Παρά τα σημαντικά γεωπολιτικά γεγονότα που συμβαίνουν στην αυλή της, δύο είναι, κατά την εκτίμηση μας, οι παράγοντες που επηρεάζουν την πορεία της σημερινής Ευρώπης, σε συναισθηματικό επίπεδο. Η αδιαφορία είναι ο πρώτος και η άγνοια κινδύνου ο δεύτερος.
Ο κοινός Ευρωπαίος πολίτης, ιδιαίτερα δε αυτός που δεν ανήκει στον αρχικό πυρήνα της σημερινής Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), αδιαφορεί για το ευρωπαϊκό γίγνεσθαι γιατί αγνοεί σχεδόν τα πάντα γι’ αυτό. Ακούει, κατά καιρούς, να γίνεται λόγος για Ευρωπαϊκά Συμβούλια, για αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, για κοινοτικές Οδηγίες και ρυθμίσεις, αλλά δεν πολυκαταλαβαίνει περί τίνος πρόκειται. Τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα είναι μακριά από αυτόν, η λειτουργία τους είναι δυσνόητη και η γλώσσα που μιλούν αυτοί που τα εκπροσωπούν, όχι λίγες φορές, ακατάληπτη. Μοιραία, λοιπόν, η άγνοια γεννά αδιαφορία και έπεται ο σκεπτικισμός. Όταν, μάλιστα, οι πολίτες της Ευρώπης ελάχιστα γνωρίζουν και για την ιστορία της γηραιάς ηπείρου, η κατάσταση παίρνει ακόμη πιο ανησυχητικές διαστάσεις.
Μοναδικό πείραμα
Παρ’ όλα αυτά, η σημερινή ΕΕ συμπληρώνει 67 χρόνια ύπαρξης, αποτελώντας ένα μοναδικό -έστω και ατελές- πείραμα και, παρά τους αυξανόμενους εχθρούς της, δείχνει να αντέχει. Προφανώς δε, εμμέσως πλην σαφώς, η αντοχή αυτή να ανάγεται στην ίδια την ιστορία της Ευρώπης. Μία Ευρώπη γηραιά μεν, αλλά με τεράστια αίγλη, παγκοσμίως, με τις όποιες αμφισβητήσεις και τις ανακατατάξεις παρατηρούνται στον πλανήτη μας. Από την άλλη πλευρά, η αντίληψη της Ενωμένης Ευρώπης έχει και αυτή κάποιους αιώνες πίσω της. Από την εποχή του Καρλομάγνου έως τον Κάρολο τον Ε’ της Γερμανίας (1519-1555), η συζήτηση για μία «ενωμένη χριστιανική Ευρώπη» έγινε αρκετές φορές, παρά τα μίση και τις αντιπαραθέσεις μεταξύ Καθολικών, Ορθοδόξων και Διαμαρτυρομένων.
Κανείς, επίσης, δεν πρέπει και δεν μπορεί να αγνοήσει ότι, αν η αναζήτηση μίας κοινής ευρωπαϊκής ταυτότητας (ΚΕΤ) είναι μέγα ζητούμενο της εποχής μας, η διαχρονική εξέλιξή της είναι ελληνορωμαϊκή και χριστιανική.
Ο «ευρωπαϊσμός» ως έννοια αρχίζει ωστόσο να αναπτύσσεται τον 18ο αιώνα, όταν κάποιοι ουτοπιστές, μπροστά στις συγκρούσεις των μεγάλων κρατών, αρχίζουν να οραματίζονται τις Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης. Όμως, έπειτα από τους ναπολεόντειους πολέμους και το ξύπνημα των εθνικισμών, η ευρωπαϊκή Ιδέα χλομιάζει όσο φλογερά και αν την οραματίζεται ο μεγάλος Βίκτωρ Ουγκώ. Δεν θα αναβιώσει παρά μόνον μετά τις εκατόμβες του Μεγάλου Πολέμου (1914-1918). Ο παραλογισμός αυτής της σύγκρουσης, το τεράστιο μέγεθος των καταστροφών και των βιαιοτήτων, αναζωπυρώνουν την γεωπολιτική συζήτηση πάνω στην ανάγκη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η συζήτηση αυτή ξεκινά από την συνειδητοποίηση της παρακμής της Ευρώπης, αλλά και την δυναμική εμφάνιση στο παρασκήνιο των ΗΠΑ, που αναδεικνύονται σε μεγάλη δύναμη του 20ου αιώνα σε βάρος των ευρωπαϊκών κρατών, από τα οποία άλλωστε είχε ξεκινήσει η βιομηχανική επανάσταση και τα οποία ηγεμόνευαν σε πραγματικές αποικιακές αυτοκρατορίες, όπως η Μεγάλη Βρετανία, η Γαλλία, η Γερμανία, το Βέλγιο, η Ολλανδία και, σε μικρότερο βαθμό, η Ιταλία.
Ο όλεθρος που προκάλεσε ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος αναζωπύρωσε την Ιδέα της ενοποίησης. Δυο παράγοντες γεωπολιτικού χαρακτήρα ώθησαν προς αυτή την κατεύθυνση: Κατά πρώτον λόγο και εξ αιτίας του Ψυχρού Πολέμου, η ύπαρξη ισχυρής απειλής που αντιπροσώπευε η Σοβιετική Ένωση. Κατά δεύτερον, η εξασθένιση των ευρωπαϊκών κρατών που είτε ηττήθηκαν στον πόλεμο, όπως η Ιταλία και η Γερμανία (η οποία, επιπλέον, ακρωτηριάστηκε), είτε υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν τις αποικιακές τους κτήσεις, όπως η Μεγ. Βρετανία, η Γαλλία, το Βέλγιο και η Ολλανδία.
Οι δύο αυτοί παράγοντες μαζί, καθώς και οι πιέσεις από τις ΗΠΑ και η σοβιετική επέμβαση στην Βουδαπέστη το 1956, σπρώχνουν έξι ευρωπαϊκά κράτη (Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία, Βέλγιο, Ολλανδία, Λουξεμβούργο) να υπογράψουν από το 1957 την Συνθήκη της Ρώμης, με την οποία δημιουργήθηκε η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα. Ήλθαν, κατόπιν, να προστεθούν η Ιρλανδία, η Δανία, η Μεγάλη Βρεταννία (1973), η Ελλάδα (1981), η Πορτογαλία και η Ισπανία (1986), η Αυστρία, η Φινλανδία και η Σουηδία (1995) και, από το 2004 έως το 2014, ακολούθησαν οι χώρες της Ανατολικής και Κεντρικής Ευρώπης, η Μάλτα και η Κύπρος. Η αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου το 2017 δημιουργεί προβλήματα, πλην όμως, απολύτως διαχειρίσιμα.
Και τώρα, τι;
Μπορούμε, έτσι, να πούμε ότι, από το 1990 και μετά, ήτοι τα τελευταία 34 χρόνια, η ΕΕ βιώνει ανατροπές και εξελίξεις που αποδεικνύουν ότι τα θεμέλιά της είναι πολύ πιο γερά απ’ όσο κάποιοι φαντάζονται σε επίπεδο θεσμών, πάσχουν, όμως, απελπιστικά σε επικοινωνία.
Και αυτό συμβαίνει γιατί η ευρωπαϊκή οικοδόμηση παραμένει μία ριζικά νέα Ιδέα μέσα στο πανόραμα των πολιτικών ιδεών. Ποτέ άλλοτε στην παγκόσμια ιστορία κράτη με πλήρη κυριαρχία δεν επέλεξαν ελεύθερα να θέσουν τέρμα σε εντάσεις, αντιπαλότητες ή πατρογονικές εχθρότητες με τους γείτονές τους. Αντιθέτως, αποφάσισαν να συνεταιριστούν μεταξύ τους, να συνεργαστούν οικονομικά και να σχεδιάζουν, μάλιστα, να προχωρήσουν σε μία πολιτική ένωση. Πρόκειται για μία πραγματική επανάσταση, της οποίας ο αντίκτυπος απλώνεται σε όλον τον πλανήτη, πλην Ευρώπης. Το έλλειμμα πληροφόρησης στην ΕΕ είναι το τεράστιο μειονέκτημά της και για την κατάσταση αυτή μεγάλες οι ευθύνες των ηγεσιών της γηραιάς Ηπείρου, αλλά και των μέσων ενημέρωσης.
Για τους αντιπάλους και ανταγωνιστές της Ευρώπης όλα αυτά ήταν και είναι καλά νέα γιατί, πολύ απλά, πληγώνουν τo ενοποιητικo «όραμα». Οι πόλεμοι στην περιοχή μας και ο τραμπισμός στις ΗΠΑ, ίσως αποτελέσουν και το κερασάκι στην τούρτα…