Επιδιώκοντας να υπερβούμε τον φαύλο κύκλο της έντασης στη Μέση Ανατολή αναρωτιόμαστε ποια μέλλοντα σενάρια παραμένουν εφικτά, ποιους διανοητικούς και ηθικούς πόρους μπορούμε να κινητοποιήσουμε και πώς οι κοινωνίες μπορούν να αντισταθούν στην απώλεια της ανθρώπινης διάστασης.

Συνομιλούμε με τον καθηγητή Sari Nusseibeh, το έργο του οποίου γεφυρώνει τον ακαδημαϊκό χώρο, την πολιτική και την κοινωνία των πολιτών. Γνωστός για τις προσπάθειές του να εξανθρωπίσει και τις δύο πλευρές της ισραηλινο–παλαιστινιακής σύγκρουσης και για την επιμονή του στη σημασία της εκπαίδευσης και της ηθικής φαντασίας, ο καθηγητής Nusseibeh φέρνει μια προοπτική βαθιά ριζωμένη στη βιωμένη εμπειρία και ταυτόχρονα ανοιχτή σε καθολικά ερωτήματα δικαιοσύνης, ενσυναίσθησης και συνύπαρξης. Σε αυτή τη συζήτηση, προχωρούμε πέρα από διχαστικά συνθήματα, προσπαθώντας να αντιμετωπίσουμε τις δύσκολες πραγματικότητες, διερευνώντας δρόμους προς την αξιοπρέπεια, τη συμφιλίωση και την εποικοδομητική εμπλοκή στη Γάζα, στο Ισραήλ και στον κόσμο των ιδεών.
Ορθός Λόγος: Κύριε καθηγητά, δεδομένης της κλίμακας της καταστροφής, του αποκλεισμού και του εκτοπισμού, ποιο ρεαλιστικό κοινωνικο-πολιτικό μέλλον βλέπετε για τη Γάζα την επόμενη δεκαετία; Ποιες βασικές αρχές πρέπει να διασφαλίζει κάθε βιώσιμη επιλογή; Στο πλαίσιο αυτό, ποιος μπορεί και ποιος οφείλει να πρωτοστατήσει στη δημιουργία των προϋποθέσεων για μια αξιοπρεπή και βιώσιμη «ανοικοδόμηση»;
Sari Nusseibeh: Δεδομένου του διστακτικού ρυθμού και της συγκρουσιακής φύσης της διεθνούς παρέμβασης στην ολοκληρωτική επίθεση που εξαπέλυσε ο ισραηλινός στρατός στη Γάζα, είναι μάλλον ασφαλές να υποθέσουμε ότι, όποιο έδαφος ή πληθυσμός κι αν απομείνει, η Γάζα θα εξακολουθήσει να βρίσκεται υπό ουσιαστικό ισραηλινό έλεγχο τα επόμενα δέκα χρόνια. Ο έλεγχος αυτός έχει αντέξει όλες τις διεθνείς προσπάθειες που αποσκοπούσαν στην αποχώρηση του Ισραήλ — τόσο από τη Γάζα όσο και από τη Δυτική Όχθη (συμπεριλαμβανομένης της Ανατολικής Ιερουσαλήμ) — από το 1967 και μετά. Αυτή η δοκιμασμένη «συνταγή» (αδύναμη και αντιφατική διεθνής παρέμβαση έναντι στρατιωτικής ισχύος επί του εδάφους) δύσκολα θα αλλάξει στο άμεσο μέλλον. Επομένως, όταν μιλάμε για «βιώσιμες επιλογές» για τη Γάζα ή για «βασικές αρχές» μιας πιθανής «επόμενης ημέρας», είναι ίσως πιο ρεαλιστικό να τις εξετάζουμε από την ισραηλινή οπτική γωνία, η οποία πιθανότατα θα επιδιώκει τον «περιορισμό» της περιοχής και την υποταγή του πληθυσμού της — στην καλύτερη περίπτωση.
Αυτή δεν είναι, φυσικά, η απάντηση που θα θέλαμε να δώσουμε. Η απάντηση που θα άρμοζε σε αυτό το πρώτο ερώτημα θα έπρεπε να περιλαμβάνει τα στοιχεία που θα διευκόλυναν τη σταδιακή χειραφέτηση της Γάζας από τον ισραηλινό έλεγχο, παράλληλα με την αστική και πολιτική της ανασυγκρότηση από μηδενική βάση. Μια τέτοια «χειραφέτηση» ή «τερματισμός της κατοχής» προϋποθέτει όμως μια δέσμευση αρχών από το Ισραήλ να παραχωρήσει αυτό το έδαφος, αν όχι άμεσα, τότε σε κάποιο μελλοντικό σημείο, που θα επιβεβαιωθεί με την επίσημη οριοθέτηση των μέχρι σήμερα ασαφών νότιων συνόρων του με τη Γάζα. Εάν αυτό δεν συμβεί, οι βαθιές ρίζες της σύγκρουσης θα συνεχίσουν να βλασταίνουν, ανατρέποντας τελικά κάθε μορφή προσωρινών μέτρων που θα επιχειρήσουν να διαχειριστούν την ανάκαμψη από το κατεστραμμένο τοπίο.
Αξίζει να υπογραμμιστεί ότι ένα από τα πιο θεμελιώδη άλυτα ζητήματα του Ισραήλ είναι τα ακαθόριστα σύνορά του. Η χάραξη των συνόρων του Ισραήλ με τη Γάζα αποτελεί «κεντρικό ιδεολογικό ζήτημα» που αυτομάτως ανοίγει και το ζήτημα των ανατολικών συνόρων (Δυτική Όχθη). Έρχεται στο προσκήνιο ο μόνιμος ισραηλινός προβληματισμός για τη δημογραφία — τον παλαιστινιακό πληθυσμό που σήμερα είναι σχεδόν ισάριθμος με τον εβραϊκό πληθυσμό στο Ισραήλ/Παλαιστίνη. Παράγοντες που επηρεάζουν την αυτοαντίληψη και την εθνική ασφάλεια του Ισραήλ θα καθορίσουν αναπόφευκτα το τι θα είναι διατεθειμένο να παραχωρήσει στη Γάζα την «επόμενη ημέρα». (Αυτοί οι παράγοντες εξηγούν επίσης τη δηλωμένη ισραηλινή επιθυμία να απαλλαγεί συνολικά από τον παλαιστινιακό πληθυσμό της Γάζας…).
Ο.Λ.: Σε προηγούμενο τεύχος του Ορθού Λόγου διερευνήσαμε την ιδέα ενός «τρίτου δρόμου»: ενός διεθνώς επιβαλλόμενου πλαισίου που θα εγγυάται την ίδρυση παλαιστινιακού κράτους και θα παρέχει στο Ισραήλ πλήρεις εγγυήσεις ασφαλείας για τον τερματισμό της τρομοκρατίας. Θεωρείτε μια τέτοια προσέγγιση ρεαλιστική σήμερα; Και ποιος θα μπορούσε να την επιβάλει με αξιοπιστία;
S.N: Μια λογική και ασφαλής διέξοδος από το προαναφερθέν πολιτικό αδιέξοδο θα ήταν μια διεθνώς επιβαλλόμενη λύση δύο κρατών που να λαμβάνει υπόψη τις ανησυχίες και τις ανάγκες και των δύο πλευρών — του εβραϊκού Ισραήλ και της Παλαιστίνης. Όμως, αυτό δεν μπορεί να είναι ένα απλό πλαίσιο που αφήνεται στη διαπραγμάτευση των δύο πλευρών. Όπως έχει αποδειχθεί στο παρελθόν, ένα πλαίσιο από μόνο του δεν εξασφαλίζει επιτυχία· η μία ή η άλλη πλευρά μπορεί να ακολουθήσει τη διαδικασία της διαπραγμάτευσης χωρίς πρόθεση να την ολοκληρώσει — όπως έλεγε ο Menachem Begin αναφερόμενος στις συνομιλίες της Μαδρίτης το 1991.
Επιπλέον, δεν αρκεί μια λύση που θα αφορά μόνο τα αποτελέσματα των εδαφικών αλλαγών του 1967· εξίσου σημαντικό είναι να ληφθεί υπόψη η σημερινή διασπορά των δύο πληθυσμών (περισσότεροι από ένα εκατομμύριο Ισραηλινοί ζουν πέρα από τις γραμμές του ’67, ενώ σχεδόν ισάριθμοι Παλαιστίνιοι κατοικούν εντός του προ–1967 Ισραήλ). Η λύση πρέπει επίσης να λάβει υπόψη την εδαφική ενότητα της χώρας και τους περιορισμένους φυσικούς και οικονομικούς πόρους της. Συνεπώς, η λύση πρέπει να υπερβεί την απλή χάραξη συνόρων μεταξύ δύο κρατών και να φανταστεί ένα μωσαϊκό αλληλένδετων πληθυσμιακών κέντρων που θα μοιράζονται τη διακυβέρνηση κοινών ζητημάτων.
Σε αυτό το πλαίσιο μπορεί κανείς να μιλήσει για «βασικές αρχές» που θα εξασφαλίζουν μια αξιοπρεπή και ασφαλή συνύπαρξη των δύο λαών. Πολλές ιδέες προς αυτή την κατεύθυνση έχουν προταθεί πρόσφατα, όπως η πρωτοβουλία “Land for All” ή το «Σχέδιο Συνομοσπονδίας» (The Israeli Palestinian Confederation). H διεθνής κοινότητα θα μπορούσε να σχεδιάσει μια βέλτιστη λύση δύο κρατών με βάση αυτές και παρόμοιες ιδέες. Ωστόσο, λαμβάνοντας υπόψη το αδύναμο ιστορικό της και τις συχνά αντικρουόμενες θέσεις της αφενός, και την κυριαρχία της ισραηλινής στρατιωτικής ισχύος αφετέρου, δεν φαίνεται ρεαλιστικό να φανταστούμε ότι θα σχεδιάσει — πόσο μάλλον να επιβάλει — μια τέτοια λύση στις δύο πλευρές. Έτσι, αυτό που μας μένει και πάλι σήμερα είναι το συγκλονιστικό θέαμα μιας γενοκτονικής εκστρατείας, της οποίας το αποτέλεσμα για το άμεσο μέλλον θα καθοριστεί, δυστυχώς, από τους ίδιους τους δράστες της.
Ο.Λ.: Στον απόηχο της μαζικής βίας, πώς μπορούν να ισορροπήσουν οι δύο επιταγές — της λογοδοσίας και της κοινωνικής θεραπείας; Ποιοι μηχανισμοί, νομικοί, πολιτικοί ή κοινωνικοί, θα μπορούσαν ρεαλιστικά να λειτουργήσουν σε ένα τέτοιο πλαίσιο;
S.N.: Αν υποθέσουμε ότι θα επιτευχθεί μια περίοδος ηρεμίας — με ή χωρίς διαπραγματεύσεις — θα απαιτηθεί μια μεγάλης κλίμακας προσπάθεια, με την υποστήριξη διεθνών επαγγελματικών οργανώσεων, για να θεραπευθεί το ανθρώπινο πνεύμα τόσο των νέων όσο και των ηλικιωμένων στη Γάζα. Αυτό, μαζί με την εκπαίδευση, πρέπει να έχει προτεραιότητα ακόμη και έναντι της αστικής ανοικοδόμησης. Και όταν έρθει η ώρα της ανοικοδόμησης, αυτή θα πρέπει να λαμβάνει περισσότερο υπόψη τις ψυχολογικές πληγές της κοινότητας παρά να επιδιώκει απλώς εντυπωσιακά, σύγχρονα αρχιτεκτονικά σχέδια.
Οι τόποι είναι φορείς μνήμης. Με βουρκωμένα μάτια, μια συγγενής μού εκμυστηρεύτηκε ότι ο τόπος ανάπαυσης των γονιών της, κάτω από ένα πλατάνι στην άκρη ενός χαμηλού τύμβου, έχει ισοπεδωθεί — πρώτα βομβαρδίστηκε και έπειτα σβήστηκε με μπουλντόζες, εξαφανίζοντας κάθε ίχνος του τύμβου, του δέντρου και των τάφων. Η εικόνα είναι αποκαλυπτική: το πραγματικό θύμα της επίθεσης είναι ο ίδιος ο τόπος, η άγκυρα της μνήμης και της ταυτότητας ενός λαού. Αναγκασμένοι να μετακινούνται συνεχώς καθώς οι προσωρινές τους εστίες ισοπεδώνονται, οι κάτοικοι της Γάζας μένουν τελικά με ένα άγονο τοπίο, όπου οι τόποι περιορίζονται σε απλούς αριθμούς σε χάρτες.
Θα χρειαστεί πολλή δουλειά για να αποκατασταθεί ή να ξαναχτιστεί η υγεία αυτής της κοινότητας. Τέτοια προγράμματα πρέπει να σχεδιαστούν και να οργανωθούν όσο το δυνατόν νωρίτερα, ακόμη και σήμερα που τρόφιμα και φάρμακα περνούν με το σταγονόμετρο από τα ερμητικά κλειστά σύνορα. Κατά τη γνώμη μου, μια αρχική φάση επούλωσης πρέπει να αφήσει κατά μέρος τα ζητήματα ευθύνης ή πολιτικής και να επιτρέψει πρώτα την επανεμφάνιση εκείνων των αυθεντικών συναισθηματικών ενστίκτων που φέρουμε όλοι μας· αυτά πρέπει να αποτελέσουν το θεμέλιο για μια μελλοντική εκλογίκευση του τι συνέβη, γιατί συνέβη και πώς μπορεί να αποτραπεί η επανάληψή του.
Ο.Λ.: Πώς η προπαγάνδα και η παραπληροφόρηση υποβαθμίζουν την ηθική φαντασία και στις δύο πλευρές; Ποιες ψυχολογικές ή κοινωνικές δυναμικές κάνουν τις κοινότητες δεκτικές σε βάρβαρες αφηγήσεις και ποια πρακτικά βήματα θα μπορούσαν να βοηθήσουν να διακοπεί αυτή η διαδικασία;
S.N.: Η κατήχηση πεποιθήσεων και απόψεων — μέσω προπαγάνδας, παραπληροφόρησης κλπ. — που τροφοδοτεί την αυτοδικαίωση και την υποτίμηση του «άλλου» παράγεται συνήθως και κατευθύνεται από κάποια εξουσία, συχνά μεταβιβαζόμενη από γενιά σε γενιά. Το δογματικό τοπίο στο Ισραήλ και την Παλαιστίνη σήμερα δεν είναι παρά η κορυφή ενός ιστορικού παγόβουνου· κι αν δεν αντιμετωπιστεί ριζικά από τις κεντρικές αρχές και στις δύο πλευρές, θα είναι δύσκολο να αναπροσανατολιστούν οι σύγχρονες προκαταλήψεις ώστε να επιτρέψουν μια καθαρή, σχεδόν παρθένα, ηθική εκτίμηση του πραγματικού ανθρώπινου τοπίου γύρω μας.
Το άτομο τείνει να θέλει να πιστεύει το ψέμα που του σερβίρει η εξουσία· κι αν η ίδια η εξουσία δεν απελευθερωθεί από την ιδεολογική της τύφλωση (π.χ. θρησκευτική μισαλλοδοξία), τότε το βάρος της απελευθέρωσης πέφτει στο ίδιο το άτομο. Αυτό προϋποθέτει παιδεία με την ευρεία έννοια —μια παιδεία που αρχίζει από το σπίτι και διαπερνά ολόκληρη την κοινωνία. Προϋποθέτει επίσης προσωπικές συναντήσεις και αλληλεπιδράσεις ανάμεσα σε ανθρώπους που προέρχονται από αντίπαλες πλευρές, καθώς και στοχευμένα προγράμματα διαλόγου που να ενθαρρύνουν κοινές πρωτοβουλίες και σχέδια.
Ιδανικά, θα μπορούσε να λειτουργήσει ένα δίγλωσσο μέσο ενημέρωσης που να αποτυπώνει με ευαισθησία τους πόνους και τις ανησυχίες και των δύο πλευρών.
Σε όλες αυτές τις δραστηριότητες το μήνυμα πρέπει να είναι ξεκάθαρο: ένα κοινό και ασφαλές μέλλον βρίσκεται στα χέρια των ανθρώπων και είναι εφικτό. Ωστόσο, τέτοιες προσπάθειες συχνά κινούνται ενάντια στο ρεύμα, χωρίς υποστήριξη — ή ακόμη και υπό παρεμπόδιση — από τις κυρίαρχες τάσεις και τις ίδιες τις δομές της εξουσίας. Γι’ αυτό χρειάζεται πίστη και επιμονή.
Ο.Λ.: Ως πρώην πρόεδρος του Πανεπιστημίου AL–Quds, πώς αξιολογείτε τον ρόλο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης σε ένα τέτοιο περιβάλλον; Ποιες θεσμικές μεταρρυθμίσεις ή πρακτικές θα μπορούσαν να μετατρέψουν τα πανεπιστήμια σε εκκολαπτήρια αμοιβαίας κατανόησης, αντί σε πεδία πολιτικής αντιπαράθεσης;
S.N.: Πιστεύω ότι η πανεπιστημιούπολη πρέπει, πριν από οτιδήποτε άλλο, να είναι ένας ελεύθερος και δημοκρατικός χώρος, όπου η εκπαίδευση δίνει έμφαση στις αξίες και στις δεξιότητες κριτικής σκέψης. Ο πρωταρχικός σκοπός της δεν είναι άλλος από την καλλιέργεια του ενάρετου ανθρώπου, για τον οποίο —κατά τον αριστοτελικό τρόπο— το αγαθό είναι αυτό που είναι καλό από μόνο του, και όχι εκείνο που θεωρείται καλό για κάποιον απώτερο πολιτικό ή υλικό σκοπό.
Σε ευρύτερο επίπεδο, η επιστήμη μπορεί να αποτελέσει έναν από τους πιο ισχυρούς τομείς συνεργασίας: κοινές έρευνες και ακαδημαϊκά προγράμματα ανάμεσα στις δύο πλευρές θα μπορούσαν να συμβάλουν ουσιαστικά στην οικοδόμηση αμοιβαίας κατανόησης και σεβασμού.
Ο.Λ.: Σε περιόδους απελπισίας, ποιες αξίες ή «σταθερές» σάς καθοδήγησαν προσωπικά; Και ποιες πιστεύετε ότι θα μπορούσαν να αποτελέσουν θεμέλιο για ένα μέλλον αξιοπρέπειας, συμφιλίωσης και συνύπαρξης στην περιοχή;
S.N.: Οι «σταθερές» της ζωής μου υπήρξαν τα συναισθηματικά ένστικτα που απορρόφησα από τη μητέρα μου — τόσο στην παιδική μου ηλικία όσο και αργότερα, καθώς την έβλεπα να σχετίζεται με τους άλλους: η φροντίδα της για τους αδύναμους και τους άπορους, η ταπεινότητά της, ο αυτοσεβασμός της, η αγάπη που ξεχείλιζε.
Με τον καιρό, προσπάθησα να εκφράσω αυτά τα συναισθήματα με ορθολογικό ή πολιτικό τρόπο και τελικά κατέληξα σε δύο θεμελιώδεις —και όχι άγνωστες— έννοιες: την ελευθερία και την ισότητα. Πάνω απ’ όλα, αυτές είναι αξίες οικουμενικές, που μιλούν τόσο στον ίδιο μας τον εαυτό όσο και στον άλλον· μα παραμένουν κενές ως έννοιες αν δεν είναι διαποτισμένες από τα συναισθήματα και τα ένστικτα που τις γέννησαν.
O.Λ.: Τι σημαίνει να καταγράφει κανείς με ήθος την τραγωδία της Γάζας; Πώς μπορούν οι δημοσιογράφοι και οι διανοούμενοι να παρουσιάζουν τα μαζικά δεινά με τρόπο που να υπηρετεί τη δικαιοσύνη και την ανθρώπινη αξιοπρέπεια — και όχι την εκμετάλλευση, τη διαίρεση ή την απόγνωση;
S.N.: Οι άνθρωποι είναι από τη φύση τους πολιτικά όντα, καθοδηγούμενοι από «ανώτερα» αλλά και από «κατώτερα» ένστικτα. Στον επαγγελματικό τους ρόλο, οι δημοσιογράφοι και οι διανοούμενοι, συχνά, βλέπουν τον εαυτό τους ως «στρατιώτες» που μάχονται για αυτό που θεωρούν σωστό, αξιοποιώντας τις δεξιότητές τους για να υπηρετήσουν αυτόν τον σκοπό και φορώντας τους εθνικούς ή θρησκευτικούς φακούς τους για να προσανατολιστούν.
Στο Ισραήλ, μετά την 7η Οκτωβρίου, ο παλαιστινιακός ανθρώπινος πόνος σχεδόν εξαφανίστηκε από το οπτικό πεδίο. Παρομοίως, ο ισραηλινός πόνος της 7ης Οκτωβρίου ή των ημερών που ακολούθησαν παρέμεινε σχεδόν αόρατος στο παλαιστινιακό μυαλό. Η κοινή αναφορά ή ανάλυση των γεγονότων προϋποθέτει σχεδόν αυτόματα μια εθνική αφήγηση σε πόλεμο με την άλλη πλευρά, με τους δημοσιογράφους και τους διανοούμενους να κρατούν τα «κράνη» τους φορεμένα όσο διαρκεί η σύγκρουση.
Αυτό συγκροτεί μια σιωπηρά αποδεκτή «ηθική» και, δυστυχώς, εξηγεί γιατί πάνω από 240 δημοσιογράφοι στη Γάζα σκοτώθηκαν κατά τη διάρκεια της τρέχουσας σφαγής — οι περισσότεροι «στο πεδίο», καταθέτοντας με τις κάμερές τους τη μαρτυρία τους για την απάνθρωπη επίθεση σε νέους και ηλικιωμένους, καθώς και σε κτήρια, ιδρύματα και υποδομές.
Υπάρχουν, βέβαια, και μοναχικές φωνές που επιχειρούν να μιλήσουν έξω από αυτή την πολεμική λογική· όμως, όσο μαίνεται η σύγκρουση, είναι δύσκολο να βρουν ευρεία απήχηση στον δημόσιο χώρο.
Ο.Λ.: Ποια καθοδήγηση θα προσφέρατε όχι μόνο σε δημοσιογράφους, ειδικούς ή υπεύθυνους χάραξης πολιτικής, αλλά και σε πολίτες και φορείς της κοινωνίας των πολιτών –στην Ελλάδα και διεθνώς– που θέλουν να συνεισφέρουν εποικοδομητικά, αποφεύγοντας τις κατηγορίες για μεροληψία; Ποια γλώσσα, ποια πρότυπα ή ποιες πρακτικές θα πρέπει να καθοδηγούν όσους επιθυμούν να είναι πραγματικά χρήσιμοι και όχι επιφανειακοί;
S.N.: Υπάρχει ένα κρίσιμο σημείο όπου μια διαφωνία ανάμεσα σε δύο πλευρές παύει να είναι γόνιμος διάλογος και μετατρέπεται σταδιακά σε λεκτικό ανταγωνισμό· εκεί όπου οι τεκμηριωμένες διαφορές δίνουν τη θέση τους σε στείρες αντιπαραθέσεις, σε μια ρητορική ζώνη «όπου οι άγγελοι φοβούνται να πατήσουν»… Όταν ο Alexander Pope έγραψε αυτούς τους διάσημους στίχους (1711), τα έντυπα μόλις είχαν γίνει προσιτά στο ευρύ κοινό, το οποίο άθελά του έμπαινε στον στίβο της λογοτεχνικής κριτικής — υποβαθμίζοντάς την, κατά τον Pope, τόσο σε μορφή όσο και σε περιεχόμενο.
Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με τη δική μας σύγκρουση: επειδή αποτελεί εστία παγκόσμιου ενδιαφέροντος, προσελκύει ένθερμους συνομιλητές από κάθε γωνιά του κόσμου· όμως οι ανταλλαγές —σε γραπτή ή οπτική μορφή— συχνά περιορίζονται σε λαϊκές μονομαχίες, όπου το μόνο που μετράει είναι η νίκη και η αλήθεια ο «θυσιασμένος αμνός». Αυτό το θέαμα μηδενικού αθροίσματος με είχε εντυπωσιάσει κάποτε, τη δεκαετία του ’80, όταν, περιοδεύοντας στις ΗΠΑ με έναν εκπρόσωπο του Peace Now, είχαμε μόλις εκφωνήσει τα συμφιλιωτικά μας μηνύματα καλώντας σε διεθνή υποστήριξη για τον τερματισμό της σύγκρουσης στη περιοχή μας. Το ακροατήριο, αντί να ανταποκριθεί, μετατράπηκε σε πεδίο μάχης που αναπαρήγαγε ακριβώς τη σύγκρουση την οποία επιθυμούσαμε να ξεπεράσουμε.
Οι συμβουλές είναι εύκολες, αλλά οι προκαταλήψεις —ιδίως σε θρησκευτικές και εθνικιστικές συγκρούσεις— δύσκολα ξεριζώνονται. Ιδανικά, η μόνη «προκατάληψη» μας θα έπρεπε να είναι οι οικουμενικές ανθρώπινες αξίες· δηλαδή η επιδίωξη ειρήνης ανάμεσα σε ανθρώπους και έθνη. Αυτό απαιτεί να σταθούμε απέναντι στην αδικία και να της αντισταθούμε, χωρίς όμως να υποπέσουμε σε αυτοδικία ή να διαπράξουμε οι ίδιοι αδικία. Υπάρχει πάντα «η άλλη πλευρά» που πρέπει να ληφθεί υπόψη — και εδώ χρειάζεται ψυχραιμία: αυτό που διεκδικούμε ως ανθρώπινο δικαίωμα πρέπει να το αναγνωρίζουμε και για τον άλλον. Ο δημόσιος διάλογος που βασίζεται σε αυτή την αρχή οφείλει να είναι τόσο ευαίσθητος όσο και λογικός.
Αν οι αδικίες του παρελθόντος δεν μπορούν να σβηστούν, μπορούν τουλάχιστον να λειτουργήσουν ως σημάδια απαγόρευσης επανάληψης, καθώς οι δύο πλευρές χαράζουν μια κοινή πορεία για το μέλλον τους πάνω σε αυτή τη γη.
Ο.Λ.: Ως τελική σκέψη, ποιες διαρκείς «σταθερές» πιστεύετε ότι θα μπορούσαν να χρησιμεύσουν ως θεμέλιο για την οικοδόμηση ενός μέλλοντος ειρήνης και αξιοπρέπειας στη Μέση Ανατολή;
S.N.: Στην παρούσα φάση, πρέπει να υπάρξει αμοιβαία αναγνώριση των δύο διεκδικητών κυριαρχίας πάνω σε αυτή τη γη. Όσον αφορά τα υλικά αγαθά, χρειάζεται διαπραγμάτευση για μια δίκαιη κατανομή ανάμεσα στις δύο πλευρές. Όσον αφορά τις πνευματικές αξίες, αυτές οφείλουν να αναγνωριστούν και να γίνουν αμοιβαία σεβαστές — χωρίς καμία μονομερή ενέργεια που θα προκαλούσε αλλοίωση ή καταστροφή ιερών τόπων. Όπου είναι δυνατόν να αποκατασταθούν ή να μετριαστούν οι αδικίες του παρελθόντος, μια κοινή επιτροπή πρέπει να διερευνήσει τρόπους ώστε αυτό να γίνει πράξη.
Πιστεύω, ωστόσο, ότι την παραμονή μιας ιστορικής συμφιλίωσης —και ως μέρος της προετοιμασίας της— οι ηγέτες και των δύο εθνών θα πρέπει να παραδεχθούν ανοιχτά τον πόνο και τη δυστυχία που προκάλεσαν στους ανθρώπους και των δύο πλευρών και να ζητήσουν συγχώρεση… Μόνο έτσι μπορεί να σηματοδοτηθεί μια νέα εποχή ειρήνης για όλους.