author-image-17 Μιχάλης Νευραδάκης

Συντακτική Ομάδα

4 χρόνια

4 χρόνια


Το γνωστό και έγκυρο αμερικανικό δημοσιογραφικό ινστιτούτο, Nieman Lab, δημοσίευσε, πρόσφατα, μία σειρά προβλέψεων για το τι ενδέχεται να δούμε στο χώρο της δημοσιογραφίας, στο εξής. Στο πλαίσιο αυτό, ο Seth Lewis, καθηγητής «αναδυόμενων μέσων επικοινωνίας» στη Σχολή Δημοσιογραφίας του Πανεπιστημίου του Όρεγκον στις ΗΠΑ, παρουσίασε 20 ερωτήσεις, σημειολογικά, για το 2020, εισάγοντας στο δημόσιο διάλογο ζητήματα για το πως θα μπορούσε η δημοσιογραφία να εντοπίσει τα σημεία όπου έχει χάσει το δρόμο της, κερδίζοντας, εκ νέου, την εμπιστοσύνη της ευρύτερης κοινωνίας, με ένα καλύτερο και πιο αξιόπιστο «προϊόν», υιοθετώντας καλές πρακτικές και δείχνοντας πλήρη κατανόηση για την αμφισβήτηση που όλο και περισσότερο δέχεται από όλες τις πλευρές.

Ο «Ορθός Λόγος», στα πλαίσια της προώθησης της ιδέας και της τοποθέτησης της εποικοδομητικής δημοσιογραφίας, παρουσιάζει τις «20 ερωτήσεις» του Lewis, και στη συνέχεια τις προβλέψεις και τοποθετήσεις επιλεγμένων επιστημόνων και διακεκριμένων ατόμων του δημοσιογραφικού χώρου, για τις εξελίξεις που αναμένεται να δούμε στον δημοσιογραφικό χώρο στο προσεχές μέλλον.

Το «παιχνίδι» των ερωτήσεων

Seth Lewis: «Μας αρέσει η συμμετρία στους αριθμούς. Οπότε, λοιπόν, παρουσιάζουμε 20 (κυρίως, υποθετικές) ερωτήσεις που αποτελούν τροφή σκέψης για το έτος 2020»

1. Τι θα γινόταν αν οι δημοσιογράφοι μείωναν το χρόνο που αφιέρωναν στο Twitter κατά το ήμισυ;

2. Μήπως οι αρχισυντάκτες αυτών των δημοσιογράφων, που κατά την διάρκεια της περασμένης δεκαετίας επέμεναν ότι οι δημοσιογράφοι τους έπρεπε να είναι ενεργοί στο Twitter, έκαναν λάθος εν τέλει; Μήπως η χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης δεν απέφερε ποτέ τα οφέλη που πολλοί είχαν αρχικά φανταστεί;

3. Τι θα άλλαζε αν ο κάθε δημοσιογράφος ξεχωριστά και οι ειδησεογραφικοί οργανισμοί συλλογικά είχαν μία καλύτερη αντίληψη για το ποιες δραστηριότητες τους δημιουργούν πραγματική αξία (χρηματική, κοινωνική ή άλλη);

4. Και τι θα γινόταν αν είχαν (δημοσιογράφοι και ειδησεογραφικοί οργανισμοί) μία καλύτερη εικόνα για το ποια είναι τα εμπόδια που δεν τους επιτρέπουν να παράγουν περισσότερο υλικό υψηλής αξίας και λιγότερο υλικό χαμηλής αξίας;

5. Τι θα γινόταν αν ερευνητικό υλικό για τη δημοσιογραφία -που υπάρχει πλέον σε μεγαλύτερη ποσότητα από όσο ποτέ στο παρελθόν- ενσωματωνόταν, με πιο πλήρη τρόπο στην διδακτέα ύλη δημοσιογραφίας στα πανεπιστήμια;

6. Αυτό πως θα άλλαζε, μεταξύ άλλων, τον σκεπτικισμό με τον οποίον οι δημοσιογράφοι «βλέπουν» τους επιστήμονες των μέσων ενημέρωσης και της επικοινωνίας –ενώ, ταυτοχρόνως, προσφέρουν υπερβολική υποχωρητικότητα στους οικονομολόγους, δικηγόρους, ψυχολόγους, κοινωνιολόγους και πολιτικούς επιστήμονες (περίπου, σ’ αυτή την σειρά), όταν αναζητούν «ειδικούς», ακόμα και όταν οι επιστήμονες της επικοινωνίας και των μέσων ενημέρωσης μπορούν να προσφέρουν από πλευράς τους σημαντικές παρεμβάσεις στον διάλογο;

7. Ή, κατ’ επέκταση, τι μπορεί να μας βοηθήσει ώστε να γεφυρώσουμε το χρόνιο χάσμα ανάμεσα στην ακαδημαϊκή έρευνα και την δημοσιογραφική πρακτική, προς όφελος και των δύο;

8. Και αν οι αίθουσες σύνταξης παρήγαγαν λιγότερες ειδήσεις, αλλά είχαν μεγαλύτερο αντίκτυπο;

9. Ο διάλογος για την «ψευδή είδηση» με ποιον τρόπο θα άλλαζε, αν είχαμε πλήρη κατανόηση του γεγονότος ότι η επικοινωνία είναι εξίσου τελετουργική εμπειρία -δηλαδή, ένας τρόπος πολιτισμικής ταυτότητας, έκφρασης και κοινωνικοποίησης- όσο και τρόπος λειτουργικής μετάδοσης πληροφοριών;

10. Ποιος θα προσφέρει την πολυπόθητη λεπτότητα στον δημόσιο διάλογο για τις «φιλτραρισμένες φούσκες» («filterbubbles») και τους «θαλάμους αντήχησης» («echochambers»), ιδίως σε μία εποχή που οι «ειδικοί» διακηρύσσουν ένα πράγμα, ενώ τα εμπειρικά στοιχεία φέρεται να δείχνουν κάτι διαφορετικό;

11. Πως θα μπορούσαμε να αντιδράσουμε αποτελεσματικότερα στις κοινωνικές ανισότητες που υπάρχουν, όσον αφορά το ποιοι λαμβάνουν την ενημέρωση;

12. Αν τα άτομα που ανήκουν στα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα λαμβάνουν, σε γενικές γραμμές, χαμηλότερης ποιότητας ενημέρωση, και, αν ή μετάβαση σε συνδρομητικό μοντέλο και σε μη κερδοσκοπικούς ειδησεογραφικούς οργανισμούς που στοχεύουν την κοινωνική «ελίτ», απλά, εντείνει αυτές της ανισότητες στην πληροφόρηση, τότε ποια μορφή θα μπορούσε να πάρει ένα είδος δημοσιογραφίας που θα έθετε ως προτεραιότητα την εξυπηρέτηση των φτωχών;

13. Με ποιο τρόπο θα λειτουργούσαν οι ειδησεογραφικοί οργανισμοί, εάν διέθεταν μεγαλύτερη κατανόηση του πόσο εκνευριστική και κουραστική εμπειρία είναι, συχνά, η κατανάλωση ειδήσεων από ολόκληρο το πολιτικό φάσμα, για πολλούς ανθρώπους;

14. Θα ξεκινούσαν, άραγε, από την επανεξέταση και το σχεδιασμό, εξ αρχής, της «ετικέτας» που μπαίνει στο ειδησεογραφικό προϊόν και στις ανησυχίες του κοινού -δηλαδή, στη διευκρίνηση για το διαχωρισμό ανάμεσα στην είδηση και την άποψη ή για το τι εστί «ανάλυση ειδήσεων»;

15. Αντιθέτως, μήπως θα εξασφαλιζόταν μεγαλύτερη διαφάνεια αν δίνονταν διευκρινίσεις για τον τρόπο που παρουσιάζεται η συλλογή ειδήσεων, η χρήση (ή κατάχρηση) ανώνυμων πηγών και εξηγούνταν οι λόγοι που επιβάλουν κάποιες φωνές να «εμφανίζονται» στις ειδήσεις περισσότερο από άλλες;

16. Τι γίνεται αν η «σχεσιακή δημοσιογραφία» («relational journalism») -η οποία δίνει έμφαση στο χτίσιμο σχέσεων με κοινότητες και στην δημιουργία περισσότερων αμοιβαία επωφελών αλληλεπιδράσεων με το αναγνωστικό κοινό (για τις οποίες έχω εκφράσει στο παρελθόν θετική θέση)- ακούγεται καλά ως θεωρία, αλλά προϋποθέτει μεγαλύτερη συμμετοχή του κοινού στην είδηση από ότι το ίδιο επιθυμεί στην πραγματικότητα;

17. Μήπως οι δυνάμεις που σπρώχνουν τους δημοσιογράφους να δημιουργήσουν προσωπικό «brand» στο διαδίκτυο, ταυτοχρόνως, τους εκθέτουν (ιδίως γυναίκες και μειονότητες) σε πιο ευάλωτες θέσεις αποδοχής, παρενόχλησης ή και απειλών;

18. Παρόλο που σε γενικές γραμμές το κοινό θα μπορούσε να είναι καλύτερα ενημερωμένο από ότι είναι αυτή τη στιγμή, πότε γίνεται η πολύ είδηση, πάρα …πολύ;

19. Με άλλα λόγια, από ποιο σημείο και έπειτα, αντί να λειτουργεί θετικά, η είδηση δημιουργεί περισσότερες αρνητικές επιπτώσεις;

20. Εν τέλει, εάν υπάρχουν περισσότερα για την σημερινή κατάσταση στον χώρο της δημοσιογραφίας για τα οποία θα έπρεπε να πανηγυρίσουμε αντί να ανησυχήσουμε, και, εφόσον θέλουμε να προστατέψουμε αυτά που εκτιμούμε και επιβραβεύουμε στη δημοσιογραφία, τότε, με ποιον τρόπο θα μπορούσαμε να προστατέψουμε, πιο δυναμικά, το θεσμό της δημοσιογραφίας -ιδίως απέναντι στις αυταρχικές επιθέσεις- και, ταυτοχρόνως να είμαστε εξίσου πρόθυμοι να αναγνωρίσουμε τους τομείς της δημοσιογραφίας που έχουν «χαλάσει» και να απαιτήσουμε την επιδιόρθωση τους;

Ο καθηγητής Seth Lewis, θέτει με τα παραπάνω μία σειρά σοβαρών και σημαντικών ζητημάτων για το σήμερα και το αύριο της δημοσιογραφίας. Στη συνέχεια, παρουσιάζουμε επιλεγμένες προβλέψεις έγκυρων δημοσιογράφων και επιστημόνων που συγκέντρωσε το ινστιτούτο Nieman στα πλαίσια του ευρύτερου διαλόγου ο οποίος ξεκίνησε για το μέλλον της δημοσιογραφίας με το ξεκίνημα της νέας δεκαετίας.

Οι προβλέψεις των ειδικών

 – Η Ελληνίδα καθηγήτρια, Ζιζή Παπαχαρίση, η οποία διδάσκει στο Πανεπιστήμιο του Ιλινόι-Σικάγο, ασκεί κριτική στους δημοσιογράφους για τον τρόπο με τον οποίον έχουν καλύψει τις δραστηριότητες του Αμερικανού προέδρου, Ντόναλντ Τραμπ. Όπως ισχυρίζεται, οι δημοσιογράφοι έχουν καλύψει τον Τραμπ με αντιδραστικό τρόπο, επιτρέποντας έτσι στον πρόεδρο να καθορίζει την καθημερινή ειδησεογραφική ατζέντα, την ίδια στιγμή, που, ο ίδιος ασκεί σφοδρή κριτική στα μέσα ενημέρωσης και στους δημοσιογράφους. Όπως επισημαίνει η ίδια, ενώ ο Τραμπ διατρέχει , πλέον, την 4η χρονιά της θητείας του και φαίνεται αρκετά πιθανό να επανεκλεγεί, οι δημοσιογράφοι εξακολουθούν να εκφράζουν την ίδια «έκπληξη» ως προς την εκλογή του, την οποία εξέφραζαν την περίοδο 2016-2017, με αποτέλεσμα να τον αντιμετωπίζουν, διαρκώς, ως «υποψήφιο» και όχι ως πρόεδρο…

– Στο θέμα της κοινωνικής πόλωσης επικεντρώνεται ο Michael W. Wagner, καθηγητής δημοσιογραφίας και μέσων μαζικής ενημέρωσης στο Πανεπιστήμιο του Ουισκόνσιν. Συγκεκριμένα, τονίζει την ανάγκη να «γεφυρώνουν», στην αρθρογραφία τους, οι δημοσιογράφοι το πολιτικό και ιδεολογικό χάσμα. Πολλαπλές έρευνες έχουν δείξει πως, παρά την αποδεδειγμένη αύξηση στην κοινωνική πόλωση στις ΗΠΑ, κυρίως, εξαιτίας πολιτικών διαφορών, οι αναγνώστες που έχουν πρόσβαση σε ειδήσεις και αρθρογραφία  η οποία προσφέρει πολύπλευρες απόψεις, και, ταυτοχρόνως αποφεύγει τα «άκρα», παρουσιάζουν χαμηλότερο ποσοστό πόλωσης και μεγαλύτερη προθυμία να ανεξαρτητοποιούν την ψήφο τους από κομματικές ή ιδεολογικές «γραμμές».

– Για την πόλωση μιλάει και η Dannagal G. Young, καθηγήτρια επικοινωνίας και πολιτικής επιστήμης στο Πανεπιστήμιο του Ντέλαγουερ. Οι νέες τεχνολογίες έχουν πολλαπλασιάσει τις μιντιακές επιλογές που είναι διαθέσιμες στο κοινό, καλλιεργώντας τη δημιουργία μικρών, ομοιογενών ομάδων με κοινές αντιλήψεις -όχι μόνο πολιτικές, αλλά πολιτιστικές, ρατσιστικές και θρησκευτικές. Το οικονομικό μοντέλο των ψηφιακών μέσων προωθεί και επιβραβεύει τη μεγιστοποίηση αυτών των χασμάτων. Συνεπώς, σύμφωνα με την Young, υπάρχουν δύο πιθανοί οδοί, που, ενδέχεται να ακολουθήσουμε στη συνέχεια. Η μία οδός θα είναι η συνέχεια της τωρινής κατάστασης, με αλγόριθμους και στόχευση σε μικρά, συγκεκριμένων κοινά, που θα διατηρήσουν τις …«φούσκες», με τις οποίες έχει χωριστεί η κοινωνία. Αντιθέτως, η εναλλακτική οδός προβλέπει την «ανακάλυψη», εκ νέου, των αρχικών θετικών δυνατοτήτων των νέων τεχνολογιών που είχαν προβλεφθεί πριν 1-2 δεκαετίες. Εξηγεί η Young πως έχουμε την δυνατότητα να αναπροσαρμόσουμε τη λειτουργία των αλγόριθμων για να «μπλοκάρουμε» συγκεκριμένες πρακτικές και να κάνουμε αναφορά σε περιπτώσεις παραπλανητικού ή «εκμεταλλευτικού» υλικού.

Έμφαση στη διαφάνεια

– Ένας τρόπος να ανακτηθεί και πάλι η σχέση εμπιστοσύνης του κοινού με τους δημοσιογραφικούς οργανισμούς είναι να αυξηθεί η διαφάνεια, σύμφωνα με την Kourtney Bitterly, επικεφαλής ερευνήτρια σχεδιασμού προϊόντων για τους New York Times. Η Bitterly κάνει αναφορά σε δεκάδες διαλόγους που είχαν οι «Times» με απλούς πολίτες στις ΗΠΑ και παγκοσμίως, όπου ένα από τα κυριότερα συμπεράσματα ήταν η απαίτηση του κοινού για μεγαλύτερη διαφάνεια ως προς την παραγωγή της είδησης: Γιατί γράφτηκε ένας τίτλος με ένα συγκεκριμένο τρόπο; Πως αποφασίζεται ποια είδηση θα παρουσιαστεί στο πρωτοσέλιδο και ποια όχι; Ποιοι είναι οι υπεύθυνοι για αυτές τις αποφάσεις; Η έμφαση στην διαφάνεια -και στα πρόσωπα που αποτελούν τους συντελεστές ενός ειδησεογραφικού οργανισμού- θα βοηθήσουν, σημαντικά, στην αύξηση της εμπιστοσύνης του κοινού προς αυτά τα μέσα, όπως ισχυρίζεται η Bitterly.

– Η αύξηση της διαφάνειας μπορεί, εν μέρει, να επιτευχθεί δια μέσου της απομάκρυνσης των δημοσιογράφων και των ειδησεογραφικών οργανισμών από το Twitter ως «πηγή» πληροφοριών, όπως τονίζουν καθηγητές Logan Molyneux του πανεπιστημίου Temple και Shannon C. McGregor του Πανεπιστημίου της Γιούτα. Οι δύο καθηγητές αναφέρονται σε έρευνα τους, που εξέτασε τον τρόπο με τον οποίον οι δημοσιογράφοι χρησιμοποιούν τα tweets στην ειδησεογραφία τους. Το κύριο συμπέρασμα τους ήταν πως οι δημοσιογράφοι άφηναν, στις περισσότερες περιπτώσεις, τα tweets «να μιλούν από μόνα τους», δίνοντας σε αυτά την αξία της «αλήθειας», ενώ οι ίδιοι οι δημοσιογράφοι αντιμετωπίζουν το Twitter ως αξιόπιστη πηγή πληροφοριών, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει περαιτέρω διερεύνηση και διασταύρωση της πληροφορίας από άλλες πηγές. Σύμφωνα με τους καθηγητές, αυτό δίνει ιδιαίτερα μεγάλη δύναμη στο Twitter, το οποίο αναλαμβάνει κυρίαρχο ρόλο στην δημοσιογραφία εις βάρος των ίδιων των δημοσιογράφων…

– Η δημοσιογραφία πρέπει να ξαναβρεί τον ρόλο της ως δημόσιο αγαθό, σύμφωνα με τον Victor Pickard, αναπληρωτή καθηγητή στην Σχολή Επικοινωνίας Annenberg του Πανεπιστημίου της Πενσυλβάνια. Ο Pickard βλέπει την κρίση που βιώνει αυτή την εποχή η δημοσιογραφία ως ευκαιρία να ανακαταλάβει ο χώρος το ρόλο του δημόσιου αγαθού -και, ταυτοχρόνως, να επανεφεύρει αυτό το ρόλο. Σύμφωνα με τον Pickard, εμφανίζονται όλο και περισσότερες περιπτώσεις αποτυχίας της αγοράς («market failure») στον ειδησεογραφικό χώρο, γεγονός που δημιουργεί άνοιγμα για νέα, μη εμπορικά επιχειρηματικά μοντέλα. Αναφέρει το παράδειγμα της εφημερίδας Salt Lake Tribune στις ΗΠΑ, που μετατράπηκε σε μη κερδοσκοπικό οργανισμό, και προτείνει την χρήση δημόσιων χώρων -από βιβλιοθήκες έως ταχυδρομεία- ως χώρους κοινωνικής μιντιακής και δημοσιογραφικής παραγωγής. Προτείνει, επίσης, συνεργασίες ανάμεσα σε δημόσια και ψηφιακά μέσα για την δημιουργία «κόμβων πολυμέσων», αλλά και περισσότερη δημόσια επένδυση στην τοπική είδηση.

– Ο φιλάνθρωπος Craig Newmark, ιδρυτής του Craigslist, τονίζει την αναγκαιότητα να υιοθετήσουν οι ειδησεογραφικοί οργανισμοί πρακτικές, που θα δίνουν βάρος στην αλήθεια και όχι στην ψεύτικη είδηση, ακόμα και αν το ψέμα παρουσιάζεται σε μορφή δήλωσης κάποιου δημόσιου προσώπου, ενσωματωμένο, για παράδειγμα, στο τίτλο ενός άρθρου. Όπως ισχυρίζεται ο Newmark, καθώς ένα σημαντικό ποσοστό του κοινού διαβάζει μόνο τους τίτλους των ειδήσεων, η ψεύτικη είδηση εύκολα αναπαράγεται -κάτι που θα μπορούσε να αποτραπεί, εάν οι ίδιοι οι δημοσιογραφικοί οργανισμοί έδιναν μεγαλύτερη έμφαση στο να «περικυκλώνεται» η ψευδής πληροφορία από πραγματικά στοιχεία, ακόμα και στους τίτλους των άρθρων τους.

– O Jim Brady, διευθυντής της εταιρείας Spirited Media, κάνει αναφορά στην «φούσκα» μέσα στην οποία δρουν πολλοί δημοσιογράφοι. Όπως μας λέει ο Brady, η δημοσιογραφία, κάποτε, ξεπερνούσε τις ιδεολογικές «φούσκες», κάτι που, πλέον, δεν ισχύει. Ως αποτέλεσμα, η δουλειά που παράγουν οι δημοσιογράφοι έχει όλο και μικρότερη επίδραση στο κοινό. Σύμφωνα με τον Brady, υπάρχουν πέντε λόγοι για αυτό: ο χαμηλός δείκτης εμπιστοσύνης προς τους δημοσιογράφους, η δυσκολία προσαρμογής στον ψηφιακό κόσμο πολλών δημοσιογραφικών «παραδόσεων», η ελλιπής επικοινωνία ανάμεσα στους δημοσιογράφους και το ακροατήριο τους, η μεγαλύτερη «διαφάνεια» που έχουν προσφέρει τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ξεσκεπάζοντας κάποιες άσχημες αλήθειες για την δημοσιογραφία και η υπερβολική αυτοεκτίμηση που έχουν οι δημοσιογράφοι για τον εαυτό τους και τους συναδέλφους τους.

– Για αναπροσαρμογή και επέκταση της δημοσιογραφίας πέρα από την παραδοσιακή κάλυψη της «πολιτικής» μιλάει η Alice Antheaume, αρχιπρύτανης της σχολής δημοσιογραφίας Sciences Po στο Παρίσι. Όπως εξηγεί η Antheaume, η «έκτακτη είδηση», παραδοσιακά, μπορεί να αφορούσε κάποιο σημαντικό πολιτικό γεγονός. Μήπως όμως θα έπρεπε οι δημοσιογραφικοί οργανισμοί να παρουσιάζουν ως «έκτακτες ειδήσεις» εξελίξεις, που αφορούν κοινωνικά ή περιβαλλοντικά θέματα, ακόμα και όταν αυτά δεν ταυτίζονται απόλυτα με τις παραδοσιακές «κατηγορίες» ειδήσεων (όπως για παράδειγμα «πολιτική», «οικονομία», «αθλητικά» κλπ.); Αναφέρεται στο Γαλλικό ειδησεογραφικό πόρταλ Contexte, το οποίο έχει αντικαταστήσει την θεματική ενότητα της «πολιτικής», με θεματική ενότητα για την «ισχύ». Όπως εξηγεί η Antheaume, αυτή η κατηγορία συμπεριλαμβάνει, πέραν από την παραδοσιακή πολιτική είδηση, θέματα που αφορούν την ισχύ και την επιρροή διάφορων θεσμών, αλλά και των λόμπι. Η Antheaume προσθέτει πως οι νέοι «συνδέονται» και κατανοούν σε μεγαλύτερο βαθμό το θέμα της ισχύος και της επιρροής, σε σχέση με την «παλαιομοδίτικη» ετικέτα της «πολιτικής».

– Παρομοίως, η Emily Withrow, υπεύθυνη έρευνας και ανάπτυξης για την Quartz, προβλέπει πως το 2020 θα είναι το έτος όπου θα «αποχαιρετίσουμε» το παραδοσιακό ειδησεογραφικό άρθρο ως η «βασική» μονάδα του δημοσιογραφικού προϊόντος. Όπως ισχυρίζεται η Withrow, τα μοντέλα διανομής, χρηματοδότησης, και προσέγγισης κοινού έχουν αλλάξει για τα καλά και συνεπώς πρέπει να αλλάξουν οι «πατροπαράδοτες» ειδησεογραφικές πρακτικές ώστε να ακολουθήσει η δημοσιογραφία τις νέες τάσεις, κάτι που θα βοηθήσει τους ειδησεογραφικούς οργανισμούς να χτίσουν μία στενότερη σχέση με το κοινό τους και να επανακτήσουν την εμπιστοσύνη του ακροατηρίου.

Η «αργή δημοσιογραφία»

– Από την άλλη, η δημοσιογράφος Masuma Ahuja, με πολύχρονη καριέρα στην Washington Post και στο CNN, κάνει λόγο για μία δημοσιογραφία που θα είναι πιο αργή, πιο «ήσυχη», πιο μελετημένη, και πιο σκεπτική. Αυτό σημαίνει απομάκρυνση από την αναγκαιότητα της συνεχής, άμεσης είδησης, που εν τέλει δημιουργεί κόπωση στους αναγνώστες και στο ευρύ κοινό. Ταυτοχρόνως, η «κούρσα» της άμεσης είδησης αγνοεί την ανάγκη να προσφέρουν οι δημοσιογραφικοί οργανισμοί καλές ιστορίες που διαφωτίζουν το κοινό και που προσφέρουν στους αναγνώστες χρήσιμες πληροφορίες για τις κοινωνίες τους, τις κυβερνήσεις και για τον κόσμο γύρω τους. Πρέπει, συνεπώς, οι δημοσιογραφικοί οργανισμοί να δώσουν έμφαση στις πληροφορίες που έχουν ανάγκη οι αναγνώστες τους, αντί να «προλαβαίνουν» την είδηση πριν από τους ανταγωνιστές τους.

– Η αναγκαιότητα νέου επιχειρηματικού μοντέλου τονίζεται και από τον Rasmus Kleis Nielsen, επικεφαλής του Ινστιτούτου Δημοσιογραφίας Reuters και καθηγητή πολιτικής επικοινωνίας στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Σύμφωνα με τον Nielsen, παρόλο που, συνολικά, το 2019 ήταν μία «σκούρα» χρονιά για τον ειδησεογραφικό κλάδο, ολοένα και περισσότερα μέσα -μεγάλα και μικρά- παρουσιάζουν θετικά δείγματα στα νέα επιχειρηματικά μοντέλα με τα οποία πειραματίζονται. Για παράδειγμα, η Le Monde κλείνει το 2019 με περισσότερους από 250.000 συνδρομητές στην ψηφιακή της έκδοση -ξεπερνώντας τον αριθμό συνδρομητών της έντυπης έκδοσης της την δεκαετία του ’90, ενώ υπάρχουν παρόμοια παραδείγματα μεγάλων εφημερίδων στη Σουηδία και στην Νορβηγία. Ωστόσο, υπάρχουν θετικές ενδείξεις και από μικρά δημοσιογραφικά startup, όπως το Γαλλικό μέσο Brut, που είναι κερδοφόρο, ύστερα από μόλις τρία χρόνια λειτουργίας. Ακόμα και σε σχετικά φτωχές, για τα ευρωπαϊκά δεδομένα, χώρες όπως την Σλοβακία, δημοσιογραφικά startup όπως το Dennik N δείχνουν πως το συνδρομητικό μοντέλο μπορεί να «πετύχει» και να είναι κερδοφόρο.

– Παρομοίως, ο Alfred Hermida και η Mary Lynn Young, αναπληρωτές καθηγητές στην Σχολή Δημοσιογραφίας του Πανεπιστημίου της Βρετανικής Κολομβίας στον Καναδά, επικαλούνται στοιχεία του Ινστιτούτου Μη Κερδοσκοπικής Δημοσιογραφίας, που δείχνουν ανοδική τάση στον αριθμό των μη κερδοσκοπικών ειδησεογραφικών μέσων στις ΗΠΑ τα τελευταία 12 χρόνια, φτάνοντας σήμερα τα 212 μέλη -ενώ, αυτή η τάση παρατηρείται πλέον και σε άλλες χώρες, όπως τον Καναδά. Για παράδειγμα, ύστερα από 16 χρόνια λειτουργίας ως κερδοσκοπικού μέσου, το καναδικό διαδικτυακό περιοδικό The Tyee βρίσκεται σε διαδικασία μετάβασης σε μέσο μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα. Οι Hermida και Young τονίζουν, ωστόσο, πως η μετάβαση σε μη κερδοσκοπικό τρόπο λειτουργίας δεν απαλλάσσει τα μέσα από την αναγκαιότητα να είναι φερέγγυα.

 Προσέγγιση των νέων γενιών

– Στο πλαίσιο της αναπροσαρμογής του δημοσιογραφικού προϊόντος, η Cory Haik, διευθύντρια του Vice Media Group, μας λέει πως το μέλλον της δημοσιογραφίας είναι, ήδη, εδώ -αλλά μόνο από την πλευρά της ανάγνωσης: η κατανάλωση ιστοριών αντί για «παραδοσιακή» δημοσιογραφία. Η Haik αναφέρει πως οι νέες γενιές αναζητούν καλές, ενδιαφέρουσες ιστορίες, που τους «αγγίζουν» προσωπικά –αλλά, τα μέσα ενημέρωσης, σε γενικές γραμμές, δεν έχουν βρει ακόμα την σωστή «συνταγή» για να προσφέρουν τέτοιου είδους περιεχομένου στο κοινό. Από την πλευρά της, η Haik αναφέρει πως το μέσο που η ίδια διευθύνει, το Vice, έχει θέσει ως προτεραιότητα για το 2020 την παραγωγή ενδιαφερουσών ιστοριών!

– Για τις νέες γενιές αναγνωστών μιλάει και ο Jakob Moll, διευθυντής του δανέζικου μέσου Zetland. Ο Moll αναφέρεται σε έρευνες και στατιστικά στοιχεία που δείχνουν πως έχει ξεκινήσει μία τάση απόρριψης των νέων τεχνολογιών -ακόμα και της κατοχής smartphone- ανάμεσα στις νεότερες ηλικιακές ομάδες σε τεχνολογικά «προηγμένες» κοινωνίες, όπως στις χώρες της Σκανδιναβίας, όπου οι «νέες τεχνολογίες» δεν θεωρούνται, πλέον, τόσο νέες, από τις μικρότερες ηλικιακές ομάδες. Αυτή η απόρριψη έχει συνέπειες και για την κατανάλωση δημοσιογραφίας από τους νέους, ιδίως μέσα από αυτές τις διάφορες πλατφόρμες -ενώ οι ίδιες οι πλατφόρμες, όπως για παράδειγμα το Facebook, δείχνοντας πως κατανοούν αυτή την αυξανόμενη τάση, έχουν ξεκινήσει μία αργή, αλλά σταδιακή αποχώρηση από την έμφαση στην ροή ειδήσεων.

– Από την άλλη, ο Felix Salmon, αρχισυντάκτης οικονομικών ειδήσεων για το Axios, προβλέπει πως νέα μέσα που έχουν ευρεία απήχηση με τις νέες ηλικίες και, που, έως τώρα δεν είχαν καμία σχέση με τη δημοσιογραφία, όπως η μουσική πλατφόρμα Spotify, θα εισέλθουν στον χώρο της είδησης. Συγκεκριμένα, ο Salmon προβλέπει πως το Spotify, εντός του 2020, θα δημιουργήσει ένα «ειδησεογραφικό κανάλι» χρησιμοποιώντας την ίδια λογική «προσωποποιημένων δεδομένων» που εφαρμόζει για την διανομή μουσικής στους χρήστες της.

– Για να προσεγγίσουν τα ειδησεογραφικά μέσα τις νέες γενιές, ωστόσο, πρέπει να προσλαμβάνουν «φρέσκους» ανθρώπους, που να τους δίνεται η ευκαιρία να μιλούν οι ίδιοι για τις ιστορίες και τους προβληματισμούς της δικής τους γενιάς, σύμφωνα με τη Niko Gendron, διευθύντρια του προγράμματος πρακτικής άσκησης τοπικής δημοσιογραφίας του Instagram. Επιπλέον, τονίζει την αναγκαιότητα οι δημοσιογραφικοί οργανισμοί να δίνουν προτεραιότητα σε περιεχόμενο που έχει απήχηση στις ανάγκες της «Generation Z» -ήδη, έχει αγοραστική δύναμη της τάξεως των δεκάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων στις ΗΠΑ. Πως μπορούν οι ειδησεογραφικοί οργανισμοί να το κατορθώσουν αυτό; Οι προτάσεις της Gendron είναι:  να δώσουν έμφαση αυτά τα μέσα στη δημιουργία ενός ενεργού λογαριασμού στο Instagram, οπτικοακουστικού περιεχομένου (ιδίως βίντεο), να προσφέρουν εύκολους τρόπους διαδραστικότητας (όπως η δυνατότητα να κάνουν «like» οι χρήστες σε κάποιο άρθρο) και εναλλακτικών μέσων αποκλειστικά για τα νέα κοινά, όπως το καθημερινό ηλεκτρονικό φυλλάδιο The Cramm, που στοχεύει αποκλειστικά την ηλικιακή ομάδα της «Generation Z».

– Στην νέα τεχνολογία επικεντρώνεται και ο Steve Henn, υπεύθυνος ακουστικού ενημερωτικού περιεχομένου της Google. Κάνοντας ιδιαίτερη αναφορά στην τεχνολογία των podcast, που το 2019 έκλεισε 15 χρόνια ύπαρξης, παρατηρεί πως τα podcast παραμένουν επικοινωνιακή τεχνολογία «μονής κατεύθυνσης» που δεν προσφέρουν δυνατότητα άμεσης διαδραστικότητας με το κοινό ενώ το περιεχόμενο τους ακόμα δεν είναι εύκολα αναζητήσιμο από πλατφόρμες όπως την Google -κάτι που, σύμφωνα με τον Henn, η Google προσπαθεί να επιλύσει. Το συμπέρασμα του Henn είναι πως το ακουστικό περιεχόμενο σταδιακά γίνεται διαδραστικό, αν και ακόμα βρισκόμαστε στο αρχικό στάδιο αυτής της μετάβασης.

– Η Tamar Charney, αρχισυντάκτρια του NPR One της Αμερικανικής δημόσιας ραδιοφωνίας, επίσης δίνει έμφαση στα podcast και στην δυνατότητα που παρέχει αυτή η τεχνολογία για την δημιουργία περιεχομένου «bespoke», δηλαδή, προσαρμοσμένου σε μικρά κοινά που έχουν συγκεκριμένα ενδιαφέροντα. Για παράδειγμα, το NPR One δημιουργεί προσωποποιημένες ροές περιεχομένου, που διανέμονται μέσω κινητών εφαρμογών και «έξυπνων» ακουστικών -με το περιερχόμενο να «προσωποποιείται» βάσει της τοποθεσίας του ακροατή, του «ιστορικού» του ακροατή, όσον αφορά το περιεχόμενο που έχει καταναλώσει στο παρελθόν και τις ώρες ακρόασης του κάθε χρήστη. Παρομοίως, το BBC προσφέρει, πλέον, ένα διαδραστικό δελτίο ειδήσεων, που προσαρμόζεται στις ανάγκες του κάθε συγκεκριμένου χρήση ξεχωριστά, ανάλογα με το ενδιαφέρον του για κάθε θέμα που παρουσιάζεται στο δελτίο.

– Η σημασία των podcast στην διανομή της είδησης τονίζεται από την Kerri Hoffman, διευθύντρια του δικτύου δημόσιων και κοινωνικών ραδιοφωνικών σταθμών Public Radio Exchange (PRX) στις ΗΠΑ, η οποία αναφέρεται σε στατιστικά του Nieman Lab, που δείχνει πως το 15% των ακροατών podcast σε παγκόσμια βάση «συντονίζεται» σε ειδησεογραφικά podcast. Ενδεικτικό στοιχείο αυτής της νέας τάσης είναι πως τα βραβεία Pulitzer θα εγκαινιάσουν το 2021 νέα κατηγορία βραβείων για το ακουστικό ρεπορτάζ, ενώ, ο συνολικός παγκόσμιος τζίρος αυτού του χώρου ενδέχεται να φτάσει το $1 δις. το 2021. Ωστόσο, η Hoffman τονίζει την αναγκαιότητα να παραμείνει η τεχνολογία των podcast πιστή στις αρχικές τις αξίες, που είναι πανομοιότητες με τις βασικές αξίες του διαδικτύου: ανοιχτή και ελεύθερη πληροφορία.

– Άλλος ένας τρόπος να προσεγγίσουν οι δημοσιογραφικοί οργανισμοί τις νέες γενιές είναι δια μέσου της δημοσιογραφίας των φοιτητών, σύμφωνα με την Mira Lowe, διευθύντρια του Κέντρου Δημοσιογραφικής Καινοτομίας της Σχολής Δημοσιογραφίας του Πανεπιστημίου της Φλόριντα. Η Lowe προβλέπει πως τα ακαδημαϊκά ιδρύματα σταδιακά θα αναλάβουν ρόλο τοπικών πόλων δημοσιογραφίας, ιδίως σε περιοχές όπου υπάρχει έλλειψη τοπικών δημοσιογραφικών μέσων. Ήδη φαίνεται το πρώτο δείγμα αυτής της τάσης, σύμφωνα με την Lowe, από το γεγονός ότι στις ΗΠΑ σημειώνεται αύξηση των εγγραφών σε προγράμματα δημοσιογραφίας από τους σπουδαστές.

– Το «πρωτογενές ρεπορτάζ» θα αναλάβει κεντρική θέση στον ευρύτερο χώρο της δημοσιογραφίας εντός του 2020, σύμφωνα με την Helen Havlak, αντιπρόεδρο του δημοσιογραφικού μέσου The Verge. Η Havlak αναφέρει πως μεγάλες πλατφόρμες όπως η Google, το Facebook, και η Apple News δίνουν, πλέον, περισσότερη έμφαση στην πρωτογενή είδηση στους αλγόριθμους τους. Ωστόσο, σημαντικό ρόλο ενδέχεται να παίξουν «μικρότερα» μέσα ενημέρωσης, όπως η εφαρμογή «Pocket», που δίνει έμφαση σε μακροσκελή και ερευνητική δημοσιογραφία, και έχει αποκτηθεί πλέον από την Firefox.

– Η συγγραφέας Joanne McNeil αναφέρεται στα ηλεκτρονικά ενημερωτικά φυλλάδια («newsletters»), τα οποία το τελευταίο καιρό έχουν γίνει ολοένα και πιο δημοφιλή «εργαλεία» μεγάλων ειδησεογραφικών οργανισμών, έχοντας χαρακτηριστεί από πολλούς σχολιαστές ως η νέα γενιά, ή η νέα μορφή, των πάλαι ποτέ blog. Η McNeil, ωστόσο, κάνει μία τολμηρή πρόβλεψη: το 2020 θα είναι η χρονιά όπου θα «επανέλθουν» τα blog , ως συμπλήρωμα στο «προϊόν» που προσφέρουν τα ηλεκτρονικά φυλλάδια.

Συνεργατική/συμμετοχική δημοσιογραφία

– Ο Joe Amditis, αναπληρωτής διευθυντής του Κέντρου Συνεργατικών Μέσων Ενημέρωσης στο πανεπιστήμιο Montclair State των ΗΠΑ, προβλέπει την επικράτηση της συνεργατικής δημοσιογραφίας το 2020, συνεχίζοντας μία τάση του 2019 που είδε μεγάλη αύξηση στις συνεργασίες εθνικών και τοπικών ειδησεογραφικών μέσων ενημέρωσης στις ΗΠΑ -αλλά και αυξανόμενο αριθμό συνεργασιών ανάμεσα σε μέσα ενημέρωσης σε διάφορες χώρες, όπως για παράδειγμα η πρωτοβουλία ερευνητικής δημοσιογραφίας #29Leaks. Ακόμα και η Google έχει μπει στον χώρο της συνεργατικής δημοσιογραφίας μέσω της συμφωνίας της με το Reese News Lab. Ο Amditis καταλήγει στο συμπέρασμα πως η συνεργατική δημοσιογραφία μπορεί να βοηθήσει στην ανατροπή της τωρινής κρίσης εμπιστοσύνης που αντιμετωπίζει ο χώρος της δημοσιογραφίας.

– Από την πλευρά της, η Carrie Brown, διευθύντρια κοινωνικής δημοσιογραφίας της σχολής δημοσιογραφίας Newmark του πανεπιστημίου City University of New York (CUNY) δίνει έμφαση στην συμμετοχική δημοσιογραφία («engaged journalism») ή «κοινωνική δημοσιογραφία, που, ήδη, παρουσιάζει αυξημένη τάση στις αίθουσες σύνταξης των ΗΠΑ. Όπως αναφέρει η Brown, όλο και περισσότερες δημοσιογραφικές θέσεις εργασίας στις ΗΠΑ απαιτούν κοινωνικές δυνατότητες, δηλαδή την ικανότητα να ακούει και να κατανοεί τα προβλήματα του κοινού ο δημοσιογράφος και να συνεργάζεται με διάφορες κοινότητες, ώστε να παράγει σπουδαίο δημοσιογραφικό έργο με κοινωνική επιρροή.

– Την συμμετοχικότητα τονίζει και η Kristen Muller, επικεφαλής περιεχομένου για την Δημόσια Ραδιοφωνία της Νότιας Καλιφόρνιας. Σύμφωνα με την Muller, ο δημόσιος ραδιοφωνικός σταθμός KPCC του Λος Άντζελες έχει επαναπροσδιορίσει την έννοια της «είδησης», ξεκινώντας με μία σειρά πειραμάτων που έφερε κοντά τους δημοσιογράφους του ραδιοσταθμού με κοινωνικές ομάδες, οι οποίες, παραδοσιακά, είχαν αγνοηθεί από τα δημόσια μέσα ενημέρωσης. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη σταδιακή μετατροπή του KPCC, από ένα απλό δημόσιο ραδιοσταθμό σε ένα δημοσιογραφικό θεσμό κοινωνικού χαρακτήρα, που λειτουργεί και δραστηριοποιείται, ταυτοχρόνως, σε πολλές τεχνολογικές πλατφόρμες.

Ο «εκδημοκρατισμός»

– Για τον εκδημοκρατισμό της δημοσιογραφίας μιλάει ο Simon Galperin, της πλατφόρμας Groundsource και ιδρυτής του συνεταιρισμού «Community Info». Αυτός ο εκδημοκρατισμός των ειδησεογραφικών οργανώσεων παρατηρείται ήδη στις Ηνωμένες Πολιτείες σε όλα τα επίπεδα. Για παράδειγμα, ολοένα και περισσότεροι ειδησεογραφικοί οργανισμοί χρηματοδοτούνται, πλέον, σε μεγαλύτερο ποσοστό από μικρές δωρεές και συνεισφορές μελών, ανεξαρτητοποιώντας τους από ισχυρά οικονομικά συμφέροντα. Συντακτικές αποφάσεις λαμβάνονται , πια, όχι αποκλειστικά από τους αρχισυντάκτες. Οι δημοσιογραφικοί οργανισμοί χρησιμοποιούν όλο και περισσότερο διαλόγους ενός-προς-ενός αλλά και μικρών ομάδων για να χτίσουν βαθύτερη σχέση με το κοινό. Κάποιοι οργανισμοί έχουν υιοθετήσει μοντέλο αυτοδιαχείρισης, ενώ το «City Bureau» στο Σικάγο έχει αναθέσει σε εκατοντάδες πολίτες τον ρόλο καταγραφής του περιεχομένου των δημόσιων συζητήσεων των δημοτικών αρχών.

– Κλείνοντας, για να επιτευχθεί αυτή η ανανεωμένη προσέγγιση των δημοσιογράφων με το κοινό τους, σύμφωνα με την Alexandra Borchardt, επικεφαλής ερευνήτρια του Δημοσιογραφικού Ινστιτούτου Reuters, οι ίδιοι οι δημοσιογράφοι θα πρέπει να «σπάσουν» μια παλιά συνήθεια και να εγκαταλείψουν τα γραφεία τους και τους υπολογιστές τους, βγαίνοντας στο δρόμο και στις κοινωνίες που υπηρετούν δια μέσου της δημοσιογραφίας τους. Όπως τονίζει η Borchardt, δεν μπορούν όλα τα μέσα να έχουν την διεθνή επιρροή των New York Times και της Washington Post, ούτε υπάρχει η ανάγκη να προσπαθούν να αντιγράφουν αυτά τα μέσα. Αντιθέτως, μπορούν να δώσουν ιδιαίτερο βάρος εκεί όπου έχουν συγκριτικό πλεονέκτημα: στις τοπικές τους κοινωνίες. Και για να το κατορθώσουν αυτό, πρέπει να υπηρετήσουν αυτές τις τοπικές κοινωνίες, να δημιουργήσουν νέες σχέσεις μαζί τους, και να προσφέρουν ειδήσεις που είναι προσαρμοσμένες στις ανάγκες αυτών των κοινωνιών.

Εγγραφείτε και μιλήστε!

Με την εγγραφή σας μπορείτε να συμμετάσχετε στην κουβέντα για το άρθρο, να μιλήσετε στους συντάκτες μας και να συμβάλλετε εποικοδομητικά στα άρθρα μας.

Μπορείτε να συνεχίσετε την ανάγνωση του άρθρου πατώντας εδώ, αλλά...

... είναι μόνο χάρη των μελών/συνδρομητών που μας στηρίζουν που μπορούμε να έχουμε άρθρα.

Εάν μια εποικοδομητική δημοσιογραφία, που δεν εξαρτάται από διαφημίσεις, είναι κάτι που θέλετε να υποστηρίξετε γίνετε μέλος σήμερα.

Περιεχόμενα Τεύχους

Τεύχος 10

Φεβρουάριος 2020

Μετάβαση στο περιεχόμενο