Η έννοια της γεωπολιτικής έχει καθορίσει σε σημαντικό βαθμό τόσο τη θεωρητική επιστήμη των διεθνών σχέσεων, όσο και την ιστορική τους εξέλιξη. Ως γεωπολιτική ορίζεται η ανάλυση των γεωγραφικών παραγόντων που επηρεάζουν τις σχέσεις ισχύος μεταξύ των κρατών, και αποτελεί αναπόσπαστη συνιστώσα των διεθνών αναλύσεων. Τα κρατικά συμφέροντα, οι δυνάμεις και οι αδυναμίες τους, καθώς και η διεθνής και εσωτερική τους πολιτική και οικονομική υπόσταση, αλληλοδιαπλέκονται άμεσα με την θέση κάθε χώρας. Στο πλαίσιο κατανόησης της γεωπολιτικής, κρίνεται σκόπιμη η αναφορά στις δυο βασικές θεωρίες που όρισαν το περιεχόμενό της: την θεωρία του Heartland και την θεωρία του Rimland. Ο H. Mackinder στη θεωρία του Heartland, υποστηρίζει πως «όποιος ελέγχει τη βασική περιοχή, ελέγχει τις τύχες του κόσμου». Ο λόγος αφορά την περιοχή της Ευρασίας, η οποία σύμφωνα με τον ίδιο μπορεί να ελεγχθεί μέσω της διαχείρισης της Ανατολικής Ευρώπης. Ωστόσο η θεωρία αυτή εφαρμόζει μόνο στην χρονική περίοδο όπου σχηματίστηκε, όπου η επικράτηση των χερσαίων δυνάμεων ήταν ο βασικός παράγοντας ισχύος. Διάδοχος της θεωρίας αυτής, όπου πλέον στην διεθνοπολιτική αρένα εισάγεται η ναυτική δύναμη ως μέσο επιβολής ισχύος, είναι το Rimland του N. Spykman: «Όποιος ελέγχει την περίμετρο της Ευρασίας, ελέγχει τις τύχες του κόσμου».
Αν και οι δυο αυτές προσεγγίσεις θεωρούνται ετεροχρονισμένες σε σχέση με τον ισχύοντα κόσμο του σήμερα, εν τούτοις τοποθετούν κάποιες βάσεις πάνω στις οποίες έχει στηριχθεί η δομή του διεθνούς συστήματος. Έτσι, η γεωπολιτική θέση της Ευρώπης δυτικά του heartland την καθιστά αναγκαίο σύμμαχο πρωτίστως στη στρατηγική επιλογή της περιμέτρου / rimland, γεγονός που καθόρισε την εδραίωση και την εξέλιξη των ευρωατλαντικών σχέσεων. Ακόμη, επαληθεύεται και εξηγείται η επικράτηση των δύο μεγαλύτερων δυνάμεων του 20ου αιώνα, αφενός μεν της πάλαι ποτέ Σοβιετικής Ένωσης όπου γεωπολιτικά καταλαμβάνει την καρδιά της Ευρασίας, αφετέρου δε των Ηνωμένων Πολιτειών όπου μέσω διεθνών συνθηκών και συμμαχιών με την Ευρώπη, προσπάθησαν να αποκτήσουν τον έλεγχο της περιμέτρου – βασική αναφορά οι βάσεις του ΝΑΤΟ σε όλα τα κράτη πρώην δορυφόρους της ΕΣΣΔ.
Το σημερινό σκηνικό
Η διεθνής σκηνή του 21ου αιώνα έχει αφήσει πίσω τη διπολική της υπόσταση. Πλέον, κυριαρχεί ένα πολυπολικό σύστημα δυνάμεων, με ανεπτυγμένες και αναπτυσσόμενες δυνάμεις να διεκδικούν εξίσου την ισχύ που τους αναλογεί σε παγκόσμιο επίπεδο.
Η άνοδος της Κίνας, καθώς και η πυρηνικοποίηση αρκετών κρατών έχει θέσει νέα δεδομένα, τα οποία πλήττουν εν μέρει το γεωπολιτικό πλεονέκτημα της Ευρώπης.
Η Ευρώπη, υστερεί σημαντικά σε αυτό που ονομάζουμε ‘hard power’, δηλαδή την κατοχή και χρήση στρατιωτικών μέσων ή την επιβολή οικονομικών πιέσεων και κυρώσεων προκειμένου να αντεπεξέλθει σε πιθανές προκλήσεις ή ακόμα και να επηρεάσει σημαντικά το διεθνές προσκήνιο. Επιπλέον, η γεωπολιτική της δύναμη, τουλάχιστον όπως επηρέασε την εξέλιξη των γεγονότων κατά τον προηγούμενο αιώνα, δεν υφίσταται πια στον ίδιο βαθμό.
Οι κύριες δυνάμεις της Ευρώπης συμπεριλαμβάνονται στην ήπια ισχύ της (soft power), όπως η κοινή οικονομική της ζώνη, η κοινή πλεύση στην εσωτερική και εξωτερική της πολιτική, η πολιτική και θεσμική σταθερότητα, οι συμμαχίες και η ουδετερότητα στις συγκρούσεις. Ωστόσο, οι στρατιωτικές διαμάχες και εντάσεις που λαμβάνουν χώρα -Ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, εν εξελίξει κρίση στη Μ.Ανατολή- δυσχεραίνουν τόσο την δυναμική όσο και τη σημασία της πλήρους στήριξης στην ήπια ισχύ, κύριο όπλο και «περήφανο» χαρακτηριστικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έως σήμερα.
Παρά ταύτα, η Ευρωπαϊκή Ένωση, δεν στέκεται πλήρως παθητική και απροετοίμαστη στις εξελίξεις, χωρίς αυτό να στερεί χώρο από το γεγονός μιας πιθανής επιπλέον ισχυροποίησης στο μέλλον. Ας δούμε κάποια βήματα που καθιστούν την Ε.Ε. σημαντικό παράγοντα και παίκτη του υπάρχοντος διεθνούς συστήματος…
Η Ε.Ε. ως «συμμετέχουσα»
Στα πλαίσια της ανάπτυξης και παγκόσμιας δύναμης της Κίνας, προκύπτει το γεωπολιτικό και οικονομικό πλάνο του Belt and Road Initiative (BRI). Πρόκειται για μία γιγάντιων διαστάσεων στρατηγική ανάπτυξης υποδομών με στόχο τη δημιουργία και ενοποίηση των δρόμων του χερσαίου και θαλάσσιου εμπορίου μεταξύ των ηπείρων, ξεκινώντας από την Κίνα και καταλήγοντας στην Ευρώπη. Το σχέδιο ανακοινώθηκε επισήμως, το 2013 και τέθηκε σε ισχύ, με περισσότερες από 200 σχετικές συμφωνίες μέχρι στιγμής και 150 ενεργά συμμετέχουσες χώρες. Η Ευρωπαϊκή Ένωση και τα κράτη-μέλη της συμμετέχουν στην πρωτοβουλία, απέχοντας ωστόσο από την κατασκευή υποδομών και τις επενδύσεις σε βιομηχανικές μονάδες εκ μέρους της Κίνας, με εξαιρετικά προστατευτικές νομοθεσίες τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε εθνικό επίπεδο.
Η Ε.Ε. ως μέλος του BRI εστιάζει στην οικονομική και νομισματική συνδεσιμότητα, ενώ υπάρχουν κάποιες εξαιρέσεις στο ανατολικό τμήμα της Ευρώπης, με κράτη που συμμετέχουν πιο ενεργά στην πρωτοβουλία, προσπαθώντας να προσελκύσουν κινεζικές επενδύσεις βασισμένα στο επιχείρημα της «Ευρώπης των 2 ταχυτήτων».
Όμως, από το 2021 η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή επιχειρηματολογεί υπέρ της ανοιχτής στρατηγικής αυτονομίας στην Ε.Ε., στην οποία θα συμβάλει η συμμετοχή της στην πρωτοβουλία του BRI μέσω της ευρωπαϊκής στρατηγικής της Παγκόσμιας Πύλης (Global Gateway Initiative), που αφορά μεταξύ άλλων και τον περιορισμό του παγκόσμιου επενδυτικού χάσματος στις υποδομές. Κυρίως, στοχεύει στην αποτελεσματική αντιμετώπιση των διεθνών προκλήσεων από την Ε.Ε. σε παγκόσμιο επίπεδο.
«Η στρατηγική “Global Gateway” στηρίζει βιώσιμες και αξιόπιστες συνδέσεις, στην υπηρεσία των ανθρώπων και του πλανήτη. Συμβάλλει στην αντιμετώπιση των πλέον πιεστικών παγκόσμιων προκλήσεων, από την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής έως τη βελτίωση των συστημάτων υγείας και την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και της ασφάλειας των παγκόσμιων αλυσίδων εφοδιασμού.»
Ευρωπαϊκή Επιτροπή
Οι παραπάνω συνθήκες καθιστούν εμφανές ότι οι διεθνείς στρατηγικές αποφάσεις της Ευρώπης συνάδουν με την πρωτοβουλία της Κίνας, συνεπώς, θα μπορούσαν να συμπορευτούν ως σύμμαχοι σε ένα πλαίσιο καρποφόρας συνεργασίας και για τους δυο δρώντες.
Παράλληλα, η Ευρωπαϊκή Ένωση επικεντρώνεται τα τελευταία χρόνια, και πρόκειται να εστιάσει ακόμη περισσότερο στο μέλλον, στην κλιματική πολιτική της σε παγκόσμιο επίπεδο. Στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται η ενεργειακή πολιτική για κλιματική ουδετερότητα μέχρι το 2050, μια μακροπρόθεσμη στρατηγική στην καρδιά της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας, η οποία στοχεύει στο να καταστεί η Ευρώπη η πρώτη ήπειρος με μηδενικές εκπομπές διοξειδίου, μέσω επενδύσεων σε πράσινες τεχνολογίες για την προστασία του περιβάλλοντος.
Τη διεθνή υπόσταση αυτής της πολιτικής εξυπηρετεί ιδιαίτερα το ενεργειακό εμπόριο με την Κίνα και την Αυστραλία. Οι τελευταίες αποτελούν μεγάλους εξαγωγούς σπάνιων γαιών (ΣΓ), οι οποίες χρησιμοποιούνται ευρέως στον τομέα των καθαρών πηγών ενέργειας, ενώ χάρις στις φυσικές και χημικές τους ιδιότητες χαρακτηρίζονται υλικά υψηλής απόδοσης στην παραγωγή ενέργειας.
Ως απάντηση στην κλιματική αλλαγή, η Κίνα συμπορεύεται με τους ευρωπαϊκούς στόχους για κλιματική ουδετερότητα, όπου μεταξύ άλλων θα βασίσει και στην εξόρυξη σπάνιων γαιών.
Η Αυστραλία, προκειμένου να συμμετέχει στον σχετικό διεθνή εμπορικό ανταγωνισμό λειτουργεί ως αντίβαρο στο πιθανό μονοπώλιο εξαγωγής ΣΓ από την Κίνα, αυξάνοντας τις εξορύξεις τις καθώς και τις εξαγωγές της.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση δύναται να αξιοποιήσει τις παραπάνω συνθήκες ως ευκαιρίες, για την επίτευξη των ενεργειακών της στόχων ως εισαγωγέας σπάνιων γαιών για την παραγωγή καθαρών μορφών ενέργειας, καθώς και για την ισχυροποίηση των οικονομικών της σχέσεων και συμμαχιών με δύο σημαντικούς διεθνείς δρώντες, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει σε περαιτέρω συνεργασία και σε άλλους τομείς στο μέλλον.
Επιπρόσθετα, καθώς η Ε.Ε. θα εξακολουθήσει να αποτελεί εισαγωγέα ανανεώσιμων πόρων ενέργειας, έχει τη δυνατότητα και το περιθώριο να στραφεί προς μεγάλους εξαγωγούς, όπως η Αλγερία και το Μαρόκο, ενισχύοντας και καθιερώνοντας έτσι τη θέση της στη Μέση Ανατολή όπως και στα κράτη που απαρτίζουν την περιοχή MENA.
Και τώρα τι;
Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει αποτελέσει ανά τους αιώνες έναν κομβικό παίκτη στις εξελίξεις του διεθνούς συστήματος. Εξετάζοντας τις σύγχρονες συνθήκες, προκειμένου να ανταπεξέλθει, να διατηρήσει αλλά και να ισχυροποιήσει την θέση της, η Ε.Ε. θα πρέπει να κινηθεί προς νέους ορίζοντες και να εμπλακεί με δρώντες που δυναμικά επηρεάζουν τις διεθνείς εξελίξεις:
- Θα πρέπει να αξιοποιήσει την ήπια ισχύ της (καθώς, δεν υπερισχύει ακόμη ικανοποιητικά σε hard power) για να εδραιώσει τη θέση της και να συμβάλλει ειρηνευτικά στο παγκόσμιο γίγνεσθαι. Με την ανάπτυξη μιας συμπαγούς και σταθερής παγκόσμιας στρατηγικής, θα μπορούσε να ενισχύσει τον ειρηνευτικό της ρόλο στις σύγχρονες διαμάχες, μέσω της αποστολής ειρηνευτικών ή διπλωματικών αποστολών.
- Πέραν της στήριξης στην ήπια ισχύ της, είναι κρίσιμη η κινητοποίηση και ο σχεδιασμός για την εξέλιξη του hard power, μέσω μιας κοινής πλέον αμυντικής πολιτικής με κοινό στρατιωτικό σχεδιασμό για όλα τα κράτη-μέλη της Ε.Ε.
- Θα πρέπει να στραφεί σε συμμαχίες πέραν της «προστατευτικής ομπρέλας» των Ηνωμένων Πολιτειών με ανερχόμενες και με ανεπτυγμένες δυνάμεις ως ανεξάρτητη θεσμική ένωση. Όπως παρουσιάσαμε παραπάνω, η γεωπολιτική της θέση εξυπηρετεί ιδιαίτερα το “Belt and Road Initiative” και η μεγαλύτερη εμπλοκή σε αυτό μπορεί να αποδειχθεί ευεργετική.
- Οι ενεργειακοί της στόχοι ανοίγουν τον δρόμο για εμπορική και οικονομική συνεργασία πέραν των ευρωατλαντικών σχέσεων και της Ευρασιατικής Ηπείρου. Η Ευρώπη οφείλει να αδράξει αυτές τις ευκαιρίες τόσο για την ενδυνάμωση της ίδιας της οικονομίας και της θέσης της στο διεθνές σύστημα, όσο και για να αποτελέσει έναν ωφέλιμο διεθνή παράγοντα, προωθώντας τις αξίες και τους θεσμούς της.
Για να εξασφαλιστούν τα παραπάνω το αποτέλεσμα των ευρωπαϊκών εκλογών είναι κρίσιμο! Θα χρειαστεί ομοφωνία στις διάφορες πολιτικές της -ιδιαίτερα δε στην εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφαλείας- η οποία προκύπτει εκ των έσω, ειδικά όταν οι δημοκρατικές βάσεις του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου απειλούνται από ανερχόμενες εθνικιστικές και λαϊκιστικές τάσεις.