author-image-26 Κωνσταντίνος Αλεξόπουλος

Δ/ντης έκδοσης

atc-portal

atc-portal

Η ελληνική πολιτική σκηνή μοιάζει εγκλωβισμένη σε έναν κυκλικό χορό υποσχέσεων και διαψεύσεων. Δεκαετίες τώρα, κάθε φορά που αλλάζει μια κυβέρνηση, διακηρύσσεται μια «αλλαγή» – μια νέα εποχή, ένα διαφορετικό μείγμα πολιτικής, μια πιο δίκαιη ή πιο αποτελεσματική ηγεσία. Κι όμως, παρά τις εναλλαγές προσώπων και κομμάτων, η ουσία της διακυβέρνησης δύσκολα μεταβάλλεται ουσιαστικά. Οι παθογένειες επιμένουν: αναποτελεσματικότητα, έλλειψη μακροπρόθεσμου σχεδιασμού, πελατειακές σχέσεις, πολιτική αμεριμνησία, θεσμική υποκρισία. Η προσδοκία για τομές αποδεικνύεται, συνήθως, φενάκη… Δεν είναι μόνο ελληνικό φαινόμενο. Στις περισσότερες φιλελεύθερες δημοκρατίες της Δύσης, οι υποσχέσεις περί «ριζικών» μεταβολών περιορίζονται σε επικοινωνιακές στρατηγικές. Οι προγραμματικές διαφορές ανάμεσα στα κόμματα συχνά εξαντλούνται σε διαχειριστικές επιλογές, ενώ οι πραγματικές μεταρρυθμίσεις, όταν επιχειρούνται, προσκρούουν σε θεσμικά και κοινωνικά αναχώματα. Έτσι, οι κοινωνίες κουράζονται, απογοητεύονται, και γίνονται εύκολο θήραμα σε εκείνους που υπόσχονται «να τα αλλάξουν όλα» – αλλά αλλάζουν μόνο τις καρέκλες.
Στη χώρα μας, αυτή η παγίδα παίρνει πιο έντονη μορφή. Το πολιτικό προσωπικό συχνά ανδρώνεται μέσα σε κομματικούς μηχανισμούς, χωρίς πραγματική επαφή με την κοινωνία ή την έννοια του δημοσίου καθήκοντος. Η κατάληψη της εξουσίας γίνεται αυτοσκοπός – όχι για να διορθωθούν τα κακώς κείμενα, αλλά για να αλλάξει χέρια το τιμόνι της χώρας. Και οι πολίτες, παρασυρμένοι από την «ανάγκη για λύτρωση», εναποθέτουν τις ελπίδες τους σε νέα «προγράμματα» και «οράματα», τα οποία σπάνια αντέχουν στη δοκιμασία της πράξης.

Όρια και αυταπάτες

Η ιδέα των προτάσεων αυτών συχνά συνοδεύεται από την προσδοκία μιας ριζικής διαφοροποίησης στην πορεία της χώρας. Μιας μετάβασης που θα ξεκινά από ένα διαφορετικό πολιτικό πρόγραμμα, μια νέα πλατφόρμα προτάσεων που θα αντικαταστήσει το υπάρχον «μοντέλο». Στην πραγματικότητα, σε χώρες όπως η Ελλάδα, που ανήκουν σε μια ευρύτερη κοινότητα φιλελεύθερων δημοκρατιών και θεσμικών δεσμεύσεων, οι διαφοροποιήσεις στον τρόπο της πολιτικής διαχείρισης είναι συγκεκριμένες και καθορίζονται από την κοινή αποδοχή βασικών αρχών.
Το κράτος δικαίου, η ελεύθερη οικονομία με κοινωνικό πρόσημο, η ευρωπαϊκή πορεία, η συμμετοχή στους διεθνείς θεσμούς, δεν αποτελούν αντικείμενο ουσιαστικής αμφισβήτησης από τις κύριες πολιτικές δυνάμεις. Οι διαφορές ανάμεσα στα κόμματα δεν αφορούν την ανατροπή αυτού του πλαισίου, αλλά την κατεύθυνση και τις προτεραιότητες εντός του. Το ίδιο ισχύει στις περισσότερες δυτικές δημοκρατίες: η πολιτική δεν είναι ανατροπή του συστήματος, αλλά επιλογή διαφορετικών δρόμων μέσα σε ένα κοινά αποδεκτό πλαίσιο.
Αυτό δεν σημαίνει ότι όλα είναι προκαθορισμένα ή ότι δεν υπάρχουν περιθώρια επιλογών. Σημαίνει πως η πρόοδος κρίνεται, κυρίως, στην εφαρμογή και στην ποιότητα των αποτελεσμάτων – όχι σε «μεγάλες ιδέες». Η εναλλακτική πρόταση δεν μπορεί να είναι έξω από το σύστημα αξιών στο οποίο ανήκουμε.
Όσοι υπόσχονται ριζική ανατροπή του «μοντέλου», συνήθως, παραγνωρίζουν – ή αποσιωπούν – το γεγονός ότι οι θεσμοί και οι δημοκρατικές δομές στηρίζονται σε διαχρονικές αρχές, όχι σε απολιθωμένες ιδεολογίες ή σε ευκαιριακές επιθυμίες. Τέτοιες υποσχέσεις ποντάρουν στην κόπωση και την αγανάκτηση, καλλιεργώντας ρητορικές κατασκευές που δεν στηρίζονται στην πραγματικότητα αλλά σε δογματισμούς, οδηγώντας σε λύσεις ξένες προς το κοινό καλό. Εκτός κι αν μιλά κανείς για πλήρη ανατροπή: αποχώρηση από την Ευρωπαϊκή Ένωση και τους Διεθνείς Θεσμούς, απόρριψη του κοινοβουλευτισμού, οικονομική αυτάρκεια και απομονωτισμό. Κάτι που στην Ελλάδα διατυπώνεται μόνο από ιδεοληπτικά πολιτικά σχήματα και άλλους εκτός του κυρίαρχου δημοκρατικού πλαισίου.
Η αυταπάτη, λοιπόν, δεν είναι ότι δεν υπάρχουν διαφορές – υπάρχουν και είναι σημαντικές. Αλλά δεν είναι τέτοιες που να μετασχηματίζουν το ίδιο το μοντέλο της διακυβέρνησης. Η πολιτική πρόταση που πραγματικά έχει σημασία, δεν είναι αυτή που υπόσχεται τα πάντα, αλλά αυτή που κατανοεί τα όρια και εργάζεται μέσα σε αυτά με εντιμότητα, σύνεση και αποτελεσματικότητα.
Και δεν είναι μόνο οι θεσμικές συνθήκες που καθορίζουν τα όρια της πολιτικής. Η ίδια η κοινωνία, πολλές φορές, δεν είναι έτοιμη να δεχθεί πραγματικές αλλαγές. Το «νέο» που ζητά, δεν είναι πάντα ένα ουσιαστικό διαφορετικό, αλλά μια βελτιωμένη εκδοχή του γνώριμου. Μια μεταβολή χωρίς κόστος, χωρίς ρήξεις. Έτσι, τα προγράμματα, όσο ευφάνταστα κι αν είναι, συχνά λειτουργούν περισσότερο ως αφήγημα, ως εργαλείο πολιτικής πειθούς, παρά ως χάρτης μεταρρυθμίσεων.
Η πραγματική πολιτική κρίση μάλλον δεν είναι η απουσία προτάσεων, αλλά η σπανιότητα ανθρώπων που μπορούν να τις υλοποιήσουν με συνέπεια, ειλικρίνεια και επίγνωση των ορίων. Και αυτή η ανεπάρκεια δεν θεραπεύεται με προγραμματικά κείμενα, αλλά με βαθιά μετατόπιση στη νοοτροπία.

Προγράμματα ή δράσεις;

Τα πολιτικά προγράμματα είναι, θεωρητικά, το θεμέλιο κάθε σοβαρής πολιτικής πρότασης. Εκεί αποτυπώνονται οι προθέσεις, οι στόχοι, οι αρχές και οι δεσμεύσεις κάθε παράταξης. Ωστόσο, στην πράξη, σπάνια κρίνονται τα κόμματα από την πιστή υλοποίηση όσων περιλαμβάνονται στα προγράμματα τους. Σπανιότερα ακόμη, οι πολίτες διαβάζουν, συγκρίνουν ή αποφασίζουν με βάση την ουσία αυτών των κειμένων. Τα προγράμματα γίνονται περισσότερο εργαλεία νομιμοποίησης παρά δεσμευτικά σχέδια, περισσότερο αφηγήματα επικοινωνίας παρά οδηγοί δράσης.
Αυτό δεν είναι απαραίτητα πρόβλημα – η πολιτική δεν είναι τεχνοκρατία. Αλλά γίνεται πρόβλημα όταν τα προγράμματα παρουσιάζονται ως πανάκεια ή ως απόδειξη υπεροχής, ενώ το πραγματικό πεδίο δοκιμασίας βρίσκεται αλλού: στη διορατικότητα, την ευελιξία και την ετοιμότητα να διαχειρίζεσαι το αναπάντεχο.
Το κρίσιμο ερώτημα, λοιπόν, δεν είναι τι υπόσχεται ένα πρόγραμμα, αλλά ποιος το υπόσχεται. Ποιος το κατανοεί, ποιος μπορεί να το υπηρετήσει, ποιος έχει το σθένος να αναγνωρίσει πότε πρέπει να προσαρμοστεί, να επιμείνει ή να αναθεωρήσει. Χωρίς αυτό, κάθε πρόγραμμα παραμένει ένα ωραίο κείμενο – και τίποτα περισσότερο. Και χωρίς κοινωνία που να απαιτεί λογοδοσία και έργο, τα καλύτερα προγράμματα μετατρέπονται σε αναλώσιμα πολιτικά προϊόντα, χρήσιμα μόνο για την επικοινωνία – όχι για αλλαγές.

Η συζήτηση περί «εναλλακτικής πρότασης», τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας, ανακυκλώνεται διαρκώς στον δημόσιο λόγο, ως μια κατ’ επίφαση αναζήτηση βάθους. Στην πραγματικότητα, πρόκειται, συνήθως, για ένα επικοινωνιακό παιχνίδι, στο οποίο συμμετέχουν οι επαγγελματίες του δημόσιου λόγου: δημοσιογράφοι, επικοινωνιολόγοι, αντιπολιτευόμενοι πολιτικοί, ειδικοί πάσης φύσεως και οι μόνιμοι σχολιαστές και θαμώνες των τηλεοπτικών και διαδικτυακών πάνελ. Οι μεν επικαλούνται την «ανάγκη» για κάτι διαφορετικό, οι δε την επιτείνουν με αναλύσεις που σπάνια εμβαθύνουν πέρα από τα συνήθη κλισέ. Με βαρύγδουπα λόγια και περίτεχνες γενικότητες, οι αερολογούντες, «εξ άμβωνος» παντογνώστες και «ειδικοί», κατασκευάζουν ιστορίες περί «ανεπάρκειας προγράμματος» και «κενού στρατηγικής» – και, φυσικά, τα χτυπήματα στην «ηθική» του αντιπάλου είναι πάντα μέρος του ρεπερτορίου.  Όχι για να προτείνουν λύσεις, αλλά για να τροφοδοτήσουν την φθορά. Η αλήθεια, όμως, είναι πως αυτοί οι λόγοι σπάνια αγγίζουν την ουσία. Δεν υπηρετούν την ανάγκη για βελτίωση της πολιτικής, αλλά την φιλοδοξία για εξουσία.
Κάθε αποτυχία γίνεται αφορμή για ισοπέδωση. Κάθε κρίση, ευκαιρία για προσωπική προβολή. Και όλα αυτά στη σκιά ενός επίπλαστου πολιτικού κατεπείγοντος, που δημιουργείται όχι από αγωνία για τη χώρα, αλλά από εμμονή για πολιτική επικράτηση. Στόχος δεν είναι η βελτίωση της πολιτικής ζωής ή η υπηρέτηση του κοινού καλού, αλλά η πτώση της κυβέρνησης, η κατάκτηση της «καρέκλας» χωρίς να αλλάζει τίποτα στον πυρήνα.
Οι «προτάσεις», σε αυτό το πλαίσιο, δεν λειτουργούν ως μέσο προόδου, αλλά ως πρόσχημα. Γίνονται άλλοθι για κανιβαλισμό και υποκρισία. Και όσο το πολιτικό παιχνίδι παραμένει εγκλωβισμένο σε αυτή τη ρηχότητα, το νόημα της διακυβέρνησης χάνεται πίσω από τις λέξεις.

Το ζητούμενο δεν είναι ποιος θα νικήσει, αλλά ποιος μπορεί να υπηρετήσει την προκοπή της κοινωνίας – με σχέδιο, με ρεαλισμό και με ανθρώπους που μπορούν να το σηκώσουν. Και αυτό δεν το επιτυγχάνουν ούτε τα προγράμματα από μόνα τους, ούτε οι ατελείωτες δημόσιες συζητήσεις για το «ποιος έχει πρόταση». Το επιτυγχάνει ένας πολιτικός πολιτισμός που βλέπει πέρα από τη σύγκρουση για την κυριαρχία και αναδεικνύει την ευθύνη και την ποιότητα της ηγεσίας.

Το ήθος και η επάρκεια

Αν υπάρχει μια ουσιαστική πρόταση πολιτικής, αυτή δεν βρίσκεται στα χαρτιά, ούτε στις ατέρμονες συζητήσεις για προγράμματα και στρατηγικές. Βρίσκεται στους ανθρώπους. Σε εκείνους που καλούνται να διαχειριστούν το δημόσιο λειτούργημα, να μετατρέψουν τις ανάγκες της κοινωνίας σε έργα, και να σταθούν στο ύψος των περιστάσεων. Η ποιότητα της διοίκησης δεν κρίνεται από το εύρος των υποσχέσεων, αλλά από το ήθος, τη γνώση και την επάρκεια όσων ηγούνται.
Η χώρα δεν έχει ανάγκη από νέες ιδεολογικές «συνταγές». Έχει ανάγκη από πολιτικούς με συναίσθηση των υποχρεώσεών τους, με ικανότητα να βλέπουν πέρα από το πρόσκαιρο, και με το σθένος να πράττουν εκεί που οι άλλοι αρκούνται σε λόγια. Δεν είναι οι ιδέες που λείπουν – είναι οι άνθρωποι που μπορούν να τις υλοποιήσουν με συνέπεια και αλήθεια.

Το ήθος δεν είναι αφηρημένη έννοια. Είναι σταθερή προσήλωση σε αρχές, ανεξάρτητα από το ακροατήριο ή τις περιστάσεις. Είναι συνέπεια λόγων και έργων, εντιμότητα απέναντι στην κοινωνία, και απόρριψη κάθε ιδιοτέλειας. Όσο οι κυβερνητικοί θώκοι καταλαμβάνονται από ανθρώπους που βλέπουν την πολιτική ως μέσο αυτοπροβολής, ή ως όχημα προσωπικής ανέλιξης, καμία ουσιαστική μεταβολή δεν μπορεί να υπάρξει.

Η επάρκεια, με τη σειρά της, είναι εξίσου κρίσιμη. Δεν αρκούν καλές προθέσεις ή διακηρύξεις περί «καθαρών χεριών», ούτε εκείνοι που παριστάνουν τους αρχαγγέλους της κάθαρσης… Το κυβερνητικό έργο απαιτεί πρακτική ευφυία,  δεξιότητες, όραμα, αντίληψη της πολυπλοκότητας του δημόσιου χώρου. Χρειάζεται ανθρώπους που μπορούν να σχεδιάσουν, να υλοποιήσουν, να διαχειριστούν κρίσεις και να σταθούν όρθιοι όταν το βάρος γίνεται δυσβάσταχτο.

Ήθος και επάρκεια είναι τα δύο θεμέλια πάνω στα οποία μπορεί να χτιστεί η εμπιστοσύνη. Και χωρίς εμπιστοσύνη, καμία πρόταση – όσο τεχνικά άρτια ή πολιτικά ελκυστική κι αν είναι – δεν αντέχει στον χρόνο.

Η πραγματική ανατροπή δεν είναι άλλη μια έτοιμη συνταγή ή άλλο ένα σύνθημα. Είναι η σταδιακή οικοδόμηση μιας πολιτικής τάξης που θα σέβεται τον ρόλο της και θα γνωρίζει τις υποχρεώσεις της. Μιας κοινωνίας που θα απαιτεί ποιότητα, όχι εντυπώσεις. Και μιας δημόσιας ζωής που θα τιμά τη σοβαρότητα, όχι τον θόρυβο.

Ίσως, τελικά, η πιο ριζοσπαστική εναλλακτική να είναι η επιστροφή στα αυτονόητα. Στην αξία του καθήκοντος. Στην τιμιότητα των ενεργειών. Στην απαίτηση για αρτιότητα και ακεραιότητα από εκείνους που επιδιώκουν να κυβερνήσουν. Όχι άλλες φαντασιακές προτάσεις, αλλά άνθρωποι που ξέρουν να πράττουν χωρίς να επιδεικνύονται, να σχεδιάζουν χωρίς να υπόσχονται τα πάντα, να σέβονται χωρίς να υποκρίνονται.
Πραγματική εναλλακτική είναι οι άξιοι, όχι οι «δικοί μας»! Το πρόβλημα είναι πως το σύστημα παράγει μετριότητες που αναπαράγουν την κρίση, όχι τη λύση. Και όσο η κοινωνία το ανέχεται, καμία ανανέωση δεν μπορεί να είναι ουσιαστική.
Η πολιτική δεν χρειάζεται σωτήρες. Χρειάζεται ανθρώπους που να μπορούν, να θέλουν και να τολμούν να σταθούν στο ύψος της.

«Άνοδος» της πολιτικής

Η πολιτική ζωή δεν μπορεί να μετριέται με πτώσεις και διαδοχές. Η πρόοδος δεν εξαρτάται από την αλλαγή προσώπων, αλλά από τη σταθερή βελτίωση της ποιότητας στη διακυβέρνηση. Το ζητούμενο δεν είναι να αλλάζει η ηγεσία με κάθε ευκαιρία, αλλά να υπηρετείται το κοινό καλό. Η εμμονή στην πτώση και η αντιπολιτευτική μανία οδηγούν μόνο σε φθορά.
Αντί να παλεύουμε για την ήττα του «άλλου», ας διεκδικήσουμε την άνοδο της πολιτικής. Μιας πολιτικής που θα σέβεται, θα σχεδιάζει και θα πράττει. Όχι άλλη σύγκρουση για κατάληψη θέσεων, αλλά προσπάθεια για το συλλογικό συμφέρον. Αυτό είναι το μέτρο κάθε εναλλακτικής – και κάθε ελπίδας. Εκεί βρίσκεται η διαφορά ανάμεσα στην ανακύκλωση και τη δημιουργία.

Και τώρα, τι;

Αν τα προγράμματα δεν αρκούν, αν η εναλλαγή δεν λύνει τα προβλήματα, αν το ζήτημα δεν είναι μόνο η εξουσία, τότε πού να στραφούμε;

Η απάντηση δεν είναι εύκολη, είναι όμως αναγκαία. Χρειάζεται να αλλάξει το μέτρο με το οποίο κρίνουμε την πολιτική: όχι ποιος φεύγει και ποιος έρχεται, αλλά πώς ασκείται η ευθύνη. Χρειάζεται να αλλάξει και ο τρόπος που συμμετέχουμε: όχι ως παθητικοί θεατές ή οπαδοί που περιμένουν να σωθούν ή να βολευτούν, αλλά ως πολίτες που απαιτούν σοβαρότητα, έργο και σεβασμό.

Η πολιτική δεν μπορεί να είναι διαρκής μάχη χαρακωμάτων. Ούτε μια απλή διαδοχή διαχειριστών. Οφείλει να γίνει ξανά πεδίο δημιουργίας και προοπτικής. Και αυτό δεν θα το φέρουν ούτε οι κραυγές, ούτε οι «προτάσεις» της στιγμής. Θα το φέρει μια βαθμιαία ωρίμανση στη συλλογική στάση: στο πώς επιλέγουμε, στο τι ανεχόμαστε, στο τι επιβραβεύουμε. Η πρόοδος δεν θα έρθει όσο ψηφίζουμε κόμματα και υποκριτικές «εναλλακτικές προτάσεις». Θα έρθει όταν μάθουμε να επιλέγουμε πρόσωπα ικανά, και όχι αφηγήματα άνευ περιεχόμενου.

Αυτό αποτελεί την πιο δύσκολη, αλλά και την πιο ουσιαστική πρόκληση: να ανεβάσουμε το επίπεδο της πολιτικής ζωής. Όχι με συνθήματα αλλά με πράξεις – δικές μας και δικών τους. Όχι με εξουσιομανία, αλλά με προσήλωση στο δημόσιο συμφέρον. Όχι με φθορά, αλλά με επίγνωση ότι η πρόοδος δεν έρχεται όταν «πέσουν οι άλλοι», αλλά όταν σηκωθούμε όλοι λίγο ψηλότερα.

Εγγραφείτε και μιλήστε!

Με την εγγραφή σας μπορείτε να συμμετάσχετε στην κουβέντα για το άρθρο, να μιλήσετε στους συντάκτες μας και να συμβάλλετε εποικοδομητικά στα άρθρα μας.

Μπορείτε να συνεχίσετε την ανάγνωση του άρθρου πατώντας εδώ, αλλά...

... είναι μόνο χάρη των μελών/συνδρομητών που μας στηρίζουν που μπορούμε να έχουμε άρθρα.

Εάν μια εποικοδομητική δημοσιογραφία, που δεν εξαρτάται από διαφημίσεις, είναι κάτι που θέλετε να υποστηρίξετε γίνετε μέλος σήμερα.

Περιεχόμενα Τεύχους

Τεύχος 62

Απρίλιος 2025

Μετάβαση στο περιεχόμενο