Ενώ πλησιάζω τα 60 χρόνια δημοσιογραφικής ζωής και έχω θητεύσει σε όλες τις μορφές μέσων μαζικής επικοινωνίας (Εφημερίδες, περιοδικά, TV, ραδιόφωνο και διαδίκτυο), πείθομαι όλο και περισσότερο ότι η δημοσιογραφία όπως τη διδάχθηκα από τους θείους μου του «Νεολόγου Πατρών», τους δασκάλους μου στο Πανεπιστήμιο της Λίλλης και κορυφαίους Ευρωπαίους δημοσιογράφους με τους οποίους συνεργάστηκα (Ρεβέλ, Σεμπρούν, Φοντέν, Σρεμπέρ, κ.α.) φθάνει στο τέλος της.
Το θέμα είναι εξόχως σοβαρό. Διότι, μια από τις εξουσίες που ύψιστο καθήκον της είναι να στηρίζει και να ελέγχει το δημοκρατικό γίγνεσθαι ενός κράτους δικαίου, δυστυχώς παραπαίει. Ακόμα χειρότερα, ενίοτε γελοιοποιείται…
Νέοι τρόποι ενημέρωσης
Αυτό είναι το ένα σκέλος του όλου θέματος. Το άλλο, έγκειται στο γεγονός ότι στην ψηφιακή εποχή που ζούμε, στο χώρο των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, κάθε πολίτης μπορεί πλέον να ασκήσει δημοσιογραφία. Μπορεί γραπτώς, προφορικώς και δια της εικόνας να μεταφέρει ειδήσεις, να σχολιάσει, να εκβιάσει, να προσηλυτίσει, να παραπλανήσει και να ενημερώσει χιλιάδες, αν όχι και εκατομμύρια άλλους πολίτες στα πέρατα της γης, μέσα σε λίγα λεπτά. Όλα αυτά έχουν συμβάλλει στο να δημιουργηθεί ένα πρωτόγνωρο δημοσιογραφικό και μιντιακό πεδίο, το οποίο με ταχύτητα μεταβάλλει τους τρόπους και τα μέσα ενημέρωσης του πολίτη.
Αλλάζει, έτσι και η δημοσιογραφία στους κόλπους της οποίας παρατηρούνται νέα φαινόμενα, που είναι:
- Οι πηγές πληροφόρησης για το ίδιο θέμα είναι ποικίλες και σπάνια, πλέον, μια είδηση πηγάζει από μια μοναδική πηγή.
- Οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές και το Διαδίκτυο επιτρέπουν ταχύτατες προσβάσεις σε αρχεία και τράπεζες δεδομένων, πράγμα αδιανόητο στο παρελθόν.
- Ο δημοσιογράφος, στο μέτρο που δεν γνωρίζει καλά ένα θέμα γελοιοποιείται και, τελικά, εγκαταλείπεται από το κοινό.
- Η εγκυρότητα της σύγχρονης δημοσιογραφίας έγκειται στο κατά πόσον έχει ενσωματωθεί στις κοινωνίες της γνώσης και σε ποιο βαθμό γνωρίζει τα αντικείμενα και θέματα που επεξεργάζεται. Οι καιροί είναι, έτσι, κακοί για τους ερασιτέχνες, τους αμαθείς ή ημιμαθείς και τους αρπακολλατζήδες.
Η ψηφιοποίηση της δημοσιογραφίας, αλλά και του κοινωνικού ιστού, στην ουσία καταργεί τα εκδοτικά προνόμια και επιτρέπει σ’ όποιον θέλει να γίνει εκδότης – δημοσιογράφος. Ακόμα, μέσω του διαδικτύου, πολλοί δημοσιογράφοι έχουν τη δυνατότητα διασύνδεσής τους και, άρα, μπορούν να δημιουργούν υψηλής εξειδίκευσης συνεταιρισμούς ειδήσεων, ρεπορτάζ, αναλύσεων και σχολίων. Λίγοι δημοσιογράφοι, σήμερα, μπορούν να εκδίδουν πολυσέλιδες εφημερίδες ή μεγάλα περιοδικά και να έχουν ψηφιακά ραδιόφωνα και Web TV.
Όλο και περισσότερο, επίσης, η δημοσιογραφική τηλεργασία θα μεταβάλει τις εργασιακές σχέσεις και θα ενισχύει τον αριθμό των αυτοαπασχολούμενων δημοσιογράφων (freelancers), οι οποίοι, ήδη, στην Ευρώπη ξεπερνούν τις 60.000.
Η ψηφιακή τηλεόραση είναι από την πλευρά της η αφετηρία μιας συγκλονιστικής επικοινωνιακής και δημοσιογραφικής επανάστασης, η οποία μόλις άρχισε.
Πολλές, πια, οι πηγές
Στο παρελθόν, οι εφημερίδες λειτουργούσαν στη βάση της δημοσίευσης λίγων ειδήσεων για πολλούς. Σήμερα, κινούνται στη λογική της κάλυψης πολλών θεμάτων για …λίγους. Επιβεβαιώνεται, έτσι, η τάση του περάσματος από τη μεταφορά μαζικών πληροφοριών στην επεξεργασία αμέτρητων εξειδικευμένων ειδήσεων, που προέρχονται από πολλές πηγές.
Οι αλλαγές στα μέσα μαζικής επικοινωνίας συμβαδίζουν με τεράστιες μεταβολές στο επίπεδο του κοινού, δηλαδή, των αποδεκτών ειδήσεων, πληροφοριών και λοιπών δημοσιογραφικών «προϊόντων».
Στις νέες συνθήκες, το ζητούμενο για μια εφημερίδα ή για ένα περιοδικό, δεν είναι το πώς θα γεμίζει λευκές σελίδες με φτηνή δημοσιογραφική ύλη, αλλά σε ποιο βαθμό το δημοσιογραφικό υλικό είναι καλά επεξεργασμένο. Παρατηρείται, δηλαδή και στη δημοσιογραφία το ίδιο φαινόμενο, που, από οικονομικής πλευράς, σημειώθηκε στη γεωργία. Ο σύγχρονος καταναλωτής, σε αντίθεση με τον παλαιό, θέλει να καταναλώνει επεξεργασμένα είδη διατροφής και όχι χύδην αγροτικά προϊόντα.
Προτιμάει τις όμορφες και ενημερωτικές συσκευασίες και όχι την προχειρότητα και τους φτηνούς ερασιτεχνισμούς. Από την πλευρά τους, οι δημοσιογράφοι αντλούν, σήμερα, πληροφορίες από το Internet, από παγκόσμια καλωδιακά δίκτυα, από εξειδικευμένες εταιρίες έρευνας αγοράς και κατηγοριακού μικρο-μάρκετινγκ, από τράπεζες δεδομένων που διαθέτουν στοιχεία 50 ετών, από ηλεκτρονικά αποκόμματα τύπου και, βέβαια, από επίσημες κυβερνητικές και μη πηγές. Παρατηρείται, δηλαδή, υπεραφθονία δημοσιογραφικών πηγών, η οποία ανατρέπει όλες τις παραδοσιακές μορφές δημοσιογραφικές έρευνας.
Ας σημειωθεί ότι, πρόσφατα, στις ΗΠΑ, δημοσιογράφος που θέλησε να κάνει μια έρευνα για της φυλετικές διακρίσεις, δέχτηκε από ένα εξειδικευμένο γραφείο 9 δισκέτες με 53 εκατομμύρια bites πληροφοριών και ήταν, πλέον, θέμα δικό του η επεξεργασία, ανάλυση και παρουσίαση του υλικού αυτού στη μορφή δημοσιογραφικής έρευνας. Περιττό να τονιστεί ότι αυτή η δυνατότητα άντλησης πληροφοριών οδηγεί σ’ ένα άλλο νέο δημοσιογραφικό φαινόμενο, αυτό της εντατικής επεξεργασίας (processing intensify).
Η τελευταία, σπάνια στο παρελθόν, σήμερα αποτελεί κοινό τόπο και γι’ αυτό οι δημοσιογράφοι προσπαθούν να βρουν μέσα από τη διαδικασία αυτή ποια προστιθέμενη αξία μπορούν ν’ αντλήσουν.
Η εν λόγω εξέλιξη, όμως, μεταβάλλει και τις βασικές δημοσιογραφικές δεοντολογικές αρχές. Παλαιοτέρα, όταν οι δημοσιογράφοι ήταν απλοί μεταφορείς ειδήσεων, προείχε η ουδέτερη στάση τους απέναντι στην είδηση. Η ουδετερότητα αυτή, στις σημερινές συνθήκες, είναι αντίθετη με την εντατική επεξεργασία πληθώρας πληροφοριών, διότι ο δημοσιογράφος έχει, πλέον, κολοσσιαίες δυνατότητες επιλογής πηγών.
Γι’ αυτό το λόγο, αρκετοί δημοσιογράφοι υποστηρίζουν ότι η πολυπλοκότητα των γεγονότων που συνθέτουν είδηση και οι τρόποι κάλυψης της επικαιρότητας κάνουν, σχεδόν, αδύνατη την αντικειμενικότητα, μια έννοια που θα πρέπει, ως εκ τούτου, να εγκαταλειφθεί. Ωστόσο, η άποψη αυτή αμφισβητείται από άλλους δημοσιογράφους, μεταξύ των οποίων και ο υπογράφων, οι οποίοι υποστηρίζουν ότι η δυσκολία της επίτευξης ενός στόχου δεν σημαίνει ότι ο τελευταίος παύει να υπάρχει και, άρα, δεν θα πρέπει ν’ αναζητείται για να επιτευχθεί. Κατά την άποψή μας, μπροστά στα φαινόμενα που περιγράφουμε, ο δημοσιογράφος καθήκον έχει να ψάχνει να βρει νέες αρχές πιο εξειδικευμένης και εκλεπτυσμένης αντικειμενικότητας, που θα πειθαρχεί την επεξεργαστική διαδικασία.
Επιστήμη στη δημοσιογραφία
Και από την άποψη αυτή, ένα χρήσιμο πρότυπο, για την απαιτούμενη νέα αντικειμενικότητα, θα μπορούσε να αναζητηθεί στη διαδικασία των επιστημονικών μεθόδων. Στοιχεία από τις τελευταίες μπορούν να γίνουν και χρήσιμα δημοσιογραφικά εργαλεία, αρκεί βέβαια οι δημοσιογράφοι να θέλουν, να μπορούν και να επιδιώκουν να χρησιμοποιήσουν. Η επιστήμη είναι εξ ορισμού αντικειμενική και οι κανόνες που χρησιμοποιεί για την ανακάλυψη και κατανομή της αλήθειας μπορούν να χρησιμοποιηθούν και για την ικανοποίηση των νέων δημοσιογραφικών αναγκών. Εκείνων, βέβαια, της σοβαρής και υπεύθυνης δημοσιογραφίας.
Έτσι, στις νέες συνθήκες, η νέα δημοσιογραφία, στην καταγραφή, ανάλυση και διερεύνηση των γεγονότων θα πρέπει να εφαρμόζει πρώτον τις επιστημονικές αρχές της υπόθεσης απόδειξης/επαλήθευσης ή και διάψευσης. Θα πρέπει, επίσης, να αναζητεί ο σύγχρονος δημοσιογράφος, κατά το Αριστοτελικό πρότυπο, την «άκρη». Το να σκέπτεται ή να εξετάζει κανείς το κάθε γεγονός από την αρχή και έως την άκρη και πάλι από τη αρχή και πάλι έως την άκρη, αυτό θα πει προβληματισμός. Και ο τελευταίος είναι το χαρακτηριστικό του ανθρώπινου «λόγου», δηλαδή μια ειδική διάσταση του στοχασμού. Μια τέτοια επίπονη και ατέλειωτη διαδικασία έχει τεράστιο ηθικό νόημα, ταυτόχρονα, όμως πλάθει και την αντίληψη για την πραγματικότητα που πρέπει να επεξεργαστεί ο δημοσιογράφος.
Συμπέρασμα…
Εννοείται ότι εκείνος που επιχειρεί και κατορθώνει να εκτελέσει το έργο τούτο, σε μεγάλο βαθμό, μπορεί να συλλαμβάνει και να διατυπώνει αλήθειες με σημασία. Στη νέα δημοσιογραφία, όμως, κύριο γνώρισμα αυτής της τελικής της μορφής, θα πρέπει να είναι η παροχή της δυνατότητας και σε τρίτους να επαληθεύσουν και αυτοί τα όσα γράφει ή λέει ο δημοσιογράφος. Πρόκειται για το φαινόμενο της replicability, ήτοι της διπλο-τυπικής δημοσιογραφίας, η οποία, κατά τη γνώμη μας, δεν αποκλείεται να συνιστά και προωθημένη μορφή Δημοκρατίας.
Στο πλαίσιο των παραπάνω εξελίξεων, το να κατατάσσεται η Ελλάδα από μια θολή δημοσιογραφική οργάνωση -με ακροδεξιό Γάλλο δημοσιογράφο πρόεδρο της όταν ιδρύθηκε- στην 108η παγκόσμια θέση της ελευθερίας του τύπου, μετά το Μπουρούντι, στυγνή δικτατορία, είναι λίαν επιεικώς ΓΕΛΟΙΑ. Ακόμα γελοιότεροι, δε και οι εμπνευστές της. Πλην όμως, η κατάταξη αυτή, στην εποχή που έγινε, εξυπηρετεί εντός και εκτός Ελλάδος, αυτούς που θέλουν να τσαλακώσουν το γόητρο και το κύρος της χώρας. Η σημερινή Ελλάδα, κάποιους στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο τους ενοχλεί. Στο δε εσωτερικό της, κάποιους άλλους, έχει καταλάβει ποιοι είναι και τι θέλουν και τους αγνοεί…