Μια πολεμική αναμέτρηση, ήρθε πάνω σε μια πανδημία, που ακολούθησε μια μακρά οικονομική διεθνή κρίση. Προφανή εγκλήματα σε βάρος αμάχων στο σύγχρονο κόσμο, κλονισμός της υγείας με μεγάλες απώλειες, φτωχοποίηση και ανατροπή του status ζωής για κατηγορίες πολιτών που απόλαυσαν την ευημερία, όμως, δεν έμελλε για πολύ… Κι όλα αυτά πώς παρουσιάζονται; Όπως είναι ή καθ’ υπερβολήν, ψευδώς ή όπως κάποιοι φαντάζονται; Ο θύτης ως θύτης ή κατά περίπτωση, έως και …αδικημένος, η αποφυγή του θανάτου για εκατομμύρια ανθρώπων ως αποτέλεσμα των εμβολίων και της προόδου της επιστήμης ή θεωρίες συνωμοσίας που θέλουν πχ, τον περιορισμό του υπερπληθυσμού της Γης, ο υπερδανεισμός και η αλόγιστη κατανάλωση χωρίς υπόβαθρο, οι εύκολες πολιτικές παροχές, που οδηγούν σε οικονομική κατάρρευση ή τα υπερκέρδη του «κακού κεφαλαίου» που συνθλίβουν, μονίμως, τον εργαζόμενο; Μια δημοσιογραφία σε παρακμή, που συσκοτίζει αντί να φωτίζει, που συμψηφίζει αντί να αποδίδει κάθε φορά τις ευθύνες εκεί που πρέπει, που δεν κρίνει αντικειμενικά, αλλά βάσει συμφερόντων ή λόγω …κεκτημένης (κακής συνήθειας) αφορίζει, καταριέται και αλαλάζει… Αναζητούμε μια άλλη εποικοδομητική δημοσιογραφία που, ίσως, μας πει την αλήθεια για όλα αυτά.
Ποιες θα είναι, λοιπόν, οι καινούριες τάσεις που θα υιοθετήσουν τα μέσα ενημέρωσης και οι ειδησεογραφικοί οργανισμοί, αλλά και οι νέες στρατηγικές που σκοπεύουν να εφαρμόσουν αυτά τα μέσα για να χτίσουν μία ισχυρότερη σχέση με το κοινό και να ανατραπεί η καθοδική πορεία που καταγράφεται τον τελευταίο καιρό, όπου ολοένα και περισσότεροι αποφεύγουν το γνήσιο ειδησεογραφικό περιεχόμενο; Απαντήσεις σε όλα αυτά και σε πολλά άλλα μας δίνει ο Nic Newman.
Ορθός Λόγος: Μιλήστε μας για την ετήσια έκθεση “Journalism, media, and technology trends and predictions 2022” του Ινστιτούτου Reuters, για την μεθοδολογία που χρησιμοποιείται αλλά και για το πως συγκροτείται.
Nic Newman: Η έκθεση βασίζεται σε μία δημοσκόπηση ατόμων του δημοσιογραφικού κλάδου -συγκεκριμένα, 250 υψηλόβαθμοι συντάκτες και ανώτατα στελέχη εκδοτικών επιχειρήσεων από 52 χώρες. Το δείγμα συμπεριλαμβάνει 60 αρχισυντάκτες και άλλους τόσους Διευθύνοντες Σύμβουλους και γενικούς διευθυντές, καθώς και ειδικούς σε θέματα ψηφιακής τεχνολογίας και υπευθύνους καινοτομίας. Το υποστηρίζουμε αυτό με συνεντεύξεις σε βάθος που πραγματοποιήσαμε με διάφορους κορυφαίους στοχαστές και με συζητήσεις με τον κλάδο που διεξάγουμε κατά τη διάρκεια του έτους. Οι συμμετέχοντες στην έρευνα προέρχονται από 52 διαφορετικές χώρες, αλλά οι Ευρωπαίοι εκδότες εκπροσωπούνται καλύτερα. Η ιδέα είναι να μάθουμε τι απασχολεί τους εκδότες και πού σκοπεύουν να επενδύσουν φέτος.
Ο.Λ.: Ας ρίξουμε πρώτα μια ματιά στην περασμένη χρονιά. Πώς πήγαν οι προβλέψεις για το 2021;
ΝΝ: Κάποιες επιβεβαιώθηκαν και κάποιες όχι. Προβλέψαμε σωστά την άνοδο του «social audio» και την ραγδαία ανάπτυξη των διάφορων ηχητικών μορφών. Ήταν ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά του 2021, καθώς πλατφόρμες όπως το Twitter (Spaces) και Facebook (Soundbites) «αγκάλιασαν» το ηχητικό μέσο, ενώ οι Amazon και Spotify έδωσαν μεγαλύτερη έμφαση στα podcast. Από την άλλη, είχαμε προβλέψει πως θα υπήρχαν αυστηρότεροι κανόνες λειτουργίας για τις ψηφιακές πλατφόρμες στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το Ηνωμένο Βασίλειο. Αυτό είναι πιθανό να συμβεί, αλλά όχι πριν το τέλος του 2022.
Ο.Λ.: Υπάρχουν ενδείξεις ότι συρρικνώθηκε το κοινό των ειδησεογραφικών μέσων το 2021. Ποιοι παράγοντες συνέβαλαν σε αυτό;
ΝΝ: Πολλές από αυτές τις τάσεις είναι κυκλικές. Τα τελευταία χρόνια ήταν πολύ επεισοδιακά, με την κρίση του Covid και τον Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο να κάνουν δραματικά πρωτοσέλιδα σε παγκόσμιο επίπεδο. Στις ΗΠΑ παρατηρούμε πως το κοινό που παρακολουθεί ειδήσεις στη τηλεόραση, αλλά και μέσω διαδικτύου, έχει συρρικνωθεί αρκετά, γεγονός που οφείλεται στο λεγόμενο «Trump slump» [δηλαδή στο μειωμένο ενδιαφέρον του ευρύ κοινού στην ειδησεογραφία μετά το τέλος της προεδρίας Τραμπ].
Αλλά, πέρα από αυτό, βλέπουμε μια βαθύτερη δυσφορία με πολλούς ανθρώπους να απομακρύνονται από τις πολιτικές ειδήσεις, τα του covid και άλλα σημαντικά θέματα.
Ειδικά οι νέοι άνθρωποι καταναλώνουν λιγότερες ειδήσεις τον τελευταίο χρόνο και βασίζονται περισσότερο σε αυτά που μαθαίνουν από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Γνωρίζουμε, από προηγούμενες έρευνες, ότι περίπου το ένα τρίτο των ερωτηθέντων σε όλες τις χώρες δηλώνουν ότι αποφεύγουν συχνά ή μερικές φορές τις ειδήσεις αυτές τις μέρες -και ένας από τους λόγους είναι ότι τους ρίχνουν τη διάθεση/τους κάνουν να νιώθουν κατάθλιψη ή δυστυχία.
Ο.Λ.: Ποιες είναι οι εκτιμήσεις των ανώτατων στελεχών των ΜΜΕ για την φετινή χρονιά και, γενικότερα, για το μέλλον της δημοσιογραφίας; Τι προβλέπουν για τον χώρο τους και τις τάσεις που έρχονται;
NN: Είναι μια πολύπλοκη εικόνα, επειδή υπάρχουν τόσα πολλά διαφορετικά είδη εταιρειών μέσων ενημέρωσης στις μέρες μας -από δημόσιους ραδιοτηλεοπτικούς οργανισμούς μέχρι συνδρομητικούς εκδότες και μεμονωμένους δημοσιογράφους, που ξεκινούν να χτίσουν μόνοι τους ακροατήρια. Ωστόσο, υπάρχουν κάποιες τάσεις που παρατηρούνται σε ευρύτερη βάση. Μία από αυτές αφορά τους εκδότες και τις προσπάθειες που καταβάλλουν, πλέον, να εμβαθύνουν την σχέση τους με το υπάρχον κοινό τους αντί να κυνηγούν συνεχώς καινούριο και μεγαλύτερο κοινό. Άλλη μία, αφορά την προσπάθεια των εκδοτών να επανακτήσουν την εμπιστοσύνη του κοινού, στα μέσα τους και προς τη δημοσιογραφία γενικότερα, μία εμπιστοσύνη που έχει μειωθεί σημαντικά σε πολλές χώρες τα τελευταία χρόνια.
Πέρα των τάσεων αυτών, οι εταιρίες μέσων ενημέρωσης εξακολουθούν να συμβιβάζονται με τον αντίκτυπο της πανδημίας στην κερδοφορία τους, αλλά και στον τρόπο με τον οποίο παράγουν δημοσιογραφία. Καθώς οι δημοσιογράφοι επιστρέφουν στο γραφείο, μετά από μια περίοδο αναγκαστικής εργασίας από το σπίτι, πολλοί θα πρέπει να προσαρμοστούν σε νέες υβριδικές πρακτικές εργασίας και να συμβιβαστούν με τις νέες προηγμένες τεχνολογίες στο χώρο εργασίας.
Ο.Λ.: Παρατηρείται επίσης μία τάση των ειδησεογραφικών οργανισμών να υιοθετούν συνδρομητικά μοντέλα για το διαδικτυακό προϊόν τους. Τι «πυροδοτεί» αυτή την τάση; Υπάρχει κίνδυνος να λειτουργήσει εν τέλει εναντίον αυτών των οργανισμών, δεδομένου ότι βρισκόμαστε σε ολοένα και δυσκολότερες εποχές οικονομικά;
ΝΝ: Τα τελευταία χρόνια, οι μεγάλες διαδικτυακές πλατφόρμες, όπως η Google και το Facebook, έχουν πάρει το «μερίδιο του λέοντος», όσον αφορά έσοδα από ψηφιακή διαφήμιση, λόγω της κλίμακας αλλά και της στοχευμένης προβολής που μπορούν να προσφέρουν στους διαφημιζόμενους. Αυτό έχει αναγκάσει όλο και περισσότερους εκδότες να χρεώνουν για το υλικό τους, είτε μέσω συνδρομής, είτε μέσω μελών, είτε μέσω δωρεών.
Βέβαια, το συνδρομητικό μοντέλο, πιθανότατα, δεν θα είναι αποτελεσματικό για όλους τους εκδότες ή για όλους τους καταναλωτές. Στις περισσότερες χώρες, η έρευνά μας δείχνει ότι μόνο μια μειοψηφία των καταναλωτών είναι πιθανό να πληρώσει κάποια στιγμή για διαδικτυακές ειδήσεις, λόγω της διαθεσιμότητας αρκετά καλών εναλλακτικών λύσεων. Ακόμα και οι υφιστάμενοι συνδρομητές διαπιστώνουν ότι οι προϋπολογισμοί των νοικοκυριών συμπιέζονται με τους πιο δύσκολους οικονομικούς καιρούς. Ήδη, παρατηρούμε το λεγόμενο «subscription fatigue» σε άλλους τομείς (πχ, τηλεοπτική ροή) και θα περίμενα να δούμε πολύ πιο αργή αύξηση φέτος ή ακόμη και μείωση των ειδησεογραφικών συνδρομών για ορισμένους εκδότες. Οι συνδρομές είναι πιθανό να λειτουργήσουν για λίγους μεγάλους παρόχους ποιοτικών ειδήσεων και πρωτοπόρους, ενώ είναι λιγότερο πιθανό να λειτουργήσουν για τα ταμπλόιντ μέσα ενημέρωσης ή τις τοπικές εφημερίδες.
Ο.Λ.: Έχουμε πρόσφατα «success story» ειδησεογραφικών οργανισμών, από επιχειρηματική άποψη;
ΝΝ: Οι New York Times έχουν σήμερα 8,4 εκατομμύρια συνδρομές, εκ των οποίων 7,6 εκατομμύρια είναι ψηφιακές, γεγονός που την φέρνει σε καλό δρόμο για να πετύχει τον στόχο της, των 10 εκατομμυρίων μέχρι το 2025. Πολλοί ακόμα τίτλοι υψηλών προδιαγραφών μπορούν να δουν μια πορεία προς ένα βιώσιμο μέλλον. Αλλά το ίδιο μπορούν να κάνουν και ορισμένοι μικρότεροι εκδοτικοί οίκοι που γεννήθηκαν ψηφιακά, όπως, για παράδειγμα, το Dennik N στη Σλοβακία, το El Diario στην Ισπανία, το Malaysiakini στην Μαλαισία, το Zetland στη Δανία και τo Daily Maverick στη Νότια Αφρική. Οι εκδότες που εκμεταλλεύονται εξειδικευμένους τομείς ή ενδιαφέροντα τα πάνε, επίσης, καλά και ορισμένοι μεμονωμένοι δημοσιογράφοι ζουν, πλέον, αξιοπρεπώς από την πώληση συνδρομών. Οι εκδότες που έχουν μέγεθος και κλίμακα σε κάθε αγορά, όπως η Schibsted στις Σκανδιναβικές χώρες, είναι και εκείνοι σε θέση να το εκμεταλλευτούν αυτό τόσο με τους διαφημιστές, όσο και με τους καταναλωτές και να παραμείνουν εξαιρετικά κερδοφόροι.
Ο.Λ.: Οι εκδότες επεκτείνονται σε νέα εδάφη όσον αφορά το περιεχόμενο. Υπάρχει μεγάλη ώθηση προς το podcasting, για παράδειγμα. Αυτό προσθέτει αξία στο προϊόν τους ή αφαιρεί πόρους και κύρος ως προς το βασικό τους προϊόν;
ΝΝ: Το podcasting είναι μια δραστηριότητα αρκετά χαμηλού κινδύνου για τους παραδοσιακούς εκδοτικούς οίκους, οπότε δεν υποβαθμίζει το κύριο προϊόν. Ταιριάζει με την κουλτούρα των εφημερίδων, είναι σχετικά φθηνό (σε σύγκριση με το βίντεο) και οι δημοσιογράφοι μπορούν, σχετικά εύκολα, να αποκτήσουν τις νέες δεξιότητες που απαιτούνται. Για τους περισσότερους εκδότες, το podcasting δεν αποφέρει πολλά χρήματα, αλλά θεωρείται ζωτικής σημασίας για την ανάπτυξη της αφοσίωσης του υπάρχοντος κοινού και την προσέλκυση νέων (ιδίως, των νεότερων ακροατών που ακούνε πολύ ήχο).
Ο.Λ.: Πως αλλάζει η σχέση ανάμεσα στους ειδησεογραφικούς οργανισμούς και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης;
ΝΝ: Οι εκδότες είναι πιο επιφυλακτικοί απέναντι στις εταιρείες μέσων κοινωνικής δικτύωσης από ότι παλαιότερα. Αυτό οφείλεται εν μέρει στο γεγονός ότι εστιάζουν λιγότερο στη γενική απήχηση και περισσότερο στην οικοδόμηση σχέσεων με ανθρώπους που είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν.
Σε γενικές γραμμές, οι ιδιοκτήτες των μέσων προσπαθούν να είναι πιο «στρατηγικοί» όσον αφορά τον τρόπο χρήσης των μέσων κοινωνικής δικτύωσης για να προσελκύσουν και να δεσμεύσουν το σωστό κοινό -έτσι, αντί να διοχετεύουν απλώς περιεχόμενο, πολλοί χρησιμοποιούν την ευκαιρία για να προωθήσουν συνδρομές ή εγγραφές μελών.
Εξίσου σημαντικές είναι οι νέες δυνατότητες που προσφέρουν στους ιδιώτες διάφορες πλατφόρμες, που τους επιτρέπουν να δημιουργούν και να εμπορεύονται περιεχόμενο πιο εύκολα από ποτέ -μέσω συνδρομητικών μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, νέων διαφημίσεων και προγραμμάτων περιεχομένου επί πληρωμή. Αυτό οδηγεί σε ακόμη περισσότερο περιεχόμενο από ποτέ, οδηγώντας σε πιο έντονο ανταγωνισμό για την προσέλκυση κοινού.
Ο.Λ.: Επίσης, μέσω των podcast, έχουν δημιουργηθεί νέες προσωπικότητες των μέσων που τραβούν το ενδιαφέρον. Αυτός το νέο «κυνηγητό» αποτελεί απειλή για τα «παραδοσιακά» μέσα;
ΝΝ: Σίγουρα. Όσον αφορά θέματα όπως η πολιτική, η κλιματική αλλαγή και η πανδημία, το κοινό, πλέον, μπορεί να επιλέξει ανάμεσα σε ένα ιδιαίτερα ευρύ φάσμα απόψεων και οι δημοσιογράφοι ανταγωνίζονται κωμικούς, πολιτικούς ακτιβιστές, μουσικούς, influencers των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και πολλούς άλλους. Αυτές οι τάσεις είναι πολύ πιο εμφανείς στις ΗΠΑ από οπουδήποτε αλλού αυτή τη στιγμή, αλλά μπορεί κανείς να περιμένει ότι και άλλες χώρες θα παράγουν στο μέλλον ανάλογες …φιγούρες, τώρα που υπάρχουν τα κίνητρα και οι ανταμοιβές.
Ο.Λ.: Υπάρχει αυξανόμενη παρέμβαση εκ μέρους πολλών κυβερνήσεων, στα μέσα ενημέρωσης, ιδιαίτερα στα διαδικτυακά και κοινωνικά μέσα. Αυτό είναι θετικό ή αρνητικό, κατά την άποψή σας;
NN: Μένει να δούμε το αποτέλεσμα… Στην έρευνά μας, περίπου τέσσερις στους δέκα ερωτηθέντες (41%) θεώρησαν ότι οι πολιτικές παρεμβάσεις θα μπορούσαν να βοηθήσουν, πάνω από το ένα τρίτο (34%) θεώρησαν ότι οι παρεμβάσεις δεν θα έκαναν καμία διαφορά και το ένα τέταρτο (25%) δήλωσε ότι θα μπορούσαν να χειροτερέψουν τα πράγματα. Υπάρχουν, σαφώς, κίνδυνοι στο να χρηματοδοτούν οι κυβερνήσεις τη δημοσιογραφία άμεσα ή ακόμη και έμμεσα –ενώ, πολλοί εκδότες, θέλοντας να διατηρήσουν την ανεξαρτησία τους, διστάζουν να δεχθούν επιδοτήσεις από το κράτος. Από την άλλη πλευρά, οι περισσότεροι εκδότες θα ήθελαν κάποια δράση που θα ανάγκαζε τις πλατφόρμες [κοινωνικής δικτύωσης] να δίνουν στους εκδότες καλύτερους όρους –πχ, χρήματα για το περιεχόμενο που εμφανίζεται σε αυτές. Αυτό έχει, ήδη, συμβεί στην Αυστραλία και σε ορισμένες Ευρωπαϊκές χώρες και μπορούμε να περιμένουμε περισσότερα τέτοια μέτρα, φέτος. Αλλά, δεν είναι σαφές αν αυτό θα ωφελήσει τους καταναλωτές ή μερικές μεγάλες κατεστημένες εταιρείες μέσων ενημέρωσης.
Ο.Λ.: Ποιο ρόλο έχει παίξει, κατά την άποψή σας, η πόλωση και ο εντυπωσιασμός στην προαναφερθείσα μείωση του κοινού των μέσων ενημέρωσης;
ΝΝ: Ορισμένα ακροατήρια απομακρύνονται από τα ειδησεογραφικά μέσα λόγω αυτού που θεωρούν «πολιτική μεροληψία». Πολλοί δημοσιογραφικοί οργανισμοί συνεχίζουν να προσπαθούν να είναι «αντικειμενικοί» ή «δίκαιοι», αλλά το κοινό δεν το βλέπει πάντα έτσι -η προκατάληψη βρίσκεται, συχνά, στο μάτι του θεατή. Το clickbait και ο εντυπωσιοθηρισμός δεν έχουν βοηθήσει την αξιοπιστία των ειδησεογραφικών μέσων, αλλά είναι η προσλαμβανόμενη πολιτική μεροληψία ο κύριος παράγοντας για τα χαμηλότερα ποσοστά εμπιστοσύνη, που βλέπουμε σε τόσες πολλές χώρες.
Ο.Λ.: Υπήρξε μια ενδιαφέρουσα διαπίστωση, στην έρευνά σας, από την πλευρά των επικεφαλής των ειδήσεων, όπου οι μισοί από αυτούς που ερωτήθηκαν εξέφρασαν την πεποίθησή τους ότι η δημοσιογραφία εξυπηρετεί υπέρμετρα τα πλουσιότερα και πιο μορφωμένα ακροατήρια. Πιστεύετε ότι το κοινό που δεν ανήκει σε αυτές τις κατηγορίες αισθάνεται αποξενωμένο ή αγνοημένο από τα μέσα ενημέρωσης και ότι αυτό συμβάλλει στην έλλειψη εμπιστοσύνης;
ΝΝ: Η μετάβαση σε περιεχόμενο επί πληρωμή έχει εγείρει ανησυχίες ότι οι φτωχότεροι άνθρωποι θα καταλήξουν σε πληροφορίες χαμηλότερης ποιότητας από ότι οι πλουσιότερες ελίτ. Αυτός είναι ένας λόγος για τον οποίο οι τρέχουσες συζητήσεις σχετικά με τη χρηματοδότηση και το μέλλον των δημόσιων ραδιοτηλεοπτικών οργανισμών είναι τόσο κρίσιμες. Αυτοί συνεχίζουν να παρέχουν μια βάση ειδήσεων υψηλής ποιότητας που διατίθεται δωρεάν σε όλα τα ακροατήρια σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Μπορούμε να περιμένουμε ότι και άλλοι μεγάλοι οίκοι μέσων ενημέρωσης θα συνεχίσουν να προσφέρουν δωρεάν μοντέλα, ιδίως οι εμπορικοί ραδιοτηλεοπτικοί φορείς, αλλά με την πάροδο του χρόνου αυτό θα είναι ένα ζήτημα που οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής θα χρειαστεί να παρακολουθούν στενά, ώστε να διασφαλίζουν ότι οι κρίσιμες ειδήσεις δημοσίου ενδιαφέροντος είναι ευρέως διαθέσιμες στους πολίτες.
Ο.Λ.: Ποιος είναι ο ρόλος της εναλλαγής των γενεών σε αυτή την προαναφερθείσα πτώση και πώς εργάζονται τα ειδησεογραφικά μέσα για να την ξεπεράσουν;
ΝΝ: Η αλλαγή γενεών παίζει μεγάλο ρόλο. Εκείνοι που μεγάλωσαν με την ψηφιακή τεχνολογία (οι λεγόμενοι Genz) έχουν πολύ λιγότερες πιθανότητες να επισκέπτονται ειδησεογραφικούς ιστότοπους ή εφαρμογές και περνούν μεγάλο μέρος του χρόνου τους με εφαρμογές κοινωνικής δικτύωσης όπως το Instagram, το YouTube και το TikTok. Είναι πολύ λιγότερο πιθανό να παρακολουθήσουν τηλεοπτικές ειδήσεις ή να διαβάσουν εφημερίδα. Δεν είναι ότι δεν ενδιαφέρονται για τις ειδήσεις, αλλά έχουν διαφορετικές προσδοκίες και συνήθειες και η ειδησεογραφική βιομηχανία αγωνίζεται, πραγματικά, να τους προσελκύσει ή να δημιουργήσει εμπιστοσύνη. Αυτό θεωρείται κρίσιμη πρόκληση σε ολόκληρο τον κλάδο και θα απαιτήσει καινοτομία όσον αφορά τις μορφές, τον ύφος και την ειδησεογραφική ατζέντα.
Ο.Λ.: Πως θα μπορούσαν, λοιπόν, τα ειδησεογραφικά μέσα να προσελκύσουν εκ νέου το κοινό και να επανακτήσουν την εμπιστοσύνη του;
ΝΝ: Αυτή είναι μια πολύ δύσκολη προς απάντηση ερώτηση. Είναι εν μέρει συνάρτηση της τεχνολογικής αναστάτωσης και των ταραγμένων καιρών που διανύουμε, οπότε δεν υπάρχουν γρήγορες λύσεις.
Σε τελική ανάλυση, το θέμα είναι να δείξουμε την αξία της υψηλής ποιότητας, μιας ανεξάρτητης δημοσιογραφίας με συνέπεια και να διασφαλίσουμε ότι η παρουσίαση και η διανομή είναι σύμφωνες με τις μεταβαλλόμενες προσδοκίες του κοινού.
Επομένως, οι ειδησεογραφικοί οργανισμοί πρέπει να κατανοήσουν πραγματικά αυτές τις ανάγκες του κοινού όσο το δυνατόν βαθύτερα και να είναι ανοιχτοί στο να αλλάξουν ορισμένους από τους τρόπους με τους οποίους, διαχρονικά, σκέφτονταν το ρόλο τους και τις τεχνικές αφήγησης των ιστοριών τους.
Ο.Λ.: Όπως φαίνεται, λοιπόν, και από τα συμπεράσματα της έρευνάς σας, μια εποικοδομητική δημοσιογραφία μπορεί να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο για την επανάκτηση της εμπιστοσύνης του κοινού…
ΝΝ: Η εποικοδομητική δημοσιογραφία -ή δημοσιογραφία που βασίζεται στις λύσεις- είναι μέρος της απάντησης, αλλά, φυσικά, δεν υπάρχει μία και μόνη λύση για την αναστάτωση που βιώνουμε. Γνωρίζουμε ότι οι άνθρωποι αποθαρρύνονται από τις καταθλιπτικές ειδήσεις και ότι πολλοί αισθάνονται αδύναμοι μπροστά σε πολύπλοκα προβλήματα όπως, για παράδειγμα, η κλιματική αλλαγή. Συνεπώς, οι εμψυχωτικές ιστορίες και οι ιστορίες που δίνουν στους ανθρώπους μια δίοδο, ώστε να συμβάλουν ενεργά στη βελτίωση μιας κατάστασης, μπορούν να βοηθήσουν. Ανάλογα μπορεί να κάνει και η «επεξηγηματική» και «υπηρεσιακή» δημοσιογραφία, όπου απλές ερωτήσεις απαντώνται με προσιτό τρόπο. Αυτές οι προσεγγίσεις άνθισαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Εν τέλει, αν η δημοσιογραφία καταστεί πιο χρήσιμη, η αξιοπιστία της θα βελτιωθεί και θα αναζητείται πιο τακτικά από ανθρώπους όλων των γενεών…