author-image-217 Αριστομένης Βαρουδάκης

Δίκτυο Ειδικών

Χωρίς κατηγορία

Χωρίς κατηγορία

Η άμυνα κατά των οικονομικών επιπτώσεων της πανδημίας αυξάνει κατακόρυφα τα δημοσιονομικά ελλείμματα. Τέθηκε έτσι εξαρχής, μετ’ επιτάσεως, το θέμα της χρηματοδότησης των ελλειμμάτων, προκειμένου να αποφευχθεί μια νέα κρίση χρέους. Τις επιλογές στο χρηματοδοτικό αυτό οπλοστάσιο εξετάσαμε σε προηγούμενο άρθρο.  Το κόστος, όμως, είναι υψηλό και θα φέρει τα κράτη αντιμέτωπα με ένα νέο «τείχος χρέους», όπως στις μεταπολεμικές περιόδους. Το πως θα διαχειριστούν τα κράτη αυτό το κόστος είναι το δεύτερο κρίσιμο οικονομικό θέμα που θέτει η πανδημία…

Το εθνικό δημόσιο χρέος στις προηγμένες οικονομίες θα φθάσει το 122,4% του ΑΕΠ, το 2020, σε σύγκριση με 105,2% το 2019. Το βάρος του δημοσίου χρέους θα υπερβεί -κατά πολύ- το επίπεδο του αντιστοίχου στο τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, το 1945, όταν έφτασε το 90% του ΑΕΠ των τότε ανεπτυγμένων οικονομιών. Όσον αφορά το κοινό χρέος, που θα συνάψει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, για τη χρηματοδότηση του ταμείου ανάκαμψης, αυτό θα πρέπει να εξοφληθεί, μακροπρόθεσμα, με αυξημένες συνεισφορές από τα κράτη, στον προϋπολογισμό της ΕΕ.

Πρέπει να σημειωθεί, εξαρχής, ότι το εθνικό δημόσιο χρέος δεν εξοφλείται ποτέ, πλήρως. Τα κράτη αναχρηματοδοτούν το ληξιπρόθεσμο χρέος με νέα δάνεια, διασφαλίζοντας, ταυτόχρονα, ότι το ε.δ.χ. παραμένει βιώσιμο, δηλαδή, δεν φεύγει εκτός ελέγχου, ως ποσοστό του ΑΕΠ. Αυτό επιτρέπει να διατηρηθεί η εμπιστοσύνη της αγοράς, για την αναχρηματοδότηση με χαμηλό κόστος. Δεν σημαίνει, όμως, ότι το επίπεδο του δημόσιου χρέους είναι άνευ σημασίας. Το πρωτογενές δημοσιονομικό πλεόνασμα, που είναι αναγκαίο (κατά συνέπεια και η λιτότητα στον προϋπολογισμό), για να διασφαλιστεί η βιωσιμότητα του χρέους, είναι τόσο μεγαλύτερο όσο υψηλότερο είναι το χρέος σε σχέση με το ΑΕΠ. Η περίπτωση της Ελλάδας, που έχει δεσμευτεί να διατηρήσει υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα, της τάξεως του 3,5% του ΑΕΠ, μέχρι το 2022 και 2,2% του ΑΕΠ, στη συνέχεια, έως το 2060, το αποδεικνύει εύγλωττα.

Άσκηση ισορροπίας σε «τεντωμένο σκοινί»…

Μια εφάπαξ αύξηση του χρέους σε σχέση με το ΑΕΠ δεν θέτει, αναγκαστικά, τη βιωσιμότητα του χρέους σε αμφισβήτηση, καθώς, η δυναμική των δημοσιονομικών ελλειμμάτων και της ανάπτυξης παίζουν καθοριστικό ρόλο, στη συνέχεια.

Η υπερβολική λιτότητα, για ταχεία δημοσιονομική εξυγίανση και μείωση του χρέους, θα μπορούσε να καθηλώσει την ανάπτυξη, θέτοντας, έτσι, υπό αμφισβήτηση τη βιωσιμότητα του χρέους. Αλλά και η συνέχιση υψηλών ελλειμμάτων θα οδηγούσε, επίσης, με βεβαιότητα, σε απώλεια εμπιστοσύνης και κρίση χρέους. Η διαχείριση του αυξημένου χρέους στην μετά πανδημία εποχή θα έχει, λοιπόν, κατά κάποιο τρόπο, χαρακτήρα άσκησης ισορροπίας σε τεντωμένο σκοινί!

Το «δίχτυ ασφαλείας» είναι -μεταφορικά- απαραίτητο σε τέτοιου είδους εγχειρήματα ισορροπίας, για την αποφυγή μοιραίου ατυχήματος. Το ισχυρότερο δίχτυ ασφαλείας είναι μια μείωση του χρέους σε σχέση με το ΑΕΠ που (α) θα κάνει λιγότερο επιβεβλημένη την λιτότητα σε βάθος χρόνου και (β) θα στηρίξει την εμπιστοσύνη των αγορών. Υπάρχουν, γενικά, τρεις τρόποι για να επιτευχθεί αυτό:

  • Η αναγκαστική μεσοπρόθεσμη δημοσιονομική προσαρμογή για την εξόφληση μέρους του χρέους. Η αύξηση των φορολογικών εσόδων θα είναι, πιθανότατα, ο βασικός πυλώνας για την προσαρμογή, καθώς οι οικονομίες, μάλλον, θα χρειάζονται στήριξη από τις δημόσιες δαπάνες, κατά την ανάκαμψη.
  • Η διαγραφή μέρους του χρέους, μέσω αναδιάρθρωσης, που θα το μειώσει αυτόματα σε σχέση με το ΑΕΠ.
  • Η σταδιακή μείωση του χρέους σε σχέση με το ΑΕΠ, μέσω της διάβρωσης της πραγματικής του αξίας από τον πληθωρισμό και με τη βοήθεια χαμηλών επιτοκίων, που περιορίζουν το νέο δανεισμό, για την εξυπηρέτηση του χρέους.

Στη συνέχεια, εξετάζουμε τις εναλλακτικές αυτές λύσεις για τη διαχείριση του αυξημένου χρέους, με μια συμπερασματική αναφορά στις ιδιαίτερες συνθήκες της ελληνικής οικονομίας. Να σημειώσουμε ότι η προσοχή είναι στις περισσότερες χώρες και ιδιαίτερα στην Ελλάδα, προς το παρόν, στραμμένη στα βραχυπρόθεσμα μέτρα στήριξης για την αντιμετώπιση της ύφεσης, που προκαλεί η πανδημία. Στις μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες, πάντως, το θέμα της αύξησης του χρέους, ήδη, προκαλεί δέος, έτσι, ώστε, προτάσεις για την διαχείριση του να τίθενται, πια, προς συζήτηση.

Τα εργαλεία της δημοσιονομικής προσαρμογής

Όταν η πανδημία θα αρχίσει να υποχωρεί, τα μέτρα οικονομικής στήριξης, που τέθηκαν σε εφαρμογή στη διάρκεια της κρίσης, θα αρχίσουν να αποσύρονται. Θα γίνει, έτσι, δυνατή μια δημοσιονομική προσαρμογή, που θα πρέπει, όμως, να είναι σταδιακή, καθώς θεωρείται πιθανό να απαιτηθεί περαιτέρω στήριξη σε ορισμένους κλάδους, λόγω των πιο μακροχρόνιων επιπτώσεων της πανδημίας. Η Ευρωζώνη, ιδιαίτερα, θα πρέπει να αποφύγει τα λάθη, που έγιναν μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, το 2010-11, όταν η υπερβολική δημοσιονομική λιτότητα, την οποία επέβαλαν οι κανόνες του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, ανέστειλε την ανάκαμψη και συνέβαλε σε μια νέα ύφεση.

Για να μειωθεί το δημόσιο χρέος, η δημοσιονομική προσαρμογή θα πρέπει να βασιστεί αναγκαστικά σε αύξηση των φορολογικών εσόδων. Αυτό επιτυγχάνεται, σε κάποιο βαθμό, αυτόματα, όταν υπάρχει ανάπτυξη, καθώς τα φορολογικά έσοδα αυξάνονται σε σχέση με το ΑΕΠ, λόγω της προοδευτικότητας της φορολογίας των εισοδημάτων. Ωστόσο, η λεγομένη εισοδηματική ελαστικότητα των συνολικών φορολογικών εσόδων είναι, γενικά, χαμηλή για να επιτρέψει από μονή της μια αυτόματη δημοσιονομική προσαρμογή, μέσω της ανάκαμψης. Στη Ελλάδα, για παράδειγμα, σύμφωνα με μελέτη της ΕΚΤ, μια αύξηση κατά 10% του εισοδήματος αυξάνει μακροχρόνια τα φορολογικά έσοδα κατά 12%, κάτι που σημαίνει μικρή μόνο αύξηση σε σχέση με το ΑΕΠ.

Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, για την μονιμότερη αύξηση των φορολογικών εσόδων, θα ήταν προτιμότερη η διεύρυνση των φορολογικών βάσεων, παρά οι αυξήσεις των συντελεστών. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί μέσω μιας συστηματικής αξιολόγησης των διαφόρων φορολογικών απαλλαγών και ειδικών φορολογικών καθεστώτων. Αν, βεβαίως, η αύξηση των συντελεστών είναι αναγκαία, θα πρέπει να στοχεύει φόρους με λιγότερα αντικίνητρα για την ανάπτυξη. Τέτοιοι είναι, για παράδειγμα, οι φόροι κατανάλωσης (με βασικό μειονέκτημα την έλλειψη προοδευτικότητας) ή οι φόροι ακίνητης περιουσίας -σε αντιδιαστολή με την φορολόγηση του εισοδήματος της εργασίας, του κεφαλαίου, η της επιχειρηματικότητας, που θέτουν τροχοπέδη στην ανάπτυξη.

Η ευρύτερη χρήση του φόρου άνθρακα (ένα τέλος, που επιβάλλεται ανάλογα με τις εκπομπές CO2 των ορυκτών καυσίμων) είναι μια επιπλέον επιλογή. Η δημοσιονομική προσαρμογή θα μπορούσε, έτσι, να βασιστεί περισσότερο στα φορολογικά έσοδα από τις ρυπογόνες δραστηριότητες και λιγότερο στους φόρους εισοδήματος, που δημιουργούν αναπτυξιακά αντικίνητρα. Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, στις χώρες, οι οποίες αντιπροσωπεύουν πάνω από 80% των ενεργειακών εκπομπών, οι ενεργειακοί φόροι είναι πολύ μικρότεροι από ότι θα ήταν απαραίτητο για τον μετριασμό των κλιματικών κινδύνων, ενώ, ο φόρος άνθρακα είναι ανύπαρκτος στις περισσότερες από αυτές. Ο φόρος άνθρακα θα μπορούσε να αντισταθμίσει την απότομη πτώση των τιμών των ορυκτών καυσίμων, που προκλήθηκε από την κρίση, η οποία είναι πιθανό να προωθήσει τη χρήση τους στην ανάκαμψη.

Ταυτόχρονα, η χορήγηση «μερίσματος άνθρακα», με την επιστροφή μέρους των εσόδων του φόρου, θα μπορούσε να αποτελέσει ένα εργαλείο ενίσχυσης των χαμηλότερων εισοδημάτων, όπως η πρόταση που αφορά την εφαρμογή προγράμματος Βασικού Εισοδήματος. Κάτι τέτοιο θα ενίσχυε την δημοφιλία του φόρου άνθρακα, αμβλύνοντας, ταυτόχρονα, τις επιπτώσεις από μια ενδεχομένη αύξηση της έμμεσης φορολογίας.

Μια άλλη πρόταση αφορά τη θέσπιση σε ευρωπαϊκό επίπεδο ενός φόρου στις μεγάλες περιουσίες, ως αντιστάθμισμα της όξυνσης των ανισοτήτων που επιφέρει η πανδημία. Στην Ευρώπη, ο φόρος περιουσίας ισχύει μόνο στην Ελβετία, την Ισπανία και τη Νορβηγία, ενώ, οι άλλες χώρες τον έχουν καταργήσει για να μετριάσουν την λεγομένη «φορολογική φυγή» -που ήταν ιδιαίτερα αισθητή στη Γαλλία η οποία κατήργησε τον φόρο το 2017. Συχνά, επίσης, η βάση του φόρου ήταν στενή ή αυθαίρετη, εξαιρώντας, για παράδειγμα, στη Γαλλία, τα έργα τέχνης.

Ο φόρος περιουσίας θα έπληττε, επίσης, αντιπαραγωγικά τις αποταμιεύσεις, που είναι επενδεδυμένες σε εταιρικά ομόλογα και μετοχές. Δεδομένου ότι ο φόρος αυτός μειώνει την απόδοση των επενδύσεων, είναι πιθανό να επηρεάσει αρνητικά την ανάπτυξη. Σύμφωνα με προσομοιώσεις, για τη Γερμανία, ένας φόρος περιουσίας  της τάξεως του 0,8% θα μπορούσε να μειώσει μακροπρόθεσμα το ΑΕΠ κατά 5%.

Διαγραφή η «εξουδετέρωση» μέρους του χρέους

Η διαγραφή χρέους μέσω της αναδιάρθρωσής του -η οποία θα ισοδυναμούσε με αθέτηση χρέους- δεν αποτελεί ελκυστική λύση. Συνεπάγεται απώλειες, για ιδιώτες επενδυτές (τράπεζες, θεσμικούς επενδυτές, νοικοκυριά) που μπορούν να προκαλέσουν βαθύτερη κρίση. Θα ήταν, παρά ταύτα, δυνατό να διαγραφεί μέρος του χρέους που κατέχουν οι κεντρικές τράπεζες, το οποίο έχει αυξηθεί σημαντικά με τα προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης;

Δύο επιλογές συζητούνται:
1. Η κεντρική τράπεζα αγοράζει δημόσιο χρέος (όπως, στο πλαίσιο της ποσοτικής χαλάρωσης), δημιουργώντας, έτσι, χρήμα, και στη συνέχεια το διαγραφεί μονομερώς, απαλλάσσοντας το κράτος από την υποχρέωση αποπληρωμής του.
2. Εναλλακτικά, μέρος του χρέους μπορεί να «εξουδετερωθεί», μετατρέποντάς το σε διηνεκή ομόλογα, με μηδενικό επιτόκιο, που θα τα κατέχει η κεντρική τράπεζα.

Η Κεντρική Τράπεζα θα υποστεί απώλεια κεφαλαίου, στην πρώτη περίπτωση, καθώς τα περιουσιακά της στοιχεία θα μειωθούν, λόγω της διαγραφής του δημόσιου χρέους. Πρόκειται για συνέπεια παρόμοια με αυτήν της δημιουργίας «χρήματος ελικοπτέρου», που συζητήθηκε στο προηγούμενο άρθρο. Επομένως, το κράτος, που είναι ο μέτοχος της κεντρικής τράπεζας (τα κράτη μέλη της Ευρωζώνης στην περίπτωση της ΕΚΤ) θα υποστεί ισόποσες κεφαλαιακές απώλειες, ενώ, η καθαρή περιουσιακή θέση του ενοποιημένου δημόσιου τομέα (που περιλαμβάνει το κράτος και την κεντρική τράπεζα) θα μειωθεί.

Έχουν, όμως, αυτές οι απώλειες κεφαλαίου συνέπειες για τη λειτουργία της κεντρικής τράπεζας; Χώρες με κεντρικές τράπεζες οι οποίες είχαν μεγάλες κεφαλαιακές ζημίες, ειδικά στη Λατινική Αμερική, υφίσταντο, συνήθως, υπερπληθωρισμό. Υπάρχουν και κεντρικές τράπεζες, που αντιμετώπισαν ζημίες (Χιλή, Ισραήλ, Ελβετία), αλλά κατάφεραν να διατηρήσουν την νομισματική σταθερότητα.

Σε αντίθεση με τις εμπορικές τράπεζες, οι κεντρικές τράπεζες δεν μπορούν μακροπρόθεσμα να πτωχεύσουν. Η κεντρική τράπεζα μπορεί σταδιακά να καλύψει τις ζημίες της μέσω:

  • Εσόδων από την δημιουργία χρήματος («seigniorage»), καθώς, σε αντίκρισμα του νομίσματος που εκδίδει (και αντιστοιχεί περίπου στο 8% του ΑΕΠ στην Ευρωζώνη), η κεντρική τράπεζα μπορεί να διατηρεί ισόποσα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία που αποφέρουν κέρδη.
  • Αναστολής της επιστροφής καθαρών κερδών στο κράτος.

Σαν εσχάτη λύση, η κεντρική τράπεζα μπορεί να διασωθεί με ανακεφαλαιοποίηση από το κράτος, εις βάρος, δυστυχώς, των φορολογουμένων…

Επομένως, σύμφωνα και με μελέτη της ΕΚΤ, οι απώλειες της κεντρικής τράπεζας δεν δημιουργούν οικονομικό ζήτημα, αλλά, μάλλον, πολιτικό ζήτημα, που συνδέεται με τη διαφύλαξη της ανεξαρτησίας της. Η κεντρική τράπεζα θα ήταν εξαρτημένη από το κράτος (και επομένως από το πολιτικό σύστημα) για την ανακεφαλαιοποίηση της, η για την επίτευξη συμφωνίας, για αναστολή ή μείωση της επιστροφής κερδών στο κράτος. Η εμπιστοσύνη του κοινού στην ανεξαρτησία της κεντρικής τράπεζας θα μπορούσε να διαβρωθεί, ενώ η κάλυψη των κεφαλαιακών ζημιών, ενδεχομένως, να δημιουργούσε κίνητρα νομισματικής επέκτασης. Αυτό θα μπορούσε να υπονομεύσει την εμπιστοσύνη στο νόμισμα και να τροφοδοτήσει προσδοκίες πληθωρισμού.

Στην περίπτωση μετατροπής χρέους σε διηνεκή ομόλογα, δεν υπάρχει απώλεια κεφαλαίου, αλλά η κεντρική τράπεζα υφίσταται μόνιμη απώλεια εσόδων από τόκους, ενώ, θα πρέπει να καταβάλει τόκους στα τραπεζικά αποθεματικά αν τα επιτόκια αυξηθούν, στο μέλλον, σε σύγκριση με τα αρνητικά επίπεδα στα οποία βρίσκονται, σήμερα. Πρόκειται για μια δυνητικά λιγότερο επιβλαβή λύση, αλλά, κατώτερη από την άμεση έκδοση διηνεκών ομολόγων για τη χρηματοδότηση της άμυνας κατά της πανδημίας. Αυτή η επιλογή προτάθηκε από πολλές πλευρές, συμπεριλαμβανομένης και της Ισπανικής κυβέρνησης, ως μέσο χρηματοδότησης του ευρωπαϊκού ταμείου ανάκαμψης, αλλά, δεν υιοθετήθηκε στο σχέδιο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

Διάβρωση του χρέους από τον πληθωρισμό και τα χαμηλά επιτόκια

Το δημόσιο χρέος μπορεί, επίσης, να μειωθεί ως ποσοστό του ΑΕΠ, εάν η ανάπτυξη, επαυξημένη με το ποσοστό πληθωρισμού, είναι αρκετά υψηλότερη από το ονομαστικό επιτόκιο. Με τον τρόπο αυτό, κυρίως, κατάφεραν οι νικηφόρες χώρες να μειώσουν το χρέος μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Παρά την αναμενόμενη ανάκαμψη το 2021-22, η ανάπτυξη είναι ενδεχόμενο να αποδυναμωθεί μακροχρόνια, μετά την πανδημία. Αυτό μπορεί να προκύψει από: (α) μια επιβράδυνση των κερδών παραγωγικότητας, κυρίως, λόγω της υποχώρησης των παγκόσμιων αλυσίδων αξίας, (β) την αποδυνάμωση των επενδύσεων λόγω της αβεβαιότητας και (γ) τον ενδεχομένως αρνητικό αντίκτυπο της αύξησης της ανεργίας στις δεξιότητες του εργατικού δυναμικού.

Όσον αφορά τον πληθωρισμό, δεδομένου του βάθους της ύφεσης, είναι απίθανο να επιταχυνθεί, τουλάχιστον, μεσοπρόθεσμα. Η ύφεση προκάλεσε απότομη πτώση των τιμών της ενέργειας και των πρώτων υλών, ενώ η υψηλή ανεργία είναι πιθανό να μετριάσει τις αυξήσεις του μισθολογικού κόστους. Όσο για τα προγράμματα  ποσοτικής χαλάρωσης, που εφαρμοστήκαν από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση το 2008-09, είχαν μικρό αντίκτυπο στον πληθωρισμό. Η άφθονη ρευστότητα οδηγεί, μάλλον, σε αυξήσεις των τιμών των μετοχών και των ομολόγων, με κίνδυνο εμφάνισης χρηματοπιστωτικής φούσκας. Το χάσμα μεταξύ της κατάρρευσης της πραγματικής οικονομίας και της ευφορίας των χρηματιστηρίων, μετά την αρχική πτώση, το επιβεβαιώνει.

Ο χαμηλός πληθωρισμός και τα πολύ χαμηλά ονομαστικά και πραγματικά επιτόκια παραπέμπουν, ως πιθανή εξήγηση, στη υπόθεση της «μακροχρόνιας στασιμότητας» («secular stagnation»). Η πτώση των πραγματικών επιτοκίων παραπέμπει σε ένα  συνδυασμό χαμηλής επενδυτικής ζήτησης και υπεραφθονίας  των αποταμιεύσεων. Η αδύναμη επενδυτική ζήτηση θα μπορούσε να οφείλεται στη μείωση του ενεργού πληθυσμού, η οποία μειώνει το κεφάλαιο που απαιτείται για την παραγωγή. Η μείωση των σχετικών τιμών των κεφαλαιουχικών αγαθών, λόγω της πληροφορικής επανάστασης, περιορίζει, ακόμη, ενδεχομένως, την επενδυτική δαπάνη.

Όσον αφορά την αφθονία των αποταμιεύσεων, θα μπορούσε να αντικατοπτρίζει την ανακατανομή του εισοδήματος υπέρ των πλουσιότερων στρωμάτων του πληθυσμού που εξοικονομούν περισσότερο. Μπορεί εξίσου να οφείλεται και στην αβεβαιότητα ως προς τη βιωσιμότητα των συνταξιοδοτικών συστημάτων, λόγω της γήρανσης του πληθυσμού και της αύξησης του δημόσιου χρέους.

Η πτώση των επενδύσεων είναι πιθανό να συνεχιστεί, λόγω των αβεβαιοτήτων και της μείωσης της κατανάλωσης που προκαλεί η πανδημία. Οι αποταμιεύσεις των νοικοκυριών είναι, επίσης, πιθανό να αυξηθούν λόγω της ανεργίας και της περιρρέουσας αβεβαιότητας. Μια μελέτη, που κάλυψε 15 πανδημίες από τον 14ο αιώνα έως την σύγχρονη εποχή, κατέληξε σε συμπεράσματα ανάλογα της υπόθεσης της «μακροχρόνιας στασιμότητας». Διαπιστώθηκε ότι οι  πραγματικές αποδόσεις των επενδύσεων παρέμειναν μειωμένες για περίπου 40 χρόνια μετά από τις πανδημίες.

Εάν επαληθευτούν αυτές οι υποθέσεις θα χρειαζόταν χαμηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα για την βιωσιμότητα του χρέους, λόγω των χαμηλών πραγματικών επιτοκίων. Είναι, επίσης, πιθανό ο λόγος του χρέους προς το ΑΕΠ να μειωθεί, σταδιακά, εάν ο ρυθμός ανάπτυξης είναι υψηλότερος από το χαμηλό πραγματικό επιτόκιο. Ταυτόχρονα, η δημοσιονομική πολιτική θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί σε μεγαλύτερη έκταση και μεγαλύτερο βάθος χρόνου για να ενισχύσει την ανάκαμψη, παρά την αύξηση του χρέους, που προκαλείται από τα μετρά στήριξης.

Σε αναζήτηση της «χρυσής τομής»…

Στην Ελλάδα το θέμα της διαχείρισης του χρέους τίθεται, προς το παρόν, λιγότερο εμφατικά στη δημόσια συζήτηση, αφού είναι δεδομένες οι δεσμεύσεις της χώρας για πρωτογενή δημοσιονομικά πλεονάσματα σε βάθος χρόνου. Βέβαια, οι δεσμεύσεις της χώρας για το 2020 έχουν ανασταλεί, όπως έχουν ανασταλεί και οι κανόνες του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης για όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η ανακοίνωση του Eurogroup, στις 11 Ιουνίου, αναφέρει όμως ότι η Ελλάδα αναμένεται να επιστρέψει σε πρωτογενές πλεόνασμα το 2021, αλλά, ταυτόχρονα, ότι τα πρόσκαιρα μέτρα, που έχουν ληφθεί κατά των επιπτώσεων της πανδημίας, θα εξαιρούνται από την εκτίμηση της συμμόρφωσης με τους στόχους και τις δεσμεύσεις, όπως και στις υπόλοιπες χώρες της ΕΕ.

Η κυβέρνηση έχει διατυπώσει την πρόθεση να θέσει επί τάπητος την αναθεώρηση των δημοσιονομικών δεσμεύσεων της χώρας, δεδομένου του οικονομικού πλήγματος από την πανδημία. Ένα πολύ ορατό πλήγμα θα είναι η σημαντική αύξηση του χρέους. Σύμφωνα με τις πρόσφατες προβλέψεις του Ο.Ο.Σ.Α, το χρέος σε σχέση με το ΑΕΠ θα αυξηθεί από 176% το 2019 στο 197% το 2020, σημειώνοντας μια μερική μείωση στο 191% με την ανάκαμψη το 2021, αν η πανδημία υποχωρήσει στη συνέχεια της τρέχουσας χρονιάς.  Σε ένα εναλλακτικό και απευκταίο σενάριο, η πανδημία επανακάμπτει, κάνοντας αναγκαίους νέους περιορισμούς, αλλά οι οικονομίες θα υποστούν διπλή ύφεση, που θα είναι ακόμα βαθύτερη το 2020, ενώ η ανάκαμψη το 2021 θα είναι αναιμική. Στο σενάριο αυτό, το ελληνικό δημόσιο χρέος θα φτάσει στο 209% του ΑΕΠ το 2020, υποχωρώντας οριακά στο 205% το 2021…

Με την προβλεπόμενη αύξηση του χρέους το 2021 από 15 μέχρι 30 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ, σε σχέση με το 2019, ανάλογα με το σενάριο εξέλιξης της πανδημίας, η επιστροφή στον προηγούμενο δημοσιονομικό προγραμματισμό θα είναι δύσκολη. Θα τεθούν, έτσι, πάλι επιτακτικά τα ζητήματα δημοσιονομικής προσαρμογής, που θεωρούσαμε παρελθόν μετά την έξοδο, το 2018, από την περίοδο της διαχείρισης υπό καθεστώς «μνημονίων». Κάτι τέτοιο δεν σημαίνει, αναγκαστικά, ότι η χώρα θα προσφύγει σε δανεισμό, με προαπαιτούμενα, όπως στο παρελθόν, αν και δεν έχει επέλθει ακόμα συμφωνία για τους όρους χρηματοδότησης από το υπό σύσταση ταμείο ανάκαμψης της ΕΕ.

Η χαλάρωση των δεσμεύσεων για τα πρωτογενή πλεονάσματα είναι αναγκαία, ώστε να συνεχιστεί η μείωση του έντονου φορολογικού βάρους, που και προ πανδημίας καθήλωνε την ανάπτυξη και θα συνεχίσει να αποτελεί τροχοπέδη, στο μέλλον. Όμως, η μείωση των στόχων για τα πρωτογενή πλεονάσματα θα κάνει πιο πολύπλοκη την διατήρηση της βιωσιμότητας του χρέους, δεδομένης της προβλεπόμενης αύξησης του σε σχέση με το ΑΕΠ. Μόνο μια σημαντική επιτάχυνση της ανάπτυξης θα θέσει το χρέος σε βιώσιμη τροχιά. Η διατήρηση της εμπιστοσύνης των αγορών θα απαιτήσει πολιτικές που θα στηρίζουν την βιωσιμότητα του χρέους μέσα από την αναδιάρθρωση της οικονομίας που θα επιτρέψει ταχύτερη ανάπτυξη.  Η χρυσή αυτή τομή θα είναι μια σημαντική πρόκληση για την ελληνική οικονομία μετά την πανδημία.

Εγγραφείτε και μιλήστε!

Με την εγγραφή σας μπορείτε να συμμετάσχετε στην κουβέντα για το άρθρο, να μιλήσετε στους συντάκτες μας και να συμβάλλετε εποικοδομητικά στα άρθρα μας.

Μπορείτε να συνεχίσετε την ανάγνωση του άρθρου πατώντας εδώ, αλλά...

... είναι μόνο χάρη των μελών/συνδρομητών που μας στηρίζουν που μπορούμε να έχουμε άρθρα.

Εάν μια εποικοδομητική δημοσιογραφία, που δεν εξαρτάται από διαφημίσεις, είναι κάτι που θέλετε να υποστηρίξετε γίνετε μέλος σήμερα.

Περιεχόμενα Τεύχους

Τεύχος 14

Ιούνιος 2020

Μετάβαση στο περιεχόμενο