Ως απάντηση στην παγκόσμια ύφεση της δεκαετίας του ’30 και στην αποδόμηση που προκάλεσε ο 2ος παγκόσμιος πόλεμος, θέτοντας σε δοκιμασία την βιωσιμότητα των οικονομιών της αγοράς, δημιουργήθηκαν μεταπολεμικά οι θεσμοί της διεθνούς οικονομικής διακυβέρνησης. Για την σταθεροποίηση της παγκόσμιας οικονομίας δημιουργήθηκε το διεθνές νομισματικό σύστημα του Bretton Woods και οι θεσμοί για τη διαχείριση του (Δ.Ν.Τ και Παγκόσμια Τράπεζα). Λίγο αργότερα, το Σχέδιο Marshall για την ανοικοδόμηση της Ευρώπης δημιούργησε τον προπομπό του σημερινού Ο.Ο.Σ.Α. Ταυτόχρονα, οι προσπάθειες για τον περιορισμό του προστατευτισμού δρομολόγησαν τις διαπραγματεύσεις στα πλαίσια της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου (General Agreement on Tariffs and Trade – GATT), που οδήγησαν τελικά στην δημιουργία του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (World Trade Organization – WTO).
Από τον «κανόνα χρυσού» στους θεσμούς του Bretton Woods
Πριν την μεγάλη ύφεση του ’30, το διεθνές οικονομικό σύστημα ήταν κατά κάποιο τρόπο αυτορρυθμιζόμενο, μέσω του ελεύθερου εμπορίου και της λειτουργίας του κανόνα χρυσού (Gold Standard) που επιβλήθηκε σταδιακά στην περίοδο 1870-80. Η ύφεση, όμως, οδήγησε στην κατάρρευση του Gold Standard, καθώς η μείωση των επιτοκίων για να ενισχυθεί η ζήτηση οδηγούσε σε υποτιμητικές τάσεις των νομισμάτων. Οι κυβερνήσεις αναγκάστηκαν, έτσι, σταδιακά να εγκαταλείψουν τις σταθερές νομισματικές ισοτιμίες που χαρακτήριζαν το Gold Standard.
Ακολούθησε μια περίοδος κυμαινόμενων ισοτιμιών, που οι κυβερνήσεις προσπάθησαν να διαχειριστούν εντός ορίων (managed floating). Οι υποτιμήσεις των νομισμάτων βοήθησαν την ανάκαμψη, ιδιαίτερα στη Μεγάλη Βρετανία και τις ΗΠΑ που εγκατέλειψαν το Gold Standard στις αρχές της δεκαετίας του ’30. Αυτό, όμως, έγινε σε βάρος των χωρών που καθυστέρησαν να εγκαταλείψουν τον κανόνα χρυσού (Γαλλία, Βέλγιο). Οι χώρες αυτές έλαβαν αντισταθμιστικά προστατευτικά μέτρα που επέτειναν τη διεθνή ύφεση. Έγινε έτσι προφανές ότι η έλλειψη συντονισμού των οικονομικών πολιτικών δημιουργεί αστάθεια και επιτείνει τις κρίσεις, αποδεικνύοντας την ανάγκη διεθνούς οικονομικής διακυβέρνησης.
Το μεταπολεμικό νομισματικό σύστημα θα μπορούσε, λογικά, να οικοδομηθεί με βάση τις κυμαινόμενες ισοτιμίες. Η ικανοποιητική του λειτουργία θα απαιτούσε κάποιο βαθμό συντονισμού των οικονομικών πολιτικών, έναντι των συστημικών κρίσεων (όπως η μεγάλη ύφεση). Αυτό ήταν δυσχερές, ενώ θεωρήθηκε ότι οι διακυμάνσεις των ισοτιμιών θα δημιουργούσαν εμπορικές διαμάχες, που θα δυσκόλευαν την μείωση του προστατευτισμού και την ανάπτυξη του διεθνούς εμπορίου. Στην πράξη, ωστόσο, η αρχιτεκτονική του συστήματος αντανακλούσε τη δεσπόζουσα θέση των ΗΠΑ στη μεταπολεμική γεωπολιτική και οικονομική σκακιέρα.
Bretton Woods Conference, July 1944. UN Photo
Το διεθνές νομισματικό σύστημα, που εγκαθιδρύθηκε με τη συμφωνία του Bretton Woods, στο New Hampshire, τον Ιούλιο του 1944, βασίστηκε σε ένα καθεστώς σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών ως προς το δολάριο. Καθώς οι ΗΠΑ εξήλθαν από τον πόλεμο, ως η αδιαμφισβήτητα ισχυρότερη οικονομία, το δολάριο ήταν το μόνο νόμισμα μετατρέψιμο σε χρυσό σε σταθερή ισοτιμία. Το συναλλαγματικό αυτό καθεστώς διατηρήθηκε μέχρι την κατάρρευση του συστήματος το 1971, μετά την μονομερή άρση της μετατρεψιμότητας του δολαρίου σε χρυσό από τις ΗΠΑ.
Η παράκαμψη του σχεδίου Keynes
Δυο προσωπικότητες διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στις διαπραγματεύσεις του Bretton Woods: ο Harry Dexter White και ο John Maynard Keynes, επικεφαλείς αντίστοιχα των αντιπροσωπειών των ΗΠΑ και της Βρετανίας. Οι διαπραγματευτικές θέσεις των ΗΠΑ υπερίσχυσαν, ενώ το βρετανικό σχέδιο που πρότεινε ο Keynes δεν ευδοκίμησε.
Αφετηρία του σχεδίου Keynes ήταν το γεγονός ότι τα ελλείμματα κάποιων χωρών είναι τα πλεονάσματα κάποιων άλλων. Εάν η διεθνής σταθερότητα είναι ένας βασικός στόχος της παγκόσμιας οικονομικής διακυβέρνησης, θα ήταν πιο αποτελεσματικό αυτή να βασίζεται σε δυο πυλώνες: στην μείωση ταυτόχρονα των υπερβολικών ελλειμμάτων, αλλά και των πλεονασμάτων.
Στη βάση αυτή, το σχέδιο βασιζόταν στη δημιουργία μιας παγκόσμιας κεντρικής τράπεζας (International Clearing Union), που θα εξέδιδε ένα νόμισμα (το bancor) το οποίο θα είχε σταθερές ισοτιμίες με τα εθνικά νομίσματα. Οι χώρες θα διατηρούσαν λογαριασμούς στην τράπεζα που θα ήταν χρεωστικοί (σε περίπτωση εξωτερικών ελλειμμάτων) ή πιστωτικοί (σε περίπτωση πλεονασμάτων). Ανάλογα με το μέγεθος των χρεωστικών ή πιστωτικών υπολοίπων, οι χώρες θα έπρεπε να λάβουν μέτρα για τον περιορισμό των ελλειμμάτων, αλλά και των πλεονασμάτων. Θα χρεωνόταν με τόκους αν τα υπόλοιπα (χρεωστικά ή πιστωτικά) ήταν σημαντικά. Οι ελλειμματικές χώρες θα όφειλαν να υποτιμήσουν το νόμισμα τους ως προς το bancor, ενώ το αντίθετο θα ίσχυε για τις χώρες με πλεονάσματα.
Το σχέδιο Keynes δεν ήταν ελκυστικό για τις ΗΠΑ, που ήταν στο τέλος του πολέμου η μόνη χώρα με σημαντικά εξωτερικά πλεονάσματα. Έτσι το αμερικανικό σχέδιο λογικά υπερίσχυσε, με το δολάριο στο επίκεντρο του διεθνούς νομισματικού συστήματος. Η αρχιτεκτονική αυτή ενίσχυσε προφανώς τη γεωπολιτική επιρροή των ΗΠΑ, αλλά δημιούργησε και σημαντικά οικονομικά πλεονεκτήματα για τις ίδιες, αφού το δολάριο εκθρόνισε την λίρα ως διεθνές νόμισμα και διατήρησε αυτή την πρωτοκαθεδρία και μετά τη κατάρρευση του Bretton Woods και παρά τον πιο πρόσφατο ανταγωνισμό του ευρώ. Η θέση αυτή του δολαρίου δημιουργεί μια ισχυρή ζήτηση για το νόμισμα, διευκολύνοντας έτσι τη χρηματοδότηση των εξωτερικών ελλειμμάτων των ΗΠΑ. Πρόκειται για ένα «υπερβολικό προνόμιο» (exorbitant privilege), όπως το ονόμασε ο Barry Eichengreen.
Το δεύτερο χαρακτηριστικό του συστήματος του Bretton Woods, που το διαφοροποιούσε από το Gold Standard του μεσοπολέμου, ήταν η επιβολή περιορισμών στις διεθνείς κινήσεις κεφαλαίων για επενδύσεις χαρτοφυλακίου. Οι περιορισμοί αυτοί είχαν σκοπό να προφυλάξουν τις σταθερές ισοτιμίες από τις κερδοσκοπικές επενδύσεις και την φυγή κεφαλαίων που θα μπορούσαν να επιδράσουν αποσταθεροποιητικά. Επρόκειτο για το αναγκαστικό τίμημα, ώστε οι σταθερές συναλλαγματικές ισοτιμίες του Bretton Woods να είναι συμβατές με την ανεξαρτησία των εθνικών νομισματικών πολιτικών, όπως είναι γνωστό από την «αρχή του ασύμβατου τριγώνου» της διεθνούς οικονομίας του Robert Mundell. Η εθνική ανεξαρτησία των νομισματικών πολιτικών ήταν αναγκαία για την ανάκαμψη των χωρών που αντιμετώπιζαν διαφορετικές οικονομικές συνθήκες στην μεταπολεμική περίοδο.
Ο ρόλος του Δ.Ν.Τ. σαν πυλώνας σταθερότητας
Σε αντίθεση με το σχέδιο Keynes, η αρχιτεκτονική των συμφωνιών του Bretton Woods έθεσε το βάρος της οικονομικής προσαρμογής για τη διατήρηση της διεθνούς σταθερότητας στις ελλειμματικές χώρες. Οι χώρες αυτές θα όφειλαν να περιορίσουν την εγχώρια ζήτηση και ενδεχομένως να υποτιμήσουν το νόμισμα τους για να απορροφήσουν τα ελλείμματα.
Η δυνατότητα αναπροσαρμογής της συναλλαγματικής ισοτιμίας (adjustable peg) για τις ελλειμματικές χώρες συνιστούσε ένα σημαντικό διορθωτικό εργαλείο, σε σχέση με τον μονομερή περιορισμό της ζήτησης μέσω της αύξησης των επιτοκίων όπως στο Gold Standard. Οι συναλλαγματικές αναπροσαρμογές προϋπέθεταν όμως αμοιβαίο έλεγχο και εποπτεία. Αυτή ήταν, ακριβώς, μια βασική αποστολή του Δ.Ν.Τ που εδρεύει στην Ουάσιγκτον και δημιουργήθηκε με την συμφωνία του Bretton Woods για την διευκόλυνση της διαχείρισης του συστήματος.
Επιπλέον της εποπτείας των συναλλαγματικών προσαρμογών, ο ρόλος του Δ.Ν.Τ περιελάμβανε (και περιλαμβάνει) την παροχή βραχυπρόθεσμων πιστώσεων για την χρηματοδότηση των χωρών που αντιμετώπιζαν εξωτερικά ελλείμματα. Η χρηματοδότηση προέβλεπε βέβαια όρους που στόχευαν στην εξάλειψη των ελλειμμάτων. Εκτός της ενδεχόμενης υποτίμησης του νομίσματος για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας, οι όροι χρηματοδότησης προέβλεπαν, συστηματικά, πολιτικές λιτότητας, αφού ο περιορισμός των εξωτερικών ελλειμμάτων προϋποθέτει συγκράτηση της εγχώριας ζήτησης. Δημοσιονομική λιτότητα, με μειώσεις δαπανών και ενδεχομένως αύξηση φορολογίας, όπως και περιοριστική νομισματική πολιτική με αυξήσεις επιτοκίων, συνιστούσαν τυπικά μέτρα, τα οποία οι κυβερνήσεις των χωρών σε συναλλαγματική κρίση όφειλαν να εφαρμόσουν σε αντιστάθμισμα της χρηματοδότησης του Δ.Ν.Τ.
Το Δ.Ν.Τ. αντλεί τους χρηματοδοτικούς του πόρους από τις συνεισφορές των κρατών-μελών με την μορφή ποσοστώσεων (quotas) που αντικατοπτρίζουν το μέγεθος των οικονομιών. Αυτές ανέρχονται σε περίπου 440 δις $, όμως το Δ.Ν.Τ. έχει την δυνατότητα να δανειστεί από τις κυβερνήσεις των κρατών-μελών συμπληρωματικούς πόρους σε περίπτωση οικονομικής κρίσης, αυξάνοντας την χρηματοδοτική του επάρκεια σε περίπου 1 τρις $.
Οι ποσοστώσεις των χωρών καθορίζουν την συμμετοχή τους στη λήψη αποφάσεων από το Διοικητικό Συμβούλιο, αλλά και την δανειοληπτική τους ικανότητα. Στην περίπτωση π.χ. των χρηματοδοτικών συμφωνιών Stand-By το ποσό δανεισμού φθάνει συνολικά στο 435% της ποσόστωσης κάθε χώρας, εκτός ειδικών περιστάσεων, όπου η οικονομική κρίση μιας χώρας δημιουργεί συστημικό κίνδυνο –πχ, στην περίπτωση των χωρών της λεγόμενης περιφέρειας του ευρώ κατά την κρίση του 2010-13. Επιπλέον της χρηματοδοτικής υποστήριξης, το Δ.Ν.Τ είναι επιφορτισμένο με την επιτήρηση των οικονομιών των κρατών μελών μέσω περιοδικών εκθέσεων, ενώ παρέχει συχνά τεχνική υποστήριξη, ιδιαίτερα σε τομείς φορολογικής, νομισματικής και συναλλαγματικής πολιτικής.
Η Παγκόσμια Τράπεζα σαν αναπτυξιακός πυλώνας
Ο δεύτερος θεσμός που δημιουργήθηκε με την συμφωνία του Bretton Woods ήταν η Παγκόσμια Τράπεζα (World Bank), με έδρα επίσης την Ουάσιγκτον, που αρχικά, ονομάστηκε Διεθνής Τράπεζα Ανασυγκροτήσεως και Αναπτύξεως (International Bank for Reconstruction and Development – IBRD). Οι περιορισμοί στις διεθνείς κινήσεις κεφαλαίων για επενδύσεις χαρτοφυλακίου περιόριζαν ταυτόχρονα τη δυνατότητα των χωρών να δανείζονται από τις αγορές, δημιουργώντας έτσι την αναγκαιότητα ενός δανειοδοτικού οργανισμού όπως η Παγκόσμια Τράπεζα.
Η Παγκόσμια Τράπεζα είχε αρχικά σαν στόχο την παροχή μακροπρόθεσμων πιστώσεων για την χρηματοδότηση επενδύσεων που ήταν αναγκαίες για την ανασυγκρότηση των ευρωπαϊκών οικονομιών που είχαν υποστεί τις καταστροφικές συνέπειες του πολέμου. Το πρώτο δάνειο δόθηκε, χαρακτηριστικά, στην Γαλλία το 1947. Στην συνέχεια, η Τράπεζα εξελίχθηκε σε δανειοδοτικό οργανισμό προς όφελος των αναπτυσσόμενων χωρών. Ένας ρόλος που μεγεθύνθηκε σημαντικά με την ανεξαρτητοποίηση των πρώην αποικιών κυρίως την περίοδο 1960-70.
Σε αντίθεση με το Δ.Ν.Τ., η Παγκόσμια Τράπεζα αντλεί πόρους δανειζόμενη από τις αγορές, μοχλεύοντας τα κεφάλαια που συνεισφέρουν οι χώρες-μέλη. Λόγω της υψηλής ρευστότητας και κεφαλαιακής της επάρκειας (ανέρχεται σε 22,8% των χορηγήσεων στη χρήση 2020) η Τράπεζα έχει πιστοληπτική διαβάθμιση ΑΑΑ. Έχει έτσι τη δυνατότητα να δανείζεται με εξαιρετικά χαμηλό κόστος, το οποίο μετακυλίεται στη συνέχεια προς όφελος των δανειοδοτουμένων χωρών. Η δανειοδότηση αφορά αναπτυσσόμενες και αναδυόμενες οικονομίες, αν και ορισμένες χώρες μέλη της ΕΕ αντλούν ακόμη πόρους από την Τράπεζα (Βουλγαρία, Κροατία, Ρουμανία, Πολωνία). Τα δάνεια προς την Ελλάδα αφορούσαν αποκλειστικά επενδυτικά προγράμματα και το τελευταίο εγκρίθηκε το 1979.
Η Παγκόσμια Τράπεζα αποτελεί ένα θεσμικό όμιλο που συντίθεται από τρεις επιμέρους οργανισμούς: α) την IBRD, που χρηματοδοτεί κυβερνήσεις αναπτυσσόμενων χωρών μεσαίου κατά κεφαλή εισοδήματος, β) την International Development Association (IDA) που ιδρύθηκε το 1960 και χορηγεί πιστώσεις με προνομιακούς όρους, αλλά και επιχορηγήσεις στις κυβερνήσεις των φτωχότερων χωρών, και γ) την International Finance Corporation (IFC), που ιδρύθηκε το 1956 και χρηματοδοτεί απευθείας επιχειρήσεις αναπτυσσόμενων χωρών μέσω δανείων, εγγυήσεων, ή συμμετοχής σε εταιρικό κεφάλαιο.
Ο ρόλος της IFC εστιάζεται στην προώθηση ιδιωτικών επενδύσεων σε τομείς κρίσιμους για την ανάπτυξη. Ενώ η IBRD και η IFC τροφοδοτούν την πιστοδοτική τους ικανότητα με δανεισμό από τις αγορές, η IDA λειτουργεί σαν ένα ταμείο που επαναχρηματοδοτείται κάθε τριετία από περίπου 50 χώρες δωρητές. Η Παγκόσμια Τράπεζα είναι επιφορτισμένη με την χορήγηση αυτών των πόρων με προνομιακούς όρους στις φτωχότερες χώρες.
H είσοδος της Παγκόσμιας Τράπεζας στην Ουάσιγκτον.
Κατά μέσο όρο η Παγκόσμια Τράπεζα χορηγεί πιστώσεις 60 δις $ ετησίως, εκ των οποίων 80% χορηγούνται από τις IBRD και IDA. Οι χρηματοδοτήσεις μέσω των IBRD και IDA χορηγούνται με δυο βασικές μορφές: α) δάνεια που αφορούν συγκεκριμένα επενδυτικά προγράμματα (Investment Project Financing), και, β) πόρους που χορηγούνται απευθείας στον κρατικό προϋπολογισμό των δανειοδοτούμενων χωρών (Development Policy Financing).
Τα επενδυτικά προγράμματα καλύπτουν, περίπου, το 75% των ετήσιων πιστώσεων, εκ των οποίων 50% χρηματοδοτούν έργα υποδομής και 25% επενδύσεις στην παιδεία, την υγεία και σε λοιπές κοινωνικές υπηρεσίες. Οι χορηγήσεις της Παγκόσμιας τράπεζας υπόκεινται σε όρους, όπως και τα δάνεια του Δ.Ν.Τ, που σχετίζονται είτε με τομεακές μεταρρυθμίσεις, στην περίπτωση των επενδυτικών προγραμμάτων, είτε με γενικότερες οικονομικές μεταρρυθμίσεις στην περίπτωση των αναπτυξιακών δανείων. Η Παγκόσμια Τράπεζα, επίσης, διενεργεί μελέτες σε διάφορους τομείς, με έμφαση στις αναπτυσσόμενες οικονομίες, παρέχει τεχνική υποστήριξη, ενώ, ταυτόχρονα, συγκεντρώνει και δημοσιοποιεί εκτεταμένες βάσεις συγκρίσιμων δεδομένων για την διεθνή οικονομία.
Ο «αστερισμός» των περιφερειακών αναπτυξιακών τραπεζών
Το μοντέλο της Παγκόσμιας Τράπεζας για την χρηματοδότηση της ανάπτυξης ήταν επιτυχημένο και οδήγησε στη δημιουργία ανάλογων «περιφερειακών αναπτυξιακών τραπεζών», με πιο περιορισμένη γεωγραφική εμβέλεια. Οι τράπεζες με γεωγραφική εστίαση περιλαμβάνουν την African Development Bank (1964), με έδρα την Τύνιδα, την Asian Development Bank (1966), με έδρα την Μανίλα, και την Inter-American Development Bank (1959), με έδρα την Ουάσιγκτον, που καλύπτει την Λατινική Αμερική. Μια ακόμα αναπτυξιακή τράπεζα, η European Bank for Reconstruction and Development, με έδρα το Λονδίνο, δημιουργήθηκε, το 1991, για τη χρηματοδοτική υποστήριξη της μετάβασης στην οικονομία της αγοράς των χωρών του πρώην σοβιετικού μπλοκ. Συνοδεύτηκε από τη δημιουργία της Black Sea Trade & Development Bank, το 1999, με έδρα την Θεσσαλονίκη, για τη χρηματοδότηση της ανάπτυξης στην ευρύτερη γεωπολιτική περιοχή του Ευξείνου. Το σύνολο των ετήσιων πιστώσεων που χορηγούνται από τις επιμέρους αυτές αναπτυξιακές τράπεζες είναι πάντως μικρότερο από τις πιστώσεις που χορηγεί η Παγκόσμια Τράπεζα.
Η ΕΕ δημιούργησε με την σειρά της, το 1958, την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (European Investment Bank – EIB), με έδρα το Λουξεμβούργο, για την χρηματοδοτική στήριξη της ανάπτυξης και της οικονομικής ολοκλήρωσης στην Ευρώπη. Μέτοχοι της ΕΙΒ είναι οι χώρες μέλη της ΕΕ. Οι ετήσιες πιστώσεις που χορηγεί η ΕΙΒ φθάνουν σχεδόν τις πιστώσεις που χορηγεί η Παγκόσμια Τράπεζα.
Στον «αστερισμό» των διεθνών αναπτυξιακών τραπεζών πρέπει να προστεθούν αυτές που δημιουργήθηκαν πιο πρόσφατα, κυρίως από τις μεγάλες αναδυόμενες οικονομίες, με στόχους συχνά ενίσχυσης της γεωπολιτικής τους επιρροής και παράκαμψης των συμβατικών θεσμών χρηματοδότησης που θεωρούνται ελεγχόμενοι από τις ανεπτυγμένες οικονομίες.
Πρόκειται κυρίως για την New Development Bank (NDB), με έδρα την Σαγκάη, που δημιουργήθηκε το 2015 από τις πέντε μεγάλες αναδυόμενες οικονομίες (BRICS – Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα, Ν. Αφρική). Έχει στόχο κυρίως την χρηματοδότηση των υποδομών στις χώρες αυτές και σε άλλες αναδυόμενες οικονομίες. Η Asian Infrastructure Investment Bank (AIIB), με έδρα το Πεκίνο, δημιουργήθηκε το 2016, με ανάλογη αποστολή, και ευρεία συμμετοχή αναπτυσσόμενων χωρών. Στη σφαίρα επιρροής της Ρωσίας δημιουργήθηκε το 2006 η Eurasian Development Bank (EDB), με έδρα το Άλματι του Καζακστάν, η οποία περιλαμβάνει έξι χώρες της περιοχής και αποσκοπεί στη χρηματοδότηση της ανάπτυξης και της οικονομικής ολοκλήρωσης στην κεντρική Ασία.
Σχέδιο Marshall -Καταλύτης της οικονομικής ολοκλήρωσης στην Ευρώπη
Είναι σαφές ότι ο γεωπολιτικός παράγοντας είχε καθοριστική συμμετοχή στην αρχιτεκτονική των θεσμών που εξετάζουμε. Περί το 1947, η απειλή της σοβιετικής επιρροής στην κατεστραμμένη δυτική Ευρώπη γινόταν πιο αισθητή. Προέκυψε έτσι ένα εξαιρετικά φιλόδοξο πρόγραμμα οικονομικής αρωγής των ΗΠΑ στην Ευρώπη, υπό την ηγεσία του τότε υπουργού εξωτερικών George Marshall. Η βοήθεια που παρασχέθηκε από το «σχέδιο Marshall» σε 16 ευρωπαϊκές χώρες, από το 1948 ως το 1952, ανήλθε σε 13,2 δις $, που αντιστοιχούν σε περίπου 130 δις $ με σημερινές τιμές. Οι πόροι αυτοί αντιστοιχούσαν κατά μέσο όρο στο 2,7% του ΑΕΠ των ευρωπαϊκών χωρών, αλλά, σε μικρότερες χώρες, όπως η Ελλάδα, στο 9% του ΑΕΠ.
Το σχέδιο Marshall έδρασε καταλυτικά για την προώθηση της οικονομικής συνεργασίας στην Ευρώπη και ιδιαίτερα για τη σταδιακή μείωση του προστατευτισμού. Υπό την πίεση των ΗΠΑ και, ιδιαίτερα, του Paul Hoffman που ήταν επικεφαλής του αμερικανικού οργανισμού για την εφαρμογή του σχεδίου (Economic Cooperation Administration), περίπου το 25% της βοήθειας χορηγήθηκε υπό τον όρο της σταδιακής απελευθέρωσης του ενδοευρωπαϊκού εμπορίου. Το 1948, δημιουργήθηκε ο Οργανισμός για την Ευρωπαϊκή Οικονομική Συνεργασία (Organization for European Economic Cooperation – OEEC), με έδρα το Παρίσι. Ο OEEC είχε σαν αποστολή την επίβλεψη της κατανομής των πόρων του σχεδίου Marshall, καθώς, επίσης, την απελευθέρωση του εμπορίου και την μελέτη της δυνατότητας δημιουργίας μιας ζώνης ελεύθερου εμπορίου/τελωνειακής ένωσης στην Ευρώπη.
Το σχέδιο Marshall θεωρείται ιστορικά ως το πιο επιτυχημένο πρόγραμμα διαρθρωτικών αλλαγών, αφού δρομολόγησε την απελευθέρωση του εμπορίου στην Ευρώπη σε μια κρίσιμη περίοδο που ο πειρασμός του προστατευτισμού ήταν έντονος λόγω της οικονομικής αποδόμησης του πολέμου.
Η ταχεία ανάκαμψη στην Ευρώπη δεν μπορεί να αποδοθεί μόνο στους πόρους του σχεδίου Marshall. Καταδείχθηκε, όμως, ότι το ελεύθερο εμπόριο και η οικονομική συνεργασία είναι πιο αποδοτικά από τον προστατευτισμό και την εσωστρέφεια. Το σχέδιο Marshall προλείανε έτσι το έδαφος για τα πρώτα βήματα οικονομικής ολοκλήρωσης στην Ευρώπη, με τη δημιουργία της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα το 1952 και των δυο ζωνών ελεύθερου εμπορίου -της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας το 1957 και της Ευρωπαϊκής Ζώνης Ελευθέρων Συναλλαγών το 1960.
Ο Ο.Ο.Σ.Α «δεξαμενή σκέψης» για τις οικονομίες της αγοράς
Ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Αναπτύξεως (Ο.Ο.Σ.Α) δημιουργήθηκε το 1961 σαν συνέχεια του OEEC, με έδρα επίσης το Παρίσι, αναγνωρίζοντας ότι η αλληλεξάρτηση των οικονομιών επιβάλει τον συντονισμό των πολιτικών και προσφέρει, επίσης, πρόσφορο έδαφος για αμοιβαία γνώση από την οικονομική εμπειρία και ταυτοποίηση των αποδοτικότερων δράσεων. Ο οργανισμός περιλαμβάνει σήμερα 36 ανεπτυγμένες οικονομίες, με δημοκρατικούς θεσμούς.
Χάρτης χωρών ΟΟΣΑ
Σε αντίθεση με το Δ.Ν.Τ. και την Παγκόσμια Τράπεζα, ο Ο.Ο.Σ.Α δεν έχει χρηματοδοτική αποστολή. Ο οργανισμός λειτουργεί σαν ένα διεθνές φόρουμ και «δεξαμενή σκέψης» (Think tank). Διευκολύνει την ανταλλαγή εμπειρίας τομεακών και μακροοικονομικών πολιτικών δια μέσου ομάδων εργασίας όπου συμμετέχουν εκπρόσωποι από τα κράτη-μέλη. Παρέχει ταυτόχρονα ένα πλαίσιο αμοιβαίας εποπτείας αυτών των πολιτικών μέσω των περιοδικών εκθέσεων που δημοσιεύει. Παρόλο που ο Ο.Ο.Σ.Α δεν έχει χρηματοδοτικό ρόλο, οι εκθέσεις του παρακολουθούνται στενά από τις αγορές και τους επενδυτές. Έχει έτσι, ενδεχομένως, την δυνατότητα να επηρεάζει έμμεσα τη στάση των αγορών, αν και σε σαφώς μικρότερο βαθμό από το Δ.Ν.Τ.
Καθώς ο Ο.Ο.Σ.Α διαθέτει εκτεταμένη γνώση διαρθρωτικών πολιτικών από τις ανεπτυγμένες χώρες, προς τις οποίες οι αναπτυσσόμενες χώρες ευελπιστούν να συγκλίνουν, οι μεγάλες αναδυόμενες οικονομίες (Βραζιλία, Κίνα, Ινδία, Ινδονησία, Νότιος Αφρική) συνεργάζονται τα τελευταία χρόνια στενά με τον οργανισμό χωρίς να είναι μέλη του.
Το γεγονός αυτό έχει προσδώσει νέα αίγλη στον Ο.Ο.Σ.Α, που θεωρείτο ένας κλειστός όμιλος ανεπτυγμένων οικονομιών και ακόμη ένα εργαλείο προώθησης της οικονομίας της αγοράς στην περίοδο του ψυχρού πολέμου.
Η διακυβέρνηση του διεθνούς εμπορίου: από τον «ενάρετο κύκλο» στην αμφισβήτηση…
Το τέλος του πολέμου έθεσε, επιτακτικά, το θέμα της απελευθέρωσης του διεθνούς εμπορίου, καθώς, η ύφεση του ’30 είχε επιφέρει μια σημαντική αύξηση του προστατευτισμού. Η Γενική Συμφωνία Δασμών και Εμπορίου (GATT) θεσμοθετήθηκε το 1947 σαν το βασικό εργαλείο μείωσης του προστατευτισμού μέσω πολυμερών διαπραγματεύσεων. Εκκινώντας από τον πρώτο γύρο της Γενεύης το 1947, που διήρκεσε 7 μήνες, με συμμετοχή 23 χωρών, διεξήχθησαν οκτώ γύροι διαπραγματεύσεων, μέχρι τον γύρο της Ουρουγουάης, που ξεκίνησε το 1986, με συμμετοχή 123 χωρών και διήρκεσε περισσότερο από 7 χρόνια.
Οι πρώτοι γύροι των διαπραγματεύσεων επικεντρώθηκαν στην μείωση των δασμών και των ποσοτικών περιορισμών στο εμπόριο. Τα αποτελέσματα ήταν θεαματικά, με τον όγκο των εμπορικών συναλλαγών να αυξάνεται από το 1948 μέχρι το 1990 με ετήσιο ρυθμό σημαντικά ταχύτερο από οποιαδήποτε άλλη περίοδο στο παρελθόν. Η απελευθέρωση του εμπορίου και η ανάπτυξη αλληλοενισχύθηκαν σε έναν ενάρετο κύκλο που χαρακτήρισε όλη την μεταπολεμική περίοδο.
Οι διαπραγματεύσεις της GATT και η μείωση του προστατευτισμού επικεντρώθηκαν στα βιομηχανικά προϊόντα και τις πρώτες ύλες ενώ τα αγροτικά προϊόντα και οι υπηρεσίες εξαιρέθηκαν από αυτές. Παράλληλα, τα κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα, που είναι βασικής σημασίας για τις αναπτυσσόμενες χώρες, συνέχισαν να υπάγονται σε καθεστώς ποσοστώσεων. Ο γύρος της Ουρουγουάης, όμως, συμπεριέλαβε όλους αυτούς τους τομείς, καθώς και τα θέματα προστασίας της πνευματικής ιδιοκτησίας και τα πρότυπα, που συχνά θέτουν μη δασμολογικούς φραγμούς στο εμπόριο. Ο γύρος αυτός κατέληξε, το 1995, στη δημιουργία του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ), με έδρα τη Γενεύη. Ο οργανισμός έχει την αρμοδιότητα των εμπορικών διαπραγματεύσεων για την περαιτέρω απελευθέρωση του εμπορίου και της επίλυσης των εμπορικών διαφορών μεταξύ των χωρών μελών.
Ο ΠΟΕ καλύπτει ευρύτερο φάσμα από τη GATT, καθώς περιλαμβάνει τις υπηρεσίες και τα πνευματικά δικαιώματα. Σημαντική συνεισφορά του ΠΟΕ είναι η εμπέδωση της αρχής της απαγόρευσης των διακρίσεων με ρήτρες, που ορίζουν ότι κάθε κράτος μέλος οφείλει να παρέχει ίση πρόσβαση στην αγορά σε όλα τα άλλα μέλη ενώ οι αλλοδαποί προμηθευτές θα πρέπει να αντιμετωπίζονται ισότιμα με τους εγχώριους.
Ο οργανισμός διενεργεί περιοδικές εκθέσεις των εμπορικών πολιτικών των κρατών μελών και προωθεί την αναθεώρηση των πολιτικών, που στρεβλώνουν το εμπόριο.
Οι διαπραγματεύσεις, υπό την αιγίδα του ΠΟΕ, του λεγόμενου «γύρου της Ντόχα», που ξεκίνησαν το 2001 και διήρκεσαν 14 χρόνια, αποσκοπούσαν, μεταξύ άλλων, στην απελευθέρωση του εμπορίου αγροτικών προϊόντων, που είναι ιδιαίτερα σημαντική για τις αναπτυσσόμενες χώρες. Δεν τελεσφόρησαν όμως, αφού οι ανεπτυγμένες οικονομίες (ΕΕ και ΗΠΑ) και οι μεγάλες αναδυόμενες οικονομίες (Κίνα και Ινδία) δεν συμφώνησαν σε αμοιβαία μείωση των εμποδίων στις εισαγωγές αγροτικών προϊόντων και των επιχορηγήσεων του αγροτικού τομέα που λειτουργούν προστατευτικά.
Επιπλέον, όπως θα αναλύσουμε σε επόμενη δημοσίευση, η διακυβέρνηση του διεθνούς εμπορίου αντιμετωπίζει σημαντικά εμπόδια τα τελευταία χρόνια, καθώς γίνεται πιο ευρέως αποδεκτή η άποψη ότι ο ανταγωνισμός που προκαλεί η εμπορική ολοκλήρωση οδηγεί σε ανισότητες, αλλά και αποδόμηση κοινωνικών προτύπων με «εξίσωση προς τα κάτω». Η πολυμερής διακυβέρνηση του εμπορίου τίθεται έτσι σε αμφισβήτηση, όπως αποδεικνύεται από τις πρόσφατες κινήσεις στη σκακιέρα του «εμπορικού πολέμου», ιδιαίτερα μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας.
Συνοψίζοντας, η αρχιτεκτονική των θεσμών της παγκόσμιας οικονομικής διακυβέρνησης υπόκειται σε μια σαφή οικονομική λογική για την εμπέδωση της σταθερότητας και την ανάπτυξη μέσω του ελευθέρου εμπορίου. Η γεωπολιτική επέδρασσε, όμως, επίσης έντονα, στη δόμηση τους. Η επιρροή των ΗΠΑ παρέμεινε σημαντική και μετά την κατάρρευση του Bretton Woods. Η μεγάλη συμμετοχή των ΗΠΑ στους πόρους του Δ.Ν.Τ και της Παγκόσμιας Τράπεζας εξασφαλίζει αμερικανικό βέτο σε αποφάσεις σχετικές, π.χ., με αλλαγές του καταστατικού που απαιτούν υπερενισχυμένη πλειοψηφία. Συχνά, οι θεσμοί αυτοί θεωρήθηκαν εργαλεία εμπέδωσης των οικονομικών συμφερόντων των ΗΠΑ, ιδιαίτερα με την προώθηση της παγκοσμιοποίησης, όπως θα εξετάσουμε στο δεύτερο μέρος.
Οι θεσμοί όμως αυτοί διαφοροποίησαν σημαντικά την παγκόσμια οικονομική διακυβέρνηση, σε σχέση με την προπολεμική περίοδο, εισάγοντας την αρχή της πολυμέρειας (multilateralism). Αυτό πρακτικά σήμαινε ότι οι διεθνείς οικονομικοί κανόνες θα θεσμοθετούνται και θα εφαρμόζονται με την διαμεσολάβηση των νέων θεσμών, χωρίς την επιρροή αποικιακών σχέσεων η διακρατικών προτιμήσεων. Οι μικρότερες χώρες απέκτησαν έτσι ένα βήμα και την -έστω ονομαστική αρχικά- δυνατότητα συμμετοχής τους στην διεθνή οικονομική διακυβέρνηση. Τόσο το ΔΝΤ και η Παγκόσμια Τράπεζα, όσο και ο ΠΟΕ, αποτελούν άλλωστε οργανισμούς του λεγομένου «συστήματος των Ηνωμένων Εθνών», μαζί με άλλους εξειδικευμένους οργανισμούς. Οι αναδυόμενες οικονομίες ενίσχυσαν αργότερα σημαντικά το ειδικό τους βάρος, παράλληλα με την ενίσχυση της οικονομικής τους δύναμης, όπως αντικατοπτρίζει και η δημιουργία των νέων αναπτυξιακών τραπεζών από τις χώρες αυτές.