Max Ernst – Europe After the Rain II (1942).
Υπάρχει κάτι θεμελιώδες, σχεδόν αρχέγονο, στην ανθρώπινη ροπή προς την φαντασία ενός «άλλου» κόσμου. Σαν να μη μας αρκεί το παρόν, σαν να υπάρχει πάντα μια υποψία πως τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι αλλιώς – καλύτερα, δικαιότερα, ομορφότερα, ειλικρινέστερα. Η ουτοπία συνιστά την έκφραση τούτης της υποψίας. Όχι ως άπιαστο, φευγαλέο όνειρο, ως χίμαιρα, μα ως τρόπος θέασης του παρόντος με βλέμμα που δεν υποτάσσεται, που δεν συμβιβάζεται με τα κακώς κείμενα. Βέβαια, στην εποχή μας η ίδια η πράξη του να ονειρεύεσαι έναν άλλο κόσμο μοιάζει καθαυτή εκτός τόπου και χρόνου. Ο ρεαλισμός έχει εξελιχθεί σε δόγμα, ο κυνισμός σε αρετή, ενώ η φαντασία θεωρείται πολυτέλεια ή παιδική αφέλεια. Και όμως, όπως έλεγε ο Ερνστ Μπλοχ, «το να ελπίζεις δεν είναι ελάττωμα – είναι ο πυρήνας της ανθρώπινης αξιοπρέπειας». Η ουτοπία δεν είναι, λοιπόν, πολυτέλεια, αλλά ανάγκη. Διότι δίχως ελπίδα, δεν υπάρχει συνείδηση του χρόνου – και χωρίς χρόνο, δεν υπάρχει ιστορία. Μόνο μια ατέρμονη και ανούσια -επουδενί κιρκεγκωριανή– επανάληψη.
Από την Πολιτεία του Πλάτωνα έως τα κοινόβια των Αναβαπτιστών και από τη «Γη της Επαγγελίας» μέχρι την Κομμούνα του Παρισιού, η ουτοπική σκέψη τροφοδοτείται από υπαρξιακές και κοινωνικές εντάσεις. Οι πρώτες ουτοπίες συχνά ήταν θρησκευτικές: ο Παράδεισος μετά θάνατον ή μια Θεοκρατία επί της Γης. Στη συνέχεια, με την έλευση της νεωτερικότητας, η ουτοπία πολιτικοποιείται. Ο σοσιαλισμός, ο αναρχισμός, ο κομμουνισμός, ακόμα και ο φιλελεύθερος ορθολογισμός, περιέχουν –παρά τις διαφορές τους– ένα κοινό όραμα: πως ο κόσμος μπορεί να οργανωθεί αλλιώς. Έτσι, η ιδεολογία αντικαθιστά την θρησκεία.
Τον 20ό και 21ο αιώνα, η τεχνολογία προσφέρει νέα ουτοπικά οράματα: από τις «έξυπνες πόλεις» μέχρι την συμβίωση ανθρώπου και μηχανής. Η οικολογία προσθέτει ακόμη ένα όνειρο: την επιστροφή στην ισορροπία με τη φύση. Όλα αυτά τα παραδείγματα δείχνουν πως η ουτοπία είναι σύμφυτη με την ιστορία του ανθρώπου.
Ανάμεσα στην «ου»-τοπία και την «ευ»-τοπία
Το 1516, ο Τόμας Μορ –νομικός, φιλόσοφος και σύμβουλος του βασιλιά Ερρίκου Η΄– δημοσιεύει ένα έργο που έμελλε να δώσει όνομα σε μια από τις πιο ισχυρές έννοιες του πολιτικού και φιλοσοφικού στοχασμού: την Utopia. Ο όρος προέρχεται από τα ελληνικά, από τις λέξεις: «ου» (μη) και «τόπος», δηλώνοντας κυριολεκτικά έναν «μη-τόπο», έναν τόπο ανύπαρκτο. Όμως, εύστοχα και παιγνιωδώς, ο Μορ στήνει την ίδια στιγμή έναν διττό υπαινιγμό: «ευτοπία» – ο «καλός τόπος». Από την αρχή λοιπόν, η ουτοπία δεν είναι μόνο μια φανταστική χώρα, αλλά κι ένας καθρέφτης του παρόντος, ένα εργαλείο κοινωνικής κριτικής, ένας χώρος επιθυμίας και ελπίδας. Ο Μορ δεν φαντάστηκε την Ουτοπία του ως ένα τελικό σχέδιο προς εφαρμογή, αλλά ως ηθικό και πολιτικό ερέθισμα, ως ένα, τρόπον τινά, εργαλείο διόρθωσης των κακώς κειμένων του παρόντος. Στο ουμανιστικό του πλαίσιο, η ουτοπία λειτουργεί ως άρνηση του υπαρκτού κακού και ταυτόχρονα ως όραμα του δυνατού καλού. Δεν είναι παραίσθηση (υπεκ)φυγής, αλλά προβολή των αξιών που λείπουν από την κοινωνία του – ισότητα, δικαιοσύνη, απλότητα, μέτρο. Έτσι, το όνειρο λαμβάνει την μορφή κριτικής συνείδησης, πράγμα που θα συνοδεύσει τις ουτοπίες μέχρι και τον 21ο αιώνα.
Από τον οραματισμό στη συντριβή
Η ουτοπία γεννάται από την σύγκρουση ανάμεσα σε αυτό που υφίσταται και σε αυτό που θα έπρεπε να υφίσταται. Στη μήτρα της σοβεί πάντα μια βαθιά ένταση: από τη μια, η επιθυμία του ανθρώπου να μεταπλάσει τον κόσμο και, από την άλλη, η αντίσταση της πραγματικότητας στο να υπακούσει σε αυτήν του την επιθυμία. Το ερώτημα που αναδύεται, λοιπόν, δεν είναι μόνο το εάν οι ουτοπίες μπορούν να υλοποιηθούν, αλλά και τι ακριβώς συμβαίνει όταν εκείνες, εν τέλει, λαμβάνουν σάρκα και οστά.
Ουτοπία δίχως ενσάρκωση στην πράξη παραμένει ευγενής φαντασίωση. Όταν, όμως, διαβαίνει το κατώφλι της εφαρμογής, τότε φανερώνεται η διττή της φύση: μπορεί είτε να μεταμορφώσει τις ζωές των ανθρώπων προς το καλύτερο, εδραιώνοντας την δικαιοσύνη και την ισότητα, γεννώντας νέους θεσμούς και ελευθερίες – είτε, αντιστρόφως, να γίνει ο σπόρος του απολυταρχισμού, του αυταρχισμού της βίας, της ομοιομορφίας και, δυστυχώς, εν τέλει του ολέθριου ολοκληρωτισμού.
Η ιστορία του 20ού και 21ου αιώνα είναι κατάσπαρτη από επιτυχημένες και αποτυχημένες ουτοπίες. Ορισμένες μεταφράστηκαν σε πραγματικότητες που βελτίωσαν ριζικά τις ανθρώπινες συνθήκες ζωής, ενώ άλλες εξετράπησαν σε ολοκληρωτικές δυστοπίες, σε αυταρχικά, δηλαδή, καθεστώτα, όπου το στρεβλό όραμα εξόντωσε την πολυπλοκότητα της ανθρώπινης ύπαρξης. Άλλες ακόμη κατέρρευσαν υπό το ίδιο τους το βάρος, αφήνοντας πίσω τους απογοήτευση, αφαιμαγμένη ελπίδα και κυνισμό.
Σοσιαλιστικές και κομμουνιστικές ουτοπίες
Η νεωτερικότητα δεν εδράζεται μόνο στην πρόοδο των τεχνολογιών ή στην ατομική χειραφέτηση, αλλά και στις προσπάθειες ριζικής επανεφεύρεσης του συλλογικού. Από τον Διαφωτισμό και έπειτα, εμφανίζονται πλήθος πολιτικών και κοινωνικών θεωριών που στοχάζονται έναν κόσμο δικαιότερο – όχι πια, όμως, μέσα από θεϊκή παρέμβαση, αλλά μέσω της ανθρώπινης πράξης. Αυτή είναι και η μήτρα των σοσιαλιστικών ουτοπιών.
Ο Σαρλ Φουριέ (1772–1837) υπήρξε, ίσως, ο πλέον λογοτεχνικός και φαντασιακά τολμηρός διανοητής μεταξύ των ουτοπιστών σοσιαλιστών. Στο ουτοπικό του σύστημα, ο κόσμος θα οργανωνόταν στα περίφημα «φαλανστήρια» – κοινόβια των 1.620 ατόμων, που θα ζούσαν αρμονικά, χωρίς καταπίεση, βάσει των παθών και των επιθυμιών τους. Η εργασία θα μετατρεπόταν σε παιχνίδι, καθώς θα μοιράζονταν βάσει των φυσικών ρολών κάθε μέλους. Οι άνθρωποι θα συναινούσαν σε έναν ηδονιστικό συλλογικό βίο δίχως καταναγκασμούς. Πίστευε, μάλιστα, παιγνιωδώς, πως όταν εγκαθιδρυθεί ο σοσιαλισμός, η θάλασσα θα γίνει γλυκιά και τα λιοντάρια θα συνυπάρχουν ειρηνικά με τους ανθρώπους. Ο Φουριέ με την αιρετική και προκλητική του σκέψη, αποτέλεσε μια υπενθύμιση ότι οι ουτοπίες είναι και φαντασιακές αποδράσεις από τον ψυχρό ρεαλισμό, τόποι επιθυμίας πέρα από τον ηθικό και οικονομικό ορθολογισμό. Το έργο του, αν και περιθωριακό στην εποχή του, ενέπνευσε πειραματικές κοινότητες στις ΗΠΑ (π.χ. Brook Farm), ενώ ήσκησε βαθιά επίδραση σε μεταγενέστερους ουτοπιστές και λογοτέχνες.
Στο ευρύτερο φάσμα των σοσιαλιστικών ουτοπιών του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα, οι μορφές του Οουεν, του Σαιν-Σιμόν ή του Φουριέ έχουν συνδεθεί κυρίως με τη δυτική εμπειρία της βιομηχανικής μετάβασης. Λιγότερο γνωστοί, αλλά εξίσου γοητευτικοί, είναι οι διανοητές που επιχείρησαν να μεταφράσουν τις ουτοπικές αρχές στο πλαίσιο των εθνικών τους ιδιαιτεροτήτων. Μια τέτοια αξιοσημείωτη περίπτωση αποτέλεσε ο Έλληνας παιδαγωγός, νομικός και κοινωνικός οραματιστής Νικόλαος Κονεμένος (1832-1907).
Ο Κονεμένος δεν εντάσσεται στους σοσιαλιστές με την ταξική-οικονομική έννοια, αλλά σε εκείνους τους ηθικούς και κοινοτιστικούς ουτοπιστές που εμπνέονται περισσότερο από την πνευματική και παιδευτική καλλιέργεια του ανθρώπου παρά από την επαναστατική ανατροπή. Το όραμά του δεν είναι η δικτατορία του προλεταριάτου ή η κρατική κατάργηση του καπιταλισμού, αλλά μια μορφή κοινωνικής συμβίωσης βασισμένη στην αυτοδιαχείριση, στην ισοτιμία, στη φυσική εργασία και στην αλληλεγγύη των ανθρώπων.
Η πιο χαρακτηριστική έκφραση της ουτοπικής του σκέψης είναι το σχέδιο του για «Αυτοδιοικούμενες Κοινότητες». Σε αυτό, ο Κονεμένος οραματίζεται έναν κόσμο όπου μικρές κοινότητες οργανώνονται με βάση την άμεση δημοκρατία, την κοινή εργασία, την απαλλαγή από τη μισθωτή σκλαβιά και την καταπολέμηση της ηθικής εξαχρείωσης που προκαλεί η πόλη και η κρατική εξουσία. Η εργασία εδώ δεν είναι μέσο επιβίωσης, αλλά πράξη κοινωνικής ολοκλήρωσης και μορφωτικής παιδείας.
Η κοινωνική ουτοπία του Κονεμένου δεν στηρίζεται στην κατάργηση του ανθρώπινου πάθους, αλλά στην ηθική του εξύψωση. Σε αντίθεση με τον ψυχρό λογικό τεχνοκρατισμό, η πρότασή του διατηρεί μια πνευματικότητα ριζωμένη στην αρχαιοελληνική παιδεία και στον δημοκρατικό κοινοτισμό, επιχειρώντας μια γεφύρωση ανάμεσα στην ελληνική παράδοση και τα οράματα της κοινωνικής δικαιοσύνης. Αν και οι ιδέες του έμειναν στο περιθώριο της πολιτικής θεωρίας και δεν οδήγησαν σε οργανωμένο κίνημα, το έργο του λειτουργεί ως μαρτυρία ενός ελληνικού ουτοπικού σοσιαλισμού, που δεν ήντλησε δύναμη από τα ταξικά μέτωπα των βιομηχανικών πόλεων, αλλά από το όραμα της παιδείας ως θεμελίου του πολιτεύεσθαι. Μια πρόταση δηλαδή όχι για την κατάληψη της εξουσίας, αλλά για την αναγέννηση του βίου.
Η μετάβαση από τον ουτοπικό σοσιαλισμό των Φουριέ, Σαιν-Σιμόν και Όουεν στον «επιστημονικό σοσιαλισμό» του Μαρξ και του Ένγκελς υπήρξε σημείο τομής στη διανοητική και πολιτική ιστορία του 19ου αιώνα. Ο Μαρξ και ο Ένγκελς απέρριψαν ανοιχτά τους ουτοπιστές στα έργα τους: «Η Ανάπτυξη του Επιστημονικού Σοσιαλισμού» και «Γερμανική Ιδεολογία», χαρακτηρίζοντάς τους ονειροπόλους που σχεδιάζουν κοινωνίες στη βάση ηθικών προτροπών και όχι υλικών αναγκαιοτήτων. Βάσει της δικής τους προσέγγισης, η ιστορία δεν αλλάζει οικεία βουλήσει, αλλά αναγκαστικά υπό την πίεση των αντικειμενικών ταξικών αντιθέσεων που διατρέχουν το κοινωνικό σώμα.
Ο κεντρικός πυλώνας της θεωρίας τους συγκροτείται γύρω από μια υλιστική αντίληψη της ιστορίας, όπου οι τρόποι παραγωγής καθορίζουν τις κοινωνικές δομές και τις ιδεολογίες, και η επανάσταση δεν αποτελεί προϊόν βούλησης ή ηθικού διαφωτισμού, αλλά νομοτελειακή συνέπεια της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων και της σύγκρουσης ανάμεσα στις τάξεις. Ο κομμουνισμός, έτσι, δεν παρουσιάζεται ως όραμα ή σχέδιο, αλλά ως αναγκαία φάση της ιστορικής εξέλιξης. Ωστόσο, όσο και αν αποστασιοποιείται ρητά από τον «ουτοπισμό», ο ίδιος ο μαρξισμός διατηρεί έναν εσχατολογικό πυρήνα. Ειδικά καθώς περνούσε από τη θεωρία στην πράξη, και από το πεδίο της ανάλυσης στο πεδίο της εξουσίας, έγινε φορέας μιας νέας Μεγάλης Αφήγησης, όπου η ανθρωπότητα οδηγείται αναπόφευκτα σε μια αταξική, ακρατική, ελεύθερη κοινωνία, χωρίς εκμετάλλευση, χωρίς αποξένωση και χωρίς εμπορευματικές σχέσεις. Το ενδιαφέρον, εδώ, είναι πως ο ίδιος ο Μαρξ στα γραπτά του ήταν συχνά επιφυλακτικός απέναντι στη θετικιστική βεβαιότητα αυτής της μη εκμεταλλευτικής κοινωνίας, καθώς δεν περιγράφει λεπτομερώς ποτέ την κομμουνιστική κοινωνία. Αντιθέτως, η μαρξιστική παράδοση του 20ού αιώνα – από τον Λένιν ως τους Σοβιετικούς θεωρητικούς και τους επιγόνους του μαρξισμού, τους διανοούμενους της Δύσης – διατύπωσε εκτενέστερα το ουτοπικό στοιχείο: την υπόσχεση ενός πλήρους μετασχηματισμού της ανθρώπινης κατάστασης.
Ένα Όνειρο ή ο Εφιάλτης;
«Μα ποιό είναι εκείνο το όνειρο που βγαίνει πάντα αλήθεια»
Γιώργος Νταλάρας, «Η Φαντασία»
Η πορεία των ουτοπιών στην ανθρώπινη ιστορία δεν είναι μήτε γραμμική μήτε μονοσήμαντη. Συνιστούν, αντίθετα, μια παλινδρόμηση ανάμεσα στην έμπνευση και την απογοήτευση, στον δημιουργικό οραματισμό και στη βίαιη στρέβλωσή του. Ορισμένες φορές, οι ουτοπίες λειτούργησαν ως κινητήριοι μοχλοί κοινωνικού μετασχηματισμού, ανοίγοντας δρόμους για πιο δίκαιες και ισότιμες μορφές κοινωνικής συμβίωσης. Άλλοτε όμως, εξελίχθηκαν σε δυστοπίες – τρομακτικές εφαρμογές μιας ιδέας που, στην προσπάθειά της να κατασκευάσει τον «ιδανικό κόσμο», ξέχασε τον πραγματικό άνθρωπο, προσπαθώντας να δημιουργήσει στην θέση του ένα τερατούργημα.
Τα πιο τρανά και τραυματικά παραδείγματα δεν είναι άλλα από το ναζιστικό καθεστώς του Χίτλερ και το Σοβιετικό καθεστώς του Στάλιν. Η Σοβιετική Ένωση, υπό την υπόσχεση της αταξικής κοινωνίας, κατέληξε να εγκαθιδρύσει ένα από τα πλέον γραφειοκρατικά και κατασταλτικά καθεστώτα του 20ού αιώνα. Η ισότητα έγινε ισοπέδωση, η επανάσταση διολίσθησε σε μηχανισμό άκρατου ελέγχου, και το άτομο υποβιβάστηκε σε υποσύνολο της Ιστορίας. Στο ίδιο ακριβώς μήκος κύματος υπήρξε και το ναζιστικό, ολοκληρωτικό καθεστώς του Χίτλερ με ολέθριες συνέπειες για όλη την ανθρωπότητα, καθώς οδήγησε στον Β’ Π.Π. Ο φασισμός, αν και συχνά αντιπαραβάλλεται με την έννοια της ουτοπίας, εμπεριείχε μια δική του παραμορφωμένη «ουτοπία»: το όραμα μιας καθαρής φυλής, μιας οργανικής κοινότητας, ενός μυθοποιημένου παρελθόντος που θα αναγεννηθεί μέσω της ισχύος και της βίας. Εδώ, η ουτοπία γίνεται εφιάλτης της ταυτότητας. Εκατομμύρια άνθρωποι έχασαν την ζωής του στον βωμό του παρανοϊκού οράματος του παγγερμανισμού και της Αρίας φυλής.
Στον 21ο αιώνα, μια άλλη μορφή ουτοπικής υπόσχεσης –ο «νεοφιλελεύθερος» κόσμος του αόρατου χεριού της αγοράς και της αυτορρύθμισης– αποδείχθηκε εξίσου απατηλή. Η άκρατη ελευθερία των αγορών οδήγησε σε συγκεντρώσεις ισχύος, ανασφάλεια, περιβαλλοντική καταστροφή και κοινωνική αποδιάρθρωση. Η «απελευθέρωση», έτσι, της οικονομίας και του ατόμου, γέννησε νέα είδη καταναγκασμών, αλλοτρίωσης και αποξένωσης, καθώς και σημαντική φθορά του συλλογικού οράματος.
Στον αντίποδα της φρικαλέας εκτροπής της ουτοπίας σε δυστοπία δεν θα πρέπει να λησμονήσουμε και την θετική πραγμάτωση ορισμένων οραμάτων προς όφελος τόσο των ανθρώπων ατομικά όσο και της κοινωνίας τους συλλογικά.
Μία από τις καλύτερες πραγματώσεις της ουτοπίας αποτέλεσε το προνοιακό κράτος. Συγκεκριμένα, το σκανδιναβικό κράτος πρόνοιας αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα μιας ήπιας και προοδευτικής ουτοπίας: ένας συνδυασμός σοσιαλδημοκρατικής πολιτικής, υψηλής φορολογίας, κοινωνικής αλληλεγγύης και εγγυημένων δικαιωμάτων. Εδώ, η κοινωνική δικαιοσύνη επιδιώχθηκε όχι μέσω καταναγκαστικής ισοπέδωσης, αλλά μέσα από διαβουλευτικούς θεσμούς και δημοκρατικές διαδικασίες.
Επιπλέον, αυτά που σήμερα θεωρούμε δεδομένα κάποτε ήταν ζητούμενα. Ο θεσμός της καθολικής εκπαίδευσης και η Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ήταν κάποτε “φαντασιώσεις” των στοχαστών του Διαφωτισμού. Σήμερα αποτελούν αδιαμφισβήτητα θεμέλια πολλών κοινωνιών. Κανένα από αυτά τα επιτεύγματα δεν υπήρξε αυτονόητο: γεννήθηκαν μέσα από την πίστη σε ένα καλύτερο αύριο, σε μια ηθική υποχρέωση να διευρύνεται συνεχώς ο κύκλος της ισότητας και της συμπερίληψης.
Η επιστήμη ως υπόσχεση σωτηρίας
«Ο κόσμος να γίνει εικόνα.
Αυτή θα είναι η τελευταία ζωή των ανθρώπων.
Να τους σκεπάσει μια εικόνα»
Γιώργος Χειμωνάς, «Οι Χτίστες»
Καμιά άλλη μορφή ουτοπίας δεν ταυτίστηκε τόσο έντονα με την πίστη στην πρόοδο όσο οι τεχνολογικές. Από τον ύστερο 19ο αιώνα μέχρι τον σημερινό ψηφιακό κόσμο, ένα ρεύμα διανοητικό, πολιτικό και πολιτισμικό επικρατεί στον σύγχρονο κόσμο: η πεποίθηση ότι η επιστήμη και η τεχνική μπορούν να επιλύσουν όλα τα προβλήματα της ανθρώπινης ύπαρξης – από τη φτώχεια μέχρι την ασθένεια, από την πείνα μέχρι τον θάνατο.
Η απαρχή αυτής της τεχνολογικής ουτοπίας διαμορφώνεται στην Belle Époque (περίπου 1870–1914), μια εποχή σχετικής ειρήνης, βιομηχανικής ευημερίας και πολιτισμικής αισιοδοξίας. Η ηλεκτρική ενέργεια, ο τηλέγραφος, ο σιδηρόδρομος, η ιατρική πρόοδος – όλα συνέθεταν το αφήγημα μιας ανθρώπινης κυριαρχίας επί της φύσης. Η επιστήμη δεν ήταν απλώς εργαλείο· ήταν όραμα και σύμβολο απελευθέρωσης από τα δεινά του παρελθόντος. Η ουτοπική φαντασία της εποχής αυτής προβάλλεται εξαιρετικά στα λογοτεχνικά έργα των Ιούλιου Βερν και Χ. Τζ. Γουέλς, αλλά και στις πρώτες παγκόσμιες εκθέσεις, που παρουσίαζαν την τεχνολογία ως υπόσχεση ευημερίας για όλους. Ωστόσο, ο 20ός αιώνας αποκάλυψε τη διττή όψη του τεχνολογικού ονείρου. Οι ίδιες εφευρέσεις που υποσχέθηκαν πρόοδο, χρησίμευσαν και για την διεξαγωγή πολέμων: τα αεροπλάνα βομβάρδισαν πόλεις, η χημεία παρήγαγε αέρια εξόντωσης, η φυσική κατέληξε στην ατομική βόμβα. Η τεχνολογική ουτοπία έδειξε την δυστοπική πλευρά της: να αποξενώνει, να ελέγχει, να καταστρέφει. Παρ’ όλα αυτά, η απογοήτευση δεν σήμανε το τέλος των τεχνολογικών οραμάτων. Από τα μέσα του 20ού αιώνα και έπειτα, ένα νέο κύμα φουτουριστικής προσδοκίας αναδύεται – με επίκεντρο πλέον όχι τη βιομηχανική τεχνολογία, αλλά κυρίως την πληροφορία, την τεχνητή νοημοσύνη και τη βιοτεχνολογία.
Ο κυβερνοουμανισμός (cyber-humanism) επιχειρεί έναν συμβιβασμό ανάμεσα στον ανθρωπισμό και την τεχνολογική εκδοχή της εξέλιξης: ο άνθρωπος δεν χρειάζεται να υποταχθεί στη μηχανή, αλλά να την χρησιμοποιήσει με σκοπό να επεκτείνει την ύπαρξή του μέσω αυτής. Η ψηφιοποίηση της σκέψης, η βελτίωση του σώματος, η επέκταση της ζωής – όλα αυτά συνθέτουν ένα νέο είδος ουτοπίας: ο άνθρωπος-μετά-τον-άνθρωπο (posthuman). Εδώ, η φύση παύει να είναι όριο· το σώμα γίνεται υποκείμενο ριζικής επεξεργασίας και η συνείδηση μπορεί –θεωρητικά– να αποθηκευτεί, να αναπαραχθεί, να επιβιώσει πέρα από τον θάνατο και την φθαρτή υλικότητα του σώματος.
Η Silicon Valley, στην πιο πρόσφατη εκδοχή αυτής της τεχνολογικής ουτοπίας, μετατρέπεται σε νέο φαντασιακό κέντρο εξουσίας. Οι επιχειρηματίες της δεν αυτοπαρουσιάζονται ως κεφαλαιούχοι, αλλά ως «οραματιστές», ως κοινωνικοί μεταρρυθμιστές με τεχνολογικά μέσα. Οραματίζονται πόλεις-πλατφόρμες, τεχνητή νοημοσύνη που λύνει την ανισότητα, ρομπότ που φροντίζουν ηλικιωμένους, καινοτομία που σώζει το περιβάλλον. Ωστόσο, πολλές από αυτές τις υποσχέσεις λειτουργούν ως νέοι μύθοι. Πίσω από τη φαντασίωση του τεχνο-παραδείσου, κρύβεται η πραγματικότητα της παρακολούθησης, του ελέγχου των δεδομένων, των τεράστιων κοινωνικών ανισοτήτων, και μιας οικολογικής κρίσης που η τεχνολογία μόνη της δεν φαίνεται ικανή να αναστρέψει. Και εντός αυτής της αντιφατικής πορείας, αναδύεται ένα ερώτημα βαθιά υπαρξιακό: Συνιστά η τεχνολογική ουτοπία απελευθέρωση και πρόοδο ή μετάλλαξη και ολέθριο κίνδυνο για το ανθρώπινο είδος;
Η Ουτοπία στην Τέχνη: αρχιτεκτονώντας το αδύνατο, γράφοντας το ασυνείδητο και ζωγραφίζοντας το όνειρο
Η ουτοπία δεν είναι μόνο σύλληψη κοινωνική ή ιδεολογική· είναι και αισθητική πράξη, μια πράξη φαντασίας που υπερβαίνει το παρόν και το ορατό για να συλλάβει έναν αλλιώτικο κόσμο – πιθανό, απραγματοποίητο, μα απόλυτα αναγκαίο. Σε όλο το φάσμα των τεχνών – από την αρχιτεκτονική έως τη λογοτεχνία, από τη ζωγραφική έως την ποιητική της ασυνείδητης σκέψης – η ουτοπία λειτουργεί ως υπέρβαση της πραγματικότητας και ως απαιτητική πρόκληση για τον νου, ωθώντας τον να οραματιστεί: Πώς αλλιώς θα μπορούσε να ήταν ο κόσμος;
Η αρχιτεκτονική, ίσως περισσότερο από κάθε άλλη μορφή τέχνης, αποτυπώνει τον πόθο του ανθρώπου να οργανώσει όχι μόνο τον χώρο, αλλά και την κοινωνία. Και στην ουτοπική της μορφή, δεν αρκείται μόνο στο να κατασκευάζει: ονειρεύεται. Ήδη από τον 18ο αιώνα, στην πλήρη άνθιση του Διαφωτισμού, ο Étienne-Louis Boullée, θεωρητικός και αρχιτέκτονας, συλλαμβάνει απίθανες γεωμετρικές δομές: μνημειακά σφαιρικά μαυσωλεία, ναούς του Νεύτωνα, πόλεις της απόλυτης συμμετρίας. Τα έργα του δεν υλοποιήθηκαν ποτέ· όμως έμειναν στην ιστορία ως σχέδια μιας καθαρής αρχιτεκτονικής σκέψης, που οραματίζεται τον χώρο ως φορέα ηθικού νοήματος, μεγαλείου και ελευθερίας. Η αρχιτεκτονική ουτοπία του Boullée δεν είναι λειτουργική αλλά συγκινησιακή: θέλει να προκαλέσει δέος, να συνδέσει την ανθρώπινη ύπαρξη με την καθολικότητα της φύσης και των μαθηματικών. Είναι μια μεγαλοπρεπής αρχιτεκτονική του μη-τόπου, μια σιωπηρή υπόμνηση ότι η τάξη, το φως και η αναλογία μπορούν να γεννήσουν ένα είδος ηθικής κοσμολογίας.
Στους αιώνες που ακολούθησαν, η ουτοπική αρχιτεκτονική πήρε ποικίλες μορφές: από τα Φαλανστήρια του Φουριέ – αρχιτεκτονικές κοινότητες για έναν νέο σοσιαλισμό – μέχρι τους φαντασιακούς χώρους των ιταλών φουτουριστών ή της Superstudio, όπου η τεχνολογία και η φύση επανενώνονται. Ο σταρ της αρχιτεκτονικής, Λε Κορμπυζιέ, πιο πραγματιστής, θέλησε να θεμελιώσει τη μοντέρνα πόλη πάνω σε αρχές λειτουργικότητας, αλλά και ελέγχου – φανερώνοντας πως και η ουτοπία μπορεί να περιέχει μέσα της σπέρματα κανονιστικής απολυτότητας. Οραματίστηκε, έτσι, το σπίτι ως μηχανή.
Πέρα από την αρχιτεκτονική και τα ρεύματά της που φλέρταραν με έναν ουτοπικό σχεδιασμό, ένα κίνημα που έθεσε στον πυρήνα της ύπαρξής του την ουτοπία ήταν ο σουρεαλισμός. Με θεμελιωτή του τον Αντρέ Μπρετόν, διεκδίκησε την απελευθέρωση του ανθρώπινου πνεύματος από τους περιορισμούς της λογικής, της ηθικής και του πραγματικού. Η δική του ουτοπία δεν αφορά τον φαινομενολογικό ή μαθηματικό χώρο αλλά τον ψυχικό, καθώς οραματίζεται ένα σύμπαν δίχως καταστολή, όπου το ασυνείδητο και το όνειρο γίνεται η κύρια μήτρα δημιουργίας μορφών και νοήματος. Στην ζωγραφική οι πίνακες του Μαγκρίτ, του Νταλί και του Ντε Κίρικο, δημιουργούν τοπία του ονείρου – εικόνες όπου ο χρόνος, η μνήμη, το παράλογο και η επιθυμία συγκατοικούν. Αυτή είναι η ουτοπία του σουρρεαλισμού: μια ανερμήνευτη ελευθερία, δίχως σκοπούς ή στοχεύσεις, με μόνη δικαιολογία την ανάγκη για εσωτερική πληρότητα και ελευθερία.
Στην ελληνική λογοτεχνία, η πιο καθαρή και ριζοσπαστική μορφή ουτοπίας διατυπώνεται στην ποιητική κατασκευή υπό τον τίτλο Οκτάνα του υπερρεαλιστή ποιητή και ψυχαναλυτή Ανδρέα Εμπειρίκου. Δεν πρόκειται για ένα αφήγημα ουτοπικό με την παραδοσιακή έννοια: δεν ορίζει θεσμούς, δεν σκιαγραφεί κοινωνίες. Κι όμως, κάθε του λέξη εκβάλλει σε έναν ουτοπικό τόπο. Η Οκτάνα συνιστά ένα μανιφέστο του αισθησιασμού, του ερωτισμού, της συμφιλίωσης των ενστίκτων και της ύλης. Σε έναν κόσμο που ονειρεύεται χωρίς ενοχές, η αγάπη, η επιθυμία και η χαρά δεν είναι εξαιρέσεις, αλλά ο κανόνας. Η γραφή του Εμπειρίκου είναι συνειρμική, ρέουσα, λυρική, μοιάζει με ποιητικό χείμαρρο, χωρίς σημεία στίξης πολλές φορές – γιατί ο κόσμος του δεν έχει παύσεις, καθώς συνιστά ένα συνεχές βίωμα. Η ουτοπία του Εμπειρίκου είναι μια ποιητική του παρόντος, όχι του μέλλοντος. Δεν αναμένει κάτι να έρθει: την ζει εντός της γλώσσας, προτείνοντας έναν άλλον τρόπο να υπάρχουμε – ελεύθερα δίχως απαγορεύσεις.
«Οκτάνα θα πη η εντελέχεια εκείνη, που αυτό που είναι αδύνατον να γίνη αμέσως το κάνει εν τέλει δυνατόν, ακόμη και την χίμαιραν, ακόμη και την ουτοπίαν, ίσως μια μέρα και την αθανασίαν του σώματος και όχι μονάχα της ψυχής», Ανδρέας Εμπειρίκος, «Οκτάνα»
Η ουτοπία στην τέχνη συνιστά μια πράξη αντίστασης στον περιορισμό, μια μορφή άρνησης του πραγματικού ως μονόδρομου. Από τα ογκώδη μαυσωλεία του Boullée μέχρι τα ερωτικά οράματα του Εμπειρίκου και του Φουριέ, από τις κρυστάλλινες πόλεις των μεταμοντέρνων μέχρι τα ονειρικά τοπία των σουρρεαλιστών, ο καλλιτέχνης γίνεται αρχιτέκτονας του αοράτου – και η τέχνη, ο πιο ανθεκτικός φορέας του ανθρώπινου δικαιώματος να επινοεί και να ονειρεύεται.
Και τώρα τι: Οδοδείκτης και πυξίδα;
«Επιμένω σ’ έναν άλλο κόσμο.
Τον έχω τόσο ονειρευτεί,
τόσο πολύ έχω σεργιανήσει μέσα του
που πια
είναι αδύνατο να μην υπάρχει»
Λάσκαρης Χρίστος, «Επιμένω σ’ έναν άλλο κόσμο»
Ζούμε σε μια εποχή όπου το να πιστεύεις σε ουτοπίες ή να ονειρεύεσαι έναν άλλον κόσμο από τον υπάρχοντα, φαντάζει, το λιγότερο, αφελές. Στον δημόσιο λόγο, η λέξη «ουτοπικός» εκφέρεται σχεδόν με περιφρόνηση – σαν να πρόκειται για κάποιο νοητικό ελάττωμα, μια παιδική αφέλεια ή μια αδιαφορία για τα «πραγματικά» προβλήματα. Η εμπειρία του 20ού αιώνα, με την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού, τον εκφυλισμό των κινημάτων, την αποδόμηση των επαναστατικών ελπίδων, είχε ως απότοκο σχεδόν την εδραίωση μιας ψυχικής κόπωσης και απογοήτευσης. Ο πολιτικός στοχασμός έγινε πιο επιφυλακτικός, ενώ οι μεγάλες αφηγήσεις, που διακήρυσσαν με βεβαιότητα την μεταβολή του κόσμου, κατακρημνίστηκαν στη δυσπιστία και τον σχετικισμό. Η κυριαρχούσα πολιτική ιδεολογία πλέον μοιάζει να είναι ο κυνισμός, που ενδύεται τον μανδύα μιας υποτιθέμενης ενηλικίωσης υπό το δόγμα της έλλειψης οποιασδήποτε εφικτής εναλλακτικής λύσης: «έτσι είναι τα πράγματα, μην ουρανοβατείς!». Η αδράνεια, λοιπόν, μεταμφιέστηκε σε ρεαλισμό. Το μέλλον –όχι το μακρινό αλλά το αυριανό– φαντάζει αδιάφορο ή τρομακτικό. Σε αυτό το πλαίσιο, η ουτοπία φαίνεται να έχει εξοριστεί – όχι από τα βιβλία και τα έργα τέχνης μόνο, μα κυρίως από την ίδια μας την σκέψη.
Κι όμως, το ερώτημα παραμένει κραταιό: Αξίζει κανείς να ζει εάν δεν μπορεί να ονειρεύεται; Εάν δεν μπορεί να ελπίζει, έστω, για ένα καλύτερο αύριο; Αν δεν μπορούμε να φανταστούμε έναν καλύτερο κόσμο, πώς θα ζήσουμε μέσα στον υπάρχοντα χωρίς να συντριβούμε; Η ανάγκη για ουτοπία δεν είναι απλώς πολιτική ή ιδεολογική· είναι εκ θεμελίων υπαρξιακή και ψυχική. Γιατί χωρίς αυτήν, η ζωή χάνει τον προσανατολισμό και το νόημά της. Η ουτοπία δεν είναι η υπόσχεση της τελειότητας, αλλά η δίψα για την ανεύρεση νοήματος· η δίψα να αποδείξουμε πως αυτό που ζούμε τώρα δεν είναι αναγκαστικά το τέλος της ιστορίας, το τέλος της ανθρώπινης σκέψης και δράσης.
Η απάντηση ίσως να μην φωλεύει στην επιστροφή στις παλιές ουτοπίες, αλλά στη οικοδόμηση νέων, “ρεαλιστικών” ουτοπιών. Όχι υπό την μορφή τελικών σχεδίων που θα εφαρμοστούν από μία κεντρική πολιτική εξουσία, αλλά υπό την μορφή προεικονιστικών πράξεων (prefigurative politics), δηλαδή, μικρών μορφών ζωής που, ήδη, βιώνουν εμπράκτως το «αλλιώς». Αυτές δεν χρειάζονται μανιφέστα· αρκούνται στο να υπάρχουν και να λειτουργούν με σκοπό την εύρυθμη επίλυση των προβλημάτων. Εναλλακτικά σχολεία, κοινότητες αλληλεγγύης, τοπικοί συνεταιρισμοί, βιωματικές μορφές πολιτικής παιδείας και εκπαίδευσης, συλλογικότητες που μοιράζονται γνώση, τροφή, στέγη, ελπίδα. Όλα αυτά αποτελούν ουτοπίες εν τω γίγνεσθαι – όχι γιατί υπόσχονται την τελική λύση, αλλά γιατί λειτουργούν σαν πυρήνες και εστίες ενός άλλου, εναλλακτικού τρόπου μέσα στο καθεστώς του εφικτού.
Ο δρόμος προς την υλοποιήσιμη ουτοπία δεν περνά μέσα από την πλάνη πως αύριο θα φτιάξουμε έναν τέλειο κόσμο. Ο δρόμος οικοδομείται στην πορεία, όταν ζούμε με τρόπο που φανερώνει πως ένας άλλος κόσμος είναι δυνατός, όχι μέσω της ψευδαίσθησης, αλλά υιοθετώντας τον ως στάση ζωής.
Μια στάση ζωής που δεν αρνείται την πραγματικότητα, μα την διαβάζει αλλιώς, όπως η ποίηση είναι ένας άλλος τρόπος να βλέπουμε την ίδια πραγματικότητα. Με βλέμμα ανοιχτό – σε αυτό που δεν έχει ακόμα υπάρξει. Με βλέμμα που μετουσιώνει το υπάρχον. Η ουτοπία δεν πρέπει να μοιάζει με μια φαντασίωση φυγής προς τον Παράδεισο, αλλά με μια εσωτερική πυξίδα, που στρέφει τον άνθρωπο προς την πράξη – προς τη φροντίδα, την αντίσταση, την δημιουργία. Δεν πρέπει να μοιάζει με τελική απάντηση, αλλά με διαρκή ερώτηση: “Πώς θα μπορούσε να γίνει αλλιώς; Πώς θα μπορούσε να γίνει καλύτερα;” Αυτό είναι το πολιτικό, φιλοσοφικό και υπαρξιακό βάθος της ουτοπίας: να μας κρατά ζωντανούς και ανοιχτούς σε έναν κόσμο που ακόμα δεν υπάρχει, αλλά που μπορεί να προκύψει από την σθεναρή απόφαση να μην συνηθίσουμε το απαράδεκτο, να μην συνηθίσουμε πως κάθε άλλος εναλλακτικός δρόμος αποτελεί όνειρο θερινής νυκτός…
Κι αν αυτό μοιάζει λίγο, δεν είναι. Αντιθέτως, είναι ίσως το μόνο που δεν μπορεί να μας το πάρει κανείς.