Εκεί όπου η πολιτική αδυνατεί να πείσει, η προοπτική της σύγκρουσης επιστρέφει ως ένα από τα εργαλεία σχεδιασμού. Ο κόσμος μοιάζει να μαθαίνει ξανά, μεθοδικά, να ζει με τον πόλεμο ως λογικό ενδεχόμενο…Πριν ξεσπάσει ένας πόλεμος, προηγείται πάντα μια σιωπή. Μια σύνθετη, γεμάτη προσχήματα σιωπή, όπου επαναλαμβάνονται λέξεις όπως «διπλωματία», «σταθερότητα» και «διεθνές δίκαιο», ενώ στα παρασκήνια ξεκινούν οι εσωτερικές ασκήσεις προετοιμασίας: οικονομικές, τεχνολογικές, στρατιωτικές, ιδεολογικές.
Ως καθηγητής στη Σχολή Ευελπίδων, διδάσκω πώς σχεδιάζεται ένας πόλεμος – και γι’ αυτό γνωρίζω καλά πόσο εύθραυστη είναι η ειρήνη. Το κείμενο που ακολουθεί δεν είναι ένα αφηρημένο σχήμα γεωπολιτικής σκέψης. Είναι περιγραφή του πώς προετοιμάζεται η σύγκρουση όταν η ειρήνη μένει στα λόγια και όχι στις πράξεις. Είναι μια αποτύπωση του τρόπου με τον οποίο η ισχύς αναδιατάσσεται, προετοιμάζεται και μετασχηματίζεται στον 21ο αιώνα – με όρους παραγωγής, χρηματοδότησης, πληροφορίας και βιομηχανικής λογικής. Πώς ενσωματώνεται στη «λογική» των συστημάτων, στις προτεραιότητες των κρατών, στις απαιτήσεις της ασφάλειας, όταν όλα τα άλλα εργαλεία έχουν εξαντληθεί. Μια γνώση που ίσως δεν θα έπρεπε να μας είναι απαραίτητη – αλλά που γίνεται όλο και πιο επίκαιρη.
Αν το μοιράζομαι σήμερα με το ευρύτερο κοινό, είναι γιατί πιστεύω πως μόνο αν κατανοήσουμε πώς λειτουργεί η μηχανική της σύγκρουσης, θα μπορέσουμε –ως κοινωνίες και ως πολίτες– να αποτρέψουμε, ίσως, την ενεργοποίησή της. Δεν απευθύνομαι στο συναίσθημα, αλλά στον υπολογισμό. Μέσα από τις γραμμές του κειμένου θέλω να διαφανεί το πιο ανησυχητικό: ότι η «λογική» του πολέμου, επιστημονικά τεκμηριωμένη, μπορεί να επικρατήσει όταν η πολιτική αποτύχει να δώσει άλλη απάντηση. Παρουσιάζω την πολεμική γνώση για να την ξορκίσουμε. Γιατί όσοι προετοιμάζονται για πόλεμο, είναι συνήθως οι πρώτοι που εύχονται να μη χρειαστεί ποτέ…
Τα συστατικά της ισχύος
Η κυρίαρχη επιστημονική ανάλυση για την ισχύ ενός κράτους στο διεθνές σύστημα περιλαμβάνει πληθώρα μετρήσιμων (ή ποσοτικοποιημένων) παραγόντων για την ανάλυση της γεωπολιτικής ισχύος κάθε χώρας. Ειδικότερα αναλύονται:
-Δημογραφικοί παράγοντες (πληθυσμός και ηλικιακή σύνθεση)
-Οικονομικοί παράγοντες (ΑΕΠ και μακροχρόνιος ρυθμός ανάπτυξης, επίπεδο χρέους, ελλειμμάτων ή πλεονασμάτων, επενδύσεις, αποταμίευση, επιτόκια, πληθωρισμός κλπ.)
-Στρατιωτικοί παράγοντες [εξοπλισμοί, πολεμική βιομηχανία, τεχνολογία, στρατηγική επίθεσης ή άμυνας, τοποθεσίες βάσεων, σύνθεση δυνάμεων (στρατός ξηράς, ναυτικό, αεροπορία), συμβατικά πυρηνικά όπλα κλπ.]
-Κλιματικοί παράγοντες (βροχοπτώσεις, ηλιοφάνεια, ξηρασία, παγετώνες κλπ.)
-Γεωγραφικοί παράγοντες (χερσαίες δυνάμεις, θαλάσσιες δυνάμεις, υδάτινα εμπόδια, έρημοι, ορεινό πεδινό έδαφος κλπ)
-Ενεργειακοί παράγοντες (άνθρακας, πετρέλαιο, φυσικό αέριο, σχιστολυθικό αέριο, ΑΠΕ, πυρηνική ενέργεια κλπ.)
-Στρατηγικές πρώτες ύλες (σίδηρος, χάλυβας, σπάνιες γαίες)
-Θεσμικοί παράγοντες (φιλελεύθερες δημοκρατίες, ολοκληρωτικά καθεστώτα, μοναρχίες, θεοκρατικά καθεστώτα κλπ.)
-Συμμαχίες χωρών
Σε περίοδο ειρήνης οι χώρες που δρουν στο διεθνές σύστημα, ανεξάρτητα του μεγέθους των, χρησιμοποιούν το διεθνές εμπόριο ως μέσο μείωσης των αδυναμιών τους (εισαγωγή προϊόντων που δεν δύνανται να παραγάγουν εσωτερικά), αλλά και ενδυνάμωσης της επιρροής τους (εξαγωγές και άμεσες ξένες επενδύσεις σε άλλες χώρες).
Οικονομική θεωρία, πόλεμος και παράγοντες ισχύος
Σε περίοδο χρονικά παρατεταμένων πολεμικών επιχειρήσεων η συσχέτιση οικονομικής ισχύος και στρατιωτικής κινητοποίησης αναφέρεται στο μακροοικονομικό επίπεδο της εθνικής οικονομίας. Ειδικότερα, η διεθνής βιβλιογραφία τονίζει τη σημασία της μεγιστοποίησης των παραγωγικών συντελεστών, καθώς και της βέλτιστης χρήσης τους για παραγωγή πολεμικού υλικού, χωρίς να παραγνωρίζονται οι ανάγκες των πολιτών και του εσωτερικού μετώπου σε μία μακροχρόνια σύγκρουση. Επίσης, η πολιτική των επιχειρήσεων οι οποίες σε συνθήκες πολέμου, οφείλουν να αναθεωρήσουν στόχους για κέρδη, μερίσματα, επενδύσεις κλπ. Επίσης, πρέπει να αναπροσαρμόσουν τις απαιτήσεις τους σε πρώτες ύλες καθώς και σε εργατικό δυναμικό, τμήμα του οποίου αναγκάζεται να κινητοποιηθεί στη πολεμική μηχανή. Το κράτος θα πρέπει να βελτιώσει το σύστημα φορολογίας για την κάλυψη των αμυντικών δαπανών. Ο ρόλος των χρηματαγορών, της κεντρικής τράπεζας και των λοιπών τραπεζικών ιδρυμάτων είναι εξ ίσου σημαντικός σε παρατεταμένο συμβατικό πόλεμο. Ειδικότερα, οι χρηματαγορές οφείλουν να χρηματοδοτήσουν τμήμα του υψηλού δημοσίου χρέους που δημιουργείται από τις αμυντικές δαπάνες. Το χρέος αυτό πρέπει να είναι μακροχρόνιο και με χαμηλό επιτόκιο. Σε περίπτωση που αυτό δεν είναι εφικτό, τότε και η κεντρική τράπεζα οφείλει να χρηματοδοτήσει τμήμα των αυξημένων δαπανών με αύξηση της προσφοράς χρήματος, σε τέτοιο όμως βαθμό, ώστε να μην δημιουργείται υπερπληθωρισμός στην οικονομία. Παράλληλα και οι καταθέσεις στο τραπεζικό σύστημα θα πρέπει σε μεγάλο βαθμό να χρηματοδοτήσουν τη πολεμική προσπάθεια.
Οι ανωτέρω παράγοντες οδηγούν σε νίκη ή ήττα σε επίπεδο υψηλής στρατηγικής. Δεν μπορούν, όμως, να καθορίσουν τους παράγοντες που οδηγούν σε νίκη ή ήττα σε τακτικό επίπεδο ή σε επίπεδο πολιτικό-οικονομικό, δηλαδή σε επίπεδο περιορισμένου πολέμου.
Για μεγάλο χρονικό διάστημα, η κυρίαρχη στρατιωτική άποψη συνοψιζόταν στην έννοια της στρατηγικής της (στρατιωτικής) εκμηδένισης του αντιπάλου (Niederwerfungsstrategie), η οποία υπάρχει στον Κλάουζεβιτς.
Η στρατηγική του εκμηδενισμού επιτυγχάνεται με δύο τρόπους. Ο πρώτος είναι μια αποφασιστική μάχη (Vernichtungsschlact) για την οποία πολλές φορές απαιτείται ένας στρατιωτικός ελιγμός (Kesselschlacht). Ο δεύτερος, είναι η στρατηγική της φθοράς ή πόλεμος φθοράς των αντιπάλων δυνάμεων (Ermattungsstrategie), δηλαδή μία σειρά επιτυχημένων μαχών. Ουσιαστικά, ο πόλεμος μέχρι το 1914 ήταν συνδεδεμένος με την επιτυχία ή την αποτυχία στο πεδίο της μάχης. Η οικονομική παράμετρος του πολέμου αν και σημαντική είχε περιθωριοποιηθεί.
Η πρώτη προσπάθεια εφαρμογής οικονομικών θεωριών στο στρατιωτικό σχεδιασμό (όχι όμως στο σχεδιασμό του πεδίου της μάχης) αναφέρεται στο κλάδο των οικονομικών της άμυνας. Πρόκειται για κλάδο της οικονομικής επιστήμης ο οποίος εξετάζει το ύψος των αμυντικών δαπανών και τις επιπτώσεις αυτών στην οικονομία, τους εξοπλιστικούς ανταγωνισμούς, το εμπόριο όπλων, την οικονομική θεωρία των συμμαχιών, την ανταγωνιστικότητα της πολεμικής βιομηχανίας και τις οικονομίες κλίμακας και σκοπού σε αυτή. Εξετάζονται, επίσης, θέματα όπως το κόστος ευκαιρίας των εξοπλισμών, η διάχυση του οφέλους των δαπανών ανάπτυξης και έρευνας στον πολιτικό τομέα της οικονομίας, το κόστος του αφοπλισμού, τη σχέση κόστους / οφέλους της αγοράς οπλικών συστημάτων, το οικονομικό κόστος ασύμμετρων απειλών κλπ.
Η δεύτερη προσπάθεια μερικής εφαρμογής οικονομικών αρχών σε ζητήματα στρατιωτικού σχεδιασμού έλαβε χώρα το 1982, όταν οι Brennan & Tullock (1982) εφάρμοσαν την θεωρία παιγνίων στις στρατιωτικές τακτικές. Συγκεκριμένα, τονίζουν ότι ο κάθε στρατιώτης έχει την τάση να δρα σε συνθήκες μάχης για το προσωπικό του όφελος και όχι για το συνολικό καλό του στρατεύματος. Έτσι, είναι απαραίτητο ένα σύστημα επιτήρησης και ελέγχου για την αποφυγή τέτοιων συμπεριφορών.
Η τρίτη προσπάθεια η οποία αναφέρεται σε προσπάθεια εφαρμογής οικονομικών αρχών στη στρατιωτική πρακτική προέρχεται από τους Brauer & Van Tuyll (2008). Οι συγγραφείς αναλύουν επιλεγμένες στρατιωτικές πρακτικές και σχεδιασμούς από την εποχή του Μεσαίωνα, της Αναγέννησης, μέχρι και το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Προσπαθούν να αποδείξουν, -όχι πάντοτε με επιτυχία-, ότι οικονομικές αρχές υπήρχαν σε μεγάλο βαθμό στη σκέψη στρατιωτικών ηγετών. Έτσι, π.χ. στο Μεσαίωνα η απόφαση για τη δημιουργία και διατήρηση ενός κάστρου, παρά το αυξημένο οικονομικό κόστος ήταν προτιμότερη επιλογή, από αυτή της διατήρησης ενός μεγάλου μεγέθους μισθοφορικού στρατεύματος. Το επιχείρημα των συγγραφέων είναι ότι ο σχεδιασμός και η εκτέλεση ενός πολέμου απαιτεί επιλογές. Οι επιλογές αυτές καθορίζονται σε μεγάλο βαθμό από 6 οικονομικές αρχές:
1) Κόστος ευκαιρίας. Αναφέρεται στην δαπάνη συγκεκριμένων ανθρώπινων και υλικών πόρων, για την επίτευξη ενός αποτελέσματος, όταν αυτοί θα μπορούσαν να έχουν εναλλακτικές χρήσεις (π.χ. αναπτύσσω δυνάμεις σε νησιά ή σε χερσαίους όγκους;).
2) Αναμενόμενο οριακό κόστος και οριακό όφελος. Υιοθετεί την αρχή ότι μία πράξη είναι ορθή, εφ’ όσον το όφελος από αυτή είναι υψηλότερο του κόστους. (π.χ. η ύπαρξη εκπαιδευμένης εφεδρείας μπορεί να έχει κόστος, αλλά την περίοδο του πολέμου το όφελος είναι υψηλότερο, αφού οι συγκεκριμένοι άνδρες θα έχουν υψηλότερη μαχητική ικανότητα και μικρές απώλειες.)
3) Υποκατάσταση. Ποιο όπλο θα χρησιμοποιηθεί σε μία επιχείρηση (στρατός, ναυτικό ή αεροπορία) για να πλήξει τον αντίπαλο; Ο αντίπαλος θα δεχθεί επίθεση από πεζικό, ιππικό ή τεθωρακισμένα (στους νεότερους πολέμους) ή από τον συνδυασμό των ανωτέρω; Ποιοι οι ρόλοι του πυροβολικού;
4) Φθίνουσες οριακές αποδόσεις. Η έννοια των φθινουσών οριακών αποδόσεων συνδέεται με τη θεωρία της παραγωγής. Ένας εργαζόμενος μπορεί να παράγει 10 μονάδες του αγαθού Χ, (έστω πορτοκαλάδα) ημερησίως. Ένας δεύτερος εργαζόμενος παράγει 9 μονάδες, ένας τρίτος 8 μονάδες κλπ. Έτσι, μπορεί ο μεγαλύτερος αριθμός εργαζομένων να συνδέεται με αύξηση της συνολικής παραγωγής, αλλά η αύξηση αυτή έχει φθίνοντα ρυθμό. Μία λύση στο πρόβλημα είναι η τεχνολογική ανάπτυξη. Σε στρατιωτικούς όρους η έννοια των φθινουσών οριακών αποδόσεων έχει εφαρμογή. Ειδικότερα, ξεκούραστα στρατεύματα με υψηλό ηθικό έχουν άλλη απόδοση σε σχέση με κουρασμένα στρατεύματα και χαμηλό ηθικό. Ο εφοδιασμός των συγκεκριμένων στρατευμάτων με τεχνολογικά εξελιγμένα οπλικά συστήματα δεν είναι βέβαιο ότι θα λειτουργήσει θετικά.
5) Ασύμμετρη πληροφόρηση & κρυμμένα χαρακτηριστικά. Ως οικονομικοί παίκτες τα άτομα έχουμε διαφορετικό επίπεδο πληροφόρησης. Όμως, η ασύμμετρη πληροφόρηση υπάρχει κατ’ εξοχή στις πολεμικές επιχειρήσεις. Άρα, δεν γνωρίζουμε με βεβαιότητα τα σχέδια του αντιπάλου, τη σύνθεση των δυνάμεών του, την ύπαρξη ή όχι νέας τεχνολογίας οπλικών συστημάτων στο αντίπαλο οπλοστάσιο. Πολλές φορές δεν γνωρίζουμε πλήρως το πεδίο της μάχης και τη γεωγραφία της περιοχής. Δεν γνωρίζουμε το χρόνο επίθεσης ή αντεπίθεσης του αντιπάλου, το μέγεθος των εφεδρικών δυνάμεων κλπ. Δεν γνωρίζουμε επακριβώς το ηθικό και τη δύναμη πυρός του αντιπάλου. Είναι σαφές ότι υπάρχουν ασύμμετρη πληροφόρηση & κρυμμένα χαρακτηριστικά.
6) Κεκαλυμμένη δράση & κρυμμένα χαρακτηριστικά. Στην οικονομική θεωρία αναφέρονται στην ανάλυση εργοδότη / πελάτη-εργαζόμενου (principal-agent). Ο πελάτης ζητά μία υπηρεσία την οποία παρέχει ο εργαζόμενος. Όμως, ο πελάτης δεν μπορεί να είναι βέβαιος για την ποιότητα του έργου του εργαζόμενου, λόγω οπορτουνιστικής συμπεριφοράς του τελευταίου. Έτσι, π.χ. όταν ο πελάτης πληρώνει για την επισκευή του αυτοκινήτου του δεν γνωρίζει αν πράγματι ο εργαζόμενος δαπάνησε τον αριθμό των ωρών που ο ίδιος ισχυρίζεται για την επισκευή, ούτε γνωρίζει αν τα υλικά που χρησιμοποιήθηκαν είναι τα κατάλληλα.
Στις πολεμικές επιχειρήσεις οι στρατιώτες δε γνωρίζουν αν υπηρετούν «εθνικές στρατηγικές» ή απλά και μόνο τη στρατηγική σκέψη ενός στρατηγού που αυτός θεωρεί ότι η επίθεση ή η άμυνα τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή στο συγκεκριμένο γεωγραφικό σημείο είναι ορθή. Μήπως, οι στρατιώτες είναι θύματα των ανωτέρων τους οι οποίοι με τη σειρά τους έχουν προσωπικές στρατηγικές;
Τέλος, το ανωτέρω πρόβλημα αναφέρεται και στις σχέσεις πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας. Πολλές φορές, οι πολιτικοί έχουν κατηγορήσει τους στρατιωτικούς για το ατυχές αποτέλεσμα ενός πολέμου ή μίας συγκεκριμένης επιχείρησης. Αντίστροφα, οι στρατιωτικοί έχουν κατηγορήσει τους πολιτικούς για ανύπαρκτη πολεμική προπαρασκευή από την περίοδο της ειρήνης ή για ανεφάρμοστους στόχους και απαιτήσεις σε περίοδο πολέμου. Η ρήση του Κλεμανσώ είναι ακόμα η χαρακτηριστικότερη: «Ο πόλεμος είναι πολύ σοβαρή υπόθεση για να την αφήσουμε στα χέρια των στρατιωτικών». Η συγκεκριμένη ρήση αποτελεί την ισχυρότερη απόδειξη της εμπλοκής των πολιτικών, τόσο στην εκπόνηση στρατιωτικών σχεδίων, όσο και στην εκτέλεση πολεμικών επιχειρήσεων.
Στρατιωτική Τακτική
Ο παρακάτω Πίνακας παρουσιάζει συνοπτικά τις δυνητικές διαθέσιμες στρατιωτικές τακτικές σε επίπεδο πολεμικών επιχειρήσεων.
ΕΙΔΗ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗΣ TAKTIKHΣ KATA JOHNSON & WHITBY & FRANCE(2010)
Oι επιμέρους στρατιωτικές τακτικές έχουν ως τελικό στόχο την υλοποίηση είτε του δόγματος της αποφασιστικής μάχης που οδηγεί σε γρήγορη καταστροφή του αντιπάλου είτε στην υλοποίηση του δόγματος της στρατηγικής φθοράς του αντιπάλου σε χρονικά παρατεταμένο πόλεμο.
Τα ανωτέρω δόγματα και τακτικές εξακολουθούν να εφαρμόζονται στο νέο αιώνα με διαφορετικούς τρόπους. Η εισαγωγή του πυραυλικού πολέμου σε συνδυασμό με τη χρήση των μη-επανδρωμένων μαχητικών οχημάτων UCAVs και περιφερόμενων πυρομαχικών (loitering munitions) και η ιδέα της πολυ-χωρικής μάχης (multi–domain battle) αλλάζουν τις τακτικές αλλά όχι τη φύση του πολέμου.
Και τώρα τι;
Αν και ένας πόλεμος του 21ου αιώνα είναι διαφορετικός από εκείνους των προηγούμενων εποχών, η εξέλιξή του εξακολουθεί να συναντά τις ίδιες διαχρονικές προκλήσεις. Μπορεί η ισχύς πυρός, οι δυνάμεις, οι απώλειες ή η κατανάλωση πυρομαχικών να ποσοτικοποιούνται· όμως η ηθική αντοχή ενός λαού, το θάρρος, το σοκ, το ηθικό, η αποδοχή ή η άρνηση στο πεδίο της μάχης με χρήση μη-συμβατικών μέσων, δεν μπαίνουν σε εξισώσεις. Σε κάθε πόλεμο θα υπάρχει πάντα ο παράγοντας της αβεβαιότητας και του αγνώστου. Και, ίσως αυτός να είναι ο σημαντικότερος.
Δεν είναι τυχαίο ότι αναλύουμε τη στρατηγική του πολέμου με όρους αγοράς, κόστους ευκαιρίας, θεωρίας παιγνίων και ασύμμετρης πληροφόρησης. Ο κόσμος μετασχηματίζεται χωρίς να επιστρέφει στα παλιά – αλλά χωρίς να τα εγκαταλείπει κιόλας.
Σήμερα, ο πόλεμος δεν ξεκινά με ένα πυροβολισμό. Ξεκινά όταν η πολιτική χάνει την ικανότητα να εμπνέει όταν η διπλωματία γίνεται προσχηματική και όταν η οικονομία παύει να εξυπηρετεί τον άνθρωπο. Τότε, η ισχύς παύει να είναι επιλογή – και γίνεται μονόδρομος.
Αν κάτι πρέπει να διεκδικήσουμε «πριν το μετά», είναι η δυνατότητα να επανεφεύρουμε την ειρήνη – όχι ως απουσία πολέμου, αλλά ως παρουσία πολιτικής, σκοπού και κοινού προσανατολισμού.