Η μία κρίση διαδέχεται την άλλη. Πριν καν σβήσουν τα ίχνη της οικονομικής κρίσης και της πανδημίας, ήρθε ο πόλεμος στην Ουκρανία. Κι ενώ ακόμη μετράμε τις επιπτώσεις του ενεργειακού σοκ, ξεσπούν κύματα ακρίβειας, γεωπολιτικές αναταράξεις και ακραία φυσικά φαινόμενα. Από τις καταστροφικές πλημμύρες στη Γερμανία και τη Λιβύη, μέχρι τις εκτεταμένες πυρκαγιές στον Καναδά, την Ελλάδα, την Ιταλία, την Ισπανία· από την ανυδρία και τις ξηρασίες της Γαλλίας έως τους καύσωνες στην Ινδία και την Κίνα – οι κρίσεις δεν είναι πια ασυνήθιστες. Αποτελούν ένα διαρκές υπόβαθρο. Και, αν η αστάθεια συνιστά νέα συνθήκη, το ερώτημα είναι πώς χτίζουμε σταθερές που αντέχουν και οδηγούν στην εξέλιξη;
Στο παρόν άρθρο επιχειρούμε να ανιχνεύσουμε τρόπους «συμβίωσης» με τα δεδομένα που διαμορφώνουν οι κρίσεις με αναφορά στις έννοιες της ανθεκτικότητας και της ελευθερίας. Αυτό δεν υποδηλώνει ότι οι κρίσεις δεν έχουν σημασία, αλλά ότι δεν είναι η μοναδική δύναμη που αλλάζει τον κόσμο. Οι κρίσεις αποτελούν ένα πλαίσιο, μια κατάσταση που εκθέτει τις επιλογές μας και την αντίδρασή μας. Η ανθρώπινη επιλογή, συνεπώς, ο τρόπος που επιλέγουμε να αντιμετωπίσουμε τις δυσκολίες, είναι αυτό που καθορίζει τον τελικό αποτέλεσμα και την εξέλιξη. Μπορούμε να επιλέξουμε να υποχωρήσουμε, να αφεθούμε στην κατάσταση ή να αντιδράσουμε δημιουργικά, να ανακαλύψουμε ευκαιρίες και να διαμορφώσουμε το μέλλον. Ένα παράδειγμα αυτού είναι η αντίδραση των ανθρώπων στην κρίση του COVID-19, ανεξαρτήτως από αίτια, ενδεχόμενες αμφιβολίες, λογικούς φόβους και αμφισβητήσεις. Η κρίση υπήρξε, αλλά οι επιλογές των ατόμων να συνεργαστούν, να τηρήσουν τα μέτρα, να βοηθήσουν τους άλλους, ήταν αυτές που επηρέασαν κυρίαρχα την πορεία της πανδημίας και το αντίκτυπο της στην κοινωνία.
Ας ξεκινήσουμε από το γενικό πλαίσιο, λοιπόν: Το πραγματικό πρόβλημα δεν είναι μόνο η συχνότητα των κρίσεων, είναι ότι αρχίζουμε να τις θεωρούμε αναπόφευκτες. Ο εθισμός στο «έκτακτο» διαβρώνει την ικανότητα για συλλογική ανάγνωση του παρόντος. Η κοινωνία εγκλωβίζεται ανάμεσα στην κόπωση και την αναμονή, παρακολουθώντας μάλλον παθητικά μια αλυσίδα γεγονότων που μοιάζει αδιάκοπη. Κι όμως, ίσως ακριβώς αυτή η φαινομενική μονιμότητα να κρύβει μια άλλη δυνατότητα. Αν η «επιστροφή στην κανονικότητα» είναι μια ψευδαίσθηση, τότε ίσως ήρθε η ώρα να πάψουμε να την κυνηγάμε. Να σταθούμε μέσα στην κρίση όχι θεατές μιας διαρκούς απειλής, αλλά δρώντα υποκείμενα μιας συνεχούς πρόκλησης. Όχι για να συμβιβαστούμε με την αστάθεια, αλλά για να σχεδιάσουμε μέσα σε αυτή, με πρόνοια, φαντασία και συλλογική αντοχή. Γιατί η κρίση, όσο κι αν τραυματίζει, μπορεί και να μετασχηματίζει. Φτάνει να την αναγνωρίσουμε ως αφετηρία και όχι ως τέλος.
Μετά τη διαχείριση, σχέδιο και προοπτική
Καθώς η κρίση εγκαθίσταται ως δομική συνθήκη, το κρίσιμο ερώτημα δεν είναι πια πώς θα ανταποκριθούμε, αλλά πώς θα επανασχεδιάσουμε. Αντί να κυνηγάμε τη σταθερότητα σαν «χαμένη πατρίδα», χρειάζεται να χτίσουμε μια νέα: όχι πάνω στην ψευδαίσθηση του ελέγχου, αλλά στην πρόνοια, την ευελιξία και τη μακροχρόνια οργάνωση. Στην πράξη, βεβαίως, οι περισσότερες θεσμικές αντιδράσεις παραμένουν βραχυπρόθεσμες. Αντιμετωπίζουν το ήδη συμβάν, όχι το επερχόμενο. Αντί να προετοιμάζουν, αποκαθιστούν. Αντί να προβλέπουν, περιορίζονται να επικοινωνούν. Η πολιτική διαχείριση εξακολουθεί να λειτουργεί με όρους «αποκατάστασης» και «υποστήριξης», όχι με όρους πρόληψης, συμμετοχικής εγρήγορσης.
Στην Ελλάδα, για παράδειγμα, μετά από κάθε πλημμύρα ή φωτιά, κινητοποιούνται μηχανισμοί αποζημίωσης, κατατίθενται υποσχέσεις και θεσπίζονται έκτακτα μέτρα. Ωστόσο, βασικές υποδομές συχνά παραμένουν ημιτελείς, οι θεσμοί λειτουργούν με καθυστερήσεις και οι παρεμβάσεις σχεδιάζονται εκ των υστέρων και, πάντως, όχι με βάση μακροπρόθεσμο ορίζοντα. Πρόκειται για ένα διαχρονικό έλλειμμα στρατηγικής συνέχειας και θεσμικής μνήμης. Το «μετά την κρίση» δεν χαρακτηρίζεται από κουλτούρα πρόληψης και αποτροπής νέων ζημιογόνων συμβάντων. Είναι αλήθεια πως και άλλες χώρες έχουν υποπέσει επανειλημμένα σε παρόμοια λάθη. Το σημαντικό είναι ότι ορισμένες από αυτές κατάφεραν -έστω και αργά- να δημιουργήσουν μηχανισμούς πολιτικής μάθησης.
Η Γαλλία, μετά τον καταστροφικό καύσωνα του 2003 που στοίχισε πάνω από 15.000 ζωές, θέσπισε το Plan Canicule, ένα εθνικό σχέδιο θερμικής προστασίας που εφαρμόζεται και επικαιροποιείται κάθε χρόνο. Έτσι, το Plan Canicule 2024, όπως και οι προηγούμενες εκδοχές του, ενεργοποιείται κλιμακωτά ανάλογα με τις προβλέψεις και τους δείκτες επικινδυνότητας, περιλαμβάνοντας ειδικά μέτρα για ηλικιωμένους, ευάλωτες ομάδες, σχολεία και εργαζομένους, ενώ συνοδεύεται από διαρκή ενημέρωση και δημόσια καμπάνια ευαισθητοποίησης. Παρά τα όριά του και τις προκλήσεις εφαρμογής, αποτελεί παράδειγμα θεσμικής επιμονής: η κρίση δεν αντιμετωπίζεται ως παρένθεση, αλλά ως μακροχρόνια πρόκληση που απαιτεί συνεχή επαγρύπνηση και κοινωνική συμμετοχή.
Πέρα από το σχέδιο θερμικής προστασίας, η Γαλλία παρουσίασε στον τρέχοντα χρόνο και το τρίτο εθνικό σχέδιο προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή, με στόχο την προετοιμασία της χώρας για ένα σενάριο ανόδου της θερμοκρασίας έως και 4°C μέχρι το 2100. Το σχέδιο αυτό, βασισμένο σε επιστημονικές προβλέψεις και εμπλουτισμένο με περίπου 6.000 συμβολές από πολίτες και φορείς, καλύπτει ένα ευρύ φάσμα μέτρων: από προσαρμοσμένα ωράρια εργασίας και ασφαλιστικές καλύψεις σε περιοχές υψηλού κινδύνου, έως τον σχεδιασμό κατοικιών και υποδομών ανθεκτικών σε παρατεταμένους καύσωνες. Η Γαλλίδα υπουργός Ενεργειακής Μετάβασης, Agnès Pannier-Runacher, ανέφερε χαρακτηριστικά: «Ας εμπνευστούμε από χώρες όπως η Ελλάδα που ήδη το κάνουν», αναφερόμενη σε μέτρα προστασίας εργαζομένων κατά τη διάρκεια καυσώνων. Δεν πρόκειται για μια γενική φιλοφρόνηση. Η ρητή αναφορά στην Ελλάδα ως πρότυπο πολιτικής προσαρμογής, σε ένα διεθνές πλαίσιο που συνήθως την κατατάσσει στις «προβληματικές» χώρες, αποτελεί δημόσια αναγνώριση μιας άλλης δυνατότητας: ότι η προσαρμογή δεν είναι αδυναμία, είναι ενεργή στρατηγική, η οποία μπορεί να αποτελέσει πηγή έμπνευσης, ακόμη και για κράτη με μεγαλύτερη διοικητική ισχύ.
Αντίστοιχα, η Ισπανία τα τελευταία χρόνια αναθεώρησε τα πρωτόκολλα προστασίας των εργαζομένων, υποχρεώνοντας τους εργοδότες να διακόπτουν την εργασία όταν η θερμοκρασία υπερβαίνει τα όρια ασφαλείας. Δεν περίμεναν την επόμενη κρίση για να δράσουν, έδρασαν πάνω στην εμπειρία της προηγούμενης. Η διαφορά δεν είναι ποσοτική. Έχει να κάνει με τον προσανατολισμό. Η πολιτική που έχει ως στόχο τη διαχείριση απλώς των συνεπειών είναι αμυντική. Η πολιτική που σχεδιάζει εκ των προτέρων, μαζί με την κοινωνία, είναι προτρεπτική. Δεν περιορίζεται στο να «αντιδρά», διεκδικεί να επανεφεύρει το κοινό μέλλον.
Η φαντασία ως «γνώση» και απαραίτητη υποδομή
Η ανθεκτικότητα δεν είναι αποκλειστικό προνόμιο ανεπτυγμένων χωρών, ούτε ζήτημα τεχνολογικής υπεροχής. Δεν απορρέει μόνο από την ύπαρξη πόρων, αλλά κυρίως από την ύπαρξη προσανατολισμού: την ικανότητα μιας κοινωνίας να σχεδιάζει για το μέλλον, όχι απλώς να απορροφά το παρόν.
Το 2021, η Πολιτεία του Τέξας στις ΗΠΑ βίωσε την κατάρρευση του ενεργειακού της συστήματος μπροστά σε ένα κύμα ψύχους. Όχι επειδή της έλειπαν οι τεχνικές δυνατότητες, αλλά επειδή δεν υπήρχε σχεδιασμός για ακραίες συνθήκες, ούτε πρόνοια για διασύνδεση με γειτονικά δίκτυα. Το πρόβλημα δεν ήταν η έλλειψη μέσων, αλλά η έλλειψη φαντασίας. Αντίστοιχα, οι συνέπειες των φονικών σεισμών στην Τουρκία το 2023 δεν οφείλονταν στην απουσία τεχνικής γνώσης, αλλά στη διαφθορά στον κατασκευαστικό τομέα και στην αδυναμία εφαρμογής των υπαρχόντων κανονισμών. Ο σεισμός δεν μπορεί να αποφευχθεί· η κατάρρευση όμως μπορεί, όταν η πολιτεία επιλέγει να προνοήσει αντί να υπεκφύγει και να σιωπήσει. Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν κοινωνίες που έχουν καταφέρει να ενσωματώσουν θαυμάσια την έννοια της ανθεκτικότητας στον πυρήνα της λειτουργίας τους, όχι μόνο θεσμικά, αλλά πολιτισμικά.
Η Ιαπωνία δεν αντιμετωπίζει τον σεισμό ως έκτακτο γεγονός. Τον αναγνωρίζει ως μόνιμη γεωγραφική συνθήκη και γι’ αυτό τον έχει εντάξει στη συλλογική της παιδεία: από την προσχολική ηλικία, τα παιδιά μαθαίνουν πώς να αντιδρούν, πού να καταφύγουν, πώς να προστατευθούν. Τα σχολικά κτίρια σχεδιάζονται με πρωταρχικό κριτήριο τη σεισμική ασφάλεια, όχι το κόστος κατασκευής.
Η Νέα Ζηλανδία, μετά τους σεισμούς του Christchurch, άλλαξε ριζικά τους πολεοδομικούς της κανόνες και καθιέρωσε συμμετοχικά προγράμματα αποκατάστασης: οι ίδιοι οι πολίτες συμμετείχαν στον σχεδιασμό των νέων γειτονιών, με στόχο όχι μόνο την ασφάλεια, αλλά και την κοινωνική συνοχή.
Η Βαρκελώνη, τέλος, δεν περίμενε μια καταστροφή για να δράσει. Με το καινοτόμο μοντέλο των «υπερτετραγώνων» (superblocks), ολόκληρες γειτονιές σχεδιάζονται εκ νέου για να είναι πιο φιλικές προς το κλίμα, τον άνθρωπο, την κινητικότητα, τη δημόσια ζωή. Η παρέμβαση ήταν προληπτική, όχι αποκαταστατική.
Αυτό που διακρίνει τα προαναφερθέντα παραδείγματα δεν είναι ο πλούτος ή η τεχνολογική τους εξέλιξη. Είναι η διαρκής επένδυση σε μια διαφορετική λογική σχεδιασμού: η ανθεκτικότητα δεν νοείται ως διαχείριση εκτάκτου ανάγκης, αλλά ως σταθερή προτεραιότητα ενός άλλου τρόπου ζωής.
Η δύναμη της εμπιστοσύνης και του «μαζί»
Πίσω από κάθε επιτυχημένο ή αποτυχημένο παράδειγμα διαχείρισης κρίσης, υπάρχει κάτι λιγότερο ορατό, αλλά εξίσου καθοριστικό: η κοινωνική κουλτούρα. Η ανθεκτικότητα δεν είναι απλώς τεχνική ικανότητα ή κυβερνητική απόφαση. Είναι το αποτέλεσμα ενός ευρύτερου πολιτισμικού οικοδομήματος, που καθορίζει πώς μια κοινωνία αντιλαμβάνεται τον κίνδυνο, τον χρόνο και τη συλλογική της ταυτότητα.
Σε κοινωνίες όπου κυριαρχεί η δυσπιστία, η παραίτηση ή η αίσθηση εγκατάλειψης από το κράτος, καμία θεσμική πολιτική δεν αρκεί. Η πιο καλά σχεδιασμένη στρατηγική αποτυγχάνει όταν δεν υπάρχει σχέση εμπιστοσύνης ανάμεσα στην πολιτεία και τους πολίτες· όταν οι θεσμοί δεν γίνονται αντιληπτοί ως κοινή υπόθεση αλλά ως ξένος μηχανισμός. Η ανθεκτικότητα, σε τέτοια περιβάλλοντα, διαρρηγνύεται πριν ακόμη ενεργοποιηθεί.
Αντίθετα, εκεί όπου υπάρχει δημοκρατική εμπιστοσύνη, ενεργός συμμετοχή και κοινή ευθύνη, αναπτύσσονται τα δομικά «αντισώματα» της κοινωνικής ανθεκτικότητας. Δεν εξαλείφουν τις κρίσεις, αλλά δημιουργούν το έδαφος για να αντιμετωπίζονται με ψυχραιμία, με αλληλεγγύη, με προσαρμοστικότητα. Η συνοχή γίνεται εργαλείο πρόληψης. Και η παιδεία, εργαλείο συνείδησης. Η εκπαίδευση παίζει κρίσιμο ρόλο: όχι απλώς ως μετάδοση πληροφοριών, αλλά ως καλλιέργεια νοητικής και συναισθηματικής ετοιμότητας. Το να κατανοεί κάποιος πολύπλοκα φαινόμενα, να διαβάζει τα σήματα κινδύνου, να συμμετέχει ενεργά στη διαμόρφωση λύσεων, δεν είναι πολυτέλεια. Είναι προϋπόθεση δημοκρατικής επιβίωσης.
Όταν η κρίση παρουσιάζεται ως κάτι ξαφνικό, εξωγενές, ακατανόητο, η κοινωνία παραλύει. Όταν κατανοείται ως κομμάτι μιας συλλογικής και εξελισσόμενης συνθήκης, τότε υπάρχει περιθώριο επεξεργασίας και δράσης.
Σε τελική ανάλυση, η ανθεκτικότητα είναι τόσο πολιτική όσο και πολιτισμική. Δεν εξαρτάται μόνο από τις αποφάσεις των κυβερνήσεων, αλλά και από την αντίληψη που έχει μια κοινωνία για τον εαυτό της. Αν αισθανόμαστε μόνοι, είμαστε ευάλωτοι. Αν αισθανόμαστε μέλη μιας σχέσης, μιας κοινότητας, μιας αλληλεξάρτησης, μπορούμε να σταθούμε πιο σταθερά μέσα στην αστάθεια. Η κρίση διασπά. Η ανθεκτικότητα επανασυνδέει.
Και τώρα τι;
Η αβεβαιότητα έγινε η νέα μας σταθερά. Κάθε κρίση διαδέχεται την προηγούμενη, αφήνοντας πίσω εξάντληση και αδράνεια. Αλλά υπάρχει κι άλλος δρόμος: από την παθητικότητα στη συνείδηση, από τη διαχείριση στον ανασχεδιασμό.
Αν η κρίση είναι η νέα μας κανονικότητα, τότε το ζητούμενο δεν είναι να τη «νικήσουμε» – αλλά να μάθουμε να ζούμε μαζί της χωρίς να μας διαβρώσει. Δεν αρκεί να επιβιώνουμε από τη μία κρίση στην άλλη. Χρειάζεται να εγκαθιδρύσουμε μια κουλτούρα ζωής που αντέχει, που προβλέπει, που συνδέει.
Η ανθεκτικότητα δεν είναι τεχνική υπόθεση. Είναι πολιτισμική στάση, είναι η επιλογή να προετοιμαζόμαστε πριν χρειαστεί, να επενδύουμε πριν χαθούμε, να πράττουμε χωρίς να περιμένουμε την εντολή. Κι ίσως το πιο σημαντικό: να χτίζουμε κοινότητες που δεν περιμένουν την κρίση για να λειτουργήσουν. Γιατί μόνο εκεί ξεκινά στ’ αλήθεια το «μετά».
Αν οι κρίσεις είναι, πλέον, η σταθερά της ζωής και όχι η εξαίρεση, τότε δεν έχει νόημα να συνεχίσουμε να μιλάμε για «επιστροφή στην κανονικότητα». Το ζητούμενο δεν είναι να ξεφύγουμε από την κρίση, αλλά να πάψουμε να ζούμε σαν να είμαστε πάντα στην αναμονή του επόμενου χτυπήματος.
Η ανθεκτικότητα δεν είναι μηχανισμός. Δεν είναι σχέδιο ανάγκης. Είναι στάση απέναντι στον χρόνο και στον άλλον. Σημαίνει να βλέπεις μπροστά χωρίς να τρέχεις πίσω από τα γεγονότα. Σημαίνει να χτίζεις εμπιστοσύνη πριν τη χρειαστείς, να εκπαιδεύεσαι χωρίς να έχεις πληγεί ακόμη, να επενδύεις όταν όλα μοιάζουν ήσυχα.
Υπ’ αυτήν την έννοια, το «μετά» δεν είναι μια χρονική στιγμή, αλλά μια συνθήκη που αποφασίζουμε να οικοδομήσουμε. Όχι με επικοινωνιακή διαχείριση, αλλά με πολιτική φαντασία. Όχι για να επιστρέψουμε στο χτες, αλλά για να προλάβουμε το αύριο προτού μας ξεπεράσει. Και αν η κρίση είναι πια ο μόνιμος «συνοδοιπόρος», τότε ίσως το μόνο που απομένει είναι να οργανωθούμε, προκειμένου να σχεδιάζουμε κατά περίπτωση πριν να είναι αργά. Συνεπώς:
– Η κρίση είναι ένα πλαίσιο, ένα γεγονός, αλλά δεν είναι η μοναδική δύναμη που αλλάζει τον κόσμο.
– Οι επιλογές και ο τρόπος που ζούμε μέσα στις κρίσεις είναι αυτές που διαμορφώνουν το μέλλον.
– Η ανθεκτικότητα, η απόφαση για δημιουργία και η δύναμη της ανθρώπινης επιλογής είναι τα στοιχεία που μεταμορφώνουν τον κόσμο.