author-image-26 Κωνσταντίνος Αλεξόπουλος

Δ/ντης έκδοσης

atc-portal

atc-portal

Το ξυπνητήρι χτυπά. Ο καφές αχνίζει στο φλιτζάνι, οι πρωινές ηλιαχτίδες περνούν από τις γρίλιες και κάπου στο βάθος, στην τηλεόραση, παίζει η πρωινή ενημερωτική εκπομπή. Κανείς δεν φωνάζει. Καμία δραματική μουσική δεν ακούγεται. Ο παρουσιαστής μιλά με ήρεμο τόνο και λέει: «Καλημέρα. Σήμερα θα προσπαθήσουμε μαζί να κατανοήσουμε…..»

Παίρνω στα χέρια μου την εφημερίδα. Στο εξώφυλλο καμία τρομακτική εικόνα δεν εκβιάζει την προσοχή μου. Δεν βλέπω πρωτοσέλιδους τίτλους πολέμου ή καταστροφής. Αντί να «συγκλονίζουν», θέτουν ουσιαστικά ερωτήματα. και πιο κάτω, παρουσιάζονται λύσεις. Με προσκαλούν να σκεφτώ. Τίποτα δεν μου προξενεί θυμό ή φόβο. Την ξεφυλλίζω: ιστορίες με νόημα, γεγονότα που αξίζει να ειπωθούν. Χωρίς εντυπωσιασμούς, μελοδραματισμούς ή υπερβολές. Σε μία από τις επόμενες σελίδες, διαβάζω μια ιστορία για μια κοινότητα που τα κατάφερε. Χωρίς εξιδανικεύσεις. αλλά με στοιχεία και δεδομένα, με πρόσωπα και επιχειρήματα. Μου δίνουν χώρο να αναρωτηθώ: πώς και γιατί; Πώς κατάφεραν να επιλύσουν το πρόβλημα;

Ανοίγω το κινητό. Οι ενημερωτικές ειδοποιήσεις έχουν αλλάξει. Δεν μοιάζουν με συναγερμό. Δεν με βομβαρδίζουν με «επείγοντα». Δεν με διαλύουν συναισθηματικά. Δεν προκαλούν την προσοχή μου με εντυπωσιασμούς – με καλούν να κατανοήσω, όχι να αντιδράσω. Οι τίτλοι δεν υπαγορεύουν τι να νιώσω. Δεν μου λένε τι πρέπει να σκεφτώ. Μου δίνουν το περιθώριο να σκεφτώ… Μου προσφέρουν πλαίσιο, ουσία, προοπτική. Και, κάτι απροσδόκητο: ελπίδα.

Τα προβλήματα δεν έχουν χαθεί, είναι ακόμα εδώ. Ούτε στρογγυλεύτηκε η πραγματικότητα. Αλλά μπορώ και διακρίνω την μεγάλη εικόνα – όχι ένα μόνο κομμάτι της. Για πρώτη φορά εδώ και καιρό, δεν είμαι μόνος απέναντί τους. Νιώθω ξανά πολίτης, όχι θεατής. όχι «στόχος».
Μια μέρα όπως καμία άλλη.
Κι όμως: θα μπορούσε να είναι κάθε μέρα.

Το τηλεοπτικό τοπίο

Τα δελτία ειδήσεων ξεκινούν. Όχι με ηχητικές σειρήνες, ούτε με λέξεις όπως «συγκλονίζει», «δράμα», «εφιάλτης», «κατάρρευση», «αποκάλυψη», «απόγνωση» και τα πολλά παράγωγά τους. Ο τόνος είναι σταθερός, ο λόγος καθαρός. Οι δημοσιογράφοι δεν αγωνιούν να προκαλέσουν· προσπαθούν να εξηγήσουν. Τέρμα η δραματοποιημένη παρουσίαση των πάντων.
Η πρώτη είδηση δεν είναι απαραίτητα η πιο φρικτή, αλλά η πιο σημαντική. Όχι εκείνη που γεννά τον περισσότερο φόβο, αλλά εκείνη που απαιτεί τη μεγαλύτερη σκέψη. Στο ρεπορτάζ, δεν παρουσιάζεται μόνο τι συνέβη – αλλά και πώς φτάσαμε εκεί. Δεν υπάρχει πια το «κυνήγι της αποκλειστικότητας»: έχει γίνει κατανοητό ότι δεν έχει καμία σημασία ποιος θα πει πρώτος κάτι αλλά η ουσία του τι και πώς θα το πει. Ποια ήταν τα αίτια, ποιοι επηρεάζονται, ποιοι προσπαθούν να βρουν λύσεις και ποιες είναι αυτές. Η κυρίαρχη ερώτηση που διατρέχει την αφήγηση είναι «Και τώρα, τι…;»

Δεν υπάρχουν μόνο «αντίπαλες» απόψεις. Υπάρχουν φωνές που προσθέτουν βάθος, που μεταφέρουν εμπειρία, που γνωρίζουν εκ των έσω.
Η εικόνα δεν κυριαρχεί για να σοκάρει. Υπηρετεί το περιεχόμενο. Δεν επαναλαμβάνονται μηχανικά στιγμιότυπα βίας, ούτε μεμονωμένες αντιδράσεις που προβάλλονται ως «κλίμα». Βλέπεις ανθρώπους – σε βάθος, με συμφραζόμενα. Και δημοσιογράφους που σέβονται τόσο αυτούς, όσο και σένα.
Όταν τελειώνει το δελτίο, δεν νιώθεις εξαντλημένος, θυμωμένος, τρομαγμένος ή αποκαρδιωμένος αλλά εμπνευσμένος – παρακινημένος να συμμετέχεις στα κοινά. Νιώθεις ότι έμαθες κάτι. Ότι απέκτησες εργαλεία, όχι απλώς εντυπώσεις. Νιώθεις πιο ικανός να σταθείς μέσα στον κόσμο – όχι πιο φοβισμένος ή αδρανής απέναντί του. Κατανοείς ότι δεν υπάρχουν μόνο μονόδρομοι και αδιέξοδα, αλλά λύσεις για κάθε πρόβλημα – φτάνει να αναλαμβάνεται η ευθύνη και η ανάλογη προσπάθεια.

Αλλά και η «έκτακτη επικαιρότητα» έχει πάψει να εισβάλλει απροειδοποίητα στη ροή του προγράμματος για ασήμαντες αφορμές. Δεν διακόπτεται πια η κανονικότητα για να αναπαραχθεί πανικός. Τα “breaking news” – εκείνες οι στιγμιαίες ειδήσεις που «σπάνε» τη ροή – έχουν μετατραπεί σε “unbreaking”: σε ειδήσεις που δεν συντρίβουν, αλλά συγκροτούν την αντίληψη. Δεν σε ξαφνιάζουν· σε προσανατολίζουν. Όταν κάτι πράγματι αξίζει την διακοπή του προγράμματος, παρουσιάζεται με ψυχραιμία, ακρίβεια και σαφές γιατί.
Δεν υποχρεώνεσαι, πια, να παρακολουθείς επί ώρες συνεχείς αναμεταδόσεις — με αμήχανες ερωτήσεις και ανούσιους διαλόγους μεταξύ παρουσιαστών και ρεπόρτερ — μπροστά από ερείπια, πλημμύρες ή φλόγες. Δεν μετατρέπεται η συμφορά σε θέαμα. Δεν περιφέρονται κάμερες πάνω από ανθρώπους που πενθούν ή παλεύουν να σώσουν ό,τι απέμεινε. Δεν κάθεσαι πια σαν «σύγχρονος Νέρων» στον καναπέ σου, παρακολουθώντας την πυρκαγιά σε ζωντανή σύνδεση.

Στις ενημερωτικές εκπομπές, στα τηλεοπτικά τραπέζια που ακολουθούν, οι ερωτήσεις είναι στοχευμένες· οι καλεσμένοι δεν ανταγωνίζονται ποιος θα διακόψει πρώτος, αλλά ποιος θα προσφέρει νόημα. Οι παρουσιαστές δεν πυροδοτούν αντιπαραθέσεις και καυγάδες, αλλά ζητούν – και συζητούν – λύσεις. Έχουν θεσπίσει κανόνες. Αφιερώνεται χρόνος και προετοιμασία στους καλεσμένους πριν την εκπομπή, όπου εξηγείται τι θεωρείται απαράδεκτο. Δεν επιτρέπονται κραυγές, προσωπικές επιθέσεις, τοξική ρητορική, λόγος μίσους ή «καταγγελίες» χωρίς απτές αποδείξεις. Οι καλεσμένοι γνωρίζουν ότι βρίσκονται εκεί για να συμβάλουν στην ανάδειξη των κοινωνικών, πολιτικών ή άλλων προκλήσεων και στην αναζήτηση λύσεων μέσα από εποικοδομητικό διάλογο. Η συντακτική ομάδα τους προσφέρει συμβουλές για το πώς διεξάγεται μια γόνιμη συζήτηση, ενθαρρύνοντας τους να κάνουν ερωτήσεις, να εκδηλώνουν περιέργεια για τις απόψεις των άλλων. Στους συμμετέχοντες δεν δίνονται οι ερωτήσεις εκ των προτέρων. Αντί γι’ αυτό, τίθενται πραγματικά ερωτήματα – όχι έτοιμα σλόγκαν. Κανείς δεν έχει προλάβει να συμβουλευτεί τις «ομάδες επικοινωνίας» του· η ξύλινη γλώσσα δεν βρίσκει έδαφος. Μιλάει όποιος έχει κάτι να πει.
Αυτό δεν σημαίνει ότι αποφεύγονται τα δύσκολα ή αμφιλεγόμενα θέματα. Οι αντιθέσεις παραμένουν – αλλά μετατρέπονται σε πεδίο μάθησης. Η σύγκρουση δίνει τη θέση της στη συνάντηση, στη σύνθεση. Το ζητούμενο δεν είναι να επικρατήσει κάποιος, αλλά να ακουστεί κάτι που θα προσφέρει στο κοινό καλό.
(Το πρώτο πείραμα, αναλογίζομαι, τέτοιου τηλεοπτικού διαλόγου είχε ξεκινήσει από τον εθνικό ραδιοτηλεοπτικό φορέα της Νορβηγίας NRK, το 2019, στη εκπομπή  “Einig?”  (δηλ. «Συμφωνείτε?» στα νορβηγικά) με στόχο να αλλάξει την κουλτούρα των πολωτικών πολιτικών συζητήσεων. Οι καλεσμένοι έπρεπε να βρίσκουν σημεία σύνδεσης και συμφωνίας αντί να αναζητούν τρόπους να απαξιώσουν ο ένας τον άλλον. Και, πλέον, αποτελεί κοινή διεθνή πρακτική στα τηλεοπτικά μέσα…)

Επιπλέον, στα τηλεοπτικά πάνελ, δεν παρελαύνουν πλέον «αναλυτές» και «σχολιαστές» που εκφέρουν άποψη επί παντός επιστητού με το ύφος του αλάνθαστου. Οι θέσεις δεν εκτοξεύονται με «ύφος χιλίων καρδιναλίων» και δεν ακούς πια μπαρούφες με στόμφο, ούτε προβλέψεις που αναιρούνται την επόμενη μέρα. Δεν κυριαρχεί η κατηγορική πρόταση, η κούφια ρητορική, η προσωπική έπαρση. Η γνώμη δεν αποκτά αξία από τον τόνο της, αλλά από τη γνώση, την εμπειρία και την ειλικρίνειά της. Κανείς δεν αρκείται στο να «εκστομίζει την ατάκα του»· η σκέψη είναι απαίτηση, όχι προαιρετικό προσόν.

Και το ψυχαγωγικό κομμάτι, ακολουθεί την ίδια λογική. Μέσα από άλλες φόρμες, συνεχίζει να αναπτύσσει την κριτική σκέψη, να επιμορφώνει, να καλλιεργεί το κοινό. Δεν εξαγριώνει, δεν εκχυδαΐζει, δεν απευθύνεται στα κατώτερα αλλά στα ανώτερα ένστικτα των ανθρώπων.

Αποτυπώνεται, έτσι, η ενότητα της τηλεόρασης ως δημόσιου λόγου και πολιτιστικής επιρροής. Δεν άλλαξε μόνο η ενημέρωση· και η υπόλοιπη ροή ξέφυγε από το «κουτσομπολιό», τα “reality” και τα ανάλογα. Άρχισε να εμπνέει, να μορφώνει, να ψυχαγωγεί με την αυθεντική έννοια της λέξης.

Και στη λεγόμενη «ζώνη της ψυχαγωγίας» – πρωινά και μεσημβρινά προγράμματα – δεν κυριαρχεί πια το φθηνό και οι εξευτελιστικοί ρόλοι. Όμορφα πρόσωπα παρουσιαστριών και παρουσιαστών δεν χάθηκαν· άλλαξαν ρόλους. Εγκατέλειψαν την κενότητα που τους επέβαλλαν κάποιοι «υπεύθυνοι προγράμματος» – θεωρώντας πως έτσι «τραβούν» τηλεθέαση, επιδεικνύοντας τα καλλίγραμμα σώματά τους και τις γοητευτικές φατσούλες τους – και, χωρίς να χάσουν το χιούμορ και τη ζωντάνια τους, προσφέρουν περιεχόμενο με ουσία. Δεν κάνουν ότι σκέφτονται – σκέφτονται. Και το κοινό δεν διασκεδάζει πια χλευάζοντας· ψυχαγωγείται και συμμετέχει.

Τα τηλεοπτικά μέσα, αντί να κατεβάζουν τον πήχη, δείχνουν πλέον πώς μπορεί να ανεβαίνει.

Έντυπος και ηλεκτρονικός τύπος

Τα πρωτοσέλιδα δεν κραυγάζουν πια. Δεν «συγκλονίζουν», δεν υπόσχονται «θρίλερ» και «αισθησιασμό». Δεν παίζουν με το θυμικό, δεν στήνουν εχθρούς, δεν εκβιάζουν ερμηνείες. Οι τίτλοι είναι ουσιώδεις – όχι εντυπωσιακοί. Επιλέγονται για να σημαίνουν, όχι για να εγείρουν.

Ο αναγνώστης δεν υποτιμάται. Δεν θεωρείται παθητικός καταναλωτής ειδήσεων, αλλά ενεργός πολίτης. Η δομή των άρθρων δεν είναι λαβύρινθος από απόψεις, συμφραζόμενα και εντυπωσιασμούς, αλλά καθαρή διαδρομή προς την κατανόηση. Πρώτα εξηγείται το γεγονός, έπειτα το πλαίσιο, έπειτα οι συνέπειες και, τέλος, τι θα μπορούσε να αλλάξει και πώς. Υπάρχει ιεραρχία, δομή, πρόθεση.

Οι στήλες «γνώμης» δεν αποτελούν, πλέον, βήμα επίδειξης εγωκεντρισμού. Ο αρθρογράφος δεν κερδίζει αναγνώστες επειδή γράφει «πιο επιθετικά», αλλά επειδή γράφει πιο ουσιαστικά. Δεν προκαλεί· προτείνει. Δεν χλευάζει· ανατέμνει. Δεν παίζει με λέξεις· παλεύει με έννοιες.

Και στον ηλεκτρονικό Τύπο, τα πράγματα έχουν αλλάξει ριζικά. Η ταχύτητα δεν είναι αυτοσκοπός. Το «να το βγάλουμε πρώτοι» έχει αντικατασταθεί από το «να το πούμε σωστά». Δεν υπάρχει πλέον «άρθρο δύο παραγράφων με τίτλο πέντε γραμμών». Η πληροφορία δεν είναι παγίδα κλικ, αλλά πρόσκληση νοήματος. Τα άρθρα δεν τελειώνουν με «σοκαρισμένο κοινό στα social media» — τελειώνουν με ερωτήματα, παραδείγματα, λύσεις.

Η σχέση με τον αναγνώστη έχει αλλάξει. Δεν γράφεται για τους διαφημιζόμενους, αλλά για εκείνον και, πολλές φορές, μαζί με αυτόν. Υπάρχουν χώροι σχολιασμού που λειτουργούν ως χώροι διαλόγου – όχι εκτόνωσης. Τα μέσα ζητούν τις απορίες του κοινού, επεξεργάζονται τις προτάσεις του, διορθώνουν τα λάθη τους ανοιχτά και με διαφάνεια.

Ακόμη και η διαφήμιση έχει επανατοποθετηθεί: δεν παρεμβάλλεται αδιάκριτα· συνοδεύει περιεχόμενο που σέβεται τον αναγνώστη. Ο σχεδιασμός των σελίδων δεν εξαντλεί την προσοχή, δεν αποσπά· κατευθύνει με καθαρότητα, ισορροπία, σκέψη.

Ο Τύπος δεν λειτουργεί πια σαν αντηχείο κραυγών. Λειτουργεί σαν πυξίδα. Δεν προσθέτει θόρυβο, αλλά αποσαφηνίζει. Δεν εντυπωσιάζει· βοηθά να σκεφτείς και να κρίνεις για τον εαυτό σου.

Δημοσιογραφία και κοινότητα

Η είδηση δεν έρχεται από ψηλά. Δεν κατεβαίνει σαν δήλωση, ούτε πέφτει σαν κεραυνός. Γεννιέται μέσα στην κοινότητα, από ερωτήματα, από εμπειρίες, από ανάγκες που μοιράζονται. Οι δημοσιογράφοι δεν στέκονται απ’ έξω — συνομιλούν, ακούν, παρατηρούν. Δεν ψάχνουν μόνο τι «έγινε»· αναρωτιούνται τι σημαίνει αυτό που έγινε για όσους το ζουν.

Η τοπική δημοσιογραφία δεν είναι πια ο φτωχός συγγενής της «κεντρικής». Είναι σημείο συνάντησης – ορατή, παρούσα, χρήσιμη. Δεν καλύπτει απλώς γεγονότα· κινητοποιεί, φέρνει κοντά, διευκολύνει λύσεις. Όχι με κραυγές, αλλά με παρουσία. Όχι με επιβολή, αλλά με σύνδεση.

Οι πολίτες δεν αντιμετωπίζονται ως πηγές περιστασιακής μαρτυρίας, αλλά ως εταίροι στην παραγωγή της πληροφορίας. Μπορούν να θέσουν ερωτήματα, να καταθέσουν εμπειρίες, να υποδείξουν τι είναι σημαντικό για την κοινότητά τους. Οι θεσμοί, οι ομάδες πολιτών, οι μικρές πρωτοβουλίες, αποκτούν λόγο και χώρο.

Η συμμετοχική δημοσιογραφία δεν υποκαθιστά την επαγγελματική· την εμπλουτίζει. Δεν σβήνει τη δημοσιογραφική ευθύνη· της προσθέτει πυξίδα. Τα μέσα δεν κλείνονται στο γραφείο· ανοίγονται στην πόλη, στο χωριό. Παρουσιάζουν όχι μόνο προβλήματα, αλλά και λύσεις που εφαρμόζονται ήδη – έστω και σε μικρή κλίμακα. Δεν δίνουν απαντήσεις γενικές· αναζητούν παραδείγματα συγκεκριμένα.

Και κάτι αλλάζει. Οι πολίτες νιώθουν ότι η φωνή τους μετράει. Ότι δεν απευθύνονται σε έναν αόρατο τοίχο, αλλά σε έναν συνομιλητή. Ξαναχτίζεται η εμπιστοσύνη – όχι ως ρομαντική προσδοκία, αλλά ως πρακτική εμπειρία: μέσα ενημέρωσης που λογοδοτούν, που απαντούν, που εμφανίζονται ξανά στον δημόσιο χώρο. Όχι για να προβληθούν· αλλά για να συναντήσουν.

Η ψυχική υγεία και η εμπιστοσύνη επιστρέφουν

Παλιότερα, η ενημέρωση δεν σε άφηνε ήρεμο· σε φόρτιζε, σε κούραζε, σε διέλυε. Δεν πληροφορούσε· πυροδοτούσε. Κάθε τίτλος και μια απειλή, κάθε εικόνα και ένα σοκ. Η δημοσιογραφία δεν σου μετέφερε απλώς το τι συμβαίνει στον κόσμο – σου μετέφερε αποσπάσματα, τραύματα και ψευδαισθήσεις.

Οι ψυχολόγοι μιλούσαν για κόπωση της ενημέρωσης (media fatigue). Για υπερδιέγερση χωρίς νόημα. Για ένα κοινό που εκτέθηκε τόσο πολύ στο δράμα, ώστε σταμάτησε να νοιάζεται. Κάποιοι το έλεγαν απάθεια· στην πραγματικότητα ήταν αυτοπροστασία. Δεν ήταν αδιαφορία – ήταν άμυνα.

Η αποστασιοποίηση είχε γίνει ο κανόνας. Όχι επειδή δεν υπήρχε ενδιαφέρον, αλλά επειδή ο τρόπος μετάδοσης αποδομούσε την εμπιστοσύνη. Η πολιτική φαινόταν στημένη, η δημοσιογραφία ύποπτη, η αλήθεια σχετική. Το κοινό απέσυρε την πίστη του σε θεσμούς και ανθρώπους. Και μαζί, απέσυρε και τη συμμετοχή του. Οι έρευνες προσπαθούσαν να εξηγήσουν το φαινόμενο της αποφυγής των ειδήσεων (“news avoidance”), ενώ ο –αναδυόμενος τότε– τομέας της Εποικοδομητικής Δημοσιογραφίας να αναδείξει λύσεις. Λύσεις για ένα πρόβλημα τεράστιο· όχι μόνο για τα μέσα ενημέρωσης, αλλά και για τη δημοκρατία συνολικά – και να επισημάνει την απόλυτη ανάγκη για ένα νέο δημοσιογραφικό μοντέλο.

Τελικά, κάτι άρχισε να αλλάζει. Η ενημέρωση έπαψε να κραυγάζει. Άρχισε να ακούει. Άρχισε να εξηγεί, να σέβεται, να συνδέει. Οι πολίτες δεν ένιωθαν πια μόνοι απέναντι στον κόσμο· ένιωθαν ότι κάποιος προσπαθεί μαζί τους. Όχι για να ωραιοποιήσει, αλλά για να αναδείξει τις προσπάθειες, τις αξίες, τις δυνατότητες. Όχι για να καθησυχάσει ψευδώς, αλλά για να προσανατολίσει με ειλικρίνεια.

Μέσα σε αυτό το νέο τοπίο, ανεξάρτητα μέσα ενημέρωσης, δημοσιογράφοι και εκδότες που δεν λειτουργούν ως εργολάβοι «συμφερόντων» κερδίζουν έδαφος. Ο κόσμος δεν θέλει πια την «δωρεάν ενημέρωση» των clickbait· πληρώνει συνδρομές, ενισχύει πρωτοβουλίες, στηρίζει όσα του προσφέρουν ποιότητα, ακεραιότητα, διαφάνεια. Γιατί έχει αρχίσει να αντιλαμβάνεται πως η «τσάμπα» δημοσιογραφία, συχνά συνοδεύεται από ένα κρυφό τίμημα: την αλλοίωση της αλήθειας.

Η εμπιστοσύνη δεν επιστρέφει με διακηρύξεις. Επιστρέφει σταδιακά – σαν ανάσα που είχε σταματήσει για χρόνια. Και μαζί της, επιστρέφει και η ψυχική ανθεκτικότητα. Ο κόσμος δεν μοιάζει πια τόσο χαοτικός. Όχι γιατί λύθηκαν τα προβλήματα, αλλά γιατί μπορούμε να τα δούμε χωρίς να συνθλιβόμαστε από αυτά.

Η εποικοδομητική δημοσιογραφία δεν είναι απλώς «ένα άλλο είδος» ενημέρωσης. Είναι μια πράξη φροντίδας. Φροντίδας για την αλήθεια, αλλά και για τον άνθρωπο που τη δέχεται. Για τον πολίτη που έχει ανάγκη όχι μόνο να γνωρίζει, αλλά και να αντέχει. Και να ελπίζει.

Και τώρα τι;

Το ξυπνητήρι χτυπά ξανά. Οι ηλιαχτίδες μπαίνουν από το παράθυρο με την ίδια κλίση. Ο αέρας μυρίζει γνώριμος. Η πρωινή ρουτίνα αρχίζει: το νερό τρέχει, το φλιτζάνι γεμίζει, η τηλεόραση και ο υπολογιστής ανάβουν. Παίρνω και την εφημερίδα στα χέρια μου – και η ενημέρωση ξεκινά…

Μα, ήταν όλα ένα όνειρο; Ένα «αν» που λειτούργησε για λίγο σαν παρηγοριά; Ή μήπως όχι; Η δημιουργική φαντασία μου μήπως μου έδειξε εικόνες από το μέλλον; Αν δεν πρόκειται για μια φαντασιακή προβολή, αλλά για μια πιθανή κατεύθυνση; Αν δεν είναι μια μακρινή ουτοπία, αλλά για κάτι που μπορεί να γίνει;

Οι περιγραφές ίσως έμοιαζαν ιδανικές – αλλά δεν είναι εξωπραγματικές. Καμία πτυχή τους δεν απαιτεί θαύματα· μόνο βούληση, συνείδηση, επιλογές.

Όλα όσα πέρασαν από μπροστά μας – ο σεβασμός, η εμβάθυνση, η διαφάνεια, η συμμετοχή, η ελπίδα – υπάρχουν ήδη γύρω μας, σε μικρές «νησίδες». Μικρές νησίδες που μπορούν να γίνουν «χώρες» ολόκληρες και να ενωθούν σε έναν ολόκληρο κόσμο…

Φτάνει πια με τη δημοσιογραφία της παραίτησης. Με τον κυνισμό που βαφτίζεται ρεαλισμός. Με την κανονικότητα του φόβου, της υπερδιέγερσης, της αγανάκτησης, της αδιαφορίας. Ο κόσμος που θέλουμε δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς λόγο που να τον υπηρετεί. Χωρίς μέσα που να σέβονται την αλήθεια – και εμάς.

Αν μπορούμε να το φανταστούμε τόσο καθαρά, τόσο συγκεκριμένα, με τόσες λεπτομέρειες και με τόσο υπαρκτή ανάγκη – τότε δεν ήταν απλώς φαντασία. Ίσως να ήταν χάρτης. Χάρτης μιας διαδρομής, μιας πορείας. Και κάθε πορεία, ακόμη κι αν ξεκινά από μια ιδέα, ζητά εκείνους και εκείνες που θα την ακολουθήσουν…

Η Εποικοδομητική Δημοσιογραφία δεν είναι υπόσχεση του μέλλοντος· είναι επιλογή του παρόντος. Δεν είναι νέα μόδα· είναι επιστροφή στην ευθύνη. Και δεν αφορά μόνο τους δημοσιογράφους· αφορά τους πάντες. Τι απαιτούμε, τι ανεχόμαστε, τι ενισχύουμε.
Αν θέλουμε η ενημέρωση να πάψει να μας τραυματίζει και να αρχίσει να μας ενδυναμώνει, χρειάζεται να την επαναπροσδιορίσουμε ως κοινό αγαθό. Με την κριτική μας, την υποστήριξή μας, την ίδια μας την προσδοκία.
Γιατί, τελικά, το ερώτημα δεν είναι αν μπορεί να υπάρξει μια δημοσιογραφία σαν κι αυτή που περιγράψαμε. Το ερώτημα είναι: θα της δώσουμε σχήμα και υπόσταση. Θα την κάνουμε βήμα που μας ενώνει, λόγο που μας αλλάζει, πράξη που μας λυτρώνει;

Όπως πολύ εύστοχα το έχει αποδώσει ο θεατρικός συγγραφέας Sir Tom Stoppard: «Αν σκοπός σου είναι να αλλάξεις τον κόσμο, η Δημοσιογραφία είναι το πιο άμεσο και γρήγορο όπλο».

Εγγραφείτε και μιλήστε!

Με την εγγραφή σας μπορείτε να συμμετάσχετε στην κουβέντα για το άρθρο, να μιλήσετε στους συντάκτες μας και να συμβάλλετε εποικοδομητικά στα άρθρα μας.

Μπορείτε να συνεχίσετε την ανάγνωση του άρθρου πατώντας εδώ, αλλά...

... είναι μόνο χάρη των μελών/συνδρομητών που μας στηρίζουν που μπορούμε να έχουμε άρθρα.

Εάν μια εποικοδομητική δημοσιογραφία, που δεν εξαρτάται από διαφημίσεις, είναι κάτι που θέλετε να υποστηρίξετε γίνετε μέλος σήμερα.

Περιεχόμενα Τεύχους

Τεύχος 65

Ιούλιος-Αύγουστος 2025

Μετάβαση στο περιεχόμενο