Η αποτυχία των Ευρωπαίων στα τέλη Μαρτίου να συμφωνήσουν σε ένα ισχυρό σχέδιο δράσης με έκδοση κοινών ευρωομολόγων ή άλλες λύσεις που έως τώρα αποτελούσαν ταμπού σίγουρα ήταν μία μεγάλη απογοήτευση. Και τούτο γιατί ήρθε, ενώ η πανδημία μετρούσε, ήδη, χιλιάδες νεκρούς στην ήπειρο και οι κυβερνήσεις έθεταν τις οικονομίες τους σε τεχνητό κώμα, με την ελπίδα να τις «ξυπνήσουν» και πάλι όταν η επέλαση του Covid19 θα έχει τεθεί υπό έλεγχο.
Για τους Ιταλούς και τους Ισπανούς που δοκιμάζονται ιδιαίτερα σκληρά από την υγειονομική κρίση ήταν εξοργιστική. Το ίδιο και για τη Γαλλία του Μακρόν που πιστεύει στο όραμα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Ο ευρωσκεπτικισμός σε αυτές τις χώρες έχει χτυπήσει κόκκινο. Ειδικά στην Ιταλία, ακόμη και στελέχη φιλοευρωπαϊκών δυνάμεων δήλωναν στον ευρωπαϊκό Τύπο πως αισθάνονται ότι το σπίτι που υπερασπίστηκαν τα προηγούμενα χρόνια τώρα τους αγνοεί. Πως η «οικογένειά» τους, τους έχει εγκαταλείψει…
Εννέα χώρες μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα ζήτησαν σε εκείνη τη δραματική Σύνοδο να σπάσει το ταμπού του κοινού χρέους ως απόδειξη πραγματικής αλληλεγγύης. Οι υπόλοιποι είπαν «όχι», με τις πιο ηχηρές ενστάσεις να προέρχονται από τη Γερμανία και την Ολλανδία.
Στη δεύτερη Σύνοδο της 23ης Απριλίου αν και το κλίμα ήταν πιο συναινετικό, οι ηγέτες συμφώνησαν και πάλι ότι… διαφωνούν. Αναγνώρισαν όλοι την ανάγκη για ένα ισχυρό Ταμείο Ανάκαμψης, αλλά δεν κατέληξαν σε συμβιβασμό για το πώς αυτό θα χρηματοδοτηθεί. Η απόσταση ανάμεσα σε Βορρά και Νότο παρέμεινε και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ανέθεσε στην Κομισιόν την κρίσιμη αποστολή να φέρει στο τραπέζι μία λύση αποδεκτή από όλους.
Το παρελθόν στοιχειώνει
Γερμανία, Ολλανδία, Αυστρία, Δανία δέχονται τα περισσότερα πυρά για την αδυναμία ή και απροθυμία τους να κατανοήσουν τις ανάγκες των Νοτίων και της Ένωσης, να αντιληφθούν πως εάν αφήσουν το ρήγμα να βαθύνει, εάν οι αποκλίσεις μεγαλώσουν, κανείς δεν θα βγει τελικά ωφελημένος. Και εμείς όμως, από την άλλη, αρνούμαστε να μπούμε στη δική τους θέση, να καταλάβουμε πως το να μοιραστείς το ρίσκο με άλλες χώρες δεν είναι εύκολη υπόθεση. Αποφεύγουμε, ειδικά στην περίπτωση των Γερμανών, να σκεφτούμε πως η εμπειρία ενός όχι και τόσο μακρινού παρελθόντος τους στοιχειώνει ακόμη…
Είναι αυτό το παρελθόν που, ήδη, από την κρίση χρέους του 2010 τους ήθελε σταθερά αντίθετους στην υπερβολικά χαλαρή νομισματική πολιτική (όσο και εάν αυτή κρατούσε το ευρώ φθηνό και τις εξαγωγές τους στα ύψη). Η μετωπική σύγκρουση Βερολίνου-Φρανκφούρτης (ΕΚΤ), κυρίως επί θητείας του Ντράγκι είχε τις ρίζες της στο «φάντασμα» του πληθωρισμού, το οποίο κατατρέχει τους Γερμανούς, ακόμη και σήμερα, που κινδυνεύει να πέσει υπό το μηδέν, όπως προειδοποιούν ειδικοί. Γιατί, στο παρελθόν, η έκρηξή του άνοιξε «βαθύ» τραύμα, που δεν έχει κλείσει. Το αποκάλυψε ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, πριν κάποια χρόνια, όταν έφτασε να αποδώσει στην ΕΚΤ μερίδιο ευθύνης για την άνοδο του ακροδεξιού κόμματος ΑfD.
Από τη στιγμή που εμείς δεν μπαίνουμε στα «παπούτσια» των άλλων, δεν μπορούμε να περιμένουμε να το κάνουν και εκείνοι. Και όσο και οι δύο πλευρές μένουν, απλά, στην κριτική και στο ‘blame game’, κινδυνεύουν να κάνουν, τελικά, «πολύ λίγα, πολύ αργά», όπως προειδοποίησε η επικεφαλής της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, η οποία «βλέπει» ύφεση 15% στη ζώνη του ευρώ φέτος…
Είναι εύκολο να κατηγορούμε για τα δεινά και τις κρίσεις τους «εμμονικούς», «ηγεμονικούς» Γερμανούς και εκείνοι τους «τεμπέληδες του Νότου», που αφήνουν τα ευρωπαϊκά χρήματα να πέφτουν στο «τρύπιο βαρέλι». Τα στερεότυπα καλά κρατούν στον πολιτικό κόσμο και την κοινή γνώμη. Αλλά, αυτά δεν δίνουν λύσεις! Τις λύσεις τις δίνουν οι αμοιβαίες υποχωρήσεις και οι συμβιβασμοί -όσο και εάν στην Ελλάδα η λέξη τείνει να έχει αρνητική χροιά.
Αντί, λοιπόν να πυροβολούμε, συνεχώς, τους Γερμανούς ή και την Ε.Ε. συνολικά, τους «άτεγκτους γραφειοκράτες» και τις «αποκομμένες από τους πολίτες ελίτ», ας δούμε και κάποια θετικά.
Έγινε το πρώτο βήμα
Η Κομισιόν έκανε το πρώτο βήμα. Έσπασε το πρώτο μεγάλο ταμπού: αυτό της δημοσιονομικής πειθαρχίας. Επιτρέπει τη μέγιστη ευελιξία, δίνει το πράσινο φως στις κυβερνήσεις να φουσκώσουν τα ελλείμματά τους για να μαλακώσουν τον πόνο της βαθύτερης ύφεσης στη μεταπολεμική ιστορία και να αποτρέψουν μία έκρηξη της ανεργίας. Παρουσίασε, δε, ένα σχέδιο 2 τρισ. ευρώ, για να προσφέρει και εκείνη τις απαραίτητες τονωτικές ενέσεις. Ο ESM θέλησε και εκείνος να συμβάλλει με τον επικεφαλής του προτείνοντας να εκδοθούν, μέσω του μηχανισμού, τα ευρωομόλογα, προκειμένου να καμφθούν οι ενστάσεις όσων φοβούνται την αμοιβαιοποίηση του χρέους. Το οριστικό σχέδιο θα το δούμε στις αρχές Μαΐου και δεν θα είναι νίκη του ενός ή του άλλου στρατοπέδου στους κόλπους της Ε.Ε., αλλά ένας συμβιβασμός.
Και η ΕΚΤ, ο άλλος πολύ σημαντικός θεσμός στην αντιμετώπιση της κρίσης, σπάει και αυτός τα δικά του ταμπού. Έχοντας μάθει από τα παθήματα της κρίσης χρέους, εμφανίζεται αποφασισμένη να προλάβει τα «χτυπήματα» των οίκων αξιολόγησης και τις επιθέσεις των κερδοσκόπων στους πιο αδύναμους της Ευρωζώνης. Όχι μόνο υποσχέθηκε στήριξη «χωρίς όριο», μέσω της ποσοτικής χαλάρωσης, αλλά και αποφάσισε να κάνει δεκτά τα ομόλογα της κατηγορίας junk ως εγγυήσεις, σε μία κίνηση που αναμένεται να κρατήσει σε ικανοποιητικά επίπεδα το κόστος δανεισμού των κρατών-μελών στις αγορές.
Να διασωθεί το οικοδόμημα
Τα προβλήματα στην «αρχιτεκτονική» της νομισματικής ένωσης, τα «ελλείμματα» στους μηχανισμούς λήψης αποφάσεων και λογοδοσίας συνολικά στην Ε.Ε. δεν λείπουν. Και η νέα αυτή κρίση που χτυπάει την ήπειρο, με άνευ προηγούμενου σφοδρότητα, είναι βέβαιο ότι θα τα φέρει και πάλι στο φως. Αυτό δεν σημαίνει, όμως, ότι θα πρέπει να την αφήσουμε να γκρεμίσει το οικοδόμημα.
Αντιθέτως, τώρα, περισσότερο από ποτέ, καλό είναι να θυμόμαστε και τα περισσότερα από 60 χρόνια σταθερότητας, ευημερίας και ειρήνης, που αυτό μας χάρισε. Διαχρονικά, η Ε.Ε. ό,τι πέτυχε, ό,τι έχτισε, το έχτισε όταν επέλεξε να μείνει ενωμένη, όταν τα μέλη της άφησαν στην άκρη εγωισμούς, όταν πίστεψαν ότι το καλό της κοινότητας είναι πρωτίστως καλό δικό τους. Δεν είναι ούτε εύκολο ούτε αυτονόητο 27 διαφορετικές χώρες να αναζητούν κοινό συμφέρον, να προχωρούν με κοινό βηματισμό. Αλλά, είναι πολύ πιο σκληρό να μείνουν η καθεμία μόνη να αντιμετωπίσει μία παγκόσμια πρόκληση.
Ας ευχηθούμε, λοιπόν, όλοι να κατανοήσουν ότι στη σημερινή κορυφαία αυτή πρόκληση ο διχασμός δεν χωράει, τα σενάρια διάλυσης δεν επιτρέπονται. Αν μείνουμε μέσα στο «σπίτι» ενωμένοι, μπορούμε να βγούμε νικητές!