Η είδηση έμοιαζε σχεδόν απίστευτη: μια νέα Συμφωνία Ειρήνης για τη Μέση Ανατολή, με πρωταγωνιστή τον Ντόναλντ Τραμπ. Έναν άνθρωπο που οικοδόμησε την πολιτική του εικόνα πάνω στη ρητορική του διχασμού, στις προσωπικές επιθέσεις και στον δημαγωγικό λαϊκισμό. Κι όμως, εκείνη τη μέρα εμφανίστηκε ως ο «ειρηνοποιός» που πέτυχε αυτό που οι υπόλοιποι απέφευγαν επί δεκαετίες.
Δεν ήταν πράξη ιδεαλισμού, αλλά ματαιοδοξίας. Ο Πρόεδρος Τραμπ δεν κινήθηκε από όραμα, αλλά από την επιθυμία να χαράξει το όνομά του στην ιστορία, να φωτογραφηθεί ως παγκόσμιος ηγέτης, να ακουστεί το όνομά του δίπλα σε ένα Νόμπελ Ειρήνης. Και όμως, η ματαιοδοξία του λειτούργησε σαν καταλύτης, εκεί όπου οι Ευρωπαίοι και άλλοι ηγέτες παρέμειναν αδρανείς επί δύο χρόνια αιματηρών συγκρούσεων ανάμεσα στο Ισραήλ και την Χαμάς – περιοριζόμενοι σε δηλώσεις, ψηφίσματα και «ισορροπημένες» τοποθετήσεις. Η στάση τους δεν υπαγορεύεται από αρχές, αλλά από φόβο. Οι φιλελεύθερες Ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, εγκλωβισμένες στις εσωτερικές τους αντιφάσεις και στην παρουσία ισχυρών μουσουλμανικών κοινοτήτων, προτίμησαν να κρατήσουν αποστάσεις από το Ισραήλ, αποφεύγοντας να δυσαρεστήσουν οποιονδήποτε.
Μέσα σ’ αυτό το κενό τόλμης, ήρθε ο κυνικός. Όχι γιατί πιστεύει στην ειρήνη, αλλά γιατί πιστεύει στον εαυτό του. Κι ενώ οι «πολιτισμένοι» της Δύσης αντάλλασσαν δηλώσεις καλών προθέσεων, εκείνος έκανε το αυτονόητο: κινήθηκε. Όχι με σοφία, αλλά με θράσος· όχι για το κοινό καλό, αλλά για τη δική του υστεροφημία. Κι έτσι, η ειρήνη βρέθηκε να φέρει την υπογραφή εκείνου που κανείς δεν εμπιστευόταν – απλώς, επειδή οι υπόλοιποι δεν τόλμησαν να την επιδιώξουν.
Η Τελετή
Η παράσταση στο Κάιρο δεν είχε τίποτα το ιστορικά επιβλητικό· ήταν μόνο ένα θέαμα, προσεκτικά σκηνοθετημένο για τις κάμερες. Σημαίες, χειραψίες, δηλώσεις αισιοδοξίας – κι ένας Αμερικανός πρόεδρος στο κέντρο, που έμοιαζε περισσότερο με τηλεοπτικό παρουσιαστή παρά με Ηγέτη. Κι όμως, μέσα από την επιφανειακή λάμψη εκείνης της στιγμής, αποτυπωνόταν μια βαθύτερη αλήθεια: η διεθνής κοινότητα είχε αποτύχει να κάνει αυτό που τώρα ένας μόνος, ματαιόδοξος άνθρωπος, επιχειρούσε.
Οι άλλες δυτικές κυβερνήσεις αντέδρασαν όπως πάντα: με «ανησυχία», «έκκληση για αυτοσυγκράτηση», και προσεκτικά διατυπωμένες δηλώσεις που στόχευαν να μη δυσαρεστήσουν κανέναν. Οι Ευρωπαίοι, ειδικά, εγκλωβισμένοι στον φόβο του πολιτικού κόστους και της εσωτερικής ισορροπίας, προτίμησαν την ασφάλεια των χλιαρών λόγων αντί της ουσιαστικής δράσης. Οι Ηνωμένες Πολιτείες του κ. Τραμπ, αντίθετα, μετακίνησαν το κέντρο βάρους από τη διπλωματία στην επίδειξη ισχύος.
Η συμφωνία που υπεγράφη δεν ήταν προϊόν βαθιάς διαπραγμάτευσης ή πολιτικής ευφυΐας· ήταν αποτέλεσμα πίεσης, συναλλαγής και πολιτικής ματαιοδοξίας. Ο Πρόεδρος Τραμπ, πιστός στη μέθοδό του, προσέγγισε την ειρήνη όπως θα προσέγγιζε μια εμπορική συμφωνία (business deal): με εκβιασμούς, υποσχέσεις και ανταλλάγματα. Και η κυνική στρατηγική, στην προκειμένη περίπτωση, λειτούργησε. Οι πλευρές που για χρόνια δεν μιλούσαν, βρέθηκαν να κάθονται στο ίδιο τραπέζι – όχι επειδή εμπιστεύθηκαν ο ένας τον άλλο, αλλά επειδή δεν μπορούσαν να κάνουν αλλιώς.
Η στιγμή εκείνη δεν ανέδειξε τη σοφία μιας ηγεσίας, αλλά τη γύμνια του διεθνούς συστήματος. Η ειρήνη δεν προήλθε από τη συνεργασία των δημοκρατιών, ούτε χάρη στην ενεργοποίηση των διεθνών θεσμών, αλλά από το πείσμα ενός ηγέτη που ενδιαφερόταν μόνο για την προβολή του. Και το πιο ανησυχητικό: αυτό φάνηκε αρκετό για να χειροκροτείται – ακόμη και από όσους προσβάλλει επιδεικτικά μπροστά στις κάμερες…
Το αυτονόητο
Το παράδοξο αυτής της ιστορίας δεν είναι ότι ο Πρόεδρος των ΗΠΑ πέτυχε κάτι που οι άλλοι δεν μπόρεσαν· είναι ότι το τόλμησε – και αυτό, από μόνο του, φάνηκε να αρκεί. Δεν είχε ουσιαστικά σχέδιο ειρήνης, ούτε τακτική κατανόησης των πλευρών. Είχε μόνο την αυτοπεποίθηση ότι όλα μπορούν να γίνουν με μια επίδειξη ισχύος. Ενώ εκείνοι που διαθέτουν θεσμούς, επιτελεία και «διπλωματική σοφία», δεν έκαναν τίποτα. Οι «ηθικά ανώτερες» δυνάμεις έμεναν θεατές, παγιδευμένες στην αυταρέσκειά τους.
Κι έτσι, η ειρήνη, έστω και με ταπεινά κίνητρα, παρουσιάστηκε από τα χέρια του ωμού ρεαλιστή. Η πράξη του Προέδρου δεν ήταν αποτέλεσμα πίστης σε αξίες, αλλά της λογικής του realpolitik. Δεν είναι ότι ένας «κακός» έκανε κάτι «καλό», αλλά ότι οι «καλοί» έχουν χάσει κάθε ικανότητα να πράττουν. Και ο κόσμος, κουρασμένος από την αδράνεια, αρχίζει να αποδέχεται το αποτέλεσμα ως αρετή – ακόμη κι αν προκύπτει από τα λάθος κίνητρα.
Γιατί όμως φτάσαμε ως εδώ; Επειδή το αυτονόητο έχει καταστεί αδιανόητο.
Σε κάθε σύγκρουση, η διεθνής κοινότητα δεν μπορεί να παραμένει θεατής. Η ειρήνη δεν επιτυγχάνεται με δηλώσεις, αλλά με βούληση και ισχύ· με την αποφασιστικότητα να επιβάλλεις εκεχειρία, να σταματήσεις τη βία και να καθίσεις τις αντιμαχόμενες πλευρές στο ίδιο τραπέζι, υπενθυμίζοντας ότι η ειρήνη δεν είναι διαπραγματεύσιμη πολυτέλεια. Αυτό θα έπρεπε να είναι το έργο των θεσμών που δημιουργήθηκαν μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο – των Ηνωμένων Εθνών και των φιλελεύθερων δημοκρατιών, ιδιαίτερα της Ε.Ε., που τους στηρίζουν.

Σε παλαιότερο άρθρο μας, μιλώντας για τον «τρίτο δρόμο» στο Μεσανατολικό, αναδεικνύαμε ότι η μόνη ρεαλιστική προοπτική ειρήνης θα ήταν μια διεθνής πρωτοβουλία που θα πίεζε και τις δύο πλευρές εξίσου: το Ισραήλ να εγγυηθεί ένα μέλλον για τους Παλαιστίνιους χωρίς κατοχή, και τους Παλαιστίνιους να αποκηρύξουν τη βία και να απομονώσουν τη Χαμάς. Αυτή θα έπρεπε να ήταν η αυτονόητη θέση της διεθνούς κοινότητας – να επιβάλει συμβιβασμό, όχι να επιλέγει στρατόπεδο. Κι όμως, δεν το τόλμησαν. Αντ’ αυτού, έκαναν ακριβώς αυτό που δεν θα έπρεπε να κάνουν… Ο ΟΗΕ, αντί να λειτουργήσει ως ουδέτερος επιδιαιτητής, υιοθέτησε μονόπλευρες καταδίκες κατά του Ισραήλ, υιοθετώντας τη ρητορική του «ανίσχυρου» λαού της Γάζας.
Παρομοίως, ευρωπαϊκά κράτη, πράττοντας το ίδιο, έφθασαν ακόμη και να προτρέξουν να αναγνωρίσουν μονομερώς «Παλαιστινιακό κράτος». Μια συμβολική κίνηση που, αντί να φέρει ισορροπία, νομιμοποιεί την αφήγηση μιας τρομοκρατικής οργάνωσης και αφήνει το Ισραήλ εκτεθειμένο ως «ισχυρό θύτη» –επιβράβευση τρόπον τινά των μεθόδων της Χαμάς. Αντί να εξισορροπούν τις ευθύνες, έδωσαν ηθική υπεροχή σε εκείνους που παραβίαζουν την ίδια την έννοια της ανθρωπιάς, «αγιάζοντας τον σκοπό τους»…
Όλες οι άστοχες αυτές κινήσεις, νομιμοποίησαν την προκατάληψη και τροφοδότησαν, άθελά τους ή όχι, τη μεγαλύτερη έξαρση αντισημιτισμού των τελευταίων δεκαετιών στη Δύση. Πράγμα που με τη σειρά του ενίσχυε την σκληρότητα της Ισραηλινής ηγεσίας, καθώς αισθάνονταν περικυκλωμένη όχι μόνο από τους εχθρούς της, αλλά και από εκείνους που ονόμαζε «συμμάχους».
Η αδυναμία των ηγεσιών και του διεθνούς συστήματος έχει καταστεί, πλέον, πρόδηλα εμφανής. Σήμερα, που συζητείται η συγκρότηση διεθνούς ειρηνευτικής δύναμης για τη Γάζα, κανείς δεν προτείνει να ενεργοποιηθεί η Ειρηνευτική Δύναμη του ΟΗΕ – οι Κυανόκρανοι – ένας θεσμός που είχε δημιουργηθεί ακριβώς για αυτόν τον σκοπό. Οι μηχανισμοί του ΟΗΕ παραμένουν αδρανείς, εγκλωβισμένοι σε διαδικασίες και πολιτικά βέτο, χωρίς πραγματική δυνατότητα πρωτοβουλίας, πόσο μάλλον επιβολής. Έτσι, οι ΗΠΑ του Προέδρου Τραμπ καταφεύγουν σε ad hoc λύσεις, σαν να μην υπάρχουν ήδη οι θεσμοί που όφειλαν να λειτουργούν και να αξιοποιούνται αναλόγως. Είναι η πιο καθαρή ένδειξη της απαξίωσης μιας διεθνούς τάξης που αδυνατεί πλέον να ασκήσει τον ρόλο της.
Η ειρήνη, όσο κι αν ακούγεται παράδοξο, χρειάζεται ισχύ – τη δύναμη να σταματήσεις τη σύγκρουση χωρίς να γίνεσαι μέρος αυτής. Αυτή η ευθύνη εγκαταλείφθηκε, κι έτσι το αυτονόητο έγινε πεδίο για να το οικειοποιηθεί ένας ματαιόδοξος, αν μη τι άλλο, ηγέτης. Είπε απλώς: ή θα δεχθείτε τους όρους, ή θα πληρώσετε το τίμημα! Δεν το έκανε από όραμα, αλλά από κυνισμό. Κι όμως, όντας το αυτονόητο, λειτούργησε. Και αυτό είναι ίσως το πιο οδυνηρό δίδαγμα της εποχής: ότι ο κυνισμός μπορεί να επιβάλει αυτό που οι «πολιτικώς ορθοί» δεν έχουν την τόλμη να πουν, πόσο μάλλον να πράξουν…
Και τώρα τι;

Η ειρήνη που γεννιέται από τη ματαιοδοξία ενός ανθρώπου δεν μπορεί να αποτελέσει πρότυπο. Όμως μπορεί να λειτουργήσει σαν καθρέφτης. Να δείξει πόσο έχει αποδυναμωθεί ο Δυτικός πολιτισμός, που κάποτε έθετε τα θεμέλια του ανθρωπισμού και του διεθνούς δικαίου και σήμερα διστάζει ακόμη και να τα υπερασπιστεί.
Τα λόγια χωρίς πράξη, είναι που άφησαν το πεδίο ελεύθερο στους κυνικούς να φαίνονται αποτελεσματικοί. Γιατί εκεί όπου δεν υπάρχει βούληση, κάθε πράξη –ακόμη και αν είναι ιδιοτελής– μοιάζει με θαύμα.
Φτάσαμε, λοιπόν, σε έναν κόσμο όπου η ειρήνη χρειάζεται πια κυνικούς και ματαιόδοξους για να υπάρχει;
Το ζήτημα δεν είναι αν ο Πρόεδρος Τραμπ δικαιούται να πιστώνεται την ειρήνη, αλλά γιατί χρειάστηκε να περιμένει ο κόσμος έναν Τραμπ για να γίνει το αυτονόητο. Πόσο βαθιά πρέπει να βυθιστεί μια δημοκρατία στην αυτάρεσκη ακινησία της για να χρειάζεται έναν κυνικό να την ταρακουνήσει;
Το πρόβλημα είναι πολιτικό και βαθιά πολιτισμικό. Οι δημοκρατίες της Δύσης δεν έπαψαν απλώς να δρουν· φαίνεται να έπαψαν να πιστεύουν ότι μπορούν να δρουν. Έχοντας χάσει την πυξίδα των αξιών τους, μεταμφιέζουν την αδράνεια σε νηφαλιότητα και την απραξία σε υπευθυνότητα. Η ηγεμονία των αρχών μετατράπηκε σε διαχείριση εντυπώσεων — και η πολιτική σε διαρκή άσκηση ισορροπιών.
Στη θέση της ευθύνης, αναδείχθηκε ένας ιδεολογικός καθωσπρεπισμός. Οι πολιτικές ηγεσίες αποφεύγουν το ρίσκο, τα μέσα ενημέρωσης εξωραΐζουν και επιτείνουν τη σύγχυση, και οι κοινωνίες αρκούνται στην αυτάρεσκη ικανοποίηση της φαντασίωσης του «σωστού». Στο όνομα της ανεκτικότητας, σιωπούν απέναντι στην αδικία· στο όνομα της ειρήνης, ανέχονται τη βία· στο όνομα της συμπερίληψης, εξισώνουν το σωστό με το λάθος. Κι έτσι, η πολιτική ορθότητα κατέλαβε τη θέση της πολιτικής πραγματικότητας – κι η υποκρισία έγινε το επικοινωνιακό περίβλημα των πιο μυωπικών συμφερόντων, που παρουσιάζονται ως ηθική στάση και ντύνονται με ρητορική κενολογία για να κρύψουν την αδράνεια και το κυνισμό τους.
Και το χειρότερο: έτσι γεννιέται θαυμασμός για όσους μιλούν «δυνατά». Γιατί όσο οι δημοκρατίες χάνονται στη γλώσσα των επιφυλάξεων, τόσο ο κόσμος στρέφεται σε εκείνους που υπόσχονται αποφασιστικότητα – ακόμη κι όταν αυτή σημαίνει αυταρχισμό ή κυνισμό. Έτσι, η αδράνεια των «καλών» καταλήγει να προσφέρει νομιμοποίηση στους λαϊκιστές· και η ανευθυνότητα των δημοκρατιών γίνεται το πιο ισχυρό επιχείρημα υπέρ των αντιπάλων τους. Αυτοί που «τολμούν» – συνήθως ακραίοι, λαϊκιστές ή γραφικοί – κερδίζουν έδαφος στα μάτια των πολιτών.
Το χειρότερο δίδαγμα αυτής της συμφωνίας δεν είναι ότι ο κ. Τραμπ πέτυχε ειρήνη, αλλά ότι έπεισε πολλούς πως μόνο οι «Τραμπ» αυτού του κόσμου μπορούν να τα καταφέρουν…
Η λύση, έτσι, βρίσκεται στην επιστροφή στο αυτονόητο: στη σαφήνεια του λόγου και στην ευθύνη της πράξης. Η διεθνής κοινότητα δεν χρειάζεται περισσότερα «κούφια λόγια», αλλά την αποκατάσταση των θεσμών που ήδη έχει – και την τόλμη να τους ενεργοποιήσει και να τους εξελίξει. Χρειάζεται ηγεσίες που δεν θα φοβούνται να ονοματίσουν την πραγματικότητα, ούτε να αναλάβουν το κόστος της δράσης. Ειρήνη δεν σημαίνει ουδετερότητα· σημαίνει βούληση να επιβάλεις το τέλος της βίας, όποιος κι αν τη συντηρεί.
Και ίσως, πάνω απ’ όλα, χρειάζεται μια νέα πολιτική και ηθική ειλικρίνεια. Να παραδεχθεί η Δύση ότι η αδράνεια, στο όνομα της ισορροπίας, οδηγεί πάντα στην αδικία. Το μέλλον της παγκόσμιας ειρήνης δεν θα κριθεί από όσους τη διακηρύσσουν, αλλά από όσους θα τολμήσουν να την πράξουν – χωρίς αυταπάτες, χωρίς ρητορικά προσχήματα – αντλώντας από τα λάθη της εποχής το θάρρος να πράξουν διαφορετικά.


