Ο πόλεμος στην Ουκρανία εξακολουθεί να αποτελεί σοβαρή εστία σύρραξης η οποία μπορεί να μεταβληθεί από τοπική σε ευρωπαϊκή ίσως και παγκόσμια. Αν και οι ιστορικές αναλογίες είναι σε μεγάλο βαθμό διαφορετικές αξίζει να αναλυθεί το πώς μετατράπηκε ο πόλεμος του 1939-1941 σε παγκόσμια σύρραξη. Εδώ πρέπει να τονισθεί ότι τα κοινωνικά φαινόμενα (θετικά ή αρνητικά) έχουν, συνήθως, διπλή ανάγνωση:
– Η πρώτη μέθοδος είναι η επιφανειακή εξήγηση της στιγμής. Ένας πόλεμος είναι αποτέλεσμα της απόφασης ενός ηγέτη σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο. Η οικονομική ανάπτυξη είναι αποτέλεσμα της τρέχουσας οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης της κάθε χώρας. Ο ηγέτης σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο με τις αποφάσεις του οδηγεί μία χώρα στο θρίαμβο ή στη καταστροφή. Μία τέτοια προσέγγιση φωτίζει το «εδώ και τώρα», την ιστορικότητα της στιγμής. Η προσέγγιση αυτή είναι συχνά αποδεκτή από το κοινωνικό σύνολο. Η γνωστή έκφραση «όσα φέρνει η ώρα δεν τα φέρνει ο χρόνος», δείχνει ακριβώς τη σημασία της «ιστορικής στιγμής».
Όμως πίσω από αυτή την ανάλυση της στιγμής βρίσκονται μακροχρόνιες δυνάμεις ή αδυναμίες οι οποίες δημιουργούν το υπόβαθρο πυροδότησης των μεγάλων ιστορικών στιγμών, γεγονότων και καταστάσεων.
– Έτσι, δημιουργείται ο δεύτερος τρόπος σκέψης και ανάλυσης, ο οποίος παρουσιάζει μακροχρόνιες τάσεις και αλλαγές, θεωρώντας ότι τα ιστορικά γεγονότα είναι αποτέλεσμα μακροχρόνιων διαδικασιών. Παραδόξως και αυτός ο τρόπος σκέψης είναι αποδεκτός από το κοινωνικό σύνολο. Η φράση «όταν έλθει το πλήρωμα του χρόνου» είναι χαρακτηριστική αυτού του τρόπου σκέψης και της μακροπρόθεσμης στρατηγικής. Ο όποιος ηγέτης, της όποιας χώρας, δεν διαχειρίζεται μόνο την ιστορική στιγμή, αλλά ένα σύνολο δημογραφικών, οικονομικών, στρατιωτικών, τεχνολογικών, γεωπολιτικών, περιβαλλοντικών, πολιτισμικών παραγόντων. Τους παράγοντες αυτούς ο ηγέτης τους έχει βρει και, συνήθως, ελάχιστα μπορεί να τους επηρεάσει (με εξαίρεση, φυσικά, την περίπτωση της μακροχρόνιας παραμονής στην εξουσία). Η δημογραφική ανάπτυξη θέλει χρόνο, το ίδιο και η οικονομική. Η έξοδος από τη φτώχεια και η αύξηση του συνολικού ΑΕΠ και του κατά κεφαλήν εισοδήματος σε μία χώρα δεν γίνεται με ένα μαγικό ραβδί, χρειάζεται χρόνος. Η μετατροπή της οικονομικής και της δημογραφικής ισχύος σε στρατιωτική, θέλει, επίσης, χρόνο. Αντίθετα, στη σημερινή εποχή η τεχνολογία αλλάζει γρήγορα και επηρεάζει τόσο τη λειτουργία της οικονομίας, όσο και την πολεμική μηχανή και το στρατιωτικό σχεδιασμό των χωρών. Παράλληλα οι γεωπολιτικοί, πολιτισμικοί και περιβαλλοντικοί παράγοντες αλλάζουν αλλά και αυτοί θέλουν χρόνο.
Ο ηγέτης είναι όμηρος των ανωτέρω παραγόντων. Έτσι, δεν μπορεί να δεκαπλασιάσει τον πληθυσμό της χώρας του ή το Εθνικό Προϊόν ή το κατά κεφαλήν εισόδημα των συμπολιτών του σε μία νύχτα ή σε μία τετραετία. Ο ηγέτης δεν μπορεί να δεκαπλασιάσει τη στρατιωτική ισχύ της χώρας του σε ελάχιστο χρόνο. Μπορεί, όμως, να συνάψει οικονομικές συμφωνίες ή πολιτικο-στρατιωτικές συμμαχίες που αναβαθμίζουν την ισχύ ή την επιρροή της χώρας του. Η διατήρηση της προνομιακής θέσης ισχύος για μεγάλο χρονικό διάστημα είναι και αυτή δύσκολη. Η ιστορία έχει πολλά παραδείγματα ο σημερινός νικητής να είναι ο αυριανός ηττημένος…
Ανθρώπινη δράση και ιστορικός παράγοντας – Η μετατροπή σύντομων πολέμων σε παγκόσμια σύρραξη
Αναλύουμε παρακάτω τη περίοδο Απριλίου-Δεκεμβρίου 1941, η οποία δείχνει τη σημασία της ιστορικής στιγμής αλλά και τη σημασία της μακροχρόνιας αλλαγής.
Στρατιωτικό υπόβαθρο: Στις 6 Απριλίου 1941 οι Γερμανοί επιτίθενται στην Ελλάδα και μέχρι το τέλος Μαΐου την έχουν καταλάβει. Σε καθαρά στρατιωτικό επίπεδο η Γερμανία είχε καταλάβει εννέα χώρες (Πολωνία, Δανία, Νορβηγία, Βέλγιο, Λουξεμβούργο, Ολλανδία, Γαλλία, Γιουγκοσλαβία και Ελλάδα). Στη διάρκεια αυτής της περιόδου ο γερμανικός στρατός νίκησε αντιπάλους στρατούς συνολικής ισχύος 6.031.600 ανδρών (1.200.000 Πολωνούς, 6.600 Δανούς, 25.000 Νορβηγούς, 3.500.000 Βρετανούς, Γάλλους, Ολλανδούς, 1.000.000 Γιουγκοσλάβους και 300.000 Έλληνες).
Οι απώλειες για την κατάληψη των ανωτέρω χωρών σε ανθρώπινες ζωές ήταν ελάχιστες. Η γερμανική πλευρά είχε απωλέσει περί τους 209.000 άνδρες με 1.100 περίπου άρματα μάχης και τεθωρακισμένα οχήματα. Σε επίπεδο απωλειών στρατού ξηράς οι γερμανικές απώλειες ήταν ένα πολύ μικρό κλάσμα των αντίστοιχων συμμαχικών.
Μεταξύ Σεπτεμβρίου 1939 και Ιουνίου 1941 η στρατηγική του κεραυνοβόλου πολέμου (blitzkrieg) δείχνει να επιβραβεύεται. Όμως, η πιο μεγάλη απώλεια ήταν αυτή των μεταγωγικών αεροπλάνων και των επίλεκτων αλεξιπτωτιστών στη Μάχη της Κρήτης. Ο Χίτλερ δεν μπόρεσε να κάνει χρήση ξανά αερομεταφερόμενων δυνάμεων σε όλη τη διάρκεια του πολέμου. Αν οι αλεξιπτωτιστές, το επίλεκτο αυτό σώμα, δεν είχε αποδιοργανωθεί τότε η χρήση τους εναντίον της ΕΣΣΔ και η κατάληψη των πετρελαιοπηγών του Καυκάσου από αυτούς θα ήταν βέβαιη.
Η μεγαλύτερη συνεισφορά της Ελλάδας στο συμμαχικό αγώνα δεν ήταν μόνο η χρονική μετατόπιση της επιχείρησης Μπαρμπαρόσα. Ήταν η φθορά που υπέστη ο γερμανικός στρατός και η αεροπορία. Ειδικότερα 1.200 άρματα μάχης που χρησιμοποιήθηκαν στην εκστρατεία αναγκάστηκαν να επανέλθουν μετά στη Γερμανία διασχίζοντας τεράστιες αποστάσεις καταναλώνοντας τεράστιες ποσότητες καυσίμων και έχοντας άμεση ανάγκη αλλαγής των ερπυστριών τους. Η δεύτερη μεγάλη συνεισφορά ήταν η ουσιαστική διάλυση του σώματος των αλεξιπτωτιστών. Εξ αιτίας της φθοράς των γερμανικών ενόπλων δυνάμεων η συνολική εξέλιξη της γερμανικής στρατιωτικής ισχύος μεταξύ 1ης Σεπτεμβρίου 1939 και 21ης Ιουνίου 1941 ήταν οριακά αυξητική.
Πέραν των στρατιωτικών δυνατοτήτων οι εξελίξεις σε πολιτικό επίπεδο ήταν πολύ ενδιαφέρουσες. Η Γερμανία, η Ιταλία και η Ιαπωνία υπέγραψαν στις 27 Σεπτεμβρίου 1940 το Τριμερές Σύμφωνο του Άξονα στο Βερολίνο. Ένα μήνα μετά, στις 28 Οκτωβρίου, η Ιταλία θα επιτεθεί στην Ελλάδα. Αν και η ιταλική επεκτατική κίνηση δεν είχε τη συγκατάθεση ούτε και τη γνώση του Χίτλερ, ο Άξονας προχωρούσε σε άλλη μία επεκτατική κίνηση στη στρατηγικά κρίσιμη περιοχή της ανατολικής Μεσογείου.
Το Νοέμβριο στο σύμφωνο του Άξονα προστίθενται η Ουγγαρία (20 Νοεμβρίου), η Ρουμανία (23 Νοεμβρίου), η Σλοβακία (24 Νοεμβρίου).
Οι κινήσεις αυτές δεν μπορούσαν να αφήσουν αδιάφορες ούτε την ΕΣΣΔ, ούτε τις ΗΠΑ. Η ΕΣΣΔ είχε απορρίψει την εισδοχή της στο Τριμερές Σύμφωνο και είχε καταστήσει σαφές στη Γερμανία ότι δεν επρόκειτο να παραιτηθεί από τα συμφέροντα της στην ανατολική Ευρώπη (Επίσκεψη σοβιετικού Υπουργού Εξωτερικών στο Βερολίνο 12 Νοεμβρίου 1940). Μετά την αποτυχία των γερμανο-σοβιετικών επαφών του Νοεμβρίου 1940, τόσο το Βερολίνο όσο και η Μόσχα, κατέστρωσαν αμφότεροι πολεμικά σχέδια, η μία εναντίον της άλλης.
Πρώτα ο Χίτλερ ζήτησε, την 18 Δεκεμβρίου 1940, από το επιτελείο του την εκπόνηση ενός σχεδίου με βάση το οποίο η ΕΣΣΔ θα έπρεπε να συντριβεί στρατιωτικά σε χρονικό διάστημα 6-9 εβδομάδων (Οδηγία Αριθμός 21). Το αρχικό σχέδιο προέβλεπε ως ημερομηνία έναρξης την 15η Μαΐου 1941, αλλά λόγω του πολέμου στα Βαλκάνια αυτή μετατέθηκε για την 22α Ιουνίου 1941 ένα έτος μετά την υπογραφή της νίκης επί της Γαλλίας. Ο αρχικός σχεδιασμός προέβλεπε λήξη της εκστρατείας προ της έλευσης του ρωσικού χειμώνα. Έτσι, η δύναμη εισβολής δεν εφοδιάσθηκε με χειμερινά ρούχα.
Η αρχική αντίδραση πολλών στρατηγών και επιτελών του Ράιχ διακρινόταν από σκεπτικισμό. Ο ναύαρχος Raeder τόνισε εξ αρχής την αντίθεσή του λέγοντας ότι μια επίθεση εναντίον της ΕΣΣΔ θα δημιουργούσε πόλεμο σε δύο μέτωπα κάτι που ακόμα και ο Χίτλερ στο βιβλίο του «Ο Αγών μου» αναγνώριζε ότι θα ήταν καταστροφικό. Ο ίδιος πρότεινε την κατάληψη του Γιβραλτάρ και μια μεγάλη επίθεση στη βόρεια Αφρική με τη βοήθεια του κράτους του Βισύ και της Ιταλίας. Πρότεινε, ακόμα, την κατοχή των νήσων των Αζορών, των Καναρίων και του Cape Verde στον Ατλαντικό Ωκεανό. Ο Γκέρινγκ και ο Ρόμμελ ήταν επίσης υπέρ της συνέχισης του πολέμου εναντίον της Βρετανίας και κατάκτησης της βόρειας Αφρικής και Μέσης Ανατολής. Επίσης, οι στρατηγοί Halder, Brauchitsch, Jodl, Manstein, Guderian και Bock είχαν όλοι αμφιβολίες για το Σχέδιο Μπαρμπαρόσα. Όμως, ο Χίτλερ αντιπρότεινε στις επιφυλάξεις των στρατηγών του διάφορα στρατιωτικά, πολιτικά και οικονομικά επιχειρήματα.
Ο Χίτλερ τόνισε και -με μεγάλη δόση αλήθειας εκείνη την εποχή- ότι η Βρετανία ήταν ουσιαστικά αποδυναμωμένη και δεν μπορούσε να διεξάγει μεγάλης έκτασης στρατιωτικές επιχειρήσεις εναντίον της Γερμανίας ή εναντίον της κατεχόμενης δυτικής Ευρώπης. Έτσι, ουσιαστικά το μοναδικό στρατιωτικό μέτωπο θα ήταν το Ανατολικό.
Υπ’ αυτή την οπτική, το Σχέδιο Μπαρμπαρόσα εξακολουθούσε να αποδέχεται την αρχή του ενός στρατιωτικού μετώπου. Πέραν αυτού του επιχειρήματος σε καθαρά στρατιωτικό επίπεδο ο Χίτλερ χρησιμοποίησε ως παράδειγμα της χαμηλής μαχητικής ικανότητας των Σοβιετικών τον πόλεμο ΕΣΣΔ-Φινλανδίας. Υπογράμμισε ότι στον πόλεμο αυτό έγινε φανερή η αδυναμία του Ερυθρού Στρατού τόσο σε επίπεδο διοίκησης, όσο και σε επίπεδο δόγματος και τακτικής. Κατά τον Χίτλερ, ο Ερυθρός Στρατός και η Ερυθρά Αεροπορία είχαν επίσης πολύ χαμηλό ποιοτικά υλικό, αλλά και χαμηλή εκπαίδευση. Ουσιαστικά, απέναντι στην εμπειροπόλεμη Βέρμαχτ και Λουφτβάφφε των οποίων το ηθικό ήταν πολύ υψηλό, η ΕΣΣΔ είχε να παρατάξει ένα μεγάλο όγκο στρατεύματος, αλλά με χαμηλή εκπαίδευση, παλαιό υλικό, κακή διοίκηση, λανθασμένα δόγματα και εξ ίσου χαμηλό ηθικό.
Τέλος, η απόφαση του Χίτλερ σε καθαρά στρατιωτικό επίπεδο είχε ληφθεί επί εσφαλμένων πληροφοριών των γερμανικών μυστικών υπηρεσιών. Πράγματι οι γερμανικές υπηρεσίες υπολόγιζαν τη σοβιετική στρατιωτική ισχύ σε 10.000 άρματα μάχης (όταν στην πραγματικότητα η ΕΣΣΔ διέθετε 24.000 άρματα). Η γερμανική εκτίμηση για την ισχύ της Ερυθράς Αεροπορίας ήταν περί τα 10.000 αεροπλάνα, όταν στην πραγματικότητα η ΕΣΣΔ διέθετε 21.000 αεροπλάνα. Ο ίδιος ο Χίτλερ αναγνώρισε το 1942 ότι δεν θα διέταζε την επίθεση εναντίον της ΕΣΣΔ αν γνώριζε τον αριθμό των 24.000 αρμάτων μάχης.
Όμως και οι σοβιετικοί έκαναν αντίστοιχες προετοιμασίες. Οι στρατηγοί της ΕΣΣΔ είχαν καταστρώσει επιθετικά σχέδια εναντίον της Γερμανίας, έστω και εάν αυτά ακόμα δεν μπορούσαν να υλοποιηθούν (Στρατηγικό Σχέδιο Ανάπτυξης Σοβιετικών Ενόπλων Δυνάμεων Μάιος 1941).
Είναι, λοιπόν, βέβαιο ότι την περίοδο Δεκεμβρίου 1940 – Μαΐου 1941 και οι δύο πλευρές είχαν εκπονήσει σχέδια προληπτικού επιθετικού πολέμου η μία εναντίον της άλλης.
Πολιτικό Επίπεδο: Η σύγκρουση Γερμανίας / Ιαπωνίας από την μία πλευρά και ΗΠΑ από την άλλη ήταν νομοτελειακά αναμενόμενη. Οι ΗΠΑ είχαν υιοθετήσει μία πολιτική ανάσχεσης της ιαπωνικής επέκτασης στον Ειρηνικό και την Ασία. Η υπογραφή του Συμφώνου του Άξονα έδινε μεγαλύτερη ισχύ στην Ιαπωνία, αφού, πλέον, το Τόκιο συμμαχούσε με ισχυρές ευρωπαϊκές χώρες. Από το Σεπτέμβριο του 1940 και ύστερα οι ΗΠΑ ακολουθούν προσεκτικά μεν, αλλά δημόσια, πια, μία αντι-γερμανική πολιτική. Προχωρήσαν σε σημαντικές διπλωματικές κινήσεις που ουσιαστικά καταργούσαν την ουδέτερη παθητική στάση και λάμβαναν μέρος υπέρ της Βρετανίας και στη συνέχεια της ΕΣΣΔ.
Μετά την πτώση της Γαλλίας, η Ουάσιγκτον υποσχέθηκε βοήθεια προς τους «αντιπάλους της βίας», δηλαδή τη Βρετανία. Η βοήθεια αυτή σε ένα αρχικό στάδιο αφορούσε μόνο 50 παλαιά αντιτορπιλικά, όμως όταν πλέον το Δεκέμβριο του 1940 οι βρετανικές παραγγελίες ξεπερνούσαν κάθε δυνατότητα εξόφλησης, στις 11 Μαρτίου 1941 οι ΗΠΑ προχώρησαν στην υιοθέτηση της Lend–Lease Act η οποία προέβλεπε την παροχή πολεμικού υλικού ύψους 13 δις δολαρίων στη Βρετανία.
Παράλληλα, με βάση τη νέα νομοθεσία οι ΗΠΑ μπορούσαν να χορηγήσουν βοήθεια σε κάθε ξένη χώρα, της οποίας η άμυνα ήταν ζωτικής σημασίας για τα αμερικανικά συμφέροντα. Επιπλέον, από την 16η Ιουνίου 1941 οι ΗΠΑ ζητήσαν από τη Γερμανία να κλείσει όλα τα προξενεία της στη χώρα με εξαίρεση τη πρεσβεία στην Ουάσιγκτον. Στη συνέχεια, ακολούθησε η υπογραφή της Χάρτας του Ατλαντικού με τη Βρετανία (14 Αυγούστου 1941) η οποία σαφώς αναφερόταν στην αποκατάσταση της ελευθερίας των λαών που βρίσκονταν υπό κατοχή. Επιπρόσθετα από τη 16η Σεπτεμβρίου 1941 ο Ρούζβελτ είχε δώσει διαταγές στον αμερικανικό στόλο να επιτίθεται εναντίον των υποβρυχίων και άλλων πολεμικών πλοίων του Άξονα που θα εντοπίζονταν μεταξύ Ισλανδίας και ΗΠΑ.
Τέλος, στις 28 Σεπτεμβρίου 1941, πολύ πριν εισέλθουν στον πόλεμο οι ΗΠΑ, έλαβε χώρα στη Μόσχα μια βρετανο-αμερικανική-σοβιετική διάσκεψη. Εκεί, αποφασίστηκε η χορήγηση ενός αμερικανικού δανείου ύψους $1 δις στην ΕΣΣΔ, και παράλληλα, η αποστολή όπλων και πρώτων υλών. Η απόφαση, συνεπώς, του Χίτλερ να στηρίξει άμεσα τη σύμμαχο του Ιαπωνία δεν ήταν τόσο τυχαία.
Παράλληλα, όμως, με τις κινήσεις των ΗΠΑ το Βερολίνο είχε τους δικούς του σχεδιασμούς. Όταν ο Χίτλερ αποφάσισε, το Δεκέμβριο του 1940, την επίθεση εναντίον της ΕΣΣΔ, γνώριζε ότι η σύγκρουση θα μπορούσε να οδηγηθεί σε διμέτωπο πόλεμο. Ωστόσο, η εμπειρία του πολέμου 1914-1918 υπαγόρευε στη Γερμανία την αποφυγή ενός τέτοιου πολέμου. Γι’ αυτό ο Χίτλερ χρειαζόταν οπωσδήποτε να δημιουργήσει ένα δεύτερο μέτωπο και στη Βρετανία. Το μέτωπο αυτό μπορούσε να δημιουργηθεί στην Ασία από την Ιαπωνία.
Στις 5 Μαρτίου 1941, λίγες ημέρες πριν την υιοθέτηση της Lend–Lease Act από τις ΗΠΑ, ο Χίτλερ εκδίδει την «Οδηγία Αριθμός 24». Η πρώτη παράγραφός της όριζε ότι: «σκοπός της συνεργασίας του Τριμερούς Συμφώνου πρέπει να είναι να επιβληθεί στην Ιαπωνία η ανάληψη δράσης στην Άπω Ανατολή το συντομότερο. Έτσι θα δεσμευθούν σημαντικές αγγλικές δυνάμεις και θα μετατοπισθεί η κύρια προσπάθεια των ΗΠΑ στον Ειρηνικό».
Στη τρίτη παράγραφο της Οδηγίας Αριθμ. 24 τονιζόταν ότι: «…Η κατάληψη της Σιγκαπούρης, θέσης-κλειδί της Αγγλίας στην Άπω Ανατολή, θα αντιπροσώπευε αποφασιστική επιτυχία της ενιαίας στρατηγικής των Τριών Δυνάμεων. Επιθέσεις σε άλλες βρετανικές βάσεις –σε αμερικανικές ναυτικές βάσεις μόνο αν δεν μπορεί να αποτραπεί η είσοδος των ΗΠΑ στο πόλεμο– είναι δυνατό να καταστρέψουν το σύστημα των εχθρικών οχυρών θέσεων στη περιοχή, και έτσι…να δεσμεύσουν σημαντικές δυνάμεις όλων των ειδών… ”.
Από την Οδηγία Αριθμ. 24 του Χίτλερ γίνεται σαφές ότι ήδη το Μάρτιο του 1941 το Βερολίνο είχε στήσει το σκηνικό του παγκοσμίου πολέμου ανεξάρτητα με το τι θα έπρατταν Μόσχα και Ουάσιγκτον.
Η επίθεση στην ΕΣΣΔ είχε αποφασισθεί και παράλληλα στην Ιαπωνία είχε δοθεί το πράσινο φως για επίθεση εναντίον της Βρετανίας, αλλά αν χρειαζόταν, και κατά των ΗΠΑ. Η απόφαση αυτή έμενε στη διακριτική ευχέρεια της Ιαπωνίας και, τελικά, έδωσε το πράσινο φως στην Ιαπωνία να επιτεθεί σε ναυτική βάση των ΗΠΑ (υπονοώντας προφανώς το Περλ Χάρμπορ), ενώ οι βάσεις στον Ειρηνικό, των ακόμα ουδέτερων ΗΠΑ, θεωρούνται τμήμα των «εχθρικών θέσεων στη περιοχή».
Ήταν σαφές, πλέον, ότι ο Χίτλερ είχε διαπράξει κολοσσιαίο στρατηγικό σφάλμα. Η Ιαπωνία δεν είχε το δημογραφικό, οικονομικό, στρατιωτικό δυναμικό να αντισταθμίσει τόσο τη Βρετανία, όσο και τις ΗΠΑ ταυτόχρονα, για όσο χρονικό διάστημα το Βερολίνο θα είχε εμπλακεί στο τιτάνιο αγώνα με τη Μόσχα. Θα μπορούσε με επιτυχία να χρησιμοποιηθεί για τη δημιουργία ενός δευτέρου μετώπου εναντίον της Βρετανίας, αλλά όχι και εναντίον των ΗΠΑ.
Από τις 5 Μαρτίου το Τόκιο, γνωρίζοντας την θέση του Βερολίνου, σχεδίασε τις κινήσεις του. Στις 13 Απριλίου 1941 η Ιαπωνία υπέγραψε σύμφωνο μη-επίθεσης με τη Μόσχα. Πλέον μπορούσε να επικεντρωθεί στο Ειρηνικό Ωκεανό.
Τα γεγονότα της τελευταίας εβδομάδας του Νοεμβρίου και της πρώτης εβδομάδας του Δεκεμβρίου αποδεικνύουν τη σύμπνοια σκοπών Βερολίνου-Ρώμης-Τόκιο. Οι τελικές διπλωματικές προτάσεις του Τόκιο στην Ουάσιγκτον δόθηκαν στις 20 Νοεμβρίου και οι ΗΠΑ τις απέρριψαν. Στις 30 Νοεμβρίου το Τόκιο ενημέρωσε το Βερολίνο για το ναυάγιο των συνομιλιών. Στις 2 Δεκεμβρίου ο πρέσβης της Ιαπωνίας στο Βερολίνο, ζήτησε από τον Υπουργό Εξωτερικών του Ράιχ τη συμμετοχή στο πόλεμο εναντίον των ΗΠΑ. Περιέργως, ήταν ο Μουσολίνι ο οποίος πρώτος έδωσε τη συγκατάθεσή του, επειδή ο Χίτλερ, δεν ήταν δυνατό να ακροασθεί τον Υπουργό του επί των Εξωτερικών, παρά μόνο το απόγευμα της 4ης Δεκεμβρίου.
Τελικά, στις 4 το απόγευμα της 5ης Δεκεμβρίου 1941 ο Ρίμπεντροπ δέχθηκε επίσημα τον Ιάπωνα πρέσβη και του δήλωσε ότι εξ ονόματος τόσο του Χίτλερ, όσο και του Μουσολίνι, Βερολίνο και Ρώμη θα υποστήριζαν την ιαπωνική επίθεση εναντίον των ΗΠΑ.
Όμως, στις 5 Δεκεμβρίου οι πολεμικές εξελίξεις θα έπρεπε να οδηγήσουν αλλού τα γεγονότα. Εκείνη την ημέρα, οι σοβιετικοί αντεπιτέθηκαν στα περίχωρα της Μόσχας. Ήταν σαφές ότι η στρατηγική του κεραυνοβόλου πολέμου στη περίπτωση της ΕΣΣΔ είχε αποτύχει και, πλέον, θα έπρεπε να υιοθετηθεί στρατηγική ολοκληρωτικού πολέμου.
Είναι, πράγματι, εκπληκτικό, γιατί ο Χίτλερ δεν ζήτησε, στις 5 Δεκεμβρίου, από το Τόκιο την αποκλειστική χρήση της στρατιωτικής του ισχύος εναντίον των της Βρετανίας. Αντίστοιχα, είναι εκπληκτικό γιατί το Τόκιο δεν ανέβαλε την επίθεση στις ΗΠΑ, αφού πλέον ήταν γνωστή η σοβιετική αντεπίθεση της Μόσχας. Μία συνετή ιαπωνική ηγεσία δεν θα άρχιζε πόλεμο με τις ΗΠΑ, όταν ο ισχυρότερός σύμμαχός της δεν είχε κατορθώσει να εκπληρώσει πλήρως τους στρατηγικούς του στόχους και αυτό το γνώριζε δύο εικοσιτετράωρα πριν την έναρξη της επίθεσης στο Περλ-Χάρμπορ. Το Τόκιο, αν είχε την ελάχιστη σύνεση, απλά θα ανακαλούσε τη δύναμη κρούσης και θα επανερχόταν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Η κοντόφθαλμη και επιπόλαιη θεώρηση τόσο του Τόκιο, -όσο και του Βερολίνου και της Ρώμης-, υπήρξε καταστροφική τόσο για τους ίδιους, όσο και για ολόκληρη την υφήλιο. Αντικαθιστώντας τους πολέμους της περιορισμένης επέκτασης με ολοκληρωτικό πόλεμο (total war) εναντίον ΗΠΑ και ΕΣΣΔ οι χώρες του Άξονα –ευτυχώς– οδηγήθηκαν στη καταστροφή.
Μετά την επίθεση στο Πέρλ-Χάρμπορ, η Γερμανία και η Ιταλία κήρυξαν τον πόλεμο στις ΗΠΑ στις 11 Δεκεμβρίου 1941, χωρίς οι ΗΠΑ να έχουν κηρύξει πόλεμο στις χώρες αυτές, αφού ο Ρούζβελτ στις 8 Δεκεμβρίου κήρυξε πόλεμο μόνο εναντίον της Ιαπωνίας.
Το Δεκέμβριο του 1941 τόσο η ΕΣΣΔ όσο και οι ΗΠΑ δεν είχαν μεγάλη στρατιωτική δύναμη. Η πρώτη είχε απωλέσει το σύνολο, σχεδόν, του στρατιωτικού δυναμικού που διέθετε έξι μήνες νωρίτερα. Η δεύτερη εξακολουθούσε να έχει ελάχιστες χερσαίες δυνάμεις, αλλά επίσης είχε απωλέσει μεγάλο τμήμα της ναυτικής και αεροπορικής της ισχύος στον Ειρηνικό, αποτέλεσμα της ιαπωνικής επίθεσης.
Έτσι, οι χώρες του Άξονα γνώριζαν ότι εντός του 1942 είχαν την ευκαιρία να εκμεταλλευτούν το «παράθυρο τρωτότητας», στο οποίο ήταν εκτεθειμένοι οι Σύμμαχοι.
Από την άλλη πλευρά, η πρόκληση για τους Συμμάχους, ήταν να αντισταθούν στις επιθέσεις το Άξονα και αφού τις αποκρούσουν να περάσουν σε αντεπίθεση από το 1943, εκμεταλλευόμενοι τη δημογραφική, οικονομική και βιομηχανική τους υπεροχή.
Πράγματι το 1942, θα ήταν, το έτος που θα έκρινε τον πόλεμο, έναν πόλεμο ο οποίος, πλέον, είχε γίνει παγκόσμιος. Από τη μία πλευρά υπήρχε η ανερχόμενη συμμαχία του Άξονα η οποία για μία δεκαετία (1931-1941) είχε προχωρήσει σε μεγάλες νίκες. Η συμμαχία αυτή προσπαθούσε να επιβάλει μια νέα παγκόσμια τάξη δια των όπλων. Ο κύριος στόχος της ήταν οι πλουτοπαραγωγικές πηγές του πλανήτη. Από την άλλη πλευρά η «Μεγάλη Συμμαχία» των αγγλοσαξονικών ναυτικών δυνάμεων (Μ. Βρετανίας-ΗΠΑ) και της χερσαίας δύναμης ΕΣΣΔ είχε ως στόχο την προάσπιση της κυριαρχίας της και των πλουτοπαραγωγικών πηγών του πλανήτη. Είναι χαρακτηριστικό, ότι πλέον του 90% της παγκόσμιας παραγωγής πετρελαίου ήταν υπό τον έλεγχο των Συμμάχων. Ο Άξονας είχε υπό τον έλεγχό του μόλις το 3% της παγκόσμιας παραγωγής και το 4% της δυνατότητας διύλισης.
Αντίστοιχες σκέψεις με αυτές των Συμμάχων επικρατούσαν σε Βερολίνο και Ρώμη. Τα γεγονότα του Ιουνίου και του Δεκεμβρίου 1941 δεν ήταν ούτε τυχαία, ούτε αποτέλεσμα (μίας δήθεν) ανεξάρτητης στρατηγικής μεταξύ των δυνάμεων του Άξονα. Είχαν προμελετηθεί και προαποφασισθεί από τον ίδιο τον Αδόλφο Χίτλερ, μήνες νωρίτερα. Με αυτόν τον τρόπο, ο Χίτλερ ανέτρεπε την επιτυχημένη γερμανική στρατηγική της περιόδου 1936-1941. Ειδικότερα, ενώ η στρατηγική των προηγούμενων ετών θεωρούσε ότι η νίκη μπορούσε να επιτευχθεί μετά από σημαντικούς, αλλά κεραυνοβόλους, πολέμους και χρονικά σύντομες συγκρούσεις, η στρατηγική του 1941 θεωρούσε ότι η Γερμανία είχε ενισχυθεί ικανοποιητικά, ώστε να μπορεί να έχει καλές πιθανότητες επιτυχίας εναντίον των Αγγλοαμερικανικών δυνάμεων.
Ουσιαστικά, ενώ την περίοδο 1936-1941 η γερμανική πλευρά υιοθέτησε το δόγμα των τοπικά και χρονικά πεπερασμένων πολέμων. Το Δεκέμβριο του 1941 ήταν φανερό, ότι τόσο το Βερολίνο όσο το Τόκιο και η Ρώμη, άλλαξαν τη στρατηγική του Άξονα. Μέχρι το 1940 οι χώρες του Άξονα είχαν ακολουθήσει τη στρατηγική της ελεγχόμενης σύγκρουσης / περιορισμένου πολέμου (limited warfare) με χώρες αδύναμες με σκοπό την αύξηση της ισχύος τους. Το Βερολίνο όμως θεωρούσε ότι έχοντας υπό τον έλεγχό του τη δυτική και τη νοτιοανατολική Ευρώπη, μπορούσε να προχωρήσει σε νικηφόρο κεραυνοβόλο πόλεμο κατά της ΕΣΣΔ (Ιούνιος). Αντίθετα, μετά το Μάρτιο του 1941 οι σχεδιασμοί και οι απαιτήσεις του Άξονα για νίκη προϋπέθεταν την πιστή εφαρμογή του δόγματος του ολοκληρωτικού πολέμου, αφού σχεδιάστηκε η μετατροπή της περιφερειακής σύρραξης στην Ευρώπη και την Ασία, σε παγκόσμια.
Πρόκειται για μεγαλειώδες λάθος αποκλειστικά του ηγέτη. Ο Χίτλερ νόμιζε εσφαλμένα ότι μπορούσε να υποτάξει την ΕΣΣΔ σε μικρό χρονικό διάστημα. Όταν, στις 5 Δεκεμβρίου 1941, άρχιζε η σοβιετική αντεπίθεση ήταν βέβαιο ότι ο σχεδιασμός για έναν σύντομο πόλεμο με την ΕΣΣΔ είχε αποτύχει. Υπ’ αυτές τις συνθήκες έπρεπε να αποφευχθεί η εμπλοκή των ΗΠΑ στον πόλεμο. Αντί να ακυρωθεί το Περλ Χάρμπορ αυτό έγινε πραγματικότητα και στις 11 Δεκεμβρίου ήταν η Γερμανία αυτή που κήρυσσε τον πόλεμο στις ΗΠΑ, όταν το σχέδιό της για γρήγορη υποταγή της ΕΣΣΔ είχε αποτύχει. Ενώ, τον Ιούνιο του 1941, η Γερμανία είχε να αντιμετωπίσει μόνο τη βρετανική ισχύ, το Δεκέμβριο είχε να αντιμετωπίσει τις συνδυασμένες οικονομικές, δημογραφικές και τεχνολογικές δυνάμεις ΗΠΑ-ΕΣΣΔ-Βρετανίας οι οποίες υπερτερούσαν του Άξονα έστω και αν αυτός είχε θέσει υπό τον έλεγχό του μεγάλο τμήμα της Ευρώπης, της Αφρικής και της Ασίας.
Και τώρα τι;
Το 2025 ως ένα νέο 1941; Το σήμερα έχει πολλές ομοιότητες… Η Ουκρανία έχει δημιουργήσει ένα πόλο (σύνολο κρατών) εναντίον της Ρωσίας ο οποίος, όμως, έχει μερικώς αποδυναμωθεί λόγω της νέας αμερικανικής στάσης, ενώ, παράλληλα, ένα άλλο σύνολο κρατών βοηθά τη Ρωσία. Επίσης, η νέα αμερικανική πολιτική ανοίγει συνεχώς νέα μέτωπα. Πέραν της Ουκρανίας και της Μέσης Ανατολής έχει να διαχειρισθεί το Ιράν, τους Χούθι, ένα νέο πιθανό παγκόσμιο εμπορικό πόλεμο, τις αποδυναμωμένες σχέσεις με Ευρωπαίους και Ασιάτες συμμάχους καθώς και με τους εμπορικούς εταίρους της NAFTA (Καναδά, Μεξικό).
Αν ο Χίτλερ δημιούργησε μία συμμαχία με υπέρτερη ισχύ έναντι της δικής του και των συμμάχων του, οι ΗΠΑ δείχνουν να αποδυναμώνουν τις δικές τους συμμαχίες και ενδυναμώνουν τις συμμαχίες των αντιπάλων τους. Η επέκταση των BRICS, η αδυναμία τερματισμού του πολέμου στην Ουκρανία και στη Μέση Ανατολή, η ένταση μεταξύ ΗΠΑ-Καναδά, ΗΠΑ-Δανίας (για τη Γροιλανδία), ΗΠΑ-Παναμά δημιουργούν περισσότερα προβλήματα στις ΗΠΑ, από όσα προσπαθούν να λύσουν.
Τυχόν πλήρης υιοθέτηση της παγκόσμιας νέας δασμολογικής πολιτικής ανοίγει άλλο ένα πεδίο ανταγωνισμού το οποίο μπορεί να αποδυναμώσει τις ΗΠΑ οικονομικά και γεωπολιτικά. Ήδη, χώρες της Αφρικής επιλέγουν την ενδυνάμωση των σχέσεων τους με το Πεκίνο και τη Μόσχα.
Οι σύντομοι νικηφόροι για τη Γερμανία πόλεμοι του 1939-1941 μετατράπηκαν σε παγκόσμιο πόλεμο τον οποίο η Γερμανία δεν μπορούσε να κερδίσει από τις αποφάσεις ενός ηγέτη. Το δόγμα America First ίσως οδηγήσει τις ΗΠΑ στο αντίστροφο των σχεδιαστών της. Ενώ θεωρούν ότι το δόγμα αυτό ενδυναμώνει τις ΗΠΑ, ίσως, τελικά, τις οδηγήσουν σε μείωση ισχύος, απομόνωση ή και καταστροφή. Το μέλλον θα δείξει αν βρισκόμαστε σε έναν Απρίλιο αντίστοιχο του 1941…