author-image-116 Ομάδα του Ορθού Λόγου
author-image-354 Νώντας Αθανίτης
Ευρώπη

Ευρώπη

Χωρίς κατηγορία

Χωρίς κατηγορία

Αθήνα 1979, ο τότε Πρωθυπουργός της Ελλάδας Κωνσταντίνος Καραμανλής υπογράφει την συνθήκη ένταξης της χώρας μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η Ελλάδα γίνεται και επίσημα το δέκατο μέλος της τότε ΕΟΚ! Βαθιά συγκινημένος και επίκαιρος όσο ποτέ ο Κωνσταντίνος Καραμανλής δηλώνει πως το μέλλον της Ευρώπης ανήκει στην ενοποίηση της και ότι η Ελλάδα ανήκει στην ενωμένη Ευρώπη.

Σαράντα πέντε χρόνια μετά, επιβεβαιώνεται, καθώς η Ένωση πλέον μετράει 27 κράτη-μέλη και 67 χρόνια ιστορίας. Το κατόρθωμα αυτό δεν ήταν μικρή υπόθεση, αντιθέτως ήταν το αποτέλεσμα μιας προσπάθειας που είχε ξεκινήσει από τις αρχές της 10ετίας του ’60. Έτσι, άλλαξαν άρδην τα πράγματα σε οικονομικό και κοινωνικοπολιτικό επίπεδο.
Σημειωτέον ότι η ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ) δεν ήταν ούτε εύκολη ούτε ανεξάρτητη από την ταραγμένη πολιτική ιστορία μας. Εκτός της τότε Κυβερνήσεως του Κων/νου Καραμανλή, με το σύνθημα «η Ελλάδα στις ανεπτυγμένες χώρες της Ευρώπης», τα συνθήματα των υπόλοιπων κόμματων περιστρέφονταν γύρω από «η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες», «όχι στην αντεργατική πολιτική της ΕΟΚ», και, ιδιαίτερα, το σύνθημα «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο» που δονούσε τις συγκεντρώσεις του ΠΑΣΟΚ, το οποίο ζητούσε επίμονα τη διενέργεια δημοψηφίσματος για την ένταξη της χώρας. Ευτυχώς η Ελλάδα μπήκε στην ΕΟΚ λίγους μήνες πριν από τις εκλογές του 1981 και, κατόπιν, σταδιακά, τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν, φθάνοντας σήμερα όλα τα κόμματα -με εξαίρεση του ΚΚΕ- να θεωρούν δεδομένο ότι «η Ελλάδα ανήκει στην Ε.Ε.»… Φτάσαμε ως χώρα, εντέλει, σε μία κοινή αγορά με ελεύθερη κυκλοφορία αγαθών και υπηρεσιών, με ομπρέλα προστασίας του νομίσματος, πίεση για αλλαγή κρίσιμων κανόνων για να εναρμονισθούμε με το ευρωπαϊκό πλαίσιο και ένα πακτωλό κονδυλίων -κοντά στα 200 δισεκατομμύρια ευρώ, ξεκινώντας από τα Μεσογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα έως τα ΕΣΠΑ- τα οποία στήριξαν την προσπάθεια της ελληνικής οικονομίας να συγκλίνει με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.

Έπειτα από πολέμους, οικονομικές δυσκολίες, ασταθή πολιτικά καθεστώτα και μία δικτατορία, η χώρα μας μεταπήδησε στη μακροβιότερη περίοδο δημοκρατίας και ειρήνης στην σύγχρονη ιστορία της. Η συμμετοχή σε αυτό το «αγνώστου ταυτότητας πολιτικό αντικείμενο», όπως το είχε αποκαλέσει ο Ζακ Ντελόρ, άλλαξε τη μοίρα της Ελλάδας. Ο ορισμός της σαν ισότιμο μέλος έφερε νέες προοπτικές συνεργασίας, κατέστησε τα σύνορά της, ευρωπαϊκά, διευκόλυνε την διακίνηση αγαθών και τη μετακίνηση των πολιτών.
Τα ταξίδια απλοποιούνται και γίνονται ευκολότερα. Οι Έλληνες πολίτες μπορούν να ταξιδεύουν εντός των συνόρων της ΕΕ χωρίς έλεγχο διαβατηρίων. Την ίδια στιγμή το πρόγραμμα «Erasmus» (σχέδιο δράσης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας για την κινητικότητα των φοιτητών) δίνει τη δυνατότητα σε χιλιάδες νέους να διεξάγουν μέρος των σπουδών τους σε άλλα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια. Τα τελευταία χρόνια, μάλιστα, το πρόγραμμα έχει διευρυνθεί σημαντικά, προάγοντας – εκτός από την ανώτατη εκπαίδευση – τον αθλητισμό και υποστηρίζοντας τη νέα γενιά και τους νεαρούς επιχειρηματίες.

Αποφυγή κινδύνων

Η εξωστρέφεια αυτή δεν παρατηρείται μόνο σε ανθρώπινο επίπεδο, αλλά και σε επίπεδο οικονομίας. Εκτός από την ελεύθερη μετακίνηση των ανθρώπων, ελεύθερα εντός της Ε.Ε. διακινούνται αγαθά, υπηρεσίες και κεφάλαια. Έτσι, οι επιχειρήσεις μας, εντός της ένωσης, λόγω της ενιαίας αγοράς, απαλλάσσονται της υποχρέωσης επιβολής δασμών-φόρων, πράγμα που οδήγησε, από το 1981, στη ραγδαία ανάπτυξη του εμπορίου. Μέσα σε μόλις λίγα χρόνια από την ένταξή μας, είδαμε τις εξαγωγές και τις εισαγωγές να πενταπλασιάζονται!

Τα οφέλη σε επίπεδο οικονομίας δεν σταματάνε εκεί, για την ακρίβεια ξεκινούν πριν την ένταξη. Το συνολικό ποσό που εισέρρευσε στην Ελλάδα τότε, στα πλαίσια του προγράμματος εναρμόνισης και σύνδεσης, υπολογίζεται σε 161,9 δισεκατομμύρια σημερινά ευρώ, από τα οποία τα 83,7 δις κατευθύνθηκαν στον αγροτικό τομέα.

Με την μετάβαση στο ευρώ, το 2002, ο ετήσιος ρυθμός αύξησης των τιμών σε αγαθά και υπηρεσίες περιορίστηκε σημαντικά, σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια. Συγκεκριμένα, από 25-10% πληθωρισμό τα έτη 1980-1995, έπεσε στο 4% το 2002 και διατηρήθηκε σε αυτά τα επίπεδα και χαμηλότερα έως το 2021. Η ενοποίηση των νομισμάτων με το ευρώ διευκόλυνε περαιτέρω τις εμπορικές συναλλαγές με τις χώρες της Ευρωζώνης, ενώ, παράλληλα, μείωσε το κόστος τους, αφού πια δεν απαιτείτο μετατροπή συναλλάγματος. Με το ευρώ, η χώρα αποκτά σταθερό νόμισμα που κάνει την οικονομία της αξιόπιστη. Αυτό μειώνει τον κίνδυνο διακυμάνσεων των τιμών και των επιτοκίων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, για να κατανοήσουμε την κατάσταση που επικρατούσε επί δραχμής, αποτελούν τα επιτόκια στεγαστικών δανείων στη χώρα μας τη δεκαετία του ΄80, τα οποία έφταναν και ξεπερνούσαν το 20%. Σήμερα, τα ίδια επιτόκια έχουν υποχωρήσει στο 2-5%.
Αυτές τις ημέρες, λόγω των προβλημάτων που επικρατούν στις αγορές, το μέσο κυμαινόμενο επιτόκιο στα στεγαστικά είναι 5,24% και, ίσως μας δυσαρεστεί, αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι πριν 2-3 δεκαετίες ήταν το τετραπλάσιο…

Ο Κώστας Σημίτης στο Εθνικό Νομισματοκοπείο μαζί με τον τότε διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος Λουκά Παπαδήμο.

Εξετάζοντας τα οικονομικά στοιχεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης συμπεραίνουμε πως το μεγαλύτερο κέρδος της Ελλάδας από τη συμμετοχή της στην Ε.Ε σε οικονομικό επίπεδο είναι το ποσό που εισπράξαμε, όχι σε δάνεια, αλλά σε απευθείας χρηματοδοτήσεις. Αυτό το ποσό αγγίζει συνολικά τα 200 δις ευρώ από την αρχή της εισόδου μας. Είναι χρήματα που πληρώνουν κάθε χρόνο οι φορολογούμενοι πολίτες των πλουσιότερων χωρών της Ευρώπης και επωφελούμαστε εμείς, χρησιμοποιώντας τα για την υλοποίηση εκατοντάδων έργων κάθε χρόνο. Τα ποσά αυτά χρησιμοποιούνται για να δημιουργηθούν μουσεία, σχολεία, δρόμοι, αεροδρόμια, πάρκα, γέφυρες, για να γίνει η ψηφιακή μετάβαση των υπηρεσιών του δημοσίου, και πολλά άλλα, συγκεκριμένα, 11.500 έργα κάθε επταετία όπως έχει υπολογισθεί. Αυτού του είδους η χρηματοδότηση γίνεται στα πλαίσια του Ταμείου Περιφερειακής Ανάπτυξης (ΕΤΠΑ), ένα από τα βασικά χρηματοδοτικά μέσα της πολιτικής συνοχής της ΕΕ, που έχει ως στόχο να υποστηρίζει τις λιγότερο ανεπτυγμένες περιφέρειες ή κράτη. Υπολογίζεται ότι οι Έλληνες φορολογούμενοι συνεισφέρουν κάθε χρόνο 1,5 δις ευρώ στα ευρωπαϊκά ταμεία, τη στιγμή που η χώρα μας λαμβάνει από αυτά 4,5 δις.

Τα κεφάλαια που φτάνουν στη χώρα κατανέμονται, ούτως ώστε να εξυπηρετήσουν την ευρωπαϊκή πολιτική, η οποία περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τον εκσυγχρονισμό κράτους και επιχειρήσεων, όπως και τη δημιουργία νέων, την προστασία του περιβάλλοντος και την υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Τα τελευταία 43 χρόνια, λοιπόν, η ΕΕ έχει βοηθήσει με εκατοντάδες δισεκατομμύρια ευρώ την Ελλάδα. Πολλά φυσικά έχουν γραφτεί και ειπωθεί για τον τρόπο που αξιοποιήθηκε το ευρωπαϊκό χρήμα και, σίγουρα, υπάρχουν πολλά περιθώρια βελτίωσης. Όμως, στο τέλος της ημέρας έχουμε κάθε λόγο να είμαστε ευχαριστημένοι και ικανοποιημένοι, βλέποντας απτά παραδείγματα για το πώς τα κονδύλια αυτά επέδρασαν στην καθημερινότητά μας.
Και υπάρχει και η επόμενη ημέρα, καθώς η Ευρωπαϊκή Ένωση έρχεται να αλλάξει εκ νέου την Ελλάδα, με χρηματοδοτήσεις 26,7 δισ. ευρώ μέχρι το 2027.

Και αν το ΕΣΠΑ είναι η μία όψη του ευρωπαϊκού νομίσματος, το Ταμείο Ανάκαμψης (2021-2026) είναι η δεύτερη με 36 δισ. ευρώ που πρέπει να αξιοποιηθούν μέσα στην επόμενη τριετία, καθώς το πρόγραμμα δεν θα επαναληφθεί, όπως συμβαίνει με τα προγράμματα του ΕΣΠΑ. Αν το 2012 ο Μάριο Ντράγκι με το «whatever it takes» έσωσε την παρτίδα της δημοσιονομικής κρίσης, στις μέρες μας ο Μηχανισμός Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας είναι το… «μπαζούκας» που μπήκε στο τραπέζι για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων μετά την πανδημία. Αξίζει εδώ, να επισημάνουμε ότι, πέρα από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, το δικό του «whatever it takes» είπε και έκανε πράξη και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, εκπληρώνοντας στο ακέραιο τον ρόλο του όσον αφορά το Ταμείο Ανάκαμψης. Και αυτό γιατί επικύρωσε τον προϋπολογισμό και τις προτάσεις του Συμβουλίου μόνο όταν ήταν απολύτως ικανοποιημένο από το περιεχόμενό τους.

Δυσκολίες και προοπτικές

Φυσικά, όπως στα περισσότερα πράγματα στη ζωή, έτσι και στην πορεία της Ελλάδας στην Ε.Ε. δεν ήταν τα πάντα ρόδινα. Υπήρξαν και δυσκολίες-ανισορροπίες. Οι πιο αισθητές, κυρίως κατά την περίοδο μετά την οικονομική κρίση του 2010. Τα μνημόνια οδηγούν την αναγκαία διαρθρωτική προσαρμογή, υπό τη σκληρότερη δυνατή εκδοχή εξωτερικού περιορισμού. Το σύμφωνο σταθερότητας που επέβαλλε η Ευρωπαϊκή Ένωση, για να μας υποστηρίξει οικονομικά, έφερε κυρώσεις στην χώρα μας οδηγώντας σε αυστηρά επίπεδα λιτότητας. Οι μισθοί και οι συντάξεις μειώνονταν με ταχύ ρυθμό. Οι φόροι και η ανεργία αυξανόταν με αποτέλεσμα να κλείσουν πολλές μικρομεσαίες επιχειρήσεις και το βιοτικό επίπεδο των Ελλήνων να υποβαθμιστεί σημαντικά. Μέσω αυτού του τρόπου, όμως, συνολικά 256,6 δις ευρωπαϊκά κεφάλαια εκταμιεύθηκαν για τη στήριξη της ελληνικής οικονομίας κατά την περίοδο 2010-2018.

Την τελευταία πενταετία φαίνεται πως η χώρα ξαναβρίσκει το δρόμο της. Η ανεργία έχει πέσει σε μονοψήφια ποσοστά, τα πρωτογενή πλεονάσματα είναι συνεχή και η χώρα έχει ξαναβγεί στις ευρωπαϊκές και διεθνείς αγορές. Και πλέον, μετά την πανδημία, το Ταμείο Ανάκαμψης, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, χρηματοδοτεί τη μεγαλύτερη επενδυτική εκτίναξη της ελληνικής οικονομίας, με άξονα τον ψηφιακό και πράσινο μετασχηματισμό.

Στις δυσκολίες, η ΕΕ αντιμετωπίζεται από κάποιες πλευρές ως ο αποδιοπομπαίος τράγος για όλες τις δυσάρεστες ανακατατάξεις. Όμως, η πρόσδεση στο περιοριστικό ευρωπαϊκό πλαίσιο έδωσε στη χώρα, από την ένταξή μας, έναν διαρκή στρατηγικό προσανατολισμό και μια θεσμική συνέχεια στην πορεία προσαρμογής προς το διεθνές περιβάλλον, τα οποία το εγχώριο πολιτικοδιοικητικό σύστημα αδυνατούσε από μόνο του να γεννήσει. Δεν απέτρεψε, φυσικά, τη σφοδρή κρίση μετά το 2010, μετρίασε, όμως, την καταστροφικότητά της και αποσόβησε, εν τέλει, έναν ολικό εκτροχιασμό, όπως πολλοί οικονομολόγοι αναδεικνύουν.

Αναμφισβήτητα, συνεπώς, οι υποδομές της χώρας μας αναβαθμίστηκαν σημαντικά από την ένταξή μας έως σήμερα. Ας αναλογιστούμε μόνο ότι μόλις στα τέλη του προηγούμενου αιώνα πολλές πόλεις και χωριά δεν είχαν σύστημα αποχέτευσης, πράγμα που άλλαξε ριζικά έπειτα από οδηγία της Ε.Ε. που υποχρέωνε τις κοινότητες άνω των 15.000 κατοίκων να έχουν δίκτυο αποχέτευσης και εγκαταστάσεις δευτεροβάθμιας επεξεργασίας λυμάτων, μέχρι το 2001. Με αυτό τον τρόπο οι θάλασσές μας καθάρισαν και έγιναν πιο ελκυστικές. Ακολουθώντας τα ευρωπαϊκά πρότυπα έχει θεσπιστεί ένα πλαίσιο νόμων και κανόνων σχετικά με την προστασία του περιβάλλοντος, τον περιορισμό των χημικών σε προϊόντα, τα εργασιακά δικαιώματα, τα πειράματα και, γενικότερα, τη μεταχείριση των ζώων. Είναι εύλογο να αναρωτηθούμε αν, πότε και με τι χρήματα θα υιοθετούσαμε και θα υλοποιούσαμε αυτές τις κατευθύνσεις στην περίπτωση που  ήμασταν ακόμα εκτός της Ένωσης…

Όλα τα παραπάνω είναι σημαντικά «λιθαράκια» που κατέστησαν την απόφαση ένταξης στην Ε.Ε πετυχημένη. Το σημαντικότερο, όμως, μάλλον είναι τα 43 χρόνια ειρήνης και δημοκρατίας που απολαμβάνουμε σαν χώρα από το 1981 μέχρι και σήμερα. Ειρήνη, που σε μεγάλο βαθμό οφείλουμε στην Ευρωπαϊκή οικογένεια, αφού πια τα ελληνικά σύνορα έχουν μετατραπεί σε ευρωπαϊκά. Με αυτό τον τρόπο η χώρα μας θωρακίζεται έναντι των εξωτερικών απειλών. Μάλιστα, στην παράγραφο 7 του άρθρου 42 της συνθήκης της Λισαβόνας, υπάρχει ρήτρα που δεσμεύει νομικά τα κράτη-μέλη της ευρωπαϊκής ένωσης, να παράσχουν βοήθεια και συνδρομή με όλα τα μέσα που έχουν στη διάθεση τους, σε άλλο κράτος-μέλος, θύμα ένοπλης επιθετικότητας. Η χώρα μας αποκτά και επίσημα ισχυρούς συμμάχους που δρουν ως αποτρεπτικός μηχανισμός σε μια ενδεχόμενη επίθεση.

Και τώρα τι;

Η πρόσδεση της Ελλάδας στις όποιες δεσμεύσεις/περιορισμούς, παρά την απομείωση βαθμών εθνικής αυτονομίας που συνεπαγόταν, οδήγησε τη χώρα (ένα κράτος, μάλιστα, που ξεκίνησε υπό την κηδεμονία των μεγάλων δυνάμεων) στο μεγαλύτερο βαθμό σχετικής εθνικής αυτονομίας που είχε ποτέ στην Ιστορία της, μέσα από τους θεσμούς ενοποίησης και συγκυριαρχίας στην Ε.Ε. Το να είσαι «μια ευρωπαϊκή χώρα» έχει πολλά πλεονεκτήματα. Η Ελλάδα με την ένταξή της στους κόλπους της ευρωπαϊκής οικογένειας έχει αποκομίσει πολλά καλά σε όλους τους τομείς και τις εκφάνσεις της ανθρώπινης δραστηριότητας. Τα παραβλέπουμε στην καθημερινότητά μας, αλλά είναι κρίμα να τα ξεχνάμε. Συχνά, επικεντρωνόμαστε σε όσα προβλήματα δεν επιλύθηκαν. Όμως, όπως φαίνεται, ο απολογισμός όχι μόνο είναι θετικός και ικανός να συντηρεί την ελπίδα ότι οι επόμενες δεκαετίες μπορεί να αποτελέσουν μια ακόμα καλύτερη περίοδο δημιουργίας και αυτοπεποίθησης, παρά τη συσσώρευση πολλών προκλήσεων.

Τα τελευταία χρόνια, η άνοδος του ευρωσκεπτικισμού, παράλληλα με την αυξημένη επιρροή του λαϊκισμού, προήλθε σε μεγάλο βαθμό από την αδυναμία κάποιων να συνειδητοποιήσουν ότι αμφισβητώντας την Ευρώπη, ουσιαστικά, αμφισβητούν τον τρόπο ζωής τους…

Ανατρέχοντας στα όσα αναφέραμε, ένας σκεπτόμενος άνθρωπος εύκολα αντιλαμβάνεται τι έχει κάνει η Ευρώπη για μας και κατόπιν φτάνει να απορεί για το μέγεθος των ακραίων και παραπλανητικών φωνών που, κατά καιρούς, υψώνεται κατά της Ένωσης. Για ποιο λόγο συμβαίνει αυτό; Πρώτον, επειδή οι άνθρωποι θεωρούν, πλέον, αυτονόητα κάποια αγαθά που για τους παππούδες τους ήταν αδιανόητα. Και, δεύτερον, επειδή το πνεύμα ελευθερίας που διατρέχει την Ένωση, καμιά φορά, καθιστά και την ίδια στόχο. Αλλά, εκεί βρίσκεται και η ισχύς της Ευρώπης: να συνθέτει πρόοδο ακόμα και μέσα από την αμφισβήτησή της.

Σχετικά με την ένταξή μας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής είχε πει στη Βουλή (11 Ιανουαρίου 1980) μία αξιομνημόνευτη φράση: «Με την ένταξή μας θα βγούμε από την αιώνια μοναξιά μας, που μας εξέθετε σε παντοειδείς κινδύνους και μας υποχρέωνε να αναζητούμε κηδεμόνες». Τώρα, τόσα χρόνια μετά, και μάλιστα ενόψει Ευρωεκλογών, αξίζει να αναλογιζόμαστε πού θα ήταν και τι θα ήταν η Ελλάδα εάν δεν είχε ενταχθεί ποτέ στην ΕΕ.

Δεν χρειάζεται μεγάλη φαντασία για να συλλογισθεί κανείς ποια μπορεί να ήταν η μοίρα ενός νεότευκτου κράτους της νοτιοανατολικής Βαλκανικής αν δεν είχε από την πρώτη στιγμή της ύπαρξής του στρέψει την πυξίδα του στην Ευρώπη. Μια ματιά στον χάρτη, στα βόρεια και τα ανατολικά της Ελλάδας, αρκεί. Το όφελος για το διεθνές status της χώρας -το γεγονός ότι αντιμετωπίζει τις απειλές με τη θωράκιση ενός μεγάλου συνεταιρισμού- είναι, πλέον, κοινός τόπος. Ακόμη κι εκείνοι που ζητούν πιο ενεργή ευρωπαϊκή στήριξη στα εθνικά μέτωπα δεν τολμούν να ισχυριστούν ότι η Ελλάδα θα ήταν καλύτερα μόνη.
Στον σημερινό παγκοσμιοποιημένο κόσμο, με αντιμαχόμενους κολοσσούς, όπως οι ΗΠΑ, η Κίνα και η Ρωσία, ακόμα και χώρες όπως η Γερμανία και η Γαλλία δεν θα μπορούσαν να σταθούν μόνες τους απέναντί τους. Αν η ευρωπαϊκή ένωση είναι αναγκαία για τα πλέον ισχυρά κράτη της Ευρώπης, ας αναλογιστούμε τι σημαίνει αυτό για την Ελλάδα… 

«Ποιο πιστεύετε ότι είναι το σημαντικότερο επίτευγμα της Ελλάδας τα τελευταία διακόσια χρόνια;» ρωτούσε μια δημοσκόπηση το 2021. Η δημοφιλέστερη απάντηση ήταν: η είσοδος της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και η συμμετοχή της στην ευρωζώνη.

Πλεονεκτήματα και επιτεύγματα, φυσικά, δεν πρέπει να λαμβάνονται ως δεδομένα. Η συμμετοχή μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση απαιτεί σταθερή δέσμευση και συνεχή συμμετοχή. Εν όψει των  ευρωεκλογών, είναι σημαντικό ο δημόσιος διάλογος στη χώρα μας, -πολιτικοί και ΜΜΕ-, να εστιάσει στα θέματα που απασχολούν την Ευρώπη. Να υπάρχει κατάλληλη ενημέρωση των πολιτών, ώστε να δώσουν μαζικά το παρόν στις κάλπες  αναλογιζόμενοι την ευθύνη τους, ώστε να συμβάλλουν, όλοι μαζί και καθένας από την πλευρά του στην οικοδόμηση της Ευρώπης του μέλλοντος…

Εγγραφείτε και μιλήστε!

Με την εγγραφή σας μπορείτε να συμμετάσχετε στην κουβέντα για το άρθρο, να μιλήσετε στους συντάκτες μας και να συμβάλλετε εποικοδομητικά στα άρθρα μας.

Μπορείτε να συνεχίσετε την ανάγνωση του άρθρου πατώντας εδώ, αλλά...

... είναι μόνο χάρη των μελών/συνδρομητών που μας στηρίζουν που μπορούμε να έχουμε άρθρα.

Εάν μια εποικοδομητική δημοσιογραφία, που δεν εξαρτάται από διαφημίσεις, είναι κάτι που θέλετε να υποστηρίξετε γίνετε μέλος σήμερα.

Περιεχόμενα Τεύχους

Τεύχος 52

Απρίλιος 2024

Μετάβαση στο περιεχόμενο