author-image-116 Ομάδα του Ορθού Λόγου
author-image-26 Κωνσταντίνος Αλεξόπουλος

Δ/ντης έκδοσης

atc-portal

atc-portal

Η φιλελεύθερη σκέψη γύρω από την οικονομία της αγοράς γεννήθηκε ως απάντηση στην αυθαιρεσία της εξουσίας και στη μονοπώληση του πλούτου από λίγους. Υπερασπίστηκε την ατομική ελευθερία, την ισονομία και το δικαίωμα κάθε ανθρώπου να δημιουργεί, να επιχειρεί και να συμμετέχει στον πλούτο που παράγεται. Η αγορά – ως θεσμός, όχι ως ιδεολογική φαντασίωση – υποσχέθηκε να λειτουργεί ως ανοιχτός χώρος ευκαιριών και κινητικότητας. Όμως σήμερα, μέσα από ένα οξύμωρο ιστορικό τόξο, οι ίδιες οι αγορές – το «ιερό τοτέμ» του κλασικού φιλελευθερισμού – τείνουν να παράγουν συνθήκες αποκλεισμού και συγκέντρωσης ισχύος. Το παράδοξο είναι διπλό: αφενός, οι μηχανισμοί που σχεδιάστηκαν για να προάγουν τον ανταγωνισμό, την καινοτομία και τη διασπορά ευκαιριών οδηγούν συχνά, πλέον, σε ολιγοπώλια ή και μονοπώλια· αφετέρου, η άνιση κατανομή του πλούτου που προκύπτει από αυτές τις στρεβλώσεις δεν περιορίζεται στην οικονομία, αλλά υπονομεύει τη δημοκρατία, τη δημόσια σφαίρα, την πραγματική έννοια της ελευθερίας.
Το ζήτημα λοιπόν δεν είναι αν ο φιλελευθερισμός  -ή το σύστημα των αγορών- έχει αποτύχει· είναι αν μπορεί να επανευθυγραμμιστεί με τις αρχικές του αξίες. Αν μπορεί, δηλαδή, να ξαναβρεί την άκρη του νήματος της κριτικής σκέψης που τον γέννησε και να μην παγιδευτεί σε ιδεολογικά, δογματικά αντανακλαστικά. Γιατί, όταν η αγορά δεν είναι πραγματικά ανοιχτή, πραγματικά ελεύθερη, αλλά ελέγχεται από λίγους εις βάρος των πολλών, τότε ούτε η κοινωνία λειτουργεί με όρους ελευθερίας.

Συγκεντρωτισμός χωρίς όρια

Το θεμέλιο του οικονομικού φιλελευθερισμού δεν είναι απλώς η ελευθερία συναλλαγών· είναι η πολυπλοκότητα και ανοιχτότητα της αγοράς – η δυνατότητα πολλών να συμμετέχουν, να ανταγωνίζονται και να καινοτομούν. Όμως τις τελευταίες δεκαετίες, η πραγματικότητα των αγορών απέχει όλο και περισσότερο από αυτή την αρχή. Η συγκέντρωση ισχύος σε λίγες εταιρείες, σε πολλούς κρίσιμους τομείς της παγκόσμιας οικονομίας, δεν είναι πια εξαίρεση – είναι κανόνας.

Ο Adam Smith, ήδη από τον 18ο αιώνα, προειδοποιούσε πως «άνθρωποι της ίδιας τέχνης ή εμπορίου σπανίως συναντώνται χωρίς να καταλήξουν σε συνωμοσία εναντίον του κοινού». Δεν ήταν αφελής. Ήξερε ότι η αγορά μπορεί να αλλοιωθεί εκ των έσω – από την επιδίωξη των ισχυρών να εξουδετερώσουν τον ανταγωνισμό και να ελέγξουν το πεδίο. Ο φιλελευθερισμός του Smith δεν ήταν θεωρία ελεύθερων εταιρικών τεράτων· ήταν μια θεωρία θεσμικού πλαισίου για την εξισορρόπηση των δυνάμεων της αγοράς.

Σήμερα, όμως, βιώνουμε μια νέα φάση συγκέντρωσης. Για παράδειγμα:
– Τέσσερις εταιρείες ελέγχουν την πλειονότητα της ψηφιακής διαφήμισης παγκοσμίως.
– Τρεις τραπεζικοί όμιλοι διαχειρίζονται πάνω από το 50% των καταθέσεων στις ΗΠΑ.
– Πέντε εταιρείες ορίζουν την πρόσβαση στις βασικές υποδομές cloud.
– Οι εφοδιαστικές αλυσίδες τροφίμων και ενέργειας έχουν συγκεντρωθεί σε δομές που κάνουν κάθε διατάραξη παγκόσμιο σοκ.

Ο Luigi Zingales, οικονομολόγος του Πανεπιστημίου του Σικάγο – όχι υπέρμαχος του κρατισμού, αλλά υπερασπιστής του ανταγωνισμού – έχει επισημάνει με οξύτητα ότι ο σύγχρονος καπιταλισμός απειλείται όχι από τον σοσιαλισμό, αλλά από τον καπιταλισμό των λίγων: μια μορφή «εταιρικού καθεστώτος» όπου οι κανόνες γράφονται από τους ισχυρούς, οι καινοτόμοι εξουδετερώνονται και η οικονομική κινητικότητα σταματά (A Capitalism for the People). Αν αυτή η τάση δεν ανακοπεί, η αγορά – ως ανοιχτός χώρος ευκαιριών – απλώς παύει να υπάρχει. Και μαζί της, παύει να ισχύει και το κεντρικό επιχείρημα του φιλελευθερισμού: ότι μέσα από την ελευθερία, αναδύεται πρόοδος και δικαιότερη κατανομή.

Οι στρεβλώσεις

Ο φιλελευθερισμός δεν υποσχέθηκε ποτέ ισότητα αποτελέσματος. Υποσχέθηκε, όμως, ισότητα ευκαιριών – ένα θεσμικό και κοινωνικό περιβάλλον όπου όλοι ξεκινούν με δίκαιους όρους και αφήνονται να δημιουργήσουν, να καινοτομήσουν, να αποτύχουν και να ξαναπροσπαθήσουν. Όταν, όμως, η οικονομική ανισότητα υπερβαίνει ένα ορισμένο όριο – όχι ηθικό, αλλά λειτουργικό – παύει να είναι έκφραση ελευθερίας και γίνεται μηχανισμός αναπαραγωγής αποκλεισμών.

Όπως παρατηρεί ο Thomas Piketty στο “Capital in the Twenty-First Century”, η συσσώρευση ισχύος και πλούτου δεν είναι απαραίτητα αποτέλεσμα ικανότητας ή προσφοράς· πολλές φορές είναι προϊόν θεσμικού πλεονεκτήματος και ιστορικής αδράνειας. Αν και ο ίδιος δεν ανήκει στη φιλελεύθερη σχολή, η διάγνωσή του για τη δυναμική της συσσώρευσης γίνεται όλο και πιο δύσκολο να αγνοηθεί – ακόμη και από τους υποστηρικτές της αγοράς. Άλλωστε, ούτε ο Milton Friedman αγνοούσε το πρόβλημα: ήδη, από τη δεκαετία του ’60, υποστήριζε την εφαρμογή αρνητικού φόρου εισοδήματος, ως εργαλείο στήριξης των οικονομικά ασθενέστερων με τρόπο που να μη διαστρεβλώνει την αγορά. Η πρότασή του δεν βασιζόταν σε λογικές ισότητας, αλλά σε ανάγκη κοινωνικής συνοχής και οικονομικής αποτελεσματικότητας.

Το πρόβλημα, σήμερα, δεν είναι απλώς ότι αυξάνονται οι ανισότητες· είναι ότι συγκροτούν ένα νέο καθεστώς – μια θεσμική στρέβλωση, κατά την οποία η πρόσβαση σε δίκτυα ισχύος και η κληρονομική μεταβίβαση περιουσίας, καθορίζουν σε αυξανόμενο βαθμό τις ευκαιρίες και τη μελλοντική πορεία του ατόμου. Κι αυτό αντιστρατεύεται ευθέως την έννοια της κινητικότητας την οποία υπερασπίστηκαν ιστορικά οι φιλελεύθεροι – δηλαδή, την ιδέα ότι ο καθένας μπορεί να προχωρήσει ανεξαρτήτως αφετηρίας.
Ο Luigi Zingales το έχει διατυπώσει με ακρίβεια: ο καπιταλισμός τείνει να μετατρέπεται σε καθεστώς προνομίων αν δεν υπάρχουν θεσμοί που να επιτηρούν το «παιχνίδι», ώστε να παραμένει ανοιχτό. Αντί για ένα σύστημα ευκαιριών, μετατρέπεται σε ένα σύστημα επιβράβευσης του ήδη ισχυρού. Και τότε δεν έχουμε απλώς στρέβλωση του ανταγωνισμού· έχουμε ακύρωση της ίδιας της υπόσχεσης της αγοράς, της ίδιας της ελευθερίας.

Φιλελευθερισμός – ανταγωνισμός

Η ελεύθερη αγορά χωρίς ανταγωνισμό είναι σαν δημοκρατία χωρίς εναλλαγή στην εξουσία: διατηρεί το σχήμα, αλλά χάνει το νόημα. Ο ανταγωνισμός δεν είναι απλώς μία παράμετρος της φιλελεύθερης οικονομίας – είναι θεμελιώδης όρος της λειτουργίας της. Χωρίς αυτόν, η αγορά γίνεται κλειστό κύκλωμα εξουσίας· ένα σύστημα όπου οι ήδη ισχυροί ελέγχουν το παιχνίδι και το διαμορφώνουν προς όφελός τους.

Ο Friedrich Hayek, ένας από τους πλέον γνωστούς υπέρμαχους του κλασσικού φιλελευθερισμού, τόνιζε ότι η αγορά δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς κανόνες και θεσμούς που επιτρέπουν τη διάχυση της πληροφορίας και τη δυναμική των επιλογών. Δεν υπερασπιζόταν το «ό,τι να ’ναι» της απορρύθμισης, αλλά έναν θεσμικά κατοχυρωμένο χώρο δράσης, όπου η γνώση διασπείρεται μέσω της αποκεντρωμένης οικονομικής δραστηριότητας.

Αντίστοιχα, ο Milton Friedman – συχνά παρεξηγημένος – υποστήριζε την ελάχιστη, αλλά αποτελεσματική κρατική παρέμβαση, ακριβώς για να διασφαλίζεται η ισότητα στους όρους συμμετοχής. Ο ίδιος, όπως είδαμε, υπερασπίστηκε τον αρνητικό φόρο εισοδήματος, όχι από ηθικό καθήκον αναδιανομής, αλλά ως όρο σταθερότητας και ευρυθμίας της αγοράς.

Πιο πρόσφατα, ο Thomas Philippon ανέδειξε με εμπειρική ακρίβεια ότι η μείωση του ανταγωνισμού στις ΗΠΑ – σε αντίθεση με την Ευρώπη – οδήγησε σε υψηλότερες τιμές, λιγότερη καινοτομία και βραδύτερη αύξηση της παραγωγικότητας. Η αδυναμία εφαρμογής αντιμονοπωλιακής πολιτικής, λέει, δεν είναι μόνο ζήτημα πολιτικής ισχύος, αλλά απειλή για τη μακροπρόθεσμη ευημερία. (“The Great Reversal: How America Gave Up on Free Markets” Belknap Press, 2019)

Γι’ αυτό και ο στόχος δεν είναι απλώς περισσότερος ανταγωνισμός, αλλά υγιής ανταγωνισμός: θεμιτός, διαφανής, με χαμηλά εμπόδια εισόδου και θεσμική επιτήρηση των όρων παιχνιδιού. Όταν ο ανταγωνισμός γίνεται εργαλείο εξόντωσης, εξαγοράς ή παραπληροφόρησης, παύει να υπηρετεί την αγορά· γίνεται μηχανισμός συγκέντρωσης. Για να παραμείνει ζωντανός ο φιλελευθερισμός, οφείλει να υπερασπίζεται την ποιότητα του ανταγωνισμού, όχι απλώς την ύπαρξή του.
Η σχέση φιλελευθερισμού και ανταγωνισμού δεν είναι επιλογή – είναι προϋπόθεση. Όταν ο ανταγωνισμός εκλείπει, η αγορά παύει να είναι ελεύθερη. Και τότε, αυτό δεν είναι μόνο πρόβλημα για την κοινωνική δικαιοσύνη. είναι ρήγμα στην ίδια τη λογική της οικονομικής ελευθερίας.

Αναστοχασμός ή παρακμή;

Ο φιλελευθερισμός διακηρύσσει την πίστη του στην πρόοδο μέσα από την ελευθερία. Όμως, η ελευθερία δεν είναι αυθύπαρκτη· προϋποθέτει όρια, θεσμούς, και διαρκή εγρήγορση απέναντι σε κάθε δύναμη που τείνει να γίνει ανεξέλεγκτη – είτε αυτή προέρχεται από το κράτος είτε από την αγορά. Όταν αυτό το θεμέλιο ξεχνιέται, η φιλελεύθερη σκέψη κινδυνεύει να γίνει απλώς ένα ιδεολογικό κάλυμμα για την ισχύ των ήδη ισχυρών.

Σήμερα, ο φιλελευθερισμός καλείται να απαντήσει σε ένα υπαρξιακό ερώτημα: Θα παραμείνει ένα σύστημα σκέψης ζωντανό και ικανό να αυτοδιορθώνεται; Ή θα καθηλωθεί σε μια στατική εκδοχή του εαυτού του, αδύναμη να απαντήσει στις στρεβλώσεις που προκαλεί η συγκέντρωση οικονομικής ισχύος;

Ο φιλελεύθερος λόγος της δεκαετίας του ’80 – εμποτισμένος από την καχυποψία απέναντι στο κράτος και τον ρυθμιστικό παρεμβατισμό – ήταν ίσως αναγκαίος στο ιστορικό του πλαίσιο. Σήμερα όμως, η πραγματικότητα έχει αλλάξει. Οι απειλές για την ελευθερία δεν προέρχονται μόνο από το κράτος· προέρχονται και από τις εταιρικές δομές ισχύος, τις τεχνολογικές εξαρτήσεις, τις αγορές χωρίς ισοδύναμο αντίβαρο.

Ο αναστοχασμός επί των αξιών του φιλελευθερισμού δεν είναι άρνηση της ελευθερίας· είναι όρος για να την επανανοηματοδοτήσουμε. Δεν αποτελεί οπισθοχώρηση· είναι αναγκαία προϋπόθεση για τη συνέχειά του. Ο φιλελευθερισμός οφείλει να ξαναδεί τον εαυτό του όχι ως απλό αντίβαρο του κρατισμού, αλλά ως υπερασπιστή ενός πλαισίου όπου κανείς δεν έχει το μονοπώλιο της δύναμης – ούτε το κράτος, ούτε το κεφάλαιο.

Η επιλογή δεν είναι ανάμεσα στον «παλιό» φιλελευθερισμό και σε κάτι άλλο. Η πραγματική επιλογή είναι ανάμεσα σε έναν φιλελευθερισμό που εξελίσσεται – και έναν που παρακμάζει.

«Ρυθμίζοντας» την ελευθερία

Αν ο φιλελευθερισμός θέλει να παραμείνει συνεπής προς τον εαυτό του, τότε δεν μπορεί να απορρίπτει τη ρύθμιση εκ προοιμίου. Γιατί ρύθμιση δεν σημαίνει κρατικό βάρος· σημαίνει κανόνες που διασφαλίζουν ότι η ελευθερία όλων δεν υπονομεύεται από την ισχύ των λίγων. Όπως δεν νοείται κράτος δικαίου χωρίς θεσμικό πλαίσιο, έτσι δεν νοείται και αγορά χωρίς επιτήρηση του ανταγωνισμού, περιορισμό της αυθαιρεσίας και διαφάνεια στους όρους συμμετοχής.

Η αντιμονοπωλιακή πολιτική – που γεννήθηκε στις φιλελεύθερες δημοκρατίες – δεν είναι σοσιαλιστικό εργαλείο· είναι φιλελεύθερος μηχανισμός εξισορρόπησης. Όταν εφαρμόζεται σωστά, δεν τιμωρεί την επιτυχία, αλλά προφυλάσσει την αγορά από τη στασιμότητα, την υπερσυγκέντρωση και τη χειραγώγηση. Η επιβολή κανόνων στους τεχνολογικούς κολοσσούς, ο περιορισμός των καταχρηστικών εξαγορών και η ενίσχυση της πρόσβασης για μικρότερους παίκτες δεν περιορίζουν την οικονομική ελευθερία· την αποκαθιστούν.

Η ΕΕ, παρά τις αντιφάσεις της, επιχειρεί να κινηθεί σε αυτή την κατεύθυνση – ιδίως με τη νομοθεσία για τις ψηφιακές αγορές και την προστασία προσωπικών δεδομένων. Στις ΗΠΑ, η προσπάθεια της Lina Khan στην Ομοσπονδιακή Επιτροπή Εμπορίου για μια νέα αντιμονοπωλιακή προσέγγιση – προς ενίσχυση του ανταγωνισμού και της καινοτομίας – είχε προκαλέσει διεθνή συζήτηση. Όμως, η αποχώρησή της και η πολιτική αλλαγή ηγεσίας το 2025, με νέα πλειοψηφία υπέρ της χαλαρής στάσης στις συγχωνεύσεις, ανέδειξε μια βασική αλήθεια: οι θεσμοί δεν αρκούν – απαιτείται και πολιτική βούληση. Γιατί η ρύθμιση δεν είναι μόνο νόμος. είναι και δημοκρατική επιλογή, θεσμική κουλτούρα και κοινωνική συνείδηση. Χωρίς αυτά, οι κανόνες μένουν κενό γράμμα. Χρειάζεται ένα νέο συμβόλαιο: όχι ανάμεσα σε κράτος και πολίτες, αλλά ανάμεσα σε αγορά και κοινωνία. Ένα πλαίσιο όπου η οικονομική ελευθερία δεν συγκρούεται με τη συλλογική ισορροπία, αλλά τη θωρακίζει.

Ο φιλελευθερισμός της επόμενης εποχής δεν θα μετριέται με βάση το μέγεθος του κράτους, αλλά με το βάθος της συμμετοχής και τη διαφάνεια στους όρους του παιχνιδιού. Και αυτό δεν είναι υποχώρηση· είναι διεύρυνση.

Και τώρα τι;

Η συζήτηση για τις αγορές δεν είναι τεχνική. Είναι βαθιά πολιτική και, τελικά, αξιακή. Μια οικονομία που συγκεντρώνει πλούτο και ισχύ στα χέρια λίγων δεν είναι «ανεξέλεγκτη» – είναι ακυρωμένη. Γιατί χάνει τη νομιμοποίησή της, διαρρηγνύει τον κοινωνικό ιστό και υπονομεύει τις ίδιες τις προϋποθέσεις της ελευθερίας που διακηρύσσει.

Αν θέλουμε να υπερασπιστούμε την οικονομία της αγοράς ως χώρο ευκαιριών και κινητικότητας, τότε πρέπει να αποδεχτούμε ότι η αυτορρύθμιση δεν επαρκεί. Χρειάζονται θεσμοί, ρυθμιστικοί μηχανισμοί, πολιτική βούληση και πάνω απ’ όλα κοινωνική απαίτηση για δικαιοσύνη. Όχι εξισωτισμό· ισότητα όρων. Όχι κρατισμό· κανόνες που δεσμεύουν και τους ισχυρούς.

Δεν χρειαζόμαστε μεγαλύτερο κράτος· χρειαζόμαστε εγγυήσεις ότι η «ελευθερία» δεν είναι προνόμιο. Και αυτό δεν είναι ιδεολογική υποχώρηση. είναι υπαρξιακή προϋπόθεση για να παραμείνει η αγορά ζωντανή – ως θεσμός που παράγει, εμπνέει και ενώνει. Μια αγορά χωρίς ανταγωνισμό, χωρίς κινητικότητα, χωρίς λογοδοσία, δεν είναι αγορά· είναι μηχανισμός αναπαραγωγής ισχύος.

Το επόμενο βήμα δεν είναι να διαλέξουμε στρατόπεδο. Είναι να απαιτήσουμε μια οικονομία που δεν εκτροχιάζει τις αρχές της στο όνομα της αποτελεσματικότητας. που δεν ξεχνά ότι σκοπός της δεν είναι να αυξάνει τις τιμές με κάθε κόστος, αλλά να διαχέει τις δυνατότητες – όχι να τις συγκεντρώνει.

Αν η ελευθερία είναι αξία, ας την υπερασπιστούμε εκεί όπου δοκιμάζεται περισσότερο: στον καθημερινό χώρο της οικονομίας, εκεί όπου οι ανισότητες δεν είναι αφηρημένοι δείκτες, αλλά πραγματικά εμπόδια ζωής.

Εγγραφείτε και μιλήστε!

Με την εγγραφή σας μπορείτε να συμμετάσχετε στην κουβέντα για το άρθρο, να μιλήσετε στους συντάκτες μας και να συμβάλλετε εποικοδομητικά στα άρθρα μας.

Μπορείτε να συνεχίσετε την ανάγνωση του άρθρου πατώντας εδώ, αλλά...

... είναι μόνο χάρη των μελών/συνδρομητών που μας στηρίζουν που μπορούμε να έχουμε άρθρα.

Εάν μια εποικοδομητική δημοσιογραφία, που δεν εξαρτάται από διαφημίσεις, είναι κάτι που θέλετε να υποστηρίξετε γίνετε μέλος σήμερα.

Περιεχόμενα Τεύχους

Τεύχος 65

Ιούλιος-Αύγουστος 2025

Μετάβαση στο περιεχόμενο