Καθώς η Ευρώπη αντιμετωπίζει προκλήσεις σε πολλαπλά μέτωπα, από τις γεωπολιτικές αναταράξεις στην Ουκρανία και στη Μέση Ανατολή, έως τις επικείμενες προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ που ενδέχεται να αναδιαμορφώσουν τις ευρωατλαντικές σχέσεις, η ανάγκη για μια ενωμένη και αποφασιστική Ευρώπη είναι πιο επιτακτική από κάθε άλλη φορά στο παρελθόν.
Η συζήτησή μας με τον κ. Παναγιώτη Κακολύρη, έμπειρο αναλυτή των ευρωπαϊκών υποθέσεων, για τα διακυβεύματα του ευρωπαϊκού μέλλοντος, περιστρέφεται γύρω από το πώς η Ελλάδα ιεραρχεί τις προκλήσεις της εποχής/περιοχής και τι μπορεί να κάνει για να ενισχυθεί η ενότητα και η ολοκλήρωση της Ένωσης, προσφέροντας πολύτιμες προοπτικές για το μέλλον της συνεργασίας των κρατών-μελών.
Ορθός Λόγος: Στις επικείμενες ευρωεκλογές ποια θεωρείτε πως είναι τα κρίσιμα διακυβεύματα του κοινού μας μέλλοντος και πως τα αντιμετωπίζει, ειδικότερα, η Αθήνα;
Παναγιώτης Κακολύρης: Συνηθίζουμε να λέμε ότι οι επόμενες Ευρωεκλογές είναι κρίσιμες. Αυτό, ίσως, έχει κάνει τους πολίτες να είναι επιφυλακτικοί απέναντι στην κρισιμότητα των εκλογών. Ωστόσο, θεωρώ ότι οι προσεχείς εκλογές έχουν πραγματικά μια ιδιαίτερη σημασία, καθώς πραγματοποιούνται εν μέσω δύο μεγάλων συγκρούσεων στην ευρύτερη περιοχή μας, στην Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή και εν όψει των επικείμενων προεδρικών εκλογών στις ΗΠΑ που ενδέχεται να σηματοδοτήσουν μια μεταστροφή στην αμερικανική εξωτερική πολιτική, να δημιουργήσουν νέα δεδομένα στις ευρω-ατλαντικές σχέσεις και να οδηγήσουν την ΕΕ στη λήψη κρίσιμων αποφάσεων στα πεδία της Άμυνας και της εξωτερικής πολιτικής. Χρειάζεται, λοιπόν, η ΕΕ να μπορεί να απαντήσει στις μεγάλες αυτές προκλήσεις, να μπορεί να βρει μια κοινή συνισταμένη για τα επόμενα βήματα. Συνεπώς, οι μετεκλογικοί πολιτικοί συσχετισμοί δεν αφορούν μόνο σε αυτό που λέμε «τη φούσκα των Βρυξελλών», αφορούν σε όλη την Ένωση και την πορεία της. Υπ’ αυτό το πρίσμα έχει σημασία και το ποιοι άνθρωποι θα βρεθούν στις κρίσιμες θέσεις και θα εκπροσωπήσουν τη χώρα τους. Αυτή είναι και η ευθύνη των πολιτών που καλούμαστε να κρίνουμε όχι ποιον συμπαθούμε περισσότερο, αλλά ποιος μπορεί να «κάνει τη δουλειά» στις Βρυξέλλες.
Το πρόβλημα του αντι-ευρωπαϊσμού
Ο.Λ: Γιατί στην Ελλάδα εξακολουθούν να υπάρχουν, σήμερα, αντι-ευρωπαϊκές προσεγγίσεις και πώς μπορεί να ξεπεραστεί αυτό το φαινόμενο; Μπορεί να γίνει κοινή πεποίθηση των Ελλήνων ότι ανήκουμε στην Ευρώπη και δεν υπάρχει άλλος δρόμος;
Π.Κ: Γενικά, ή άποψη των Ελλήνων για την Ευρώπη έχει βελτιωθεί, τα τελευταία χρόνια, όσο απομακρυνόμαστε από την κρίση. Παρά ταύτα είμαστε ακόμα στις χαμηλές θέσεις αξιολόγησης της Ένωσης. Νομίζω ότι το μεγάλο πρόβλημα της ΕΕ είναι η επιτυχία της. Το ότι δηλαδή έχει επιτευχθεί ένα τέτοιο επίπεδο ειρήνης, ασφάλειας και σχετικής ευημερίας που οι πολίτες τα θεωρούν δεδομένα. Προτρέπω τους ανθρώπους που είναι επιφυλακτικοί απέναντι στην κοινή ευρωπαϊκή πορεία μια μέρα να φανταστούν τη ζωή τους χωρίς την ΕΕ. Να αναλογιστούν τα έργα, τις υποδομές, το θεσμικό πλαίσιο, τα κοινωνικά κεκτημένα που είναι αποτέλεσμα ευρωπαϊκών πρωτοβουλιών και χρηματοδοτήσεων.
Ξέρετε, πολλές φορές τα προηγούμενα χρόνια για κάθε δύσκολη απόφαση που έπρεπε να υλοποιηθεί έφταιγε η «κακή Ευρώπη», ενώ, κάθε κορδέλα που κόβονταν ήταν αποτέλεσμα της «εθνικής προσπάθειας». Αυτό δημιούργησε μια στρέβλωση στην άποψη των ανθρώπων και χρειάζεται χρόνος για να ανατραπεί.
Ο.Λ: Αποτελεί κεντρικό ζήτημα των ευρωεκλογών η προτεραιότητα στην οικονομική ανάκαμψη και ανθεκτικότητα, ιδίως στη μεταπανδημική εποχή, με βάση και την εμπειρία της παγκόσμιας κρίσης του 2008;
Π.Κ: Σίγουρα! Το δείχνουν, εξ άλλου, όλες οι δημοσκοπήσεις. Υπάρχει αυτή η προσδοκία από τους Ευρωπαίους πολίτες στο σύνολό τους. Κατά την πανδημία η ΕΕ απέδειξε ότι μπορεί να πετύχει περισσότερα μέσα από τη συντονισμένη δράση της και σε περιόδους κρίσεων. Καλείται να αξιοποιήσει αυτό το κεκτημένο και στην επόμενη φάση.
Ο.Λ: Οι πολιτικές της ΕΕ για τη μετανάστευση και το άσυλο θα μπορούσαν να επηρεάσουν τα αποτελέσματα των εκλογών;
Π.Κ: Το μεταναστευτικό είναι ένα ζήτημα που έχει μεγάλη επίδραση, ακριβώς, επειδή έχει και κάποιες ταυτοτικές διαστάσεις. Ζούμε σε μια από τις πιο ανεπτυγμένες περιοχές του πλανήτη με την καλύτερη ποιότητα ζωής. Αυτό οφείλουμε να το συνειδητοποιούμε κάθε φορά που γκρινιάζουμε για κάποια αστοχία της ΕΕ. Και αυτό κάνει τόσους ανθρώπους να επιδιώκουν να έρθουν εδώ για να διεκδικήσουν μια καλύτερη ζωή. Ταυτόχρονα, η Ευρώπη γερνά και αντιμετωπίζει δημογραφικές προκλήσεις, με τη χώρα μας να αντιμετωπίζει ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα. Χρειαζόμαστε εργατικά χέρια, που… δεν υπάρχουν, για να υπηρετήσουν την ανάπτυξη την οποί επιδιώκουμε. Άρα, καλούμαστε να βρούμε μια δύσκολη ισορροπία. Όπου θα υπάρχει μια πληθυσμιακή ενίσχυση, θα αντιμετωπίζονται τα προβλήματα ενσωμάτωσης, θα αποτρέπονται οι ανεξέλεγκτες μεταναστευτικές ροές, θα μοιράζεται το βάρος του προβλήματος στις χώρες μέλη και θα υπάρχει σεβασμός του διεθνούς δικαίου για την προστασία των προσφύγων. Είναι μια δύσκολη άσκηση όλο αυτό. Η νέα ευρωπαϊκή πολιτική ασύλου, που πρόσφατα άρχισε να εφαρμόζεται, δημιουργεί μια θετική προσδοκία.
Ο.Λ: Οι στρατηγικές που σχεδιάζονται στα κέντρα των αποφάσεων επαρκούν για την ενίσχυση της ενότητας και της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, ειδικότερα με δεδομένο τον αυξανόμενο ευρω-σκεπτικισμό και τα λαϊκιστικά κινήματα;
Π.Κ: Έχει υπάρξει τα τελευταία χρόνια μια αλλαγή στο αφήγημα των ευρω-σκεπτικιστικών κομμάτων. Δηλαδή, δεν μιλούν, πλέον, για πλήρη έξοδο από την ΕΕ, διότι έχει γίνει κατανοητό από τους πολίτες πόσες επιπτώσεις θα είχε μια τέτοια εξέλιξη. Βλέπουμε ότι εκείνοι που ζητούσαν έξοδο, σήμερα προωθούν την παραμονή, αλλά σε μια άλλη Ευρώπη με μεγαλύτερο ρόλο στα εθνικά κράτη, με λιγότερο ευρωπαϊκό συντονισμό. Αυτές οι δυνάμεις θα προσπαθήσουν να φρενάρουν το ευρωπαϊκό εγχείρημα, την ώρα που πρέπει να επιταχύνουμε.
Όμως, από την άλλη πλευρά, δεν θα πρέπει να αγνοηθεί η επιφύλαξη των πολιτών. Αντίθετα, πρέπει να γίνουν κατανοητοί οι λόγοι που πολλοί Ευρωπαίοι δεν βλέπουν το μέλλον τους σε μια ενωμένη Ευρώπη και αισθάνονται καλύτερα σ’ ένα εξιδανικευμένο παρελθόν. Συνεπώς, χρειάζεται να επιδειχθεί μεγαλύτερη πολιτική ενσυναίσθηση στις αγωνίες και τους προβληματισμούς των πολιτών και να δημιουργηθεί ένα νέο ευρωπαϊκό όραμα, πιο συμπεριληπτικό, ώστε περισσότεροι πολίτες να μπορούν να δουν τον εαυτό τους σε αυτό. Δεν είναι εύκολο, αλλά είναι αναγκαίο.
Η εξωτερική πολιτική
Ο.Λ: Πώς επηρεάζουν οι επικείμενες ευρωπαϊκές εκλογές τη στάση της ΕΕ στην εξωτερική πολιτική και τον ρόλο της στην παγκόσμια σκηνή, ιδίως όσον αφορά τις σχέσεις με μεγάλες δυνάμεις όπως οι ΗΠΑ, το Ισραήλ, η Κίνα και η Ρωσία;
Π.Κ: Η ΕΕ καλείται να παίζει έναν πιο ενεργό και αποφασιστικό ρόλο στο διεθνές περιβάλλον. Ωστόσο, η κοινή εξωτερική πολιτική είναι μια μεγάλη πρόκληση, καθώς, σε μεγάλο βαθμό, τα κράτη μέλη έχουν ακόμα διαφορετικά εθνικά συμφέροντα και διπλωματικές προτεραιότητες. Γι’ αυτό και διαπιστώνουμε ότι είναι δύσκολο να υπάρξουν συμβιβασμοί. Διότι τα ζητήματα αυτά δεν αντιμετωπίζονται με εύκολες υποχωρήσεις στη διαχείριση κονδυλίων κλπ. Χρειάζεται να ανατραπούν παγιωμένες εθνικές επιδιώξεις.
Οι σχέσεις με τις ΗΠΑ θα επηρεαστούν σημαντικά από τον επόμενο ένοικο του Λευκού Οίκου, αν και θα πρέπει πάντα να έχουμε στο μυαλό μας ότι η αμερικανική εξωτερική πολιτική είναι πιο βαθιά από τις πολιτικές προτεραιότητες ενός Προέδρου. Οι ευρω-ατλαντικές σχέσεις έχουν ένα ιστορικό υπόβαθρο, που δεν μπορεί εύκολα να ανατραπεί, πλήρως.
Με το Ισραήλ έχει γίνει σαφές ότι η ΕΕ δεν μπορεί να ανεχτεί μια αιματοχυσία με εκατόμβες αθώων θυμάτων. Η θέση της Ένωσης είναι σχεδόν κοινή σε αυτή την κατεύθυνση.
Ως προς τη Ρωσία υπάρχει μια θολή εικόνα. Δεν μπορούμε να αλλάξουμε τη γεωγραφία. Η Ρωσία παίζει ένα σημαντικό ρόλο στην Ευρώπη. Χρειάζεται, λοιπόν, να βρεθεί κάποια στιγμή ένας τρόπος συνεννόησης κάτι που ακόμα, και, φυσικά, όσο είναι σε εξέλιξη η ρωσική εισβολή, δεν μπορεί καν να αναζητηθεί. Η ΕΕ έχει καταλάβει ότι δεν μπορεί να κάνει εκπτώσεις και να δείχνει ανοχή απέναντι σε ένα επεκτατικό, αναθεωρητικό και ανελεύθερο καθεστώς.
Ο.Λ: Η κλιματική κρίση και οι δεσμεύσεις της ΕΕ για μηδενικές εκπομπές έως το 2050 επηρεάζουν τις τοπικές πολιτικές. Ποια είναι η βαρύτητα των σχετικών θεμάτων στις ευρωεκλογές;
Π.Κ: Νομίζω ότι οι πολίτες έχουν κατανοήσει τη σημασία της αντιμετώπισης της κλιματικής κρίσης, η οποία είναι πλέον εμφανής στην καθημερινότητά μας και φαίνεται πως θα αλλάξει τη ζωή μας πολύ πιο άμεσα απ’ όσο περίμεναν κάποιοι. Ωστόσο οι πολιτικές αντιμετώπισης του φαινομένου έχουν υψηλό κόστος και, όταν φτάσει η ώρα της καταβολής του, υπάρχει μια διάχυτη επιφυλακτικότητα στην κοινωνία. Η ΕΕ ανέλαβε μια φιλόδοξη πρωτοβουλία σε αυτή την κατεύθυνση και, μάλιστα, πρωτοπορεί, σε παγκόσμιο επίπεδο. Άνοιξε και έδειξε τον δρόμο στις πολιτικές για το περιβάλλον. Ωστόσο, δεν έχει εμπεδωθεί ακόμα από τους ευρωπαίους πολίτες. Και η αλήθεια είναι ότι χρειάζεται χρόνος καθώς αυτές οι πολιτικές δημιουργούν μεγάλες ανατροπές στη ζωή και τον τρόπο λειτουργίας της οικονομίας.
Και τώρα, τι;
Ο.Λ: Ποιες είναι οι προβλέψεις σας για την εν γένει πορεία της ΕΕ στο εξής και τι θα προτείνατε για την πιο αποτελεσματική λειτουργία των οργάνων της;
Π.Κ: Ακούω συχνά ότι οι Ευρωπαίοι θέλουν να λαμβάνονται πιο γρήγορα οι αποφάσεις της Ένωσης. Και έχουν δίκιο. Ωστόσο, όσο περιορίζονται οι διαδικασίες διαβουλεύσεων τόσο θα αποδυναμώνονται τα κράτη μέλη, ιδιαίτερα τα μεσαία και μικρότερα και θα υπάρχει μια κυριαρχία των πιο ισχυρών. Έχω την εντύπωση ότι όσοι ζητούν πιο γρήγορες αποφάσεις δεν είναι έτοιμοι να εκχωρήσουν τη δική τους αποφασιστική ισχύ προς χάριν της ταχύτητας. Διότι, οι ευρωπαϊκές αποφάσεις προκύπτουν μέσα από έναν σύνθετο μηχανισμό διαβούλευσης και συμβιβασμών ώστε να λαμβάνονται υπόψιν οι ευαισθησίες και οι προτεραιότητες από όλα τα κράτη μέλη.
Αν θέλουμε να πάμε πιο γρήγορα θα πρέπει να αποφασίσουμε ότι θα πρέπει να οδηγηθούμε σε ένα πιο ομοσπονδιακό μοντέλο όπου τα κράτη μέλη θα έχουν μικρότερη επιρροή. Είμαστε έτοιμοι γι’ αυτό; Νομίζω πως χρειαζόμαστε λίγο χρόνο ακόμα. Ας μην ξεχνάμε ότι το ευρωπαϊκό εγχείρημα είναι μοναδικό σε παγκόσμια κλίμακα. Δεν υπάρχει μια πεπατημένη. Καλούμαστε να δημιουργήσουμε τον δρόμο για την πορεία της ΕΕ…