Από την αρχαία πόλιν και τον λόγο περί των κοινών ως πράξη -και πρακτική- συμμετοχής και ευθύνης, ως τον σύγχρονο κατακερματισμό της πολιτικής εν είδει κομματικού ανταγωνισμού και θεαματικής διαχείρισης, η έννοια της πολιτικής έχει διανύσει μια μακρά και πολυκύμαντη πορεία.
Στην αρχαία Ελλάδα, η πολιτική ήταν δεμένη άρρηκτα με την έννοια του πολίτη: αυτού που συμμετέχει, αποφασίζει, αναλαμβάνει ευθύνη και όσο έχει δικαιώματα, άλλο τόσο έχει και υποχρεώσεις. Ο Αριστοτέλης χαρακτήριζε τον άνθρωπο ως «ζῷον πολιτικόν», τονίζοντας έτσι την ανάγκη για συλλογική ζωή, λόγο και οργάνωση με σκοπό το κοινό όφελος.
Στην μετέπειτα ρωμαϊκή παράδοση, η πολιτική μετακινείται προς την διαχείριση και την διοίκηση της res publica, ενώ με στον χριστιανισμό μετατίθεται η λύση των προβλημάτων από το «εδώ και τώρα», από την πραγματικότητα των εγκόσμιων στο «επέκεινα», στην μετά θάνατον ζωή.
Στη νεωτερικότητα, με την ανάδυση των εθνών-κρατών και της αντιπροσωπευτικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, η πολιτική οργανώνεται μέσα από θεσμούς, αλλά συνάμα, βαθμιαία, απομακρύνεται από τον πολίτη. Ο 20ός αιώνας την ταύτισε με ιδεολογικές συγκρούσεις, κομματικούς μηχανισμούς και συχνά με την κρατική επιβολή.
Στον 21ο αιώνα, η πολιτική φαίνεται να πελαγοδρομεί ανάμεσα στην τεχνοκρατική διαχείριση και τον λαϊκισμό. Η συμμετοχή φθίνει, η εμπιστοσύνη στους θεσμούς καταρρέει και η πολιτική συχνά μετατρέπεται σε επικοινωνιακό προϊόν αντί να αποτελεί ένα εργαλείο συλλογικού μετασχηματισμού των κακώς κειμένων. Και εδώ ακριβώς αναδύεται το ερώτημα: τι είναι πολιτική; Τι θα μπορούσε να είναι; Και τι οφείλει να γίνει, για να φέρει νόημα σε έναν ρέοντα κόσμο;
Α-νόητη πολιτική
Ο συνεχής κατακερματισμός των καιρών μας, άλλο δεν καταδεικνύει παρά την επιτακτική ανάγκη για την εύρεση νοήματος σε κάθε επίπεδο του ανθρώπινου γίγνεσθαι. Μπορεί, λοιπόν, μία α-νόητη, ήτοι μία άνευ νοήματος πολιτική, όπως ετούτη των ημερών μας, να αποκτήσει νόημα; Εν αρχή ην ο Λόγος. Λόγος τόσο ως λογική -τρόπος σκέπτεσθαι- μα και ως γλώσσα -ως κοινός τόπος συνεννόησης και ανεύρεσης λύσεων. Ο σύγχρονος πολιτικός λόγος, δυστυχώς, μοιάζει πιο α-νόητος από ποτέ άλλοτε· μια ύβρις στην αρχαία έντεχνη ρητορική και πειθώ. Συνίσταται, κυρίως, είτε σε ευφυολογήματα άνευ ουσίας είτε σε συνθήματα άνευ στρατηγικής ή ουσιαστικής πολιτικής θέσης. Ο πολιτικός λόγος καθίσταται, έτσι, συγκρουσιακός για το θεαθήναι, οδηγώντας σε μία ακραία πόλωση που απλά αναπαράγει τον εαυτό της εις το διηνεκές, δίχως ουδεμία πρόθεση να παράγει ουσιαστικό πολιτικό αποτέλεσμα, εφευρίσκοντας λύσεις και αμβλύνοντας τις αντιπαραθέσεις. Έτσι, η πολιτική επικοινωνία και τα επικοινωνιακά τεχνάσματα καταλαμβάνουν κυρίαρχο ρόλο υποβαθμίζοντας το ουσιώδες της πολιτικής πράξης και διαιωνίζοντας τα ουσιώδη και ανεπίλυτα προβλήματα των πολιτών.
Σε αυτό το α-νόητο σκηνικό πόλωσης και διαξιφισμών δεν χάνει μονάχα η πολιτική το νόημά της μα και τα πολιτικά υποκείμενα, ήτοι οι πολίτες, την ιδιότητά τους. Τουτέστιν, είτε αποσύρονται πλήρως από τα πολιτικά πράγματα απογοητευμένοι θεωρώντας πως ζουν την ημέρα της Μαρμότας, επανεκλέγοντας τις ίδιες πολιτικές με άλλα πρόσωπα -η φράση «όλοι ίδιοι είναι», μάς είναι, άλλωστε, ιδιαιτέρως οικεία- είτε εξοργισμένοι στρέφονται σε ακραίες και επικίνδυνες πολιτικές επιλογές. Έτσι, η ουσιαστική πολιτική συμμετοχή ασθενεί και το πολιτικό εκφυλίζεται σε ένα διαρκές παιχνίδι εντυπώσεων με μόνη στόχευση την επίκληση στο θυμικό. Την ίδια στιγμή οι θεσμοί φαίνεται να αδυνατούν να αρθούν στο ύψος των περίπλοκων περιστάσεων, αρθρώνοντας λόγο που να αφορά το παρόν και το μέλλον. Έτσι, μοιάζει να εκφέρουν ένα απολιθωμένο και αποστειρωμένο πολιτικό λόγο που δεν καταφέρνει να αγγίξει την κοινωνία και να επιλύσει τα πραγματικά προβλήματα των πολιτών.
Πράξη σύνθεσης
Υπάρχει, όμως, τρόπος πέρα από το να σκιαγραφούμε την χαίνουσα πληγή, να δοκιμάσουμε να την επουλώσουμε; Εάν θέλουμε να καλούμαστε ενεργοί πολίτες, πολίτες που αποφασίζουν για το μέλλον και την τύχη τους, οφείλουμε να επαναπροσδιορίσουμε τόσο την έννοια της πολιτικής εν γένει όσο και την έννοια της ενεργού συμμετοχής στα κοινά. Μια ουσιαστική πολιτική δεν πρέπει να θεμελιώνει την ύπαρξή της πάνω στην σύγκρουση, μα στην σύνθεση των ετερόκλητων αναγκών και στην συνάρθρωση των ποικίλων συμφερόντων, πάντα με στόχο και αποβλεπτικό πόλο το κοινό καλό. Μια μη α-νόητη πολιτική οφείλει να συνιστά μια πολιτική που μεριμνά και προνοεί για τα προβλήματα των πολιτών και, κυρίως, που προτείνει λύσεις για την επίλυσή τους. Αυτό, βέβαια, συνεπάγεται μια πολιτική ευθύνης τόσο από την πλευρά των πολιτικών ταγών όσο και των πολιτών που τους εκλέγουν. Υπό αυτήν την έννοια, είναι αναγκαία η επανεφεύρεση μιας πολιτικής που δεν συγκροτεί τον εαυτόν της μέσα από την τοξική αντιπαράθεση και σύγκρουση, αλλά που αναγνωρίζει την διαφορά και την ετερότητα ως θεμελιώδη προϋπόθεση για την συνύπαρξη.
Πώς, όμως, μπορεί το αλλότριο και το έτερο να συνυπάρξει; Στόχος της ουσιώδους πολιτικής δεν πρέπει να είναι μονάχα η συνύπαρξη, ήτοι η ανοχή της ετερότητας, μα και η συμβίωση, το να ζούμε ο ένας μέσα από τον βίο του άλλου, συναποφασίζοντας για το κοινό μας μέλλον· το μέλλον της Ανθρωπότητας. Έτσι, η πολιτική του μέλλοντος δεν μπορεί παρά να είναι μια πολιτική της κοινότητας, που μέσω της μετοχής των ετερόκλητων θα γεννηθεί η πολυπόθητη ηρακλείτεια αρμονία. Η ενότητα στην διαφορά.
Ανανοηματοδότηση
«Επιμένω σε ένα άλλο κόσμο.
Τον έχω τόσο ονειρευτεί,
τόσο πολύ έχω σεργιανήσει μέσα του
που πια
είναι αδύνατο να μην υπάρχει».
Λάσκαρης Χρίστος, «Επιμένω σ’ έναν άλλο κόσμο»
Ο απώτερος στόχος της ανανοηματοδοτημένης πολιτικής δεν πρέπει να είναι άλλος από την ίαση της αποπολιτικοποίησης και της όλο και αυξανόμενης πολιτικής αδράνειας των πολιτών. Τούτος ο στόχος δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί παρά με την επανεφεύρεση της συμμετοχής των πολιτών όχι μόνο στην εκλογική διαδικασία, μα και στις διεργασίες που παράγουν απτά πολιτικά αποτελέσματα. Ο σκοπός δεν είναι μονάχα η διατήρηση μιας κατ’ επίφαση αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας -η οποία μέσω της διαρκώς μειούμενης συμμετοχής των πολιτών τείνει να γίνεται όλο και λιγότερο αντιπροσωπευτική, μα και η διεύρυνσή της μέσω του ανοίγματος των διαδικασιών σε πρακτικές ευρύτερης διαβούλευσης με την Κοινωνία των Πολιτών. Πώς, όμως, πρακτικά μπορεί να καταστεί αυτό δυνατόν;
Πρωταρχικά θα πρέπει να δοθεί έμφαση στην ουσιαστική αποκέντρωση της εξουσίας, από την κεντρική κρατική δομή σε τοπικές μικρότερες δομές, πέρα από την τοπική αυτοδιοίκηση. Ένα είδος συμβουλιακού κοινοτισμού, όπου η κάθε κοινότητα θα αυτοθεσμίζεται και θα επιλύει με τρόπο άμεσο, έννομο και πρακτικό τα προβλήματα της. Θα βοηθούσε σημαντικά τόσο στην άμεση παραγωγή λύσεων αλλά και στην αποσυμφόρηση και τον έλεγχο της κεντρικής εξουσίας. Σε αυτές τις μορφές τοπικής, αποκεντρωμένης αυτοδιοίκησης, θα ευνοούνταν τόσο ο συμμετοχικός σχεδιασμός όσο και οι πιο αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες, με σκοπό πάντα την εύρυθμη λειτουργία και την αναπαραγωγή της κοινότητας.
Και τώρα τι;
«Imagine all the people
Livin’ life in peace
You may say I’m a dreamer
But I’m not the only one
I hope someday you’ll join us
And the world will be as one»
«Imagine», John Lennon
Όσο και εάν στις μέρες μας η πολιτική έχει εκφυλιστεί σε πρόχειρα συνθήματα, κόμματα-καρτέλ, άτεγκτα τεχνοκρατικά προγράμματα και επικοινωνιακά τεχνάσματα μέσω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, ευτυχώς θα υπάρχουν πάντα τα γραπτά των μεγάλων πολιτικών φιλοσόφων για να μας υπενθυμίζουν ηχηρά πως πρώτα και πάνω από όλα η πολιτική είναι η τέχνη του συναποφασίζειν και του συνυπάρχειν. Και είναι τέχνη γιατί απαιτεί άρτια τεχνική μα συνάμα φαντασία και οραματισμό.
Η πολιτική, λοιπόν, δεν είναι μονάχα ο τρόπος που σχεδιάζουμε τις πόλεις μας, τις εμπορικές μας συναλλαγές ή την εξωτερική μας πολιτική, μα κυρίως είναι ο τρόπος που ποιούμε ήθος και πλάθουμε κοινωνία· εκείνον τον οργανισμό, του οποίου η εύρυθμη λειτουργία και αναπαραγωγή εξαρτάται από την καλή συνεργασία των ετερογενών στοιχείων του. Όταν τα συστατικά στοιχεία του οργανισμού παύουν να συνεργάζονται ή αδιαφορούν για την λειτουργία του, τότε παρουσιάζεται σοβαρό πρόβλημα που χρήζει ίασης.
Θεραπεία άλλη δεν υπάρχει πέρα από την ανανοηματοδότηση της πολιτικής, από την εμφύσηση νοήματος σε κάτι που από καιρό φαίνεται να έχει χάσει το νόημά του και, κυρίως, την ικανότητά του να δίνει απτές λύσεις σε υπαρκτά και εμμενή προβλήματα.
Και όσο και εάν φαινόμαστε ονειροπόλοι, δεν είμαστε σίγουρα οι μόνοι, γιατί υπάρχουν κι όνειρα πιο πραγματικά κι από την πραγματικότητα!