Ξεκινήσαμε το όραμα αυτό της Εποικοδομητικής Δημοσιογραφίας έχοντας, από το πρώτο κιόλας τεύχος μας, τονίσει ότι, στην αρθρογραφία μας, η «Παιδεία» θα αποτελεί αιχμή του δόρατος για την Ελλάδα του αύριο. Και ότι, τρόπον τινά, όλη η λογική των άρθρων μας θα αποτελεί ένα ‘διαρκές αφιέρωμα’ σ’ αυτή. Αυτό, μέχρι σήμερα, προσπαθούμε να κάνουμε.
Στο πρώτο άρθρο μας, τότε, για την «Παιδεία: Και τώρα τι;» είχαμε θέσει το ερώτημα: Τι όραμα έχουμε ως πολίτες, ως κοινωνία, ως πολιτική, για την Ελληνική μας Παιδεία, την καλλιέργεια και την μόρφωση, από την πρωτοβάθμια μέχρι την Ανώτατη βαθμίδα, και, συνεχίσαμε εισηγούμενοι ένα γόνιμο διάλογο, αναζητώντας τι χρειάζεται να κάνουμε, από εδώ και πέρα, αν θέλουμε να αλλάξουμε την κατεύθυνση των εξελίξεων, αναδεικνύοντας λύσεις και απαντήσεις, καλές πρακτικές, θετικότητα και αισιοδοξία για το αύριο…!
Ο στόχος της δημοσιογραφίας μας, όπως επισημαίνουμε σε κάθε ευκαιρία, είναι να χτίσουμε μαζί μια κοινότητα που συζητά εποικοδομητικά, αντί να αναζητούμε εχθρούς και ενόχους… Και, επιμένουμε, ακολουθώντας μια σύγχρονη προσέγγιση του ορισμού της Δημοσιογραφίας: «Σύγκλιση των κοινοτήτων σε μια πολιτισμένη, ενήμερη και παραγωγική συζήτηση, μειώνοντας την πόλωση και οικοδομώντας την εμπιστοσύνη μέσω της βοήθειας των πολιτών να βρουν κοινό έδαφος σε γεγονότα και συνεννόηση» -όπως τόσο μεστά το έχει αποδώσει ο καθηγητής της Δημοσιογραφικής Σχολής του Πανεπιστήμιου της Νέας Υόρκης Jeff Jarvis.
Στην προσπάθεια αυτή, ορμώμενοι από το τελευταίο νομοσχέδιο για την Ανώτατη Εκπαίδευση που έφερε η υπουργός κα Νίκη Κεραμέως, και, τις αντιδράσεις που είδαμε να προκαλούνται, στους δρόμους και στη Βουλή, αποφασίσαμε να επιδιώξουμε την δημιουργία μια στήλης με τίτλο «Γεφυρώνοντας Χάσματα» όπου θα καλούμε τους, σκεπτόμενους τουλάχιστον, ανθρώπους της χώρας μας (από κάθε τομέα, από την πολιτική, την ακαδημία, την επιστήμη και την τέχνη, την αγορά και απ’ την κοινωνία γενικά) να συζητούμε εποικοδομητικά, παρά τις όποιες τυχόν διαφορές μας, προσπαθώντας να μοιραστούμε κοινές ανησυχίες και προβληματισμούς, ψάχνοντας να βρούμε λύσεις και να καλύπτουμε διαστάσεις και αποστάσεις, σε καίρια θέματα που απασχολούν την κοινωνία και το μέλλον μας. Και τι περισσότερο να ξεκινήσουμε από το θέμα «Παιδεία» που αφορά τα πάντα -καθώς, από εκεί ξεκινούν και εκεί καταλήγουν τα πάντα-, ιδιαίτερα και ευρύτερα… Όπως επισήμαινε και ο Πλάτων (για να μην ξεχνούμε και τους Αρχαίους ημών προγόνους που είχαν πει τα «πάντα»), η Παιδεία (με την έννοια της μόρφωσης και της καλλιέργειας) «είναι η μετάβαση από το σκοτάδι στο φως».
Όπως αναφέρει και το Σύνταγμά μας (άρθρο 16 παρ.2): «H παιδεία αποτελεί βασική αποστολή του Κράτους και έχει σκοπό την ηθική, πνευματική, επαγγελματική και φυσική αγωγή των Ελλήνων, την ανάπτυξη της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης και τη διάπλασή τους σε ελεύθερους και υπεύθυνους πολίτες».
Γι’ αυτήν την αγωγή και την διάπλαση σε ελεύθερους και υπεύθυνους πολίτες θέλουμε να συζητήσουμε, προσπαθώντας να βρούμε τους καλύτερους και πιο σύγχρονους τρόπους και πρακτικές να το επιδιώκουμε…
Να θέσουμε τα δάχτυλα επί των τύπων των ήλων, να τολμήσουμε να μιλήσουμε για τα ουσιώδη, τις κακοδαιμονίες, τις αγκυλώσεις, τις παραλήψεις μας -παραμερίζοντας τις όποιες ιδεοληψίες… Τις σύγχρονες προκλήσεις που αφορούν γενικά την Παιδεία μας, από την πρωτοβάθμια εκπαίδευση έως και τα Πανεπιστήμια μας. Προβλήματα και παθογένειες που άλλες χώρες έχουν ξεπεράσει δεκαετίες τώρα, ενώ, για μας μοιάζουν ακόμα ανυπέρβλητα…
Ζητήματα που, δεκαετίες τώρα, ανακυκλώνονται διαρκώς, αλλά, λύσεις ουσιαστικές δεν έχουν δοθεί. Αντιμετωπίζοντάς τα όλα αποσπασματικά, χωρίς να οικοδομούμε πάνω στα καλά προηγούμενα, αλλά, με λογικές «προσωπικών πολιτικών σφραγίδων» εξαρχής…
Το αποτέλεσμα είναι να μην ασκείται μια ενιαία συνεχής και εξελικτική εκπαιδευτική πολιτική, αλλά σε κάθε κυβερνητική αλλαγή, ή αλλαγή Υπουργού Παιδείας, αυτή να μεταβάλλεται… Να έρχονται, έτσι, κάθε φορά, καινούργια εκπαιδευτικά νομοσχέδια τα οποία, λίγο-πολύ, ρυθμίζουν απαρχής τα ίδια θέματα, αλλά, κατόπιν, πάλι λόγω εκ νέου κυβερνητικής αλλαγής δεν προφταίνουν να εφαρμοσθούν…
Για νόμους, δηλαδή, που έρχονται και παρέρχονται. Αντί να χτίζουμε πάνω σε ότι θετικό προηγείται, εμείς το γκρεμίζουμε και «φτου και απ’ την αρχή»… Σίσυφοι εξ ιδίας βουλήσεως …
Δεν χρειάζεται, λοιπόν, να αποτελεί ζητούμενο το πώς είναι δυνατόν να επιτύχουμε έναν εθνικό σχεδιασμό και εφαρμογή μακροχρόνιας πολιτικής στο χώρο της Παιδείας…;
Και ας εκδιπλώσουμε θέσεις, προβληματισμούς και ερωτήματα, προκαλώντας, ουσιαστικά, για εποικοδομητικό διάλογο… Σκοπός, απ’ το επόμενο τεύχος μας να κληθούν, μέσω της στήλης μας, να τοποθετηθούν, αρχικά, πολιτικοί και ακαδημαϊκοί στην προσπάθεια γεφύρωσης των χασμάτων…
Να αρχίσουμε πρώτα από τα «τετριμμένα», που, παρόλα αυτά, για την χώρα μας, αποτελούν κάποιο είδος «μεταρρυθμιστικών τομών»…
Το τελευταίο νομοσχέδιο του υπουργείου Παιδείας που ψηφίστηκε, τελικά, στις 11/2/2021 αντιμετωπίζει κάποιες απ’ τις παθογένειες στα ΑΕΙ. Ορίζει:
– Τον τρόπο εισαγωγής στα πανεπιστήμια (ελάχιστη βάση εισαγωγής, συγκεκριμένος αριθμός επιλογών στο μηχανογραφικό, με παράλληλη συμπλήρωση μηχανογραφικού δελτίου για την εγγραφή του φοιτητή σε ένα τμήμα επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης διετούς φοίτησης-δημόσιο ΙΕΚ.)
– Την ανώτατη χρονική διάρκεια σπουδών, προκειμένου να μην υπάρχουν, πλέον, λιμνάζοντες φοιτητές.
– Το θέμα φύλαξης της περιουσίας και των ανθρώπων, που εργάζονται και φοιτούν στα πανεπιστήμια (ελεγχόμενη είσοδος στα ΑΕΙ, ίδρυση Μονάδας και Επιτροπής ασφαλείας και προστασίας στα ΑΕΙ, θεσμοθέτηση Ομάδας Προστασίας Πανεπιστημιακών Ιδρυμάτων που θα υπάγεται στην Ελληνική Αστυνομία, πρόβλεψη ολοκληρωμένου πλαισίου πειθαρχικού δικαίου στα ΑΕΙ).
Τα μέτρα αυτά μπορεί να είναι εμβληματικά και ουσιαστικά, καθώς, όμως, δεν εντάσσονται σε ένα γενικότερο πλαίσιο, θα μπορούσαμε να τα χαρακτηρίσουμε αποσπασματικά. Η ερώτηση δηλαδή είναι: Γιατί κάποιες παθογένειες και όχι όλες…;
Δεν είχαν αντιμετωπίσει αρκετές απ’ αυτές παλαιότερα νομοσχέδια όπως της Γιαννάκου και της Διαμαντοπούλου…;
Στα τέλη Αυγούστου του 2011, 255 βουλευτές υπερψηφίζουν τον νόμο 4009/ 11, γνωστό ως νόμο Διαμαντοπούλου. Αυτός, ανάμεσα σε άλλα, προέβλεπε κατάργηση του ασύλου, δημιουργία επιτροπών αξιολόγησης, εκλογή των συμβουλίων διοίκησης, εκλογή του πρύτανη από τα μέλη ΔΕΠ χωρίς συμμετοχή των φοιτητών (η πολιτική εξέλιξη, τότε, πλασάρεται ως ευρείας συναίνεσης, με στόχο μια ουσιαστική μεταρρύθμιση που θα έσπαζε όχι μόνο τα κλειστά συστήματα των καταληψιών, αλλά κι εκείνα της διοίκησης των ιδρυμάτων, μόνο που το ίδιο το πολιτικό σύστημα υπονόμευσε στη συνέχεια την επιτυχία του…)
Δεν θα ήταν ευκαιρία, η νέα κυβέρνηση (από την αρχή μάλιστα της θητείας της) να τα αντιμετωπίσει συνολικά όλα, επαναφέροντας όλες τις καλές διατάξεις από τους προηγούμενους νόμους και βελτιώνοντάς τες ακόμα περισσότερο όπου χρειάζεται…;
Θεμελιώδη θέματα, που έπρεπε, ήδη, να έχουν αντιμετωπισθεί με ένα νόμο πλαίσιο, παρόμοιο εκείνου του ν. 4009/2011, δεν μοιάζει να αντιμετωπίζονται με τους νόμους που ψηφίστηκαν από τον Αύγουστο 2019 έως σήμερα…
Όπως και να έχει, δεν χρειάζεται η Μεταρρύθμιση στην Ανωτάτη Εκπαίδευση να ολοκληρωθεί;
Μπορεί, όμως, το εκπαιδευτικό σύστημα να γυρίσει σελίδα, να αποκτήσει τον αναγκαίο αέρα φρεσκάδας, να εκσυγχρονισθεί ουσιαστικά, χωρίς ευρεία συναίνεση; Γιατί πρέπει να γίνεται, πάντα, αντικείμενο πολιτικής αντιπαράθεσης (η σοβαρότερη ίσως παθογένεια, που χρειάζεται πρώτη να αντιμετωπιστεί, για να τα καταφέρουμε, κάποτε, με τις υπόλοιπες…);
Ας τα δούμε ένα-ένα αρχίζοντας από το τελευταίο νομοσχέδιο:
– Θέμα φύλαξης των ΑΕΙ. Ένα θέμα, που, μάλλον, θα έπρεπε να απορρέει από την κοινή λογική και όχι από ξεπερασμένες εμμονικές ιδεοληψίες και μάλιστα αυτοαποκαλούμενες «προοδευτικές»…
Και, όμως, αυτό αποτέλεσε το κομβικό σημείο αντιπαράθεσης, παρά οι εκπαιδευτικές ρυθμίσεις. Και έλαβε όλη την προσοχή της κακώς εννοούμενης δημοσιότητας…
Από την μια μεριά οι ρυθμίσεις έγιναν για την «φύλαξη» των ΑΕΙ, από την άλλη ονομάστηκε «αστυνόμευση» και η σύγκρουση ξεκίνησε…
Κάποιοι, λοιπόν, υποστηρίζουν ότι ο νόμος «πλήττει βάναυσα την ακαδημαϊκή ελευθερία»…
Τι, όμως, απλά, λογικά, προτιμούμε ως ελληνική κοινωνία; Εικόνες, όπως οι παρακάτω;
Ή σαν αυτές -για να κάνουμε μια σύγκριση απλά και μόνο με το Πανεπιστήμιο της Κύπρου;
Ποιοι επιμένουν στις πρώτες…;
Δεν μπορούμε να συζητούμε για λύσεις κοινής λογικής;
«Να αφήσουμε το θέμα αποκλειστικά στα Πανεπιστήμια»…; Ας το σκεφτούμε… Έχει πετύχει αυτή η “λύση” που εφαρμόζεται δεκαετίες ολόκληρες μέχρι σήμερα…;
Και, παρόλες τις αποσπασματικές αντιμετωπίσεις του τελευταίου αυτού νομοσχεδίου, δεν είναι λυπηρό που ένα κομμάτι της ακαδημαϊκής κοινότητας, αντί να μιλήσει για τα ουσιαστικά θέματα που θα έπρεπε να απασχολούν την Παιδεία στο σύνολό της, στάθηκε και «αγωνίζεται» μαζεύοντας υπογραφές ενάντια στην ίδρυση πανεπιστημιακής αστυνομίας και συμμετέχοντας σε συλλαλητήρια εν μέσω μάλιστα πανδημίας;
Ο αριθμός αυτών των πανεπιστημιακών, βέβαια, που εκφράζει την αντίθεσή του, είναι απροσδιόριστος… Μία εκτίμηση αναφέρει ότι οι πανεπιστημιακοί που συσπειρώθηκαν κατά των μέτρων δεν αντιπροσωπεύουν ποσοστό μεγαλύτερο του 10% επί του συνόλου του διδακτικού προσωπικού. Είναι, όμως, έτσι; Δεν θα ήταν καλύτερα να υπάρχει κάποιος σίγουρος και δημοκρατικός τρόπος για να γνωρίζουμε αν αποτελούν την μειοψηφία ή την πλειοψηφία…; Και να ενεργούμε, ως κοινωνία, αναλόγως…;
Απ’ την μια μεριά, λοιπόν, υπάρχουν κάποιοι που διατείνονται ότι «τα Πανεπιστήμια είναι χώροι όπου (μέσα στα στέκια και τις καταλήψεις μας) ζυμωνόμαστε ιδεολογικά και οργανώνουμε τους πολιτικούς και κοινωνικούς αγώνες μας». Θεωρούν, έτσι, τα πανεπιστήμια ως εκκολαπτήρια κομματικών στελεχών. Και κάποιοι άλλοι το πάνε ακόμη πιο μακριά, λέγοντας πως «ένας μήνας κατάληψης και συνελεύσεων δύναται να έχει μεγαλύτερη αξία από ένα μήνα μαθημάτων, διότι εκεί ένας ενήλικος άνθρωπος γνωρίζει τη δημοκρατία και πολιτικοποιείται». Συνεχίζουν, δε, απτόητοι υποστηρίζοντας ότι «το να συμπεριληφθεί, στα προγράμματα σπουδών, το πως οι καταλήψεις και οι συνελεύσεις δρούνε σε μια δημοκρατία, θα παρήγαγε πολίτες οι οποίοι γνωρίζουν πως έχουν δικαιώματα, ελευθερίες και υποχρεώσεις καθώς και πως μπορούν να υπερασπιστούν τα τελευταία»…
Απ’ την άλλη, η πλειοψηφία, ορίζει το Πανεπιστήμιο ως κοιτίδα γνώσης, μάθησης, έρευνας, γόνιμης ανταλλαγής απόψεων, διεύρυνσης πνευματικών οριζόντων -και όχι χώρο ιδεολογικής ζύμωσης, στρατολόγησης και καταλήψεων.
Τελευταίες δημοσκοπήσεις εμφανίζουν υψηλά ποσοστά αποδοχής (65%) υπέρ της φύλαξης των ΑΕΙ και, ενδεχομένως, να βρισκόμαστε μπροστά σε μία μεταστροφή της κοινωνίας, που αφήνει πίσω της αγκυλώσεις του παρελθόντος, προπορευόμενη, ακόμα και των κομμάτων που την αντιπροσωπεύουν…
Εν τέλει, πρέπει να επιβάλλονται οι κανόνες της δημοκρατικής πολιτείας ή να επιβάλλεται η βούληση κάθε μειοψηφίας…;
Μπορούμε να συζητήσουμε νηφάλια και λογικά επ’ αυτού; Κανονικά, βέβαια, δεν θα χρειαζόταν, ως αυτονόητο, καμμία συζήτηση. Παρόλα αυτά, με λογική, μπορούμε να δοκιμάσουμε ποιος τρόπος φύλαξης μπορεί να πετύχει και να τον εφαρμόσουμε, αντί να βάζουμε ταμπέλες και να διχαζόμαστε…
– Θέμα χρονικού ορίου φοίτησης. Δεν είναι λογικό να μπαίνει ένα τέλος στους «αιώνιους φοιτητές»; Απ’ την άλλη δεν χρειάζεται να είναι δυνατή, σε κάποιες περιπτώσεις, η υπέρβαση του ανώτατου χρόνου;
Να λαμβάνεται δηλ., ειδική μέριμνα για φοιτητές που εργάζονται ή συντρέχει λόγος υγείας ή άλλος σπουδαίος λόγος και να μπορούν να επανέρχονται για να αποτελειώσουν τις σπουδές τους όσο χρόνος και να έχει περάσει…;
– Θέμα διασφάλισης ότι οι εισερχόμενοι στα ΑΕΙ θα έχουν ένα ικανοποιητικό επίπεδο γνώσεων, ώστε να είναι ικανοί να ακολουθήσουν ένα πανεπιστημιακού επιπέδου πρόγραμμα σπουδών…
Είναι όμως έτσι; Ορίσαμε τη βάση εισαγωγής, αλλά το κλειδί για την μέθοδο εισαγωγής στην Γ’ βάθμια Εκπαίδευση δεν είναι η ριζική μεταρρύθμιση του Λυκείου; Και πριν απ’ αυτό, γενικά της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης αλλά και των Γυμνασίων;
Και συνεχίζουμε με περεταίρω θέματα που αφορούν την Ανώτατη Παιδεία μας και όχι μόνο…
– Θέλουμε ξενόγλωσσα μεταπτυχιακά τμήματα στα ΑΕΙ, για ξένους φοιτητές με δίδακτρα; Νομοθετήθηκε το 2014 και, κατόπιν, η επόμενη κυβέρνηση το κατήργησε… Δεν χρειάζεται να επανέλθει κάτι τέτοιο; Όπως και γενικά ξενόγλωσσα τμήματα, καθώς επίσης και “summer schools”, ενθάρρυνση συνεργασιών των πανεπιστημίων μας με ξένα πανεπιστήμια κλπ.;
– Δεν χρειάζεται να συζητήσουμε, χωρίς ετικέτες, και το θέμα: Διαφύλαξη του δημόσιου χαρακτήρα της ανώτατης εκπαίδευσης ή ίδρυση και «μη κερδοσκοπικών» πανεπιστημίων;
– Οι υποδομές σε όλες τις βαθμίδες της δημόσιας εκπαίδευσης, το περιεχόμενο μιας ουσιαστικής παιδείας και καλλιέργειας εν γένει, ανάπτυξης κριτικής σκέψης και όχι «παπαγαλίας», ο επαγγελματικός προσανατολισμός στην δευτεροβάθμια, η αποτελεσματική οργάνωση των προγραμμάτων σπουδών στα ΑΕΙ, η συνέπεια στην εκπόνησή τους και η προσαρμογή τους στα διεθνή πρότυπα δεν χρειάζεται να αποτελούν, μεταξύ άλλων, κυρίαρχα ζητούμενα; Ποιος είναι ο ορίζοντας σε όλα αυτά;
– Τα συγγράμματα και η «μοναδικότητά» τους; Στην εποχή μας, είναι ορθό να περιορίζεται το εύρος της αναζήτησης της γνώσης με «υποχρεωτικές» πηγές, των οποίων η επιστημονική αξία, συχνά, αμφισβητείται;
– Θέματα Διοίκησης πανεπιστημίων και σχολών. Αυτοδιοίκηση ή αυτοτέλεια;
Συμβούλια Διοίκησης (τα Συμβούλια Ιδρυμάτων θεσμοθετήθηκαν με τον νόμο 4009/2011, αλλά καταργήθηκαν, πλήρως, το 2015) ;
Τι σημαίνει, στην Ελλάδα του 2021, το «αυτοδιοίκητο» των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων;
Το λεγόμενο «καθηγητικό κατεστημένο», μήπως, έχει λειτουργήσει ως ανασχετικός παράγων σε κάθε μεταρρυθμιστική προσπάθεια που έχει γίνει μέχρι σήμερα; Ποιες είναι οι διαστάσεις του φαινομένου;
– Θέματα λειτουργίας και εσωτερικής χωροταξικής αναδιάρθρωσης των πανεπιστημίων.
Σήμερα, σε μία χώρα των δέκα εκατομμυρίων πολιτών, λειτουργούν 24 πανεπιστήμια και η ΑΣΠΕΤΕ, χωρίς να συνυπολογιστούν οι στρατιωτικές σχολές. Και, μάλιστα, διάσπαρτα σε 69 πόλεις και κωμοπόλεις. Επιπλέον, υπάρχουν σχολές του ίδιου πανεπιστημίου, τα τμήματα των οποίων είναι απλωμένα σε πολλές πόλεις, ακόμη και σε πολλά νησιά… Τα προβλήματα που ανακύπτουν είναι πολλά: διοικητικά, εκπαιδευτικά, υλικοτεχνικά…
– Θέματα συγχώνευσης ή και κατάργησης σχολών και πανεπιστημίων, που δεν πληρούν τα ακαδημαϊκά κριτήρια και τις προϋποθέσεις ύπαρξής τους.
– Το 2019, όλα τα ΤΕΙ ενσωματώθηκαν στα πανεπιστήμια ή ΤΕΙ μετονομάστηκαν σε πανεπιστήμια, χωρίς να προηγηθεί αξιολόγηση. Καταργήθηκε η τριετούς διάρκειας Τεχνολογική Εκπαίδευση, ενώ πολλά τμήματα, που έπρεπε να ενσωματωθούν στην Επαγγελματική Εκπαίδευση και Κατάρτιση ως τμήματα διετούς φοίτησης, έγιναν πανεπιστημιακά τετραετούς φοίτησης. Έχει δικαιολογητική βάση αυτό, υπήρχε προοπτική για σπουδές υψηλού επιπέδου, συνδυασμένες με άρτια επαγγελματική κατάρτιση;
– Θέματα φοιτητικής μέριμνας και οικονομίας κλίμακας. Το θέμα των φοιτητικών εστιών είναι μείζον. Ασφαλώς, οποιαδήποτε σύγκριση της Ελλάδας, στο συγκεκριμένο θέμα, με άλλες χώρες και στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ είναι …σουρεαλιστική. Δεν θα βοηθούσε σημαντικά η διαμόρφωση πανεπιστημιακών κοινοτήτων με τη λογική «κάθετων μονάδων», που να περιλαμβάνουν κτιριακές εγκαταστάσεις και δραστηριότητες, υποβοηθητικές μιας ολοκληρωμένης φοιτητικής ζωής, με ευκαιρίες για όλους και κυρίως για εκείνους που αντιμετωπίζουν οικονομικά προβλήματα;
Και υπάρχουν πολλά ακόμα θέματα, σε όλες τις βαθμίδες της Παιδείας μας, ίσως και τα πιο ουσιώδη, που θα πρέπει να αγγίξουμε και να συζητήσουμε ως κοινωνία ουσιαστικά…
– Ποιος ο ρόλος ύπαρξης των πολιτικών νεολαιών στα ΑΕΙ μας ακόμα και στα σχολεία μας…; Τι εξυπηρετούν; Μήπως έχει έρθει ο καιρός να συζητήσουμε με θάρρος για την κατάργησή τους…;
– Ο μόνος δρόμος εκπαιδευτικής ανέλιξης είναι ο πανεπιστημιακός;
Είναι ζητούμενο είναι να μην παράγονται στρατιές ανέργων πτυχιούχων;
Αυτός πρέπει να είναι ο σκοπός που εξυπηρετεί η κρατική πολιτική στην παιδεία; Ή να καθίσταται απόλυτα σαφές στον καθένα και να επιλέγει καθένας με βάση αυτή την πραγματικότητα, ότι δεν είναι δυνατόν να εξασφαλισθεί ότι τελειώνοντας την σχολή θα βρει δουλειά…;
Μήπως, η ανώτατη εκπαίδευση είναι επιλογή που δεν μπορεί να συνεπάγεται και δέσμευση επαγγελματικής αποκατάστασης; Και, έτσι, μήπως, το κράτος οφείλει, με δεδομένο ότι δεν οδηγεί σε υποχρέωση επαγγελματικής αποκατάστασης, να δίνει άνευ ορίων πρόσβαση στην εκπαίδευση, στην ΠΑΙΔΕΙΑ;
Δεν θα ήταν καλύτερα όποιος θέλει να μπορεί να σπουδάζει όσο θέλει και όποτε θέλει, με την προϋπόθεση ότι εκ των προτέρων είναι σαφές ότι η επιθυμία του αυτή δεν συναρτάται και, πολύ περισσότερο, δεν συνεπάγεται οποιαδήποτε κρατική υποχρέωση επαγγελματικής εξασφάλισης…;
Με προβληματισμούς όπως οι παραπάνω, μήπως, μαζί με τις επαγγελματικές εξειδικεύσεις και την σύνδεση των ΑΕΙ με την αγορά, να πρέπει ταυτόχρονα να μιλάμε και για την λογική κατευθύνσεων/προσεγγίσεων πραγματικής Παιδείας (με την έννοια της καλλιέργειας) όπως των αποκαλούμενων “Liberal studies”…;
Ή τα ΑΕΙ πρέπει να αποτελούν αποκλειστικά χώρους επαγγελματικής εκπαίδευσης/ εξειδίκευσης;
Απ’ την διεθνή εμπειρία, η τάση εξειδίκευσης που επικράτησε τις περασμένες δεκαετίες, παγκοσμίως, δεν ανταποκρίνεται, πλέον, στις ανάγκες της σημερινής εποχής. Δεν απαιτούνται έτσι πανεπιστημιακά τμήματα, τα οποία να παρέχουν υψηλό επίπεδο γενικής παιδείας, με τη δυνατότητα εξειδίκευσης σε σύντομο χρονικό διάστημα;
Δεν πρέπει να ξεκινήσουμε ένα σοβαρό διάλογο για το τι μοντέλο Παιδείας θέλουμε στην Ελλάδα ενόψει της τέταρτης βιομηχανικής επανάστασης, που, θέλουμε δεν θέλουμε, οδηγεί στη μετάβαση σε ένα νέο παραγωγικό μοντέλο, όπου, πλέον, η απασχόληση δεν θα βασίζεται στη διαίρεση εργασίας, αλλά σε διαφορετικές δεξιότητες, οι οποίες θα απαιτούν πνευματική ευρύτητα και ευελιξία; Κάτι τέτοιο, για παράδειγμα, δεν προϋποθέτει εκπαίδευση με μεγάλη θεματολογική ευρύτητα;
– Συνεπώς, τι περιεχόμενο μαθημάτων, εκπαίδευσης, μεθοδολογία, χρειαζόμαστε; Αυτό είναι ίσως και η ουσία όλων για κάθε βαθμίδα.
Αρχίζοντας από την πρωτοβάθμια εκπαίδευση και προχωρώντας, μήπως, πλέον, οφείλουμε να αρχίσουμε και μια σοβαρή συζήτηση πάνω σε αυτό που τόσο ωραία έχει τοποθετήσει ο Ευγένιος Τριβιζάς: «Παραγεμίζουμε τα παιδιά σαν γαλοπούλες με γνώσεις και γεγονότα και αφήνουμε τη φαντασία τους να λιμοκτονεί»…;
Δεν αξίζει ο μαθητής να μεταλλαχθεί από παθητικός ακροατής και δέκτης πληροφοριών σε συμμέτοχο της διδακτικής διαδικασίας, σε παράγοντα που ερευνά και ανακαλύπτει τη γνώση; Να αγκαλιάζει, έτσι, την γνώση, αντί να φθάνουν κάποιοι να την απεχθάνονται…;
Η διδασκαλία των μαθημάτων δεν χρειάζεται να μεταφέρεται με τρόπο που να γίνεται αντιληπτή η σκοπιμότητα και η χρησιμότητά τους στην καλλιέργεια και στην ανάπτυξη του ανθρώπου; Με τι τρόπους, τι εκπαιδευτική μεθοδολογία, μπορούμε να προκαλέσουμε το ενδιαφέρον του μαθητή, αντί τη δυσφορία;
Τέλος, η εκπαίδευση που έχουμε υιοθετήσει για τα παιδιά μας συνίσταται, λίγο-πολύ, στην ανάπτυξη των πόρων του πνεύματός τους προς όλες τις επιστήμες που κατέχει η ανθρωπότητα -πλην εκείνης που αφορά στην γνώση του εαυτού (αυτογνωσία). Δεν θα έπρεπε η εκπαίδευση να ξεκινά από αυτήν ακριβώς…;
Η γνώση του εαυτού δεν είναι χρήσιμη στην δημιουργία μιας προσωπικότητας ανεξάρτητης και μοναδικής, ούτως ώστε ο καθένας να μπορεί -μέσα στην συλλογική ζωή των κοινωνιών- να κατέχει ένα μέρος ευθύνης για τις ενέργειες που αφορούν στα κοινά;
Προκειμένου ο άνθρωπος να κατορθώσει να αποκτήσει τη γνώση της καταστάσεώς του -κάτι, που, σήμερα, μόνο κάποιοι, προικισμένοι εκ φύσεως και θέσεως, κατέχουν- δεν είναι ωφέλιμο όλοι να εκπαιδευθούν σ’ αυτή την οδό και να εκπαιδεύσουν με τη σειρά τους και άλλους, έτσι ώστε το προνόμιο αυτό (της αυτογνωσίας) να καταστεί αγαθό κοινό σ’ ολόκληρη την ανθρωπότητα;
Μαθήματα-προγράμματα σπουδών, προς τούτο, με ανάλογο περιεχόμενο, που, ήδη, αποτελούν πραγματικότητα ή στα οποία πειραματίζονται εκπαιδευτικά συστήματα άλλων χωρών, -πολλές φορές αναφερόμαστε επί του προκειμένου σε άρθρα μας στον Ορθό Λόγο-, μήπως χρειάζεται να δημιουργηθούν και να ενταχθούν, ξεκινώντας από την πρωτοβάθμια εκπαίδευση και συνεχίζοντας και σε όλες τις επόμενες βαθμίδες της Παιδείας μας; Μαθήματα φιλοσοφίας, ενσυνειδητότητας και ενσυναίσθησης, θετικής ψυχολογίας κ.ά.;
Όπως και κάθε καλλιέργεια από μικρή ηλικία για την προστασία του περιβάλλοντος, μέχρι και την ειρηνική συνύπαρξη, την οδική αγωγή, μέχρι και την σεξουαλική αγωγή και κάθε είδους αναγκαία αγωγή (φυσική, ηθική και πνευματική, όπως λέει και το Σύνταγμά μας)…;
Καλούμε, λοιπόν, όποιον θέλει να συμμετάσχει σε αυτούς τους διαλόγους. Μερικές φορές, οι λύσεις είναι μπροστά στα μάτια μας. Αν σκεφτούμε χωρίς προκαταλήψεις μπορούμε να «γεφυρώσουμε τα χάσματα» και να δημιουργήσουμε μια Ελλάδα που θα χαιρόμαστε να ζούμε σε αυτήν και να συμβάλλουμε, όλοι, προς έναν καλύτερο κόσμο…
Ας το αφιερώσουμε, δε, στην επέτειο για τα 200 χρόνια μετά την επανάσταση!