφικές πρακτικές στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Αφρικής. Πείτε μας για αυτή την εμπειρία: πώς επηρέασε το ερευνητικό σας έργο και τι σας προκάλεσε μεγαλύτερη εντύπωση σχετικά με το πως ασκείται η δημοσιογραφία σε εκείνη τη περιοχή;
KM: Ήταν μία υπέροχη εμπειρία, και θα παρότρυνα όλους τους ενδιαφερόμενους να διεκδικήσουν μία υποτροφία από το ίδρυμα Fulbright. Άλλαξε την ζωή μου. Κατά σύμπτωση, ο σύζυγος μου επίσης κέρδισε υποτροφία Fulbright για την διεξαγωγή έρευνας στην Ρουάντα, αλλά με διαφορετικό ερευνητικό αντικείμενο από το δικό μου. Ήταν μία υπέροχη εμπειρία που την ζήσαμε μαζί.
Η έρευνά μου επικεντρώθηκε στα θέματα που αναφέρατε, και, επίσης, δίδασκα δημοσιογραφία στην Ρουάντα. Η διδασκαλία της δημοσιογραφίας, εκεί, ήταν εξαιρετικά δύσκολη σε σύγκριση με το δικό μας σύστημα, καθώς τα μαθήματα έχουν πολύ μεγάλο αριθμό φοιτητών, συχνά, περισσότερους από 100. Όταν προσπαθείς να διδάξεις τον σωστό τρόπο για να γράψεις ένα ειδησεογραφικό άρθρο ή οτιδήποτε αφορά τις δημοσιογραφικές δεξιότητες και να προσφέρεις σε όλους εποικοδομητικά σχόλια για την δουλειά τους, είναι δύσκολο να το κάνεις με τόσους πολλούς φοιτητές. Αλλά, ήταν μία πολύ πλούσια εμπειρία για μένα και παραμένω σε επαφή με πολλούς από τους πρώην φοιτητές, συναδέλφους και φίλους μου εκεί.
Όσον αφορά την έρευνα που διεξήγαγα στην Ρουάντα, επικεντρώθηκα στην διεξαγωγή συνεντεύξεων και τη δημιουργία ομάδων εστίασης (focus groups) για να μελετήσουμε την δημόσια εμπιστοσύνη προς τα μέσα ενημέρωσής στην Ρουάντα, ιδίως προς τα κρατικά ΜΜΕ. Είχε πολύ ενδιαφέρον το θέμα, λαμβάνοντας υπόψιν την πρόσφατη ιστορία της χώρας και τον ρόλο που έπαιξαν τα μέσα ενημέρωσης εκεί στην επιδείνωση της γενοκτονίας των Τούτσι, το 1994.
Είχα υποθέσει, αρχικά, πως η εμπιστοσύνη προς τους δημοσιογράφους στην Ρουάντα θα ήταν χαμηλή, εξαιτίας του πολύ αρνητικού ρόλου που είχαν παίξει τότε. Όμως, μου προκάλεσε μεγάλο ενδιαφέρον το γεγονός ότι, εν τέλει, ισχύει το αντίθετο: η εμπιστοσύνη προς τους δημοσιογράφους είναι υψηλή!
Επίσης, προκάλεσαν μεγάλο ενδιαφέρον οι απαντήσεις που έλαβα από δημοσιογράφους από τους οποίους πήρα συνέντευξη. Μαζί με έναν συνάδελφο πήραμε συνεντεύξεις από περισσότερο από 20 δημοσιογράφους στην Ρουάντα και αυτό που ξεχώρισε από τις απαντήσεις τους ήταν αυτά που μας είπαν για το πως βλέπουν οι ίδιοι τον ρόλο τους. Συνήθως, στα περισσότερα μέρη, οι δημοσιογράφοι μιλούν για τον κανονιστικό ρόλο τους να ενημερώνουν και να πληροφορούν το κοινό. Ωστόσο, στην Ρουάντα, περιέγραψαν έναν ρόλο που φαίνεται πως ισχύει συγκεκριμένα στην περίπτωσή της, όπου προωθούν την ενότητα και τη συμφιλίωση. Ολόκληρη η κοινωνία έχει δώσει μεγάλη έμφαση σε αυτό το στόχο και αυτό ισχύει και για τους δημοσιογράφους, οι οποίοι δείχνουν μεγάλη προθυμία να συνεργαστούν με την κυβέρνηση για τον σκοπό της διατήρησης της ειρήνης. Οπότε, αυτό ήταν κάτι διαφορετικό απ’ ότι περίμενα, αλλά έχει απόλυτη λογική όταν λάβεις υπόψιν το συγκεκριμένο πλαίσιο που ισχύει στη χώρα αυτή.
Ο.Λ.: Αυτό έρχεται σε αντίθεση με τις τάσεις που παρατηρούνται τα τελευταία χρόνια σε πολλές Δυτικές κοινωνίες, όπου πολλαπλές δημοσκοπήσεις δείχνουν μειωμένη εμπιστοσύνη προς τα μέσα ενημέρωσης και τους δημοσιογράφους, μαζί με ταυτόχρονη αύξηση της κοινωνικής πόλωσης. Εσείς πως σχολιάζετε τον ρόλο των ΜΜΕ στις Δυτικές χώρες, όσον αφορά την πυροδότηση της πόλωσης και της μείωσης της κοινωνικής εμπιστοσύνης τα τελευταία χρόνια;
KM: Είναι ένα περίπλοκο θέμα και υπάρχουν πολλοί παράγοντες που συμβάλλουν σε αυτή την τάση. Πιστεύω ότι τα μέσα ενημέρωσης, όντως, έχουν παίξει ρόλο στην αύξηση της πόλωσης. Ένας παράγοντας είναι το γεγονός ότι τα ενημερωτικά μέσα, και, ιδίως, τα τηλεοπτικά δελτία ειδήσεων, έχουν γίνει περισσότερο «κομματικοποιημένα», κάτι που έχει αποδειχθεί και από διάφορες έρευνες. Τέτοιου είδους δημοσιογραφία, σίγουρα, προκαλεί χάσματα ανάμεσα στο κοινό, και είναι λυπηρό, καθώς ταυτοχρόνως, αυτό το είδος δημοσιογραφίας «προσελκύει» μεγάλο κοινό. Δεν γνωρίζω τα ακριβές στατιστικά, αλλά για παράδειγμα, το Fox News είναι ένα από τα πιο «πετυχημένα» τηλεοπτικά δίκτυα, παρόλο που υπάρχουν ξεκάθαρες ενδείξεις ότι η ενημέρωση που παρέχει είναι μεροληπτική και κομματικοποιημένη. Θυμώνει όσους από εμάς προωθούμε περισσότερο «κοινωνικά υπεύθυνους» τρόπους δημοσιογραφίας, το γεγονός ότι αυτό το είδος ενημέρωσης έχει τόσο αρνητική επιρροή, αλλά παραμένει αρκετά δημοφιλές… Οπότε ναι, πιστεύω πως τα μέσα ενημέρωσης έχουν συμβάλλει [στην αύξηση της κοινωνικής πόλωσης], κάτι που είναι λυπηρό.
Ο.Λ.: Εάν, λοιπόν, κοιτάξουμε όλες τις διαφορετικές μορφές «κοινωνικά υπεύθυνης» δημοσιογραφίας, όπως η εποικοδομητική, η συμφιλιωτική, η δημόσια δημοσιογραφία κλπ, πως μπορούν να αποτελέσουν «λύση» στην αυξανόμενη κοινωνική πόλωση και στην χαμηλή εμπιστοσύνη προς τα μέσα ενημέρωσης, αντί να συμβάλουν σε αυτές τις αρνητικές τάσεις;
ΚΜ: Πιστεύω πως, πράγματι, μπορούν να προσφέρουν λύσεις στην αντιμετώπιση αυτού του προβλήματος. Πως; Υπάρχουν διάφοροι τρόποι. Γνωρίζω πως υπάρχουν ποικίλοι ορισμοί της εποικοδομητικής δημοσιογραφίας και ότι η δημοσιογράφος Cathrine Gyldensted μόλις κυκλοφόρησε ένα βιβλίο όπου παρουσιάζει ένα νέο τρόπο διεξαγωγής διαμεσολαβημένης συζήτησης και πώς μπορούν οι δημοσιογράφοι να συμβάλλουν στην επίτευξη πιο εποικοδομητικών ντιμπείτ. Νομίζω πως αυτή είναι μία μέθοδος που μπορεί να συμβάλλει στην μείωση της κομματικοποίησης.
Κάτι που είναι συνυφασμένο με την «κοινωνικά υπεύθυνη» δημοσιογραφία είναι o εναγκαλισμός της πολυπλοκότητας, των αποχρώσεων, και η αποφυγή της «απλοποιημένης» δημοσιογραφίας του στυλ «αυτός είπε, αυτή είπε». Νομίζω πως έτσι μπορούμε να βοηθήσουμε στο να ηρεμήσουν τα πνεύματα αντί να τα πυροδοτούμε. Αυτό το πρόβλημα προέρχεται από το γεγονός ότι οι δημοσιογράφοι μαθαίνουν να καλύπτουν «τις δύο πλευρές» του θέματος, παρόλο που αυτό, μερικές φορές, οδηγεί τους δημοσιογράφους στο να παρουσιάζουν «με το ζόρι» δύο πλευρές με ισότιμο τρόπο ακόμη και αν αυτός, ενδεχομένως, δεν είναι ο πιο ακριβής τρόπος παρουσίασης του θέματος.
Νομίζω έτσι, πως η αποφυγή τέτοιου είδους δημοσιογραφικών πρακτικών και η προσπάθεια να εστιάζουμε, περισσότερο, στις διάφορες αποχρώσεις, ώστε να έχει «βάθος» η δημοσιογραφία μας, μπορεί να βοηθήσει το κοινό να ανακτήσει την εμπιστοσύνη, κάτι που θα οδηγήσει σε μείωση της πόλωσης. Όσον αφορά το θέμα της εμπιστοσύνης προς τα ΜΜΕ, υπάρχουν κάποιες έρευνες που έχουν εξετάσει κατά πόσο μπορεί η εποικοδομητική δημοσιογραφία να αυξήσει τα επίπεδα εμπιστοσύνης του κοινού προς τα μέσα ενημέρωσης, κατά κύριο λόγο στις Δυτικές κοινωνίες. Τα αποτελέσματα αυτών των ερευνών, παρόλο που αποτελούνται, κατά βάση, από ανεπίσημα στοιχεία μέσω ποιοτικών ερευνών, είναι θετικά. Έχει υπάρξει πείραμα που μελέτησε την επιρροή της εποικοδομητικής δημοσιογραφίας στην εμπιστοσύνη, αλλά και εκεί τα αποτελέσματα έδειξαν πως η επιρροή είναι θετική, αν και ακόμα χρειάζεται περαιτέρω έρευνα το θέμα. Είναι ένα πεδίο που προσφέρεται για περισσότερη έρευνα και που θα μπορούσε να βοηθήσει στο ζήτημα της δημόσιας εμπιστοσύνης, καθώς χρειαζόμαστε περισσότερες ενδείξεις, ώστε να μπορέσουμε να πούμε με απόλυτη σιγουριά πως τέτοιου είδους δημοσιογραφία μπορεί να συνδράμει θετικά σε αυτό το θέμα.
Ο.Λ.: Συμμετείχατε πρόσφατα στο Nordic Forum Dialogue και σε μία συζήτηση με τίτλο «τι σημαίνει κοινωνική υπευθυνότητα στην δημοσιογραφία». Τι συζητήσατε και ποια ήταν τα συμπεράσματα του διαλόγου;
KM: Ήταν μία υπέροχη συζήτηση. Μαζί με την συνομιλήτριά μου, την ερευνήτρια Laura Ahva, ξεκινήσαμε μία συζήτηση στην οποία πήραν μέρος στη συνέχεια και οι συμμετέχοντες που μας παρακολουθούσαν και, εν τέλει, αναπτύξαμε μία συζήτηση σε μεγάλο βάθος, που διήρκησε μιάμιση ώρα. Όπως γνωρίζετε, όλοι, πλέον, έχουν «κουραστεί» με το Zoom, οπότε το να διεξάγουμε μία τέτοια σοβαρή συζήτηση για 90 λεπτά είναι από μόνο του ένα κατόρθωμα.
Αυτό που συζητήσαμε ήταν τι ακριβώς σημαίνει «Κοινωνική Υπευθυνότητα» στον χώρο της δημοσιογραφίας, αν αυτή η ορολογία είναι προβληματική για το δημοσιογραφικό λειτούργημα, αν, δηλαδή, αποτρέπει τους επαγγελματίες δημοσιογράφους. Συζητήσαμε πως ακριβώς η δημοσιογραφία μπορεί να είναι «κοινωνικά υπεύθυνη», τι ακριβώς σημαίνει αυτό, και κατά πόσο είναι εφικτό να επιτευχθεί. Είναι απλά μία φιλοδοξία ή μπορεί να αποτελέσει ένα πραγματικό πλαίσιο που μπορεί να εφαρμοστεί;
Συζητήσαμε, επίσης, όλα τα είδη δημοσιογραφίας που συμπεριλαμβάνονται σε αυτή την ευρύτερη κατηγορία «κοινωνικά υπεύθυνης» δημοσιογραφίας, όπως για παράδειγμα η εποικοδομητική δημοσιογραφία, η δημοσιογραφία που προτείνει «λύσεις», η συμφιλιωτική δημοσιογραφία, η δημοσιογραφία που προωθεί διάλογο, η ειρηνευτική δημοσιογραφία κλπ. Υπάρχουν πολλά είδη δημοσιογραφίας που μπορούν να συμπεριληφθούν, αλλά καλύψαμε αυτές τις ορολογίες και τα υπέρ και κατά της ύπαρξής τους. Από τη μία, αυτές οι ορολογίες μπορούν να προκαλέσουν, αρχικά, έναν σκεπτικισμό όταν κάποιος τις ακούσει για πρώτη φορά, ενώ μπορεί, επίσης, να υπάρχουν αμφιβολίες για το κατά πόσο μπορεί πραγματικά η δημοσιογραφία να είναι «θετική». Από την άλλη, όμως, η ύπαρξη αυτών των ορολογιών μας βοηθάει να συζητάμε όλες τις δημοσιογραφικές προσεγγίσεις και να τις κάνουμε ευρύτερα γνωστές, ενώ βοηθάει και τους ερευνητές να τις μελετήσουν, καθώς εάν θέλεις να εξετάσεις κατά πόσο κάτι έχει επιρροή, πρέπει πρώτα να το ορίσεις και να το μετρήσεις. Αυτό ήταν ένα από τα βασικά συμπεράσματα, ενώ συζητήσαμε και τα επόμενα βήματα όσον αφορά την έρευνα σε αυτόν τον τομέα.
Ο.Λ.: Τι σημαίνει, λοιπόν, «κοινωνικά υπεύθυνη» δημοσιογραφία;
KM: Εντόπισα αυτόν τον όρο για πρώτη φορά όταν έγραφα ακαδημαϊκά άρθρα για την εποικοδομητική δημοσιογραφία. Όλα τα άρθρα που διάβαζα και που συμπεριλάμβανα στην βιβλιογραφία μου ανέφεραν πως αυτές οι δημοσιογραφικές προσεγγίσεις είναι συμβατές με την θεωρία της Κοινωνικής Υπευθυνότητας του Τύπου, όπου οι δημοσιογράφοι έχουν την υποχρέωση να λαμβάνουν υπόψιν το συμφέρον της κοινωνίας στις δημοσιογραφικές αποφάσεις τους. Οπότε ήταν μία ιδέα, που τη συναντούσα, συχνά και που την ανέφερα, συνεχώς, στα ακαδημαϊκά μου άρθρα. Έτσι, όταν μαζί με την Nicole Dahmen αρχίσαμε να ετοιμάζουμε έναν ακαδημαϊκό τόμο, όπου κάθε κεφάλαιο θα παρουσίαζε διαφορετική προσέγγιση «κοινωνικά υπεύθυνης» δημοσιογραφίας, είχαμε ανάγκη από έναν ενιαίο όρο που θα μπορούσε να συμπεριλάβει όλες αυτές τις προσεγγίσεις.
Τελικά, αποφασίσαμε να χρησιμοποιήσουμε τον όρο «κοινωνικά υπεύθυνη» δημοσιογραφία, καθώς αυτό το είδος δημοσιογραφίας μπορεί να χαρακτηριστεί ως δημοσιογραφία που είναι παραγωγική και κοινωνικά υπεύθυνη. Είναι παραγωγική, με την έννοια ότι προωθεί τον διάλογο, την εμπλοκή με το κοινό και την ενθάρρυνση του κοινού και έχει ως στόχο την επίτευξη ουσιαστικού κοινωνικού αντίκτυπου. Και είναι κοινωνικά υπεύθυνη, με την έννοια ότι είναι δημοσιογραφία που λαμβάνει υπόψιν το ευρύτερο συμφέρον της κοινωνίας μέσα από την κάλυψη της ειδησεογραφίας πέρα από την αφήγηση με βάση το πρόβλημα, κάνοντας ρεπορτάζ σε βάθος που «αγκαλιάζει» την πολυπλοκότητα και δίνοντας έμφαση στη σύνδεση και τη συνεργασία με την κοινότητα. Αυτά είναι τα τρία κύρια στοιχεία, η εκ βάθους δημοσιογραφία που προσφέρει πολυπλοκότητα και όπου συμμετέχει το κοινό, σε αντιδιαστολή με την ενημέρωση που προβάλλει μόνο την αντιπαλότητα, την σύγκρουση και την καταστροφή.
Ο.Λ.: Πόσο έχει ενσωματωθεί η εκμάθηση αυτού του είδους δημοσιογραφίας στα Πανεπιστήμια, στις Δημοσιογραφικές Σχολές, τα τελευταία χρόνια;
ΚΜ: Μπορώ να μιλήσω κατά κύριο λόγο για το τι γίνεται στις ΗΠΑ. Όταν άρχισα να ερευνώ το θέμα, το 2014, δεν υπήρχε καμία δημοσιογραφική σχολή που να δίδασκε αυτές τις προσεγγίσεις. Σήμερα, περισσότερες από 20 δημοσιογραφικές σχολές προσφέρουν μαθήματα σε αυτούς τους τομείς. Το Solutions Journalism Network έχει παίξει καθοριστικό ρόλο σε αυτή την εξέλιξη. Προσφέρει πόρους για τους καθηγητές και οργανώνει το “Solutions Journalism Educators Academy”, που φέρνει μαζί τους καθηγητές να συζητήσουν τις βέλτιστες πρακτικές εκμάθησης αυτού του είδους δημοσιογραφίας. Διδάσκω την Εποικοδομητική Δημοσιογραφία σε μεταπτυχιακούς φοιτητές στο πανεπιστήμιο μου και είναι το αγαπημένο μου μάθημα να διδάσκω και το μάθημα με το μεγαλύτερο ενδιαφέρον για μένα.
Έχω καταλήξει σε δύο συμπεράσματα από την εμπειρία μου διδάσκοντας την εποικοδομητική δημοσιογραφία. Πρώτον, παρουσιάζει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον στους φοιτητές. Αισθάνομαι πως οι νεότεροι άνθρωποι είναι πιο ανοιχτοί σε τέτοιες προσεγγίσεις, κάτι που, επίσης, έχει διαπιστωθεί από κάποιους συναδέλφους μου, οι οποίοι είχαν διεξαγάγει μία δημοσκόπηση ανάμεσα σε δημοσιογράφους που εργάζονται σε εφημερίδες στις ΗΠΑ. Βρήκαν πως οι νεότεροι δημοσιογράφοι, καθώς και οι γυναίκες δημοσιογράφοι, ήταν οι πιο ανοιχτοί όσον αφορά τέτοιου είδους προσεγγίσεις.
Αυτό που, ακόμα, βλέπω στο μάθημά μου είναι πως η «Γενιά Ζ» και οι «millennials» έχουν μεγαλύτερη κλήση προς την κοινωνική δικαιοσύνη, και ενδέχεται εκεί να υπάρχει σχέση με την προθυμία τους να υιοθετήσουν αυτές τις προσεγγίσεις. Οπότε αυτή η δημοσιογραφία έχει μεγάλη απήχηση ανάμεσα στους φοιτητές μου, αλλά υπάρχει και μία πρόκληση, καθώς αυτό το είδος δημοσιογραφίας «γέρνει» λιγάκι προς τους φοιτητές που ενδιαφέρονται σε μεγάλο βαθμό για θέματα κοινωνικής δικαιοσύνης και ακτιβισμού, οπότε είναι δύσκολο να αφήσουν «εκτός» τις δικές τους απόψεις, από την δημοσιογραφία τους. Ωστόσο, νομίζω πως υπάρχει μεγάλη ανάπτυξη στον τομέα της εποικοδομητικής δημοσιογραφίας στον ακαδημαϊκό χώρο.
Ο.Λ.: Έχετε μελετήσει την δημοσιογραφία σε σχέση με την «θετική ψυχολογία». Ποια είναι η σχέση ανάμεσά τους και τι ρόλο παίζει η «θετική ψυχολογία» στην εποικοδομητική δημοσιογραφία;
KM: Αυτό ξεκίνησε από την Cathrine Gyldensted, που μελέτησε αυτή τη σχέση για το μεταπτυχιακό της. Αυτή είχε σχετίσει τα δύο. Ο λόγος που αναπτύχθηκε εξ’ αρχής ο τομέας της «θετικής ψυχολογίας» ήταν επειδή υπήρξε η κατανόηση πως δεν αρκεί η επούλωση του κοινού μετά από ένα σοβαρό γεγονός και η επιστροφή στην «κανονικότητα». Κανείς δεν μιλούσε για το γεγονός ότι δεν αρκεί η «κανονικότητα», ότι πρέπει να την ξεπεράσουμε και να επιτύχουμε μία ακμάζουσα κατάσταση, πέραν από την απλή επίλυση ενός προβλήματος. Πρέπει να δούμε πως μπορούμε να ξεπεράσουμε την προηγούμενη κατάσταση, πως μπορούμε να γίνουμε καλύτεροι από πριν. Οπότε, εντός αυτού του πλαισίου, υπάρχουν κάποιες ιδέες που προέρχονται από τον χώρο της «θετικής ψυχολογίας» που τις έχουμε εφαρμόσει στον χώρο της δημοσιογραφίας. Μία ιδέα προέρχεται από το λεγόμενο «μοντέλο ευημερίας» του κόσμου, που μπορεί να παρομοιαστεί με έναν κύκλο, όπου το πάνω μέρος αντιπροσωπεύει οτιδήποτε είναι θετικό, ενώ το κάτω μέρος οτιδήποτε είναι αρνητικό.
Η ιδέα είναι ότι οι δημοσιογράφοι αφιερώνουν το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου τους στο «κάτω μέρος» αυτού του κύκλου, ενώ αυτοί που προωθούν την εποικοδομητική δημοσιογραφία αφιερώνουν το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου τους στο «πάνω μέρος», με αποτέλεσμα, ενδεχομένως, η δημοσιογραφία τους να τα παρουσιάζει όλα ως όμορφα και ρόδινα. Αυτό που λέει το συγκεκριμένο μοντέλο είναι ότι για να παρουσιάζουμε μία περισσότερο ακριβή εικόνα για το τι συμβαίνει στον κόσμο, πρέπει να εντοπίσουμε την ειδησεογραφική αξία τόσο στα «θετικά» όσο και στα «αρνητικά».
Ο.Λ.: Μπορείτε να αναφερθείτε σε κάποια ιδιαίτερα θετικά και αντιπροσωπευτικά παραδείγματα «κοινωνικά υπεύθυνης» δημοσιογραφίας που φαίνεται πως έχει επιδράσει θετικά την κοινωνία;
KM: Υπάρχουν κάποιες έρευνες που έχουν δείξει πως οι ειδησεογραφικοί οργανισμοί οι οποίοι παρουσιάζουν εποικοδομητικά άρθρα έχουν καλύτερα στατιστικά επισκεψιμότητας σε αυτή τη κατηγορία αρθρογραφίας. Για παράδειγμα, ένας συνάδελφός μου και εγώ είχαμε κάνει μία έρευνα μελετώντας την εφημερίδα Montgomery Advertiser, η οποία είναι η μεγαλύτερη εφημερίδα στην πολιτεία της Αλαμπάμα. Μελετήσαμε την εφημερίδα πριν και μετά την υιοθέτηση εποικοδομητικής αρθρογραφίας από την ίδια. Σε κάποιους τομείς, δεν εντοπίσαμε αλλαγές. Ωστόσο, όταν μελετήσαμε τα στατιστικά επισκεψιμότητας, είδαμε πως υπήρχε μεγαλύτερος χρόνος παραμονής των αναγνωστών στα εποικοδομητικά άρθρα σε σχέση με τα μη εποικοδομητικά άρθρα. Με άλλα λόγια, τα στατιστικά δείχνουν πως οι αναγνώστες ενδιαφέρονται περισσότερο για την εποικοδομητική αρθρογραφία.
Όσον αφορά ένα συγκεκριμένο παράδειγμα εποικοδομητικής δημοσιογραφίας που είχε θετικό αντίκτυπο, -υπάρχουν πολλά παραδείγματα-, θα αναφερθώ σε μία σειρά άρθρων που παρουσιάστηκε στην εφημερίδα USA Today, με θέμα κάποιους φοιτητές-αθλητές οι οποίοι είχαν πάρει μεταγραφή σε πανεπιστήμια με συμμετοχή στα πανεπιστημιακά πρωταθλήματα της NCAA [National Collegiate Athletics Association – Εθνική Ομοσπονδία Πανεπιστημιακού Αθλητισμού], παρόλο που προηγουμένως αυτοί οι φοιτητές είχαν υποστεί πειθαρχικές κυρώσεις στα πρώην πανεπιστήμιά τους για σεξουαλικά αδικήματα. Ο δημοσιογράφος παρουσίασε τον αποκαλούμενο «αγωγό σεξουαλικών θηρευτών» στα πανεπιστήμια που έχουν υψηλού επιπέδου παρουσία στα πανεπιστημιακά πρωταθλήματα. Ήταν μία μεγάλη σειρά άρθρων, αλλά συγκεκριμένα, ένα από τα άρθρα της σειράς ήταν ένα εποικοδομητικό άρθρο που παρουσίασε την αντίδραση στο συγκεκριμένο πρόβλημα. Μόλις δημοσιεύθηκε αυτό το άρθρο, μέλη του Αμερικανικού Κογκρέσου εξέδωσαν ένα διακομματικό κάλεσμα για τη διεξαγωγή ανεξάρτητης έρευνας για τις πολιτικές του NCAA επί του θέματος. Άρα, αυτό αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα εποικοδομητικής δημοσιογραφίας που είχε πραγματική επίδραση στην κοινωνία.
Πηγή: Constructive Institute
Ο.Λ.: Μιλήσαμε για την Κοινωνικά Υπεύθυνη Δημοσιογραφία και, τελειώνοντας την συζήτησή μας, δεν μπορούμε παρά να την συνδέσουμε με το ευρύτερο ζήτημα της Δημοκρατίας. Δεδομένου ότι σήμερα απειλείται σε παγκόσμιο επίπεδο, πώς μπορεί η δημοσιογραφία, και ειδικότερα οι κοινωνικά υπεύθυνες μορφές της, να συμβάλουν στη διαφύλαξη αυτού του εύθραυστου αγαθού;
KM: Η Κοινωνικά Υπεύθυνη Δημοσιογραφία είναι πιο σημαντική από ποτέ στις ΗΠΑ όπως και σε όλο τον κόσμο, με τη δημοκρατική οπισθοδρόμηση που παρατηρούμε τα τελευταία χρόνια. Μπορεί να συμβάλει στη διαφύλαξη ακόμα και διάσωση της Δημοκρατίας παρέχοντας ενημέρωσή με νόημα, πολυμέρεια και αποχρώσεις, που υπερβαίνουν τις συνήθως υπερβολικά απλουστευμένες, «άσπρο – μαύρο» και μόνο ιστορίες, οι οποίες διχάζουν ακόμη περισσότερο το κοινό. Μπορεί, επίσης, να βοηθήσει, επειδή κάνει το κοινό να αισθάνεται ενδυναμωμένο, αισιόδοξο και εμπνευσμένο, ώστε να μπορεί να συμμετέχει στην επίλυση των προβλημάτων και να συμβάλλει, έτσι, στη βελτίωση της κοινωνικής ευημερίας, άρα και της Δημοκρατίας. Και αυτό είναι δυσκολότερο σε χώρες µη δημοκρατικές ή σε αναπτυσσόμενες δημοκρατίες. Εκεί, ανησυχώ ότι έννοιες, όπως η εποικοδομητική δημοσιογραφία ή η δημοσιογραφία των λύσεων, μπορεί να χρησιμοποιηθούν ως πρόσχημα για την προώθηση της κυβερνητικής ατζέντας… Νομίζω, ότι αυτές οι χώρες πρέπει να δέχονται συνεχείς διεθνείς πιέσεις για την αύξηση της ελευθερίας του Τύπου.