«… η δημοσιογραφία είναι τόσο καλή όσο οι αναγνώστες της. Η ευφυής κάλυψη της επικαιρότητας προϋποθέτει ευφυείς αναγνώστες, θεατές και ακροατές…».
Η φράση του Chris A. Stevens,καθηγητή του Central Michigan University, σε πρόσφατη διάλεξή του, στάθηκε αφορμή να αναρωτηθώ πόση αλήθεια κρύβεται σε αυτή τη διαπίστωση. Αν σκεφθώ, δε, τις τελευταίες 4 δεκαετίες πόσο χαμηλά έπεσαν οι πωλήσεις των εντύπων, πόσο απαξίωσε την αντικειμενική αποτύπωση των γεγονότων η τηλεόραση και πόσο πρόχειρα στήθηκαν αρκετά «ειδησεογραφικά» site στον Τόπο μας, εντείνεται ο προβληματισμός για του που πάει αυτός ο τόσο σημαντικός κλάδος για την ενημέρωση της κοινωνίας και την ίδια την ουσία της δημοκρατίας περισσότερο -όχι απαραίτητα με βάση το κλισέ της «4ης εξουσίας»…
Έχει απόλυτο δίκιο, λοιπόν, ο Αμερικανός καθηγητής, παράλληλα με την παραπάνω κύρια παραδοχή, όταν λέει πως η δημοσιογραφία, από τη φύση της, πρέπει να ανταποκρίνεται στο κοινό της, να συντονίζεται με τα ενδιαφέροντά του, να έχει αίσθηση του γούστου του και να παρακολουθεί πώς εξελίσσεται. Αν δεν το κάνει αυτό, ένας ειδησεογραφικός οργανισμός -και πολύ περισσότερο ένας αρχισυντάκτης, ένας ρεπόρτερ ή ένας αρθρογράφος- δεν θα καταφέρει να επιβιώσει. Ως εκ τούτου, εμείς, που θέλουμε να επενδύσουμε σε εις βάθος ερευνητική δημοσιογραφία ασφαλώς δεν απευθυνόμαστε σε αναγνώστες που ενδιαφέρονται μόνο για τον τίτλο, την πρώτη παράγραφο ή μικρές λίστες.
Την ίδια ώρα, όντως, δεν μπορούμε να πληρώνουμε για τις υπηρεσίες ταλαντούχων λεξιπλαστών και εξειδικευμένων αρχισυντακτών αν όσοι μας διαβάζουν αδιαφορούν για την ποιότητα του γραψίματος. Και, ναι, δεν μπορούμε να συντηρούμε ακριβά γραφεία ξένων ανταποκριτών αν το ακροατήριό μας αδιαφορεί για το τι συμβαίνει στον κόσμο πέρα από τα σύνορά μας, δεν μπορούμε να προσδοκούμε ότι οι αρθρογράφοι μας θα είναι επαρκώς προκλητικοί αν οι αναγνώστες ακυρώνουν τη συνδρομή τους τη στιγμή που νιώθουν ότι «πυροδοτούνται» από κάποια άποψη που δεν τους αρέσει…
Γενικότερα, μας λέει ο Stenens, δεν μπορούμε να είμαστε οι κηδεμόνες αυτού που μπορείτε να αποκαλέσετε «φιλελεύθερο πολιτισμό» -με την ευρεία, φιλοσοφική του έννοια, όχι τη στενή ιδεολογική που έχει επικρατήσει στις ΗΠΑ- αν οι αναγνώστες έχουν αντιφιλελεύθερα ένστικτα, μυαλά χωρίς περιέργεια, μικρή δυνατότητα συγκέντρωσης και ακόμα λιγότερη ανοχή στο διαφορετικό. Προεκτείνοντας τη θέση του για τις εφημερίδες, θα συμφωνήσουμε, επίσης, ότι ένα μέσο ενημέρωσης δεν πρέπει να είναι μια μορφή πνευματικού ‘comfort food’. Δεν μπορεί και δεν πρέπει να λειτουργεί ως οργανισμός προώθησης κάποιας ατζέντας, δίκτυο υποστήριξης, ομάδα χειροκροτητών ή ακόμη και Εκκλησία που διαδίδει ένα συγκεκριμένο δόγμα –«εκτός από την πίστη στη σκληρή και ανελέητη αμφισβήτηση». Η όποια «εξουσία» του δημοσιογράφου πηγάζει από τη διάθεσή του να αμφισβητήσει την εξουσία, όχι μόνο των κυβερνώντων, αλλά και των κοινών παραδοχών και της συμβατικής σοφίας.
«Με άλλα λόγια, -προσθέτει ο καθηγητής-, αν δεν κάνουμε τους αναγνώστες μας να νιώθουν άβολα κάθε μέρα, δεν κάνουμε σωστά τη δουλειά μας. Υπάρχει ένα παλιό ρητό που λέει ότι ο ρόλος του δημοσιογράφου είναι να πλήττει τους βολεμένους και να παρηγορεί όσους πλήττονται. Το ρητό είναι λάθος. Ο ρόλος του δημοσιογράφου είναι να πλήττει, τελεία και παύλα. Τα νέα είναι κάτι νέο -νέες πληροφορίες, νέες προκλήσεις, νέες ιδέες- και είναι μέρος του νοήματός τους ότι μας αναστατώνουν. Αυτό είναι καλό πράγμα. Η αναστάτωση και το ξεβόλεμα είναι η μεγάλη κινητήριος δύναμη του κόσμου. Είναι ένα «τσίμπημα» στη συνείδηση, ένα «σκούντημα» στη σκέψη, μια επίπληξη κατά του εφησυχασμού και μια ώθηση προς τη δράση».
Στο σημείο αυτό, ωστόσο, ξεκαθαρίζει πως η «υποχρέωση» να κάνουμε τους αναγνώστες να νιώσουν άβολα, δεν σημαίνει ότι πρέπει να τους προσβάλλουμε άσκοπα, αν μπορούμε να το αποφύγουμε. Και, συνεχίζει: «Ούτε όμως πρέπει να επιχειρούμε να επιβεβαιώσουμε τις προκαταλήψεις τους, να τροφοδοτούμε το ένα ή το άλλο πολιτικό αφήγημα, να αποκαλύπτουμε τις ατασθαλίες μόνον εκείνων που λατρεύουμε να μισούμε ή να αποφεύγουμε κάποια ζητήματα λόγω του φόβου ότι θα εξοργιστούν οι αναγνώστες -ακόμα κι αν το τίμημα είναι μερικές ακυρωμένες συνδρομές. Ειδικά σε μια εποχή όπου οι συνδρομητές αποτελούν ένα ολοένα αυξανόμενο μερίδιο των εσόδων μας, οι εκδότες θα πρέπει να υψώνουν εξίσου θαρραλέα το ανάστημά τους κατά των περιστασιακών -και συνήθως μη σοβαρών- απειλών μαζικών ακυρώσεων, όπως έκαναν απέναντι στα αιτήματα διαφημιζόμενων τα παλαιότερα χρόνια».
Με λίγα λόγια, όπως το καταλαβαίνουμε, τουλάχιστον, όσοι και όσες έχουμε «φάει τα νιάτα μας» στα ΜΜΕ και στην Ελλάδα, η Εποικοδομητική Δημοσιογραφία δεν κάνει εκπτώσεις στην ενημέρωση, αλλά, με σωστό τρόπο, με ορθό λόγο, αποφεύγοντας τις ακρότητες, τις πρόχειρες και αστήριχτες τοποθετήσεις, προβάλλει την αλήθεια των γεγονότων αναζητώντας το «από δω και μπρος», για καλύτερες εξελίξεις, αφήνοντας πιο πίσω τα αρνητικά δεδομένα.
Προσοχή!!! Δεν εξωραΐζουμε καταστάσεις για να φανούμε αρεστοί, δεν συμφωνούμε με αντιλήψεις οπισθοδρομικές, εμμονικές, δογματικές, δεν «κανακεύουμε», ούτε αποκρύπτουμε πικρές αλήθειες για να κρύψουμε τη βρωμιά κάτω από το χαλί… Το κρίσιμο στοιχείο της διαφορετικής δημοσιογραφίας ως χρήσιμης διαδικασίας για τη σύγχρονη κοινωνία έχει να κάνει με την ψύχραιμη, ισορροπημένη και πολιτισμένη απόδοση των τεκταινομένων, προκειμένου να συναχθούν συμπεράσματα και να συζητηθούν οι ενδεδειγμένες λύσεις σε κάθε πρόβλημα. Πιστή καταγραφή, τεκμηρίωση, συνέχεια, πρόοδος για ένα περισσότερο ελπιδοφόρο «αύριο».
Καταλήγοντας, θα συνδέσω όλα τα παραπάνω με το ρόλο της κουλτούρας, πάνω στην ίδια προβληματική του καθηγητή Stevens. Στις ΗΠΑ πολλοί εμπλεκόμενοι στη δημοσιογραφία έχουν παλέψει για να ακουστούν εναλλακτικές απόψεις, εξαιτίας μιας βαθιάς κατανόησης ότι η οξυδερκής παρουσίαση αντικρουόμενων οπτικών μάς κάνει περισσότερο σκεπτόμενους και ότι δεν μπορούμε να διαφωνούμε με νοήμονα τρόπο αν δεν έχουμε πρώτα κατανοήσει εις βάθος το θέμα. Στην αντίπερα του Ατλαντικού, με τα όποια τρωτά του συστήματος μιας τεράστιας πολυπολιτισμικής κοινωνίας, μιας «άγριας» αγοράς θα έλεγα, ενός αδυσώπητου ανταγωνισμού, αλλά συνάμα και ενός ευρύτατου «πεδίου ευκαιρίας» σε κάθε τομέα, πιστεύουν (ίσως πιο πολύ και από την «πνευματική» Ευρώπη) ότι η κοινωνική πρόοδος εξαρτάται από την περιστασιακή έκφραση εξωφρενικών ιδεών, οι οποίες, εξεταζόμενες πιο προσεκτικά, αποδεικνύεται ότι δεν είναι καθόλου εξωφρενικές.
Στη βάση αυτή, η δική μας εκτίμηση είναι πως απαιτείται άλλη μέθοδος πλέον για την προβολή ιδεών, ώστε ακριβώς να μην υπάρχει παρεξήγηση για το αν φαντάζουν εξωφρενικές επειδή έτσι παρουσιάζονται σε πολλές περιπτώσεις!
Άρα, δεν αποδεχόμαστε την ανάλυση ότι «η ώθηση των αναγνωστών εκτός των πολιτικών και ηθικών ζωνών ασφαλείας τους, ακόμα και με τον κίνδυνο να ταραχθούν, κάνει καλό στο μυαλό και στην ψυχή».
Σε όλα υπάρχουν όρια, για να μην ξεφεύγουμε και μετά δεν μπορούμε να ελέγξουμε τίποτε. Από αυτό το τελευταίο κινδυνεύουμε, καθόσον δεν εξασφαλίζεται οποιοσδήποτε μηχανισμός αυτόματης διόρθωσης.
Έτσι, τελικά, ίσως πετύχουμε να συντηρήσουμε (αυτό που και στις ΗΠΑ επιχειρούν από άλλη οπτική) την κουλτούρα και τους θεσμούς μιας φιλελεύθερης δημοκρατίας αποδεχόμενοι εκείνο που ευφυώς θύμισε ο Stevens ότι είχε θέσει ο δικαστής Learned Hand το 1944, ότι το «πνεύμα της ελευθερίας είναι το πνεύμα που δεν είναι πολύ σίγουρο ότι έχει δίκιο» και, που, συνεπώς, πρέπει να έχει τη διάθεση να ακούσει την άλλη πλευρά. Επί του προκειμένου, μάλλον, συμπλέουμε…