H «Πράσινη Συμφωνία» αναδεικνύεται σε κορυφαίο θέμα, πυροδοτώντας έντονες συζητήσεις και αντιπαραθέσεις. Ενώ οι αρχές της βρίσκουν βαθιά απήχηση στην ανάγκη για περιβαλλοντική διαχείριση και αλλαγή, υπάρχουν πολλά ερωτήματα σχετικά με τη σκοπιμότητά της με δεδομένη την παγκόσμια οικονομική πραγματικότητα. Πώς μπορεί η Ευρώπη να συμβιβάσει τη φιλοδοξία της για ένα βιώσιμο πρωτογενή τομέα με την πίεση του ανταγωνισμού από έθνη με χαμηλότερο κόστος παραγωγής και λιγότερους ρυθμιστικούς και κανονιστικούς περιορισμούς;
Η ευρωπαϊκή ατζέντα για το κλίμα αντιμετωπίζει δυσκολίες, καθώς αρχίζει να αγγίζει ευαίσθητους τομείς, την ώρα που οι παραδοσιακές βιομηχανίες αντιμετωπίζουν έντονο ανταγωνισμό, όσον αφορά την πράσινη τεχνολογία από την Κίνα. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η γεωργία βρίσκεται σε ένα σημείο καμπής. Απαιτούνται καινοτόμες λύσεις που να εναρμονίζουν την οικονομική βιωσιμότητα με την οικολογική ευθύνη. Τα διακυβεύματα είναι πολλά και επείγοντα, η αναζήτηση ενός μοντέλου παραγωγής με μέλλον καθίσταται όχι απλώς μια αναγκαιότητα, αλλά μια καθοριστική πρόκληση της εποχής μας.
«Οι αγρότες μας και οι παραγωγοί τροφίμων είναι απολύτως απαραίτητοι για τη δημιουργία ενός ανθεκτικού τομέα γεωργίας και τροφίμων. Και νομίζω ότι είναι κάτι πολύ περισσότερο από απλοί συντελεστές της πράσινης μετάβασης» – Επίτροπος McGuinness στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Οι Προκλήσεις του “Green Deal”
Από την έναρξη της Πράσινης Συμφωνίας υπήρξε μικρή πρόοδος γύρω από τη νομοθεσία που σχετίζεται με τον πρωτογενή τομέα (αντιμετώπιση της αποψίλωσης των δασών στις αλυσίδες εφοδιασμού, αύξηση των στόχων και πιστοποίηση για την απομάκρυνση άνθρακα στους τομείς της χρήσης γης). Έχουν συμφωνηθεί ή βρίσκονται υπό διαπραγμάτευση ορισμένοι φάκελοι πολιτικής για τη σημαντική βελτίωση των δεδομένων που συλλέγονται σχετικά με την αξιολόγηση της βιωσιμότητας της γεωργίας και των συστημάτων τροφίμων στην ΕΕ. Ωστόσο, βασική νομοθεσία, όπως ένας κανονισμός με στόχο τη μείωση της χρήσης φυτοφαρμάκων, έχει αποσυρθεί. Στην πραγματικότητα, καθ’ όλη τη διάρκεια της τρέχουσας θητείας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, οι βασικές δράσεις στο πλαίσιο της στρατηγικής “From Farm to Fork” ήταν από τις πλέον αμφισβητούμενες και υπήρξε συνολική έλλειψη αποφασιστικότητας με σκοπό τη μείωση των γεωργικών εκπομπών, της χρήσης φυτοφαρμάκων και λιπασμάτων και της αποκατάστασης της φύσης στις καλλιεργούμενες εκτάσεις έως το 2030. Έτσι, εγείρονται ανησυχίες σχετικά με τις επιπτώσεις των πολιτικών στην επισιτιστική ασφάλεια, οι δε πρόσφατες διαμαρτυρίες των αγροτών σε όλη την Ευρώπη υπογράμμισαν την αντίθεση πολλών ομάδων σε περιβαλλοντικές ρυθμίσεις ή στη μείωση των υφιστάμενων παροχών (πχ, φορολογικές ελαφρύνσεις για το πετρέλαιο κίνησης των τρακτέρ).
Ενώ η επιστήμη είναι σαφής ότι η μακροπρόθεσμη παραγωγή τροφίμων βασίζεται στη βιώσιμη χρήση των φυσικών πόρων και των υγιών αγροοικοσυστημάτων, οι βραχυπρόθεσμες αβεβαιότητες και οι πιθανές απώλειες αποδόσεων χρησιμοποιούνται αποτελεσματικά -και δικαιολογημένα εν μέρει- ως επιχειρήματα για τη συνέχιση των δραστηριοτήτων ως συνήθως.
Η έλλειψη μιας σαφούς μακροπρόθεσμης πορείας για τους αγρότες και άλλους φορείς της αγροδιατροφικής αλυσίδας μπορεί, επίσης, να αποτελέσει εμπόδιο για την αλλαγή, μαζί με τους οικονομικούς κινδύνους που συνεπάγεται η μετάβαση από ένα μοντέλο παραγωγής σε ένα άλλο. Τακτικές όπως η τρέχουσα αποδυνάμωση των περιβαλλοντικών απαιτήσεων της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ) της ΕΕ δεν αποτελούν λύση και κινδυνεύουν να αποβούν αντιπαραγωγικές. Από την άλλη πλευρά, ο «Στρατηγικός διάλογος για το μέλλον της γεωργίας» της Προέδρου Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν θα μπορούσε να αποτελέσει μια ευκαιρία για τη διαμόρφωση μιας συναίνεσης μεταξύ των πρωτίστως ενδιαφερόμενων και των φορέων χάραξης πολιτικής στην προοπτική της μετάβασης, συνδυάζοντας τις ανάγκες για προστασία του κλίματος και πιο βιώσιμα επιχειρηματικά μοντέλα.
Καθώς οι στόχοι είναι υψηλοί και καλύπτεται ένα ευρύ φάσμα θεμάτων, η Πράσινη Συμφωνία και οι συναφείς στρατηγικές της μπορεί να φαίνονται λίγο υπερβολικές για τους «πρωταγωνιστές» του πρωτογενούς τομέα. Βεβαίως, οι πρωτοβουλίες αυτές εξασφαλίζουν ισότιμους όρους ανταγωνισμού στην Ευρώπη και δημιουργούν ευκαιρίες στην αγορά για καινοτόμες τεχνικές, προϊόντα και πρακτικές.
Μία έρευνα με ουσία
Πρόσφατη έρευνα του Γαλλικού Εθνικού Ινστιτούτου Γεωργίας, Τροφίμων και Περιβάλλοντος (INRAE) ανέλυσε τις επιπτώσεις της ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας στην αγορά και τις μη-αγοραίες επιπτώσεις στο ευρωπαϊκό αγροδιατροφικό σύστημα. Οι ουσιαστικές θετικές επιπτώσεις στο κλίμα, το περιβάλλον και τη δημόσια υγεία απαιτούν ταυτόχρονη δράση στη γεωργία και την παραγωγή, τη διαρροή και τα απόβλητα τροφίμων και τις διατροφικές συνήθειες. Πάντως, αναμένονται και σημαντικές προκλήσεις -ιδίως από οικονομική άποψη- οι οποίες δεν θα πρέπει να υποτιμηθούν. Η έρευνα δημοσιεύθηκε στο Communications Earth & Environment τον Οκτώβριο του 2023 και στο La revue de l’OFCE στις 15 Φεβρουαρίου 2024. Οι ερευνητές ανέλυσαν τα κύρια ζητήματα που θα προκύψουν για τον αγροδιατροφικό τομέα μετά την εφαρμογή της ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας. Εξέτασαν, ειδικότερα, τρία τα οποία σχετίζονται με τη μείωση της ευρωπαϊκής παραγωγής συνεπεία της ανάπτυξης αγροοικολογικών πρακτικών: εναλλακτικές λύσεις για την εκτατικοποίηση της ευρωπαϊκής γεωργίας, αποδόσεις οικολογικής γεωργίας και εντάσεις που θα μπορούσαν να προκύψουν από την προσπάθεια ταυτόχρονης ανάπτυξης συστημάτων οικολογικής και βιολογικής γεωργίας. Όσον αφορά την ευρωπαϊκή επισιτιστική ασφάλεια, οι ερευνητές εξέτασαν τρόπους μείωσης της αύξησης των εισαγωγών τροφίμων και της σχετικής διαρροής ρύπων σε χώρες εκτός ΕΕ. Ασχολήθηκαν, ακόμη, με το ζήτημα της πρόσβασης σε υγιεινή, ισορροπημένη διατροφή για όλους τους Ευρωπαίους καταναλωτές, ιδίως σε ένα πλαίσιο σημαντικών κοινωνικών διαφορών στις διατροφικές συνήθειες και πρακτικές.
Οι δύο πιο σύνθετες πτυχές αφορούν τις αλλαγές στα πρότυπα κατανάλωσης τροφίμων και το μέλλον της κτηνοτροφικής παραγωγής. Για το πρώτο θέμα, οι ερευνητές ανέλυσαν τις δημόσιες πολιτικές από την πλευρά της ζήτησης που θα μπορούσαν να αλλάξουν τα καταναλωτικά πρότυπα για την προώθηση της καλύτερης δημόσιας υγείας και την προστασία του περιβάλλοντος. Υπογράμμισαν την ανάγκη να δράσουμε όχι μόνο στο στάδιο της τελικής κατανάλωσης για να αποφύγουμε μια μαζική αύξηση των εισαγωγών, αλλά και ταυτόχρονα στην ποιότητα των προσφερόμενων τροφίμων. Όσον αφορά το δεύτερο ζήτημα, η κλίμακα του σοκ σημαίνει ότι οι ζωικοί τομείς και οι περιοχές όπου η κτηνοτροφία είναι η κυρίαρχη δραστηριότητα δεν θα μπορέσουν να προσαρμοστούν από μόνες τους. Θα χρειαστεί ισχυρή, στοχευμένη δημόσια στήριξη. Κατέληξαν επισημαίνοντας ότι όλες αυτές οι δυσκολίες πρέπει να αξιολογηθούν και να κατανεμηθούν σωστά, εξετάζοντας το σύστημα τροφίμων ως σύνολο, ώστε να καταστεί δυνατή μια δημόσια συζήτηση που θα αναγνωρίζει τόσο την ανάγκη εκτεταμένων αλλαγών για την αντιμετώπιση των περιβαλλοντικών προκλήσεων και των προκλήσεων της δημόσιας υγείας, όσο και την κλίμακα των οικονομικών και κοινωνικών ζητημάτων που παρουσιάζουν αυτές οι αλλαγές.
Μέχρι το 2040, ο πρωτογενής τομέας της ΕΕ θα πρέπει να είναι σε θέση να μειώσει τις εκπομπές CO2 κατά τουλάχιστον 30% σε σύγκριση με τα επίπεδα του 2015, με την κτηνοτροφία και τη χρήση λιπασμάτων να αποτελούν το κλειδί για τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Αυτό προέβλεπε το αρχικό σχέδιο σχετικά με τον κλιματικό στόχο, όπου περιγράφεται λεπτομερώς η ευρωπαϊκή πορεία προς τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου κατά 90% σε σύγκριση με τα επίπεδα του 1990, και την επίτευξη κλιματικής ουδετερότητας έως το 2050.
«Με τις κατάλληλες πολιτικές και την κατάλληλη υποστήριξη», αναφέρεται στην σχετική ανακοίνωση, «θα πρέπει να είναι δυνατή τόσο η μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου εκτός του CO2 στον γεωργικό τομέα κατά τουλάχιστον 30% το 2040 σε σύγκριση με το 2015», όσο και η «ενίσχυση της ικανότητας των εδαφών και των δασών να αποθηκεύουν περισσότερο άνθρακα». Για να επιτευχθεί αυτό, ζητείται η κλιμάκωση της εφαρμογής στο έδαφος γεωργικών πρακτικών που είναι διαθέσιμες με «σχετικά χαμηλό κόστος», όπως η παραγωγή «βιομεθανίου από κοπριά ή η βελτιστοποίηση της εφαρμογής λιπασμάτων».
Επιπλέον, ο γεωργικός και ο δασικός τομέας συνδυαστικά, «θα μπορούσαν να γίνουν κλιματικά ουδέτεροι, ήδη, από το 2035». Ο στόχος για το 2035 είχε τεθεί, προηγουμένως, στην εκτίμηση επιπτώσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τους κλιματικούς νόμους της ΕΕ. Η Επιτροπή σημείωσε ότι «οι συνδυασμένοι τομείς της γεωργίας, της δασοκομίας και άλλων χρήσεων γης προβλέπεται να επιτύχουν καθαρές μηδενικές εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου γύρω στο 2035 σε τροχιά προς μια κλιματικά ουδέτερη ΕΕ έως το 2050». Η τιμολόγηση του διοξειδίου του άνθρακα στη γεωργία θα είναι το κλειδί για την επίτευξη αυτών των στόχων, υποστηρίζει το φιλόδοξο σχέδιο της ΕΕ, αναφερόμενο σε αυτό ως έναν τρόπο «δημιουργίας επιχειρηματικών ευκαιριών για μια πιο βιώσιμη αγροδιατροφική αλυσίδα».
Άλλη μελέτη διερεύνησε πώς θα λειτουργούσε για τον γεωργικό τομέα ένα σύστημα τιμολόγησης των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα παρόμοιο με το σύστημα εμπορίας εκπομπών (ETS) της ΕΕ. Η μελέτη πρότεινε πέντε πιθανά σενάρια για το πώς θα μπορούσε να εφαρμοστεί η αρχή αυτή στη γεωργία, ανάλογα με τους εμπλεκόμενους φορείς της αλυσίδας εφοδιασμού. Για παράδειγμα, θα μπορούσε να αφορά όλους τους τύπους γεωργικών εκμεταλλεύσεων ή μόνο τις κτηνοτροφικές εκμεταλλεύσεις, τη βιομηχανία τροφίμων ή τους παραγωγούς εισροών – στους οποίους θα περιλαμβάνονταν οι παραγωγοί και οι εισαγωγείς λιπασμάτων και ζωοτροφών.
Αποτελούν οι διαμαρτυρίες των αγροτών απειλή για τους πράσινους στόχους της ΕΕ;
Παρά τον φιλόδοξο σχεδιασμό που αναλύθηκε παραπάνω, η τελική έκδοση του σχεδίου συμφωνίας δεν περιελάμβανε πρακτικές για συγκεκριμένες μειώσεις των γεωργικών εκπομπών, ούτε αναφέρθηκε στην κτηνοτροφία ή στον κεντρικό ρόλο της γεωργίας στην πράσινη μετάβαση. Μια άλλη αλλαγή είναι η απόσυρση της αναφοράς σε «πιο υγιεινές δίαιτες που βασίζονται σε διαφοροποιημένη πρόσληψη πρωτεϊνών». Επιπλέον, το εκτελεστικό όργανο της ΕΕ απέσυρε και την αναφορά στην εφαρμογή της τιμολόγησης των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα στη γεωργία, καθώς οι αγρότες διαδηλώνουν σε αρκετές χώρες της ΕΕ, με έναν από τους κύριους προβληματισμούς τους να είναι η οικονομική και διοικητική επιβάρυνση από τις απαιτήσεις βιωσιμότητας της ΕΕ. Ενώ το κίνημα αλλάζει, τώρα, ταχύτητα, οι φορείς του προειδοποιούν ότι θα ακολουθήσουν κι άλλες δράσεις.
Η γεωργία ευθύνεται για το 10% των συνολικών εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου της ΕΕ και η πράσινη συμφωνία-ορόσημο του μπλοκ περιλαμβάνει μια σειρά νομοθετικών ρυθμίσεων για τη μείωση των εκπομπών καθώς και για την επίτευξη των στόχων βιωσιμότητας – αλλαγές που απαιτούν σημαντικές επενδύσεις. Σύμφωνα με τους στόχους “Farm to Fork” της Πράσινης Συμφωνίας, οι αγρότες θα πρέπει να περιορίσουν στο μισό τη χρήση φυτοφαρμάκων έως το 2030, να μειώσουν τα λιπάσματα, να διπλασιάσουν τη βιολογική γεωργία και να ξαναδημιουργήσουν τοπία για να αυξήσουν τη βιοποικιλότητα. Οι ίδιοι επιθυμούν περισσότερη οικονομική και τεχνική υποστήριξη για να συμμορφωθούν με τέτοιες πολιτικές, λέγοντας ότι τα μέτρα αυξάνουν το κόστος τους, τους επιβαρύνουν με γραφειοκρατία και τους θέτουν σε κίνδυνο να παραβιάσουν τους κανόνες. Ταυτόχρονα, άλλοι παράγοντες έχουν επιβαρύνει τα εισοδήματα των αγροτών τα τελευταία χρόνια – από την πανδημία COVID-19 μέχρι τις επιπτώσεις από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία.
Εκτός από την αύξηση του κόστους των καυσίμων και των λιπασμάτων, ο πόλεμος οδήγησε σε αυξημένο ανταγωνισμό από τις ουκρανικές εισαγωγές σιτηρών – ένα άλλο μεγάλο παράπονο των αγροτών της Ανατολικής Ευρώπης, που τροφοδοτεί εκτενώς τις κινητοποιήσεις. Οι πόλεμοι τιμών μεταξύ των αλυσίδων σούπερ μάρκετ σε μια εποχή που πολλοί καταναλωτές περιορίζουν τις δαπάνες τους έχουν, ομοίως, κατηγορηθεί ότι πλήττουν την κερδοφορία των αγροτών.
Οι πράσινες πολιτικές της Ευρώπης έχουν αντιμετωπίσει αυξανόμενες αντιδράσεις τους τελευταίους μήνες και οι περιβαλλοντικοί ακτιβιστές φοβούνται ότι η αναγεννημένη ακροδεξιά θα μπορούσε να επιδιώξει να υποβαθμίσει περισσότερους κανονισμούς της Πράσινης Συμφωνίας, εάν έχει ισχυρές επιδόσεις στις εκλογές για την Ευρωβουλή, τον Ιούνιο.
Μετά από εβδομάδες έντονης διαμαρτυρίας οι αγρότες κέρδισαν παραχωρήσεις από την Ε.Ε. – μεταξύ άλλων, την καθυστέρηση των κανόνων για την αγρανάπαυση γης για την αύξηση της βιοποικιλότητας και την αφαίρεση του στόχου για τη μείωση των εκπομπών από τη γεωργία από τον χάρτη πορείας για το κλίμα του 2040. Αυτό έρχεται να προστεθεί σε προηγούμενες ανατροπές, όταν οι νομοθέτες της ΕΕ απέρριψαν ένα σχέδιο για τη μείωση της χρήσης φυτοφαρμάκων τον περασμένο Νοέμβριο. Το κύμα διαμαρτυρίας έρχεται, καθώς οι πλημμύρες, οι ξηρασίες και οι πυρκαγιές που συνδέονται με την κλιματική αλλαγή επιβαρύνουν όλο και περισσότερο τις συγκομιδές της Ευρώπης, επιτείνοντας τα προβλήματα του γεωργικού τομέα…
Οι επιπτώσεις του πολέμου στην Ουκρανία
Ενώ οι ανησυχίες των αγροτών είναι δικαιολογημένες και παράλληλα, καθιστούν το έδαφος πρόσφορο για εργαλειοποίησή τους από εθνικιστικά και λαϊκιστικά στοιχεία, οι διαδηλώσεις εξαπλώνονται και θέτουν τις κυβερνήσεις σε συναγερμό, με τους διαδηλωτές να έχουν κερδίσει παραχωρήσεις όσον αφορά την επίτευξη μακροχρόνιων περιβαλλοντικών στόχων που περιλαμβάνονται στην Πράσινη Συμφωνία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Χώρες που γειτνιάζουν με την Ουκρανία, όπως η Ρουμανία και η Πολωνία, είδαν τις διαμαρτυρίες των αγροτών να κλιμακώνονται, με «καύσιμο» τις φθηνές εισαγωγές από τη χώρα που βρίσκεται σε πόλεμο.
Η ΕΕ αποφάσισε πριν από δύο χρόνια να καταργήσει τους δασμούς στις εισαγωγές τροφίμων από την Ουκρανία λόγω της ρωσικής εισβολής. Και οι αγρότες διαμαρτύρονται για τον «αθέμιτο ανταγωνισμό».
Στην τελική ευθεία προς τις εκλογές του Ιουνίου, οι κυβερνήσεις είναι επιφυλακτικές σχετικά με την αυξανόμενη υποστήριξη των αγροτών προς τα ακραία κόμματα, τα οποία προσπάθησαν να επωφεληθούν από τις διαμαρτυρίες, διεξάγοντας εκστρατεία κατά της ΕΕ και της κλιματικής πολιτικής.
Και τώρα, τι;
Ο μετασχηματισμός των ευρωπαϊκών συστημάτων διατροφής και γεωργίας, όπως και στον ενεργειακό ή σε άλλους τομείς, είναι ένα δαπανηρό έργο. Αλλά, το κόστος της μη πραγματοποίησής του θα είναι πολύ μεγαλύτερο. Η ανάγκη ανάληψης δράσης έχει διαπιστωθεί εδώ και αρκετές δεκαετίες και οι ιθύνοντες, ήδη, αισθάνονται τις καταστροφικές επιπτώσεις της αδράνειας. Αντί για βραχυπρόθεσμα μέτρα που αυξάνουν την αβεβαιότητα σχετικά με την πορεία του αγροδιατροφικού τομέα και απειλούν την ανθεκτικότητα, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής της ΕΕ πρέπει να παρουσιάσουν μια σαφή πολιτική ατζέντα που να υποστηρίζει μια πράσινη και δίκαιη μετάβαση, προσαρμοσμένη στις οικονομικές και κοινωνικές ανάγκες των αγροτικών περιοχών. Τα μεγάλα ποσά δημόσιας στήριξης που διατίθενται στον γεωργικό τομέα μέσω της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (CAP) και των εθνικών ταμείων προσφέρουν την ευκαιρία να επενδύσουμε τώρα, προκειμένου να αποφύγουμε ένα μελλοντικό κόστος που δεν είμαστε σε θέση να πληρώσουμε, είτε πρόκειται για κλιματική καταστροφή, είτε για απώλεια του εφοδιασμού σε τρόφιμα, είτε για ασθένειες που σχετίζονται με τη διατροφή.
Επιπλέον, η επένδυση στη βιώσιμη γεωργία όχι μόνο μετριάζει τους κινδύνους, αλλά ξεκλειδώνει νέες οικονομικές ευκαιρίες και ενισχύει την κοινωνική συνοχή. Με την παροχή κινήτρων για καινοτομία, την προώθηση της διαφοροποίησης και την ενδυνάμωση των τοπικών κοινοτήτων, η βιώσιμη γεωργία μπορεί να αναζωογονήσει τις αγροτικές οικονομίες, να δημιουργήσει θέσεις εργασίας και να ενισχύσει την ανθεκτικότητα των συστημάτων τροφίμων απέναντι στις αντιξοότητες. Δεν είναι, απλώς, θέμα περιβαλλοντικής διαχείρισης -είναι μια ολοκληρωμένη στρατηγική για τη διασφάλιση της μελλοντικής ευημερίας της Ευρώπης.
Η επιδίωξη της αειφορίας μπορεί να αποτελέσει από μόνη της ανταγωνιστικό πλεονέκτημα για την εξισορρόπηση της οικονομικής ανάπτυξης με τη βιωσιμότητα, καθόσον είναι αναμφισβήτητο ότι οι Ευρωπαίοι γεωργικοί παραγωγοί αντιμετωπίζουν πιέσεις από τρίτες χώρες με χαμηλότερο κόστος παραγωγής και διαφορετικά ρυθμιστικά πρότυπα.
Επενδύοντας σε τεχνολογίες αιχμής, προωθώντας την αύξηση της αποδοτικότητας και βελτιώνοντας την ποιότητα των προϊόντων μέσω βιώσιμων πρακτικών, οι Ευρωπαίοι αγρότες μπορούν να διαφοροποιήσουν τα προϊόντα τους στην παγκόσμια αγορά.
Άλλωστε, οι καταναλωτές παγκοσμίως δίνουν όλο και μεγαλύτερη προτεραιότητα στη βιωσιμότητα, γεγονός που αποτελεί ευκαιρία για τους ευρωπαίους παραγωγούς να κατακτήσουν αγορές υψηλής ποιότητας και να εξασφαλίσουν μακροπρόθεσμη κερδοφορία.
Σε κάθε περίπτωση, είναι σημαντικό να αναγνωρίσουμε τις προκλήσεις που συνεπάγεται αυτή η μετάβαση. Το αρχικό κόστος της υιοθέτησης βιώσιμων πρακτικών μπορεί να αποτελέσει βάρος για ορισμένους αγρότες, ιδίως για επιχειρήσεις μικρότερης κλίμακας με περιορισμένους πόρους. Για να αντιμετωπιστεί αυτή η ανισότητα, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής της ΕΕ πρέπει να εφαρμόσουν στοχευμένους μηχανισμούς στήριξης, όπως επιδοτήσεις, επιχορηγήσεις και προγράμματα τεχνικής βοήθειας, για να διευκολύνουν τη μετάβαση στη βιώσιμη γεωργία. Η προώθηση δικτύων ανταλλαγής τεχνογνωσίας και η προώθηση της συνεργασίας μεταξύ των ενδιαφερομένων (ένα θέμα που προσεγγίσαμε στο προηγούμενο τεύχος μας) μπορεί να συμβάλει στη διάδοση των βέλτιστων πρακτικών και στην άμβλυνση των εμποδίων.
Εξασφαλίζοντας ότι κανένας γεωργός δεν θα μείνει πίσω σε αυτό τον «μαραθώνιο» προς τη βιωσιμότητα, η Ευρώπη μπορεί να αξιοποιήσει το πλήρες δυναμικό του αγροτικού της τομέα, διατηρώντας παράλληλα τη δέσμευσή της για περιβαλλοντική διαχείριση και κοινωνική ισότητα.
Ενόψει των ευρωεκλογών του 2024, οι Ευρωπαίοι ηγέτες οφείλουν να αδράξουν αυτή τη στιγμή για να υπερασπιστούν μια ολιστική προσέγγιση για τη γεωργική βιωσιμότητα, μια προσέγγιση που ξεπερνά τις πολιτικές διαιρέσεις και αγκαλιάζει τη συλλογική ευθύνη της διαφύλαξης του πλανήτη μας για τις επόμενες γενιές, καταπολεμώντας εν τω μεταξύ και την επαπειλούμενη άνοδο αντιδημοκρατικών λαϊκιστικών μορφωμάτων που βλέπουν τις ανησυχίες των παραγωγών ως «ευκαιρία» για πολιτικό κέρδος…