author-image-222 Ιωάννης-Διονύσιος Σαλαβράκος

Δίκτυο Ειδικών

Ευρώπη

Ευρώπη

Χωρίς κατηγορία

Χωρίς κατηγορία

Το τέλος του Ψυχρού Πολέμου είχε οδηγήσει στην επίπλαστη -όπως, δυστυχώς, διαπιστώνουμε σήμερα- αισιοδοξία της ειρήνης. Εκείνη την εποχή, η ελπίδα για την μελλοντική ειρήνη σε μεγάλο βαθμό εδραζόταν στη Συνθήκη Μείωσης των Συμβατικών Δυνάμεων (CFE -Conventional Armed Forces- Treaty) στην Ευρώπη… Η Συνθήκη υπεγράφη στο Παρίσι στις 19 Νοεμβρίου 1990 μεταξύ του ΝΑΤΟ και των τότε χωρών του Συμφώνου της Βαρσοβίας. Οι δύο πλευρές έθεταν αριθμητικούς περιορισμούς στις συμβατικές δυνάμεις του στρατού ξηράς και της αεροπορίας (οι ναυτικές δυνάμεις εξαιρούνταν της Συνθήκης, καθώς και τα χημικά και πυρηνικά όπλα). Αμφότεροι οι συνασπισμοί, ειδικότερα, έθεταν ως όριο περίπου τα 20.000 άρματα μάχης, 30.000 τεθωρακισμένα οχήματα όλων των τύπων, 20.000 βαρέα πυροβόλα, 6.800 μαχητικά αεροσκάφη και 2.000 επιθετικά ελικόπτερα. Για κάθε κράτος τίθεντο μέγιστα όρια (ή οροφές) οπλικών συστημάτων στις ανωτέρω κατηγορίες υλικού.

Οι παρακάτω Πίνακες παρουσιάζουν τις οροφές οπλικών συστημάτων για κάθε κράτος της Συνθήκης (χώρες του ΝΑΤΟ και τότε Συμφώνου της Βαρσοβίας -Σ.τ.Β.)

Τα στοιχεία του Πίνακα 1 δείχνουν τις μέγιστες οροφές που μπορούσαν να έχουν οι χώρες μέλη του ΝΑΤΟ. Έτσι, η Γαλλία μπορούσε να έχει στο οπλοστάσιό της έως μέγιστο αριθμό 1.306 άρματα μάχης, 3.820 τεθωρακισμένα οχήματα, 1.292 πυροβόλα, 800 μαχητικά αεροσκάφη και 352 επιθετικά ελικόπτερα.


Τα στοιχεία του Πίνακα 2 δείχνουν τις μέγιστες οροφές οπλικών συστημάτων για κάθε κράτος μέλος του τότε Συμφώνου της Βαρσοβίας. Έτσι, π.χ. η Ρουμανία μπορούσε να διαθέτει μέγιστο αριθμό 1.375 αρμάτων μάχης, 2.100 τεθωρακισμένων οχημάτων, 1.475 πυροβόλων, 430 μαχητικών και 120 επιθετικών ελικοπτέρων στο έδαφός της.

Ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ υπογράφει τη Συνθήκη για τις Συμβατικές Ένοπλες Δυνάμεις στην Ευρώπη (Παρίσι, 19 Νοεμβρίου 1990).

Οι πολιτικές εξελίξεις, τα προβλήματα εφαρμογής της Συνθήκης και η κατάρρευση…

Οι αρχικές αυτές οροφές οπλικών συστημάτων προσέκρουσαν σε πολιτικές εξελίξεις οι οποίες θα οδηγούσαν, αργά ή γρήγορα, σε αναθεώρηση των αρχικών συνθηκών. Συγκεκριμένα, το 1991 το Σύμφωνο της Βαρσοβίας και η ΕΣΣΔ διαλύθηκαν. Η διάλυση της ΕΣΣΔ σήμαινε ότι τα διάδοχα κράτη της ΚΑΚ (Κοινοπολιτείας Ανεξαρτήτων Κρατών) θα έπρεπε μεταξύ τους να μοιράσουν τα μέγιστα οπλικά συστήματα, δηλαδή, τα 13.150 άρματα μάχης, τα 20.000 τεθωρακισμένα, τα 13.175 πυροβόλα, τα 5.150 μαχητικά αεροσκάφη και τα 1.500 επιθετικά ελικόπτερα. Τα οπλικά αυτά συστήματα θα μοιράζονταν μεταξύ των χωρών: Ρωσία, Ουκρανία, Μολδαβία, Καζαχστάν, Γεωργία, Λευκορωσία, Αρμενία, Αζερμπαϊζάν.
Το 1997 οι μέγιστες οροφές για τη Ρωσία ήταν: 6.400 άρματα μάχης, 11.480 τεθωρακισμένα οχήματα, 6.415 πυροβόλα, 3.416 αεροσκάφη, και 890 επιθετικά ελικόπτερά. Ουσιαστικά, με αυτές τις οροφές η Ρωσία είχε το 48,6% των αρμάτων μάχης, το 57,4% των τεθωρακισμένων οχημάτων, το 48,6% των πυροβόλων, το 66,3% των μαχητικών αεροσκαφών και το 59,3% των επιθετικών ελικοπτέρων της παλαιάς ΕΣΣΔ. Όμως, οικονομικοί λόγοι οδηγούσαν εκείνη την εποχή σε χαμηλότερες ρωσικές πραγματικές δυνάμεις (μόλις 5.541 άρματα μάχης, 10.198 τεθωρακισμένα οχήματα, 6.011 πυροβόλα, 2.891 μαχητικά και 812 επιθετικά ελικόπτερα).
To δεύτερο ζήτημα ήταν η ύπαρξη ρωσικών δυνάμεων και βάσεων σε χώρες της ΚΑΚ μετά την πτώση της ΕΣΣΔ. Μόνο στη Μολδαβία και στην Τρανσδνειστερία υπήρχαν 1.500 Ρώσοι στρατιώτες και 20.000 τόνοι πυρομαχικών στην περιοχή της Kolbasna.

Οι διάσπαρτες ρωσικές βάσεις και το προσωπικό αυτών θα έπρεπε να  προσμετρηθούν στις ρωσικές εθνικές οροφές και να αποχωρήσουν από τις άλλες περιοχές (χώρες). Η Ρωσία αρχικά δέχθηκε το αίτημα. Όμως, οι πολιτικές εξελίξεις εντός των χωρών της ΚΑΚ οδήγησαν σε ρωσικές παρεμβάσεις. Η Ρωσία προχωρούσε σε δύο πολέμους στην Τσετσενία (ο πρώτος 11-12-1994 έως 31-8-1996 και ο δεύτερος 7 Αυγούστου 1999 έως 30 Απριλίου 2000), έναν πόλεμο με τη Γεωργία (1-12 Αυγούστου 2008), καθώς και στην προσάρτηση της Κριμαίας (1-18 Μαρτίου 2014) από την Ουκρανία.
Υπό αυτές τις συνθήκες αριθμός ρωσικών στρατευμάτων επανήλθε στις ανωτέρω χώρες της ΚΑΚ. Επίσης, ρωσικές δυνάμεις αναπτύχθηκαν στα σύνορα Αρμενίας-Αζερμπαϊζάν λόγω της διαμάχης των δύο χωρών για το Ναγκόρνο Καραμπάχ. Τέλος υπήρχε και η περιοχή του Kaliningrad, στην οποία το 1999 η Ρωσία διατηρούσε 811 άρματα μάχης, 865 τεθωρακισμένα οχήματα, 345 πυροβόλα, 18 μαχητικά και 16 ελικόπτερα (“The Adapted CFE Treaty and the Admission of the Baltic States to NATO”, SIPRI, December 2002, σελ. 22).
Στις 14 Ιουλίου 2007, λόγω της επέκτασης του ΝΑΤΟ στην Ανατολή η Ρωσία ανακοίνωσε ότι θα καθιστούσε ανενεργή την Συνθήκη CFE μετά από διάστημα 150 ημερών. Με την ανακοίνωση αυτή η Ρωσία δεν αποχωρούσε από την CFE, αλλά την καθιστούσε ανενεργή. Η ανακοίνωση έγινε από τον ίδιο τον προέδρο της Ρωσίας Βλαδίμηρο Πούτιν. Η ρωσική πλευρά ήθελε επαναδιαπραγμάτευση των οροφών των οπλικών συστημάτων στις δυτικές περιοχές, δηλαδή σε περιοχές που πλησίαζαν τη Ρωσία τα ΝΑΤΟϊκά σύνορα.

Παράλληλα, η Ρωσία θεωρούσε ότι η είσοδος πρώην μελών του Συμφώνου της Βαρσοβίας στο ΝΑΤΟ άλλαζε τις οροφές των οπλικών συστημάτων υπέρ του ΝΑΤΟ. Η Δύση από την πλευρά της θεωρούσε ότι η παραμονή ρωσικών δυνάμεων σε άλλες χώρες της ΚΑΚ ήταν παράνομη και παραβίαζε την Συνθήκη CFE.
Στις 25 Νοεμβρίου 2011, η Βρετανία αποφάσισε να σταματήσει την ανταλλαγή στρατιωτικών πληροφοριών με τη Ρωσία δίνοντας άλλο ένα πλήγμα στην CFE, ενώ οι ΗΠΑ, το ίδιο έτος, επίσης, ανακοίνωσαν ότι δεν θα επέτρεπαν νέες επιθεωρήσεις αμερικανικών βάσεων στην Ευρώπη από Ρώσους επιθεωρητές.
Η πρώτη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και η κατοχή της Κριμαίας οδήγησε σε νέο αδιέξοδο με αποτέλεσμα, στις 15 Μαρτίου 2015, η Ρωσία να ανακοινώσει την πλήρη διακοπή της συμμετοχής της στην Συνθήκη CFE. Τεχνικά, αν και η Μόσχα διέκοπτε τη συμμετοχή της δεν είχε αποσυρθεί από την Συνθήκη. Η τυπική πλήρης ρωσική απόσυρση από την Συνθήκη CFE έγινε στις 7 Νοεμβρίου 2023. Ακολούθησε την ίδια ημέρα η ανακοίνωση του ΝΑΤΟ για αναστολή της Συνθήκης στα πλαίσια της Συμμαχίας.

Με λίγα λόγια, η προσπάθεια αφοπλισμού απέτυχε… Το μέλλον θα δείξει αν οι Ευρωπαϊκές χώρες θα προχωρήσουν σε μαζικό επανεξοπλισμό ή όχι. Δεν είναι μόνο αποτέλεσμα πολιτικής επιλογής, αλλά και ζήτημα οικονομικό. Ο μαζικός επανεξοπλισμός της ΕΕ απαιτεί πόρους άνω των 5 τρις ευρώ και είναι άγνωστο άν οι κοινωνίες είναι έτοιμες για τέτοιας έκτασης οικονομικές θυσίες, με δεδομένο ότι οι τιμές οπλικών συστημάτων μετά την έναρξη της κρίσης της Ουκρανίας έχουν αυξηθεί κατά 30%, περίπου.

Η ελληνο-τουρκική διάσταση της Συνθήκης CFE

Όπως φαίνεται από τον παραπάνω Πίνακα 1, οι οροφές οπλικών συστημάτων για την Ελλάδα ήταν 1.735 άρματα μάχης, 2.534 τεθωρακισμένα οχήματα, 1.878 πυροβόλα, 650 μαχητικά, 18 επιθετικά ελικόπτερα. Μετά τις 19 Νοεμβρίου 1999, η οροφή των επιθετικών ελικοπτέρων αυξήθηκε σε 65, ο αριθμός των τεθωρακισμένων μειώθηκε σε 2.498 και ο αριθμός των πυροβόλων αυξήθηκε σε 1.920.
Για την Τουρκία οι αρχικοί αριθμοί ήταν: 2.795 άρματα μάχης, 3.120 τεθωρακισμένα οχήματα, 3.523 πυροβόλα, 750 μαχητικά αεροσκάφη και 43 επιθετικά ελικόπτερα. Οι αρχικές αυτές οροφές οδηγούν σε αναλογία 1 προς 1,16 στα άρματα μάχης, 1 προς 1,23 στα τεθωρακισμένα οχήματα, 1 προς 1,87 στα πυροβόλα, 1 προς 1,15 στα μαχητικά αεροσκάφη, 1 προς 2,3 στα επιθετικά ελικόπτερα.
Όμως, η Άγκυρα κατάφερε να εξαιρέσει τα εδάφη της νοτιοανατολικής Τουρκίας, που συνορεύουν με τη Συρία, το Ιράν και το Ιράκ από τη Συνθήκη, επικαλούμενη τον κουρδικό κίνδυνο από το ΡΚΚ (σχεδόν το 25% της επικράτειάς της). Η εξαίρεση της ζώνης αυτής έδινε τη δυνατότητα στην Τουρκία να αποθηκεύσει στη περιοχή μεγάλες ποσότητες οπλισμού. Επίσης, στη ζώνη εξαίρεσης υπάρχει και το λιμάνι της Μερσίνας από το οποίο μπορεί να αποσταλούν ποσότητες όπλων στην κατεχόμενη Κύπρο. Έτσι μπορούσαν να υπάρξουν εξ αρχής δυσμενέστερες αριθμητικές αναλογίες. Μετά τις 19 Νοεμβρίου 1999, οι τουρκικές οροφές παρέμειναν ίδιες με εξαίρεση τα επιθετικά ελικόπτερα των οποίων ο αριθμός αυξήθηκε σε 140, οδηγόντας σε μία αναλογία 1 προς 3,3.

Στις 5 Απριλίου 2024, η Τουρκία αποφάσισε την αναστολή της Συνθήκης CFE σε ολόκληρη την επικράτειά της. Η απόφαση ανακοινωθηκε στις 9 Απριλίου. Φυσικά η αναλογία στρατιωτικών δυνάμεων δεν καθορίζεται από νομικές συνθήκες μεταξύ των κρατών αλλά από τις δημογραφικές, οικονομικές και τεχνολογικές δυνατότητες κάθε κράτους.
Ακολούθησε, στις 22 Μαϊου 2024, η ανακοίνωση της απόφασης του Ερντογάν να δίδει αυτός προσωπικά τη διαταγή επιστράτευσης ή κύρηξης πολέμου στις Τουρκικές Ένοπλες Δυνάμεις, ενώ έως τότε αυτό ήταν αρμοδιότητα του Υπουργικού Συμβουλίου…

Το ιστορικό προηγούμενο – Και τώρα, τι;

Η Συνθήκη CFE δεν αποτελεί την πρώτη προσπάθεια εγκαθίδρυσης αφοπλισμού στην Ευρώπη. Μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο 1914-1918, υπήρξε προσπάθεια αφοπλισμού, μέσω της Συνθήκης των Βερσαλλιών. Η οικονομική κρίση του 1929-1930, λογικά, οδηγούσε σε ακόμα μεγαλύτερη μείωση των αμυντικών δαπανών. Όμως, η άνοδος του Χίτλερ το 1933 οδήγησε σε επανέναρξη του εξοπλισμού της Γερμανίας και νέα κούρσα εξοπλισμών, η οποία οδήγησε στον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο.
Η κατάρρευση της Συνθήκης CFE, ίσως, οδηγήσει σε Κοινή Ευρωπαϊκή Πολιτική Άμυνας και Ασφάλειας. Μπορεί, όμως, να οδηγήσει και σε εντάσεις τόσο με τη Ρωσία, όσο και την Τουρκία όπως περιγράψαμε στο προηγούμενο άρθρο μας στον Ορθό Λόγο. Το μέλλον θα δείξει πώς θα επαναληφθεί η ιστορία…

 

(*) Επίκουρος καθηγητής Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων. Οι απόψεις είναι προσωπικές δεν αντανακλούν τις απόψεις της Σχολής ή του Ελληνικού Υπουργείου Άμυνας.

Εγγραφείτε και μιλήστε!

Με την εγγραφή σας μπορείτε να συμμετάσχετε στην κουβέντα για το άρθρο, να μιλήσετε στους συντάκτες μας και να συμβάλλετε εποικοδομητικά στα άρθρα μας.

Μπορείτε να συνεχίσετε την ανάγνωση του άρθρου πατώντας εδώ, αλλά...

... είναι μόνο χάρη των μελών/συνδρομητών που μας στηρίζουν που μπορούμε να έχουμε άρθρα.

Εάν μια εποικοδομητική δημοσιογραφία, που δεν εξαρτάται από διαφημίσεις, είναι κάτι που θέλετε να υποστηρίξετε γίνετε μέλος σήμερα.

Περιεχόμενα Τεύχους

Τεύχος 53

Μάιος 2024

Μετάβαση στο περιεχόμενο