Τώρα, που κατακάθισε ο κουρνιαχτός και οι κραυγές σχετικά με το Brexit και μπήκαν τα πράγματα σε μια συγκεκριμένη προοπτική, θα ήταν σκόπιμο να διατυπωθούν κάποιες σκέψεις, επισημάνσεις και διαπιστώσεις που θα μπορούσαν να αποβούν χρήσιμες και για το μέλλον. Το αναπάντεχο αποτέλεσμα του μοιραίου δημοψηφίσματος του 2016 εξέπληξε, δυσάρεστα, το μεγαλύτερο μέρος του πολιτικο-οικονομικού κατεστημένου του Ηνωμένου Βασιλείου, την υπόλοιπη Ευρώπη, την γραφειοκρατία των Βρυξελλών, αλλά και τον υπόλοιπο κόσμο. Οι υποστηρικτές της παραμονής του Η.Β. στην Ε.Ε. (κυβέρνηση, οικονομικό και ακαδημαϊκό κατεστημένο) διεξήγαγαν μία χλιαρή καμπάνια, ενώ και το πολιτικό προσωπικό της Ε.Ε. δεν ανησυχούσε ιδιαίτερα, ίσως γιατί θεωρούσαν ότι είχαν την πραγματικότητα και την λογική με το μέρος τους. Όπως αποδείχθηκε, έπεσαν τραγικά έξω. Τους διέφυγε ότι στην μεταμοντέρνα εποχή μας είναι πολύ εύκολο η αλήθεια να γίνει «μετα-αλήθεια», ότι η πραγματικότητα μπορεί, εύκολα, να διαστρεβλωθεί σε πλήθος μηντιακές «πραγματικότητες». Υποτίμησαν την δύναμη του λαϊκισμού, του ψέματος, του συναισθήματος, της ημιμάθειας των λαϊκών μαζών, την απροσμέτρητη ματαιοδοξία και εξουσιολαγνεία κάποιων πολιτικών (βλ. Boris Johnson) και το μέγεθος της επιρροής τους στον λαό. Το παράξενο είναι ότι, ακόμη και όταν η αντίθεση των υπέρμαχων του Brexit βασίζονταν σε μία υπαρκτή πραγματικότητα, επρόκειτο για πραγματικότητα που όλες οι κυβερνήσεις τους προσπάθησαν με όλες τις δυνάμεις τους να επιτύχουν.
«Παραδοξότητες»…
Εξηγούμαι: Αν ανατρέξουμε και θυμηθούμε την πολιτική και τις θέσεις του Η.Β. για την πορεία της Ε.Ε., από την δεκαετία του 1990, μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και την διάλυση του ανατολικού μπλοκ, έως και την προκήρυξη του δημοψηφίσματος, θα διαπιστώσουμε ανακολουθίες, αντιφάσεις, «παραδοξότητες».
Ειδικότερα, Το Η.Β. άσκησε όλη την επιρροή του και υποστήριξε με όλα τα μέσα του την επέκταση της Ε.Ε. προς Ανατολάς, με την ένταξη των πρώην κομμουνιστικών χωρών της ανατολικής Ευρώπης, αντί της εμβάθυνσης και περαιτέρω συνοχής που προκρινόταν από άλλα μέλη της Ε.Ε.
Πολλοί τότε θεωρούσαν, ότι τα πρώην κομμουνιστικά κράτη δεν ήταν έτοιμα να ενταχθούν, πλήρως και άμεσα, στις δομές της Ε.Ε. Αντίθετα, πρότειναν μεταβατικές περιόδους, ανάλογα με την πρόοδο του υποψήφιου προς ένταξη μέλους.
Η μαζική ένταξη τόσο πολλών χωρών με κατεστραμμένες ή καχεκτικές οικονομίες και ανύπαρκτους ή ατροφικούς πολιτικούς θεσμούς θα ήταν κάτι πρόωρο, θα έθετε σε κίνδυνο την μέχρι τότε επιτευχθείσα συνοχή, και θα δυσκόλευε την εύρυθμη λειτουργία και την λήψη αποφάσεων στην Ε.Ε.
Επιπλέον, η τεράστια διαφορά βιοτικού επιπέδου των χωρών μελών της Ε.Ε. με τις νέες προς ένταξη θα δημιουργούσε ισχυρές μεταναστευτικές πιέσεις και συμπίεση των αμοιβών στα παλαιά μέλη της Ε.Ε.
Όπως αποδείχθηκε είχαν σε όλα δίκιο…
Το Η.Β., λοιπόν, αφού επέτυχε, στο όνομα της μεγαλύτερης αγοράς, την επέκταση αντί της εμβάθυνσης, καθιστώντας την Ε.Ε. ακόμη πιο δυσλειτουργική, ακολούθως αποφάσισε να μην χρησιμοποιήσει τις προβλεπόμενες μεταβατικές διατάξεις για την ελεύθερη μετακίνηση και εγκατάσταση των εργαζομένων από τα νέα κράτη μέλη, με αποτέλεσμα την αθρόα μετοίκηση εργαζομένων από τις ανατολικές χώρες στην επικράτειά του. Αυτό θα μείωνε το κόστος εργασίας και θα καθιστούσε την βρετανική οικονομία πιο ανταγωνιστική, πράγμα που όντως έγινε.
Αντίθετα με όσα ισχυρίζονταν στην προπαγάνδα τους οι υπέρμαχοι του Brexit, σήμερα, όλοι οι σοβαροί αναλυτές συμφωνούν ότι η Βρετανική οικονομία και το κράτος κέρδισαν και συνεχίζουν να κερδίζουν από τους μετανάστες ανατολικοευρωπαίους (εποχιακούς ή μόνιμα εγκατεστημένους) εργαζόμενους.
Τελικά, αισθάνονται Ευρωπαίοι ή όχι;
Φάνηκε, όμως, ότι οι Βρετανοί στην πλειοψηφία τους θεωρούν, μάλλον, πιο ωφέλιμους οικονομικοκοινωνικά, με περισσότερες επαγγελματικές δεξιότητες και προσόντα, και πλησιέστερους πολιτιστικά εκείνους, που, κατά εκατομμύρια από την Ασία, την Αφρική, την Καραϊβική κλπ, παρεπιδημούν στη χώρα τους. Θυμάμαι, χαρακτηριστικά, πόσο παράξενα ένοιωσα όταν έβλεπα αποσβολωμένος τα σχετικά ρεπορτάζ δρόμου του BBC, κατά την διάρκεια της καμπάνιας του δημοψηφίσματος, όπου οι ερωτώμενοι με καταγωγή από Καραϊβική, Μαρόκο, Πακιστάν, Μπαγκλαντές, κλπ. (που, φυσικά, είχαν δικαίωμα ψήφου…) ήταν υπέρ του Brexit, γιατί -λέει- δεν ήθελαν τους ανατολικοευρωπαίους μετανάστες (εδώ η γιαγιά θα έλεγε: «ήρθαν τα άγρια να διώξουν τα ήμερα»…).
Είχα την εντύπωση ότι η Βρετανία, παράλληλα με τον απαράμιλλο και αξιοθαύμαστο κοσμοπολιτισμό της, είναι ακόμη χώρα πρωτίστως ευρωπαϊκή, με ότι αυτό συνεπάγεται. Μάλλον, έκανα λάθος. Ας είναι… Ο καθένας έχει την ευθύνη των επιλογών του.
Αλλά, οι ανακολουθίες και οι παραδοξότητες δεν σταματούν εδώ. Ομοίως, στην περίπτωση της Τουρκίας, η Βρετανική στάση ήταν αντίστοιχα «σχιζοφρενική». Η Βρετανία (μαζί με τις Η.Π.Α.) πίεσε τους εταίρους της στην Ε.Ε. να δοθεί στην Τουρκία το καθεστώς της υποψήφιας προς ένταξη χώρας και λίγο αργότερα ξεκίνησαν οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις. Το ότι η διαδικασία «πάγωσε», προς το παρόν, οφείλεται στα veto της Κύπρου, αλλά και στη γνωστή αντιδημοκρατική κατάσταση, που, εν τω μεταξύ, προέκυψε στο εσωτερικό της Τουρκίας. Παρ’ όλα αυτά, ένα από τα ισχυρότερα «επιχειρήματα»- φόβητρα της καμπάνιας των υπέρμαχων του Brexit ήταν ο κίνδυνος να πλημμυρίσει η Βρετανία με εκατομμύρια ανεπιθύμητων Τούρκων μεταναστών…
Αποκρυπτογραφώντας τις παραδοξότητες
Μπορεί, σε πρώτη ματιά, όλα τα παραπάνω να μας φαίνονται αλλοπρόσαλλα, ακατανόητα και εξοργιστικά. Όμως μόνο σε …πρώτη ματιά. Δεδομένου ότι η γεωγραφία παράγει όχι μόνο την ιστορία, αλλά και την αυτό-εικόνα, την εθνική ταυτότητα ενός λαού, οι Βρετανοί πάντα θεωρούσαν τον εαυτό τους σαν κάτι ξεχωριστό από τους υπολοίπους ευρωπαίους.
Είναι οι νησιώτες (islanders-insulars) της Ευρωπαϊκής ηπείρου. Η ετυμολογία της λέξης έχει λατινική ρίζα και στην πρώτη έννοιά της σημαίνει απομονωμένος. Αντίστοιχα, λοιπόν, διαμόρφωσαν την ματιά τους στον κόσμο και συνακόλουθα την πολιτική τους. Αυτό αποκρυσταλλώθηκε από την εποχή της Ελισάβετ Α΄ και συνεχίζεται αδιατάρακτα και με συνέπεια, ως τις μέρες μας. Ας μην ξεχνάμε, άλλωστε, τη σχετική γνωστή ρήση του W.Churchill, που, σε ελεύθερη μετάφραση, είπε «…αν έπρεπε να διαλέξουμε ανάμεσα στην θάλασσα και την ήπειρο θα διαλέγαμε την θάλασσα». Ένας από τους ακρογωνιαίους λίθους και διαχρονικούς άξονες της Βρετανικής πολιτικής, σχετικά με την Ευρώπη, ήταν και είναι να μην επιτρέψει την ανάδυση μίας κυρίαρχης ευρωπαϊκής ηπειρωτικής δύναμης, τόσο ισχυρής, ώστε να μπορεί να απειλήσει τα συμφέροντά της, αλλά και αυτήν ακόμη την εδαφική ακεραιότητά της. Ως εκ τούτου, το αντίπαλο δέος τους, κατά τον 16ο αιώνα, ήταν η Ισπανία, τον 17ο , 18ο και 19ο η Γαλλία, το πρώτο μισό του 20ου η Γερμανία, το δεύτερο μισό η Σοβιετική Ένωση, και, στις μέρες μας, η προοπτική μίας πολιτικά Ενωμένης Ευρώπης.
Γι’ αυτό και ο Ντε Γκωλ, που είχε μια σπάνια γνώση και αίσθηση της Ιστορίας και της Γεωπολιτικής, ήταν, αναφανδόν, κατά της ένταξης του Η.Β., στην τότε Ε.Ο.Κ. Αντιστάθηκε, μόνος αυτός, στις αφόρητες πιέσεις των υπολοίπων εταίρων και συμμάχων και προέβαλε ένα ακλόνητο και διαρκές veto ασκώντας την λεγόμενη πολιτική της «κενής έδρας» στα σχετικά συμβούλια και συνεδριάσεις. Έλεγε, σχετικά, ότι αν αφήσουμε να ενταχθεί το Η.Β., ως πλήρες μέλος, στις δομές της τότε Ε.Ο.Κ., θα ήταν σαν να βάζουμε ένα σκουλήκι στη σάρκα ενός άγουρου μήλου! Είναι χαρακτηριστικό ότι το Η.Β. κατάφερε να ενταχθεί στην τότε ΕΟΚ, μόνο μετά τον θάνατο του Ντε Γκώλ, και, αφού εν τω μεταξύ, είχε χάσει τις αποικίες και την οικονομική του ισχύ.
Ας σημειωθεί ότι το Η.Β. εντάχθηκε στην ΕΟΚ το 1973 (μαζί με την Ιρλανδία και την Δανία), αφού εκφράσθηκε και τότε με δημοψήφισμα ο βρετανικός λαός. Ήταν τότε, που εθεωρείτο και ήταν ο μεγάλος ασθενής της Ευρώπης. Με μία οικονομία καθημαγμένη από ραγδαία αποβιομηχάνιση, συνεχείς απεργίες και κοινωνική αναταραχή. Η στερλίνα κατέρριπτε το ένα ρεκόρ μετά το άλλο, στην πτωτική της πορεία. Η χώρα ήταν σε κατάσταση συνεχούς περιδίνησης. Ήταν η πρώτη ευρωπαϊκή χώρα, που επί πρωθυπουργίας Callahan κατέφυγε στο ΔΝΤ, για να σωθεί, αφού τα δημόσια οικονομικά της ήταν σε κακό χάλι. Όπως αποδείχθηκε στην συνέχεια, η ένταξή της στην ΕΟΚ υπήρξε σωτήρια για αυτήν όσο για λίγες άλλες χώρες. Η συμμετοχή της στην τεράστια Ευρωπαϊκή Κοινή αγορά σε συνδυασμό με τις ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις της Θατσερικής περιόδου την κατέστησαν τον υπ’ αριθμό ένα προορισμό ξένων επενδύσεων μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών.
Οι Βρετανοί, μολονότι υπέγραψαν για την ένταξή τους τις, ήδη, υφιστάμενες ευρωπαϊκές συνθήκες, οι οποίες, στο προοίμιό τους, αναφέρουν ότι συνάπτονται με απώτερο σκοπό μία ενωμένη πολιτικά Ευρώπη, εν τούτοις, ποτέ δεν έκρυψαν ότι δεν ενστερνίζονται το απώτατο και τελικό όραμα μιας ενωμένης ομοσπονδιακής Ευρώπης.
Είναι γνωστό ότι διαχρονικά η Βρετανική διανόηση -και πολιτική πρακτική- προέκρινε τον εμπειρισμό και είχε παγίως ισχυρές επιφυλάξεις σε κάθε μορφής θεωρητικά σχήματα, ιδεολογίες, ιδέες.
Το όραμα όμως μίας ενωμένης Ευρώπης, όπως όλα τα ευγενή οράματα, αποτελεί καταρχήν ιδέα. Ως εκ τούτου, είναι κάτι απολύτως ξένο, αν όχι εχθρικό, προς το πρακτικό πνεύμα των Βρετανών. Το Βρετανικό όραμα για την Ε.Ε. ορίζεται, κυρίως και πρωτίστως, ως μία τεράστια ελεύθερη ενιαία αγορά. Τίποτε περισσότερο, τίποτε λιγότερο.
Μόνιμο φρένο στην ενοποίηση
Όλα τα παραπάνω αντανακλώνται και χαρακτηρίζουν την συνολική στάση της Βρετανίας, όλα αυτά τα χρόνια μέσα στην Ε.Ε. Από την ένταξή της έως και την πρόσφατη έξοδό της, ο ρόλος της Βρετανίας στους ευρωπαϊκούς θεσμούς ήταν, παγίως, να φρενάρει κάθε προσπάθεια περαιτέρω ενοποίησης. Τα παραδείγματα πολλά. Σταχυολογώ τα πιο σημαντικά και χαρακτηριστικά:
– Κατά την δεκαετία του ’80 κατάφερε να εισαγάγει την «αρχή της επικουρικότητας», σύμφωνα με την οποία τα ζητήματα πρέπει, πρωτίστως, να λύνονται σε εθνικό επίπεδο και μόνο όταν αυτό δεν αρκεί, παραπέμπονται επικουρικά στα αρμόδια ευρωπαϊκά όργανα.
– Αρνιόταν να συναινέσει και ακύρωνε κάθε προσπάθεια συγκρότησης κοινής ευρωπαϊκής άμυνας, έστω και σε συμβολικό -εμβρυϊκό επίπεδο.
– Δεν υπέγραψε ποτέ την συνθήκη του Schengen για την κατάργηση των εσωτερικών συνόρων ανάμεσα στα κράτη μέλη.
– Αρνήθηκε να συμμετάσχει στο κοινό νόμισμα (Ευρώ).
– Πίεζε, συνεχώς, ώσπου το κατάφερε, επί Cameron, να μειωθεί για πρώτη φορά στην ιστορία της Ε.Ε. ο κοινοτικός προϋπολογισμός και να μειωθούν δραστικά τα κονδύλια για την ΚΑΠ (Κοινή Αγροτική Πολιτική). Οι συνέπειες στο εισόδημα των Ευρωπαίων αγροτών είναι, νομίζω, γνωστές σε όλους.
Αρκετά, όμως, με τα παρελθόντα. Ας προσπαθήσουμε να συλλογισθούμε τα μέλλοντα.
Ο διαπρεπής Άγγλος ιστορικός, Niall Ferguson, παρομοίασε το Brexit με οικογενειακό διαζύγιο, ως προς το ότι είναι κι αυτό ακριβό, δεν λύνει όλα τα προβλήματα, απεναντίας, δημιουργεί νέα. Τέτοια θα μπορούσαν να είναι η καθίζηση των ξένων επενδύσεων στο Η.Β., ο κίνδυνος για την εσωτερική συνοχή του με το ενδεχόμενο απόσχισης της Σκωτίας, η αναζωπύρωση της έντασης στη Β. Ιρλανδία. Θεωρεί ότι στο αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος υπερίσχυσε το συναίσθημα εις βάρος του ορθολογισμού. Έτσι, κατά την άποψή του, περάσαμε από το democracy στο emocracy (από το emotion). Από την δημοκρατία διολισθήσαμε στην συναισθηματοκρατία. Το χειρότερο, δε, είναι ότι ο πολίτης, συχνά, εκλαμβάνει το συναίσθημά του ως λογικό επιχείρημα. Αδυνατεί να δει την διαφορά μεταξύ συναισθήματος και λογικού επιχειρήματος.
Και, τώρα, τι;
Ας μην είμαστε όμως τόσο απαισιόδοξοι. Όσον αφορά την Ε.Ε., η απουσία της Βρετανίας από τους κόλπους της μπορεί να καταστεί θετική εξέλιξη. Θα την ωφελήσει μακροπρόθεσμα, αφού θα επιτρέψει να γίνουν τα απαραίτητα βήματα για περαιτέρω ενοποίησή της.
Ακόμη και για το Η.Β., το μέλλον δεν είναι, απαραίτητα, δυσοίωνο. Θα είναι χρήσιμο και για όλη την Ευρώπη να δοκιμασθεί ένα νέο «παράδειγμα». Ας μην ξεχνάμε ότι η ύπαρξη ποικίλων, διαφορετικών, συναγωνιζόμενων και δοκιμαζόμενων «παραδειγμάτων», δια μέσου της ιστορίας, συνέβαλε καθοριστικά στο να καταστεί η Ευρώπη η κυρίαρχη δύναμη του κόσμου, κατά τους πέντε τελευταίους αιώνες.
Με τo Brexit, τελείωσε η πρώτη μόνο φάση ενός μακρού εγχειρήματος. Ακολουθούν διαπραγματεύσεις για να καθορισθεί η νέα σχέση μεταξύ Ε.Ε. και Η.Β. Κανένα από τα δύο μέρη δεν έχει την πολυτέλεια της αποτυχίας. Είμαστε καταδικασμένοι να καταλήξουμε σε μία στενή, λειτουργική και αμοιβαία επωφελή σχέση.
Το εν λόγω διαζύγιο αποτελεί παλινδρόμηση της Ιστορίας ή θετική γραμμική εξέλιξή της; Το ερώτημα παραμένει ανοικτό.
Εξαρτάται από εμάς αν θα το μετατρέψουμε σε ζημιά ή προίκα για το μέλλον…