Πριν από μία διετία η διαΝΕΟσις, μετά από πρόσκληση της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (ΟΚΕ), εκπόνησε μια μελέτη με στόχο τον εντοπισμό των βασικών πεδίων στα οποία θα μπορούσε να επιτευχθεί σύγκλιση των κοινωνικών εταίρων. Την εν λόγω μελέτη εκπόνησαν ο Γιώργος Οικονομίδης, Αναπληρωτής Καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και ο Χρήστος Τριαντόπουλος, Ερευνητής στο Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών. Ο τίτλος της μελέτης ήταν «Υπάρχει Περιθώριο Για Κοινωνική Συνεννόηση;», με το ερώτημα, να παραμένει φυσικά επίκαιρο και ανοιχτό… Για τη συγκεκριμένη μελέτη και για τις δυσκολίες επίτευξης κοινωνικής συνεννόησης συζητήσαμε με τον Χρήστο Τριαντόπουλο*, τον ένα εκ των δύο συντελεστών της.
Ορθός Λόγος: Εκπονήσατε μία μελέτη για το εάν υπάρχει περιθώριο για την επίτευξη κοινωνικής συνεννόησης πάνω στις αλλαγές που πρέπει να γίνουν για να αλλάξει το παραγωγικό μας μοντέλο. Τι αποτέλεσε την αφορμή για τη μελέτη;
Xρήστος Τριαντόπουλος: Το έναυσμα για την εκπόνηση της μελέτης προήλθε από σχετική πρόσκληση της ΟΚΕ προς την διαΝΕΟσις με στόχο τον εντοπισμό, μέσα από την εκτενή ανάλυση επιστημονικών κειμένων και κειμένων πολιτικής, των βασικών πεδίων στα οποία θα μπορούσε να επιτευχθεί σύγκλιση των κοινωνικών εταίρων στο πλαίσιο της ΟΚΕ. Ήταν, όμως, μία πρόσκληση που ήρθε να υπογραμμίσει ένα υπαρκτό πρόβλημα της ελληνικής πραγματικότητας. Η ελληνική οικονομία, όλη αυτή τη δύσκολη περίοδο, βρέθηκε να αναζητά ένα νέο, σύγχρονο παραγωγικό πρότυπο που θα κατάφερνε να την τροχοδρομήσει σε μια πορεία διατηρήσιμης ανάπτυξης και αυξανόμενης κοινωνικής ευημερίας. Αν και σε όλη αυτή την περίοδο η συγκεκριμένη ανάγκη φάνηκε να γίνεται αποδεκτή από όλους τους συμμετέχοντες στον σχετικό δημόσιο αλλά και επιστημονικό διάλογο, η ελληνική κοινωνία μοιάζει να αδυνατεί ακόμη να βρει έναν πειστικό βηματισμό που θα την οδηγήσει σε ένα στέρεο μονοπάτι οικονομικής μεγέθυνσης και ευημερίας. Με άλλα λόγια, ενώ οι περισσότεροι, αν όχι όλοι, φαίνεται να αποδέχονται ότι πρέπει να υπάρξει ένας μακρόπνοος –και άρα συναινετικός– σχεδιασμός που θα εντοπίσει και θα σκιαγραφήσει τις βασικές πτυχές ενός προγράμματος οικονομικής ανάπτυξης, ικανού να τοποθετήσει την ελληνική οικονομία ξανά στις ράγες της βιώσιμης και ισχυρής οικονομικής μεγέθυνσης, ο διάλογος αυτός, παρά τις προσπάθειες που έχουν γίνει από πολλούς φορείς, κοινωνικούς εταίρους, επιστημονικά και ερευνητικά κέντρα, δεξαμενές σκέψης, αλλά και πολιτικά κόμματα, δεν έχει οδηγήσει σε ένα συνολικά αποδεκτό εθνικό σχέδιο το οποίο θα ανταποκρίνεται στις τρέχουσες αλλά και πιο πρόσφατες εξελίξεις. Και, φυσικά, ένα σχέδιο για τη μετάβαση σε ένα νέο παραγωγικό πρότυπο προϋποθέτει τη επίτευξη κοινωνικής συνεννόησης.
ΟΛ: Σύμφωνα και με τα αποτελέσματα της μελέτης, σε ποια πεδία εντοπίσατε τα μεγαλύτερα περιθώρια σύγκλισης και κοινωνικής συνεννόησης;
XT: Η ανάλυση της μελέτης επικεντρώθηκε στα κρίσιμα πεδία που επηρεάζουν ουσιαστικά την ανάπτυξη. Υπάρχουν, λοιπόν, πεδία που αφορούν τομείς όπου είναι δυνατή η επίτευξη ευρείας και ισχυρής συναίνεσης, τουλάχιστον στα περισσότερα και βασικότερα ζητήματα που απασχολούν το κάθε πεδίο. Τα πεδία αυτά είναι της δημόσιας διοίκησης, της φορολογικής πολιτικής και φορολογικής διοίκησης, του δικαστικού συστήματος, των αγορών προϊόντων και υπηρεσιών, του χρηματοπιστωτικού συστήματος, των κλάδων με συγκριτικό πλεονέκτημα, της εκπαίδευσης, της έρευνας, της τεχνολογικής αναβάθμισης και καινοτομίας και τέλος της υγείας. Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν θέματα στα οποία η γεφύρωση των υφιστάμενων διαφορετικών προσεγγίσεων αποτελεί ένα εξαιρετικά δύσκολο εγχείρημα –ειδικότερα όταν η συζήτηση υπεισέρχεται σε περισσότερο εξειδικευμένες προτάσεις. Ωστόσο, είναι τα πεδία που υπάρχουν τα μεγαλύτερα περιθώρια κοινωνικής σύγκλισης και συνεννόησης.
OΛ: Ποια είναι, κατά την άποψή σας, τα πιο δύσκολα πεδία για την κοινωνική συνεννόηση;
ΧΤ: Τα πιο δύσκολα πεδία είναι αυτά της αγοράς εργασίας, του συστήματος κοινωνικής προστασίας και κοινωνικής ασφάλισης, καθώς επίσης της αξιοποίησης της κρατικής περιουσίας. Στους τομείς αυτούς εντοπίζονται, σε κάποια από τα επιμέρους ζητήματα, σαφείς διαφοροποιήσεις μεταξύ των κατατεθειμένων απόψεων, με αποτέλεσμα οι συγκλίσεις να φαντάζουν, σε πρώτη ανάγνωση, δυσκολότερες.
OΛ: Η μελέτη είχε τύχη; Πόσο αξιοποιήθηκε από τους κοινωνικούς εταίρους η μελέτη σας;
ΧΤ: Η μελέτη κατατέθηκε, φυσικά, στην ΟΚΕ όπως είχε ζητηθεί. Η επιδίωξη της μελέτης ήταν να αναλύσει τις διαφορετικές απόψεις πάνω σε κρίσιμους τομείς οικονομικής και κοινωνικής δραστηριότητας, όπως αυτές έχουν εκφραστεί κατά καιρούς από εκθέσεις και γνωμοδοτικές αναλύσεις των ίδιων των κοινωνικών εταίρων, των διεθνών οργανισμών, και των ερευνητικών ινστιτούτων, που φιλοδοξούν να αποτελέσουν τμήμα ενός νέου αναπτυξιακού μοντέλου της χώρας. Δυστυχώς, η σύγκλιση σε ένα νέο παραγωγικό υπόδειγμα δεν έχει επιτευχθεί, καθώς, αν και έχουν γίνει αρκετά βήματα και έχουν υπάρξει κοινοί τόποι και παραδοχές σε σχέση με την περίοδο πριν από την κρίση, οι κοινωνικοί εταίροι δεν έχουν καταλήξει σε ένα εθνικό σχέδιο για να βγούμε από την τρέχουσα κατάσταση.
ΟΛ: Η αδυναμία αυτή θεωρείτε ότι είναι χαρακτηριστικό μόνο των κοινωνικών εταίρων ή αποτελεί ευρύτερο χαρακτηριστικό στη χώρα μας;
XT: Δεν θεωρώ ότι πρέπει να το περιορίσουμε σε επίπεδο συνεργασίας και διαλόγου των κοινωνικών εταίρων. Αντίθετα, εκτιμώ ότι είναι μία αδυναμία που χαρακτηρίζει την περίπτωση της χώρας μας, η οποία και έγινε ιδιαίτερα αισθητή όλη αυτή την περίοδο. Μία αδυναμία που αποτυπώθηκε, από την αρχή της κρίσης, στο έλλειμμα ευρύτερης ιδιοκτησίας μιας προσπάθειας εξόδου από την κρίση και αλλαγής του εγχώριου υποδείγματος. Ένα έλλειμμα ιδιοκτησίας που εντοπίστηκε στην αδυναμία κατάρτισης ενός δικού μας σχεδίου, στην αδυναμία επίτευξης μιας μεσοπρόθεσμης συμφωνίας επί των βασικών κατευθύνσεων για μια νέα πορεία της οικονομίας και στην αδυναμία υλοποίησης και ολοκλήρωσης των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων. Όλα αυτά ήταν συχνά φαινόμενα την περίοδο των «μνημονίων», συγκροτώντας το «παράδοξο του ελλείμματος ιδιοκτησίας» ενός οδικού χάρτη για την έξοδο από την κρίση. Και το παράδοξο αυτό είναι ότι ενώ η επιβάρυνση της κοινωνίας αυξανόταν και η «αντιμνημονιακή» ρητορική κέρδιζε στην κοινωνία, η κοινοβουλευτική στήριξη στα «μνημόνια» αυξήθηκε κάθε επόμενο «μνημόνιο». Έτσι, το 1ο «μνημόνιο» το ψήφισαν 2 κόμματα, το 2ο «μνημόνιο» το ψήφισαν 3 κόμματα και το 3ο «μνημόνιο» το ψήφισαν 5 κόμματα.
OΛ: Που θεωρείται ότι οφείλεται, εν τέλει, αυτή η αδυναμία επίτευξης συμφωνίας και συνεννόησης;
ΧΤ: Η κρίσιμη έννοια είναι η εμπιστοσύνη ως συστατικό του κοινωνικού κεφαλαίου. Συγκεκριμένα, οι κοινωνίες που χαρακτηρίζονται από υψηλή ποιότητα του κοινωνικού κεφαλαίου, το οποίο περιλαμβάνει το σύνολο των κανόνων, των νορμών, των αξιών και των αντιλήψεων που διέπουν τη λειτουργία μιας κοινωνίας, είναι και εκείνες που βιώνουν συνθήκες οικονομικής μεγέθυνσης και ευημερίας. Δυστυχώς, η έννοια της εμπιστοσύνης και του κοινωνικού κεφαλαίου είναι αδύναμη στην ελληνική πραγματικότητα, περιορίζοντας τις προοπτικές ευρύτερης κοινωνικής συνεννόησης και συμφωνίας, αλλά και της εγχώριας οικονομικής και παραγωγικής δραστηριότητας. Η απουσία εμπιστοσύνης και διάθεσης συνεργασίας στην ελληνική πραγματικότητα σχετίζεται με το πολύ μικρό μέγεθος της επιχειρηματικής και παραγωγικής δραστηριότητας. Η Ελλάδα έχει το μεγαλύτερο ποσοστό πολύ μικρών επιχειρήσεων, αυτοαπασχολούμενων, αλλά και εργοδοτών σε σχέση με εργαζόμενους. Έτσι, η επιχείρηση που στη χώρα μας χαρακτηρίζεται ως «μικρομεσαία», στην υπόλοιπη Ευρώπη είναι πολύ, πολύ μικρή επιχείρηση. Το πολύ μικρό μεγέθους της ελληνικής επιχείρησης είναι αυτό που δεν της επιτρέπει να μειώσει το κόστος παραγωγής, να καινοτομήσει και να εξάγει σε μεγάλες ποσότητες και προς μεγάλες αγορές. Δηλαδή, να διαμορφώσει τις προϋποθέσεις βιώσιμης ανάπτυξης και κοινωνικής ευημερίας.
ΟΛ: Και πως μπορεί να αντιμετωπιστεί αυτή η παθογένεια;
ΧΤ: Το ζητούμενο είναι η πολιτεία να διαμορφώσει τα θεσμικά δεδομένα και πλαίσια που θα ενδυναμώσουν την εμπιστοσύνη εντός της κοινωνίας και των φορέων, θα προωθήσουν -ουσιαστικά- τη συνεργασία και συμφωνία των κοινωνικών εταίρων και θα διαμορφώσουν τις συνθήκες και τα κίνητρα για ένα σύγχρονο «συνεταρίζεσθαι».
Άλλωστε, βασικό προαπαιτούμενο για τη διαμόρφωση ενός εθνικού σχεδίου για τη μετάβαση σε ένα νέο παραγωγικό πρότυπο αποτελεί η ύπαρξη κοινωνικής συνεννόησης και διάθεσης δημιουργικής σύνθεσης –συχνά ακραία– αντιτιθέμενων απόψεων. Εν ολίγοις, απαιτείται όλοι, κοινωνικοί εταίροι και φορείς, πολιτικά κόμματα, οικονομικοί και παραγωγικοί δρώντες, να κινηθούν πέρα από επιμέρους μικροσυμφέροντα και ιδεοληψίες και να προτάξουν ως βασικό κριτήριο και ζητούμενο το ευρύτερο κοινωνικό και εθνικό συμφέρον !