Ο μπαρμπα-Γιάνννης Παπανδρόπουλος κάθισε στο τιμόνι του Νεολόγου Πατρών 54 χρόνια, από το 1894 έως το 1948 – όταν, με 90 χρόνια στην πλάτη του, παραχώρησε την εξουσία στον γυιο του και θείο μου Παναγιώτη. Είχε δε μία σπουδαία αντίληψη για την δημοσιογραφία: «Ο δημοσιογράφος ενημερώνει με βάση γεγονότα και προσπαθεί να φέρει τον αναγνώστη πιο κοντά στην υφή της πραγματικότητας. Πάντα υπό συνθήκες ελευθερίας».
Από τότε η δημοσιογραφία έχει υποστεί δραματικές αλλαγές και σήμερα δεν είναι λίγοι αυτοί που υποστηρίζουν ότι έφθασε στο τέλος της. Ίσως να μην έχουν άδικο.
Τα τελευταία χρόνια, η δημοσιογραφία χάνει κύρος και αξιοπιστία με γρήγορους ρυθμούς, ενώ τα Μέσα ενημέρωσης πλήττονται από σοβαρότατη οικονομική κρίση. Από την άλλη, όλα δείχνουν ότι αλλάζει βαθειά και αυτή η ίδια η υφή του δημοσιογραφικού επαγγέλματος. Έτσι, το επάγγελμα που πριν 300 και πλέον χρόνια ξεκίνησε με τον πρωτοπόρο Θεόφραστο Ρενοντώ στο Παρίσι, στις μέρες μας βρίσκεται σε κρίσιμο σταυροδρόμι. Διότι με το πέρασμα από την δύναμη του γραπτού λόγου σε αυτόν της εικόνας, ανατράπηκε μία σημαντική σχέση της δημοσιογραφίας με το κοινό στο οποίο απευθύνεται.
Για μία μακρά περίοδο η τηλεόραση, έχοντας κατακτήσει την κορυφή στην ιεραρχία των Μέσων επικοινωνίας, επέβαλλε στα άλλα Μέσα τους δικούς της κανόνες. Αξιοποίησε δε κατά κόρον την γοητεία που αισθάνεται το κοινό για την εικόνα. Κατά συνέπεια, καθιερώθηκε η αντίληψη πως μόνον το ορατό αξίζει να γίνει είδηση. Ό,τι δεν είναι ορατό και δεν έχει εικόνα, δεν είναι τηλεπαρουσιάσιμο άρα δεν υπάρχει.
Μέσα στο πλαίσιο αυτό, τα γεγονότα που παράγουν σκληρές εικόνες (βιαιότητες, καταστροφές, συμφορές) παίρνουν έτσι το προβάδισμα πάνω στην επικαιρότητα. Επιβάλλονται στα άλλα θέματα ακόμη και όταν, αντικειμενικά, η σπουδαιότητά τους είναι δευτερευούσης σημασίας. Το συγκινησιακό πλήγμα που προκαλούν οι εικόνες –κυρίως αυτές του πόνου και του θανάτου– δεν μπορούν ούτε στο ελάχιστο να συγκριθούν με αυτό που μπορούν να προκαλέσουν τα άλλα Μέσα μαζικής ενημέρωσης, συμπεριλαμβανομένης της φωτογραφίας.
Υπό αυτές τις συνθήκες ο γραπτός Τύπος, αναγκασμένος να ακολουθεί, πίστεψε σε μεγάλο βαθμό ότι μπορεί να αναπαράγει την συγκίνηση που αισθάνθηκαν οι τηλεθεατές μέσα από κείμενα του ίδιου συγκινησιακού περιεχομένου. Κείμενα που απευθύνονται στην καρδιά και όχι στην λογική. Ποια είναι η συνέπεια; Καταστάσεις κρίσιμες για τις οποίες δεν διαθέτουμε εικόνα παραμελούνται, όσο σημαντικές και αν είναι, ακόμη και από τα δημοσιογραφικά έντυπα που θέλουν να λέγονται σοβαρά.
Οι πολιτικές εξουσίες δεν αγνοούν τον βασικόν αυτό νόμο της σύγχρονης πληροφόρησης, γι’ αυτό και επιδιώκουν να τον χρησιμοποιήσουν προς όφελός τους. Έτσι, σε ζητήματα ευαίσθητα, όπου διακυβεύονται υψηλά συμφέροντα, αγρυπνούν με ζήλο ώστε να μην κυκλοφορήσει καμμία εικόνα. Πρόκειται για μία επιλεκτική μορφή λογοκρισίας. Οι γραπτοί λόγοι, οι προφορικές μαρτυρίες, μπορούν να δημοσιοποιηθούν, ακόμη και κατά γράμμα. Αλλά ποτέ δεν θα προκαλέσουν την ίδια αίσθηση. Το βάρος των λέξεων δεν αντισταθμίζει το σοκ που προκαλούν οι εικόνες. Γιατί, όπως υποστηρίζουν και οι επικοινωνιολόγοι, η εικόνα εξαλείφει τον ήχο και το μάτι υπερισχύει του αυτιού.
«Αυτός είναι ο λόγος που από εδώ και εμπρός μερικές εικόνες βρίσκονται υπό αυστηρή παρακολούθηση. Ή, μάλλον, κάποιες πραγματικότητες είναι πλέον αυστηρά απαγορευμένες στην εικόνα. Είναι το αποτελεσματικότερο μέσον για να κρατηθούν μυστικές. Έλλειψη εικόνας σημαίνει έλλειψη πραγματικότητας», έγραφε πριν 25 χρόνια ο Ιγνάτιος Ραμονέ κα η πραγματικότητα τον επιβεβαίωσε πολλές φορές. Ασχέτως αν και ο ίδιος, ων διευθυντής της Monde Diplomatique, είχε μία μάλλον μονομερή αντίληψη για τις εικόνες και για το ποιες είναι «καλές» ή «κακές».
Όπως λοιπόν και να έχουν τα πράγματα, γεγονός είναι ότι, με συμμετοχή και τεράστια ευθύνη των δημοσιογράφων, τα ηλεκτρονικά ΜΜΕ στον τομέα της ενημέρωσης ενθαρρύνουν την απλοποίηση και την καρικατούρα, παίζουν με τον εντυπωσιασμό και την ανεκδοτολογία, εξαχρειώνουν τον δημόσιο διάλογο και τελικά αναισθητοποιούν την κοινωνία των πολιτών. Σε υπερθετικό δε βαθμό, προκρίνοντας το βασίλειο της ασημαντότητας, παρεμποδίζουν το ανοιγμα στον κόσμο.
Υπό αυτή την έννοια, πολλές από τις τελευταίες εξελίξεις στο επικοινωνιακό τοπίο κάθε άλλο παρά τυχαίες είναι. Ιδιαίτερα σήμερα, που το Διαδίκτυο, με τις διαστάσεις που προσλαμβάνει, αποτελεί ταυτοχρόνως ευκαιρία και απειλή. Παράλληλα δε, στο μέτρο που οι bloggers καταργούν εκδοτικά δικαιώματα και μεταβάλλουν αυτό το ίδιο το δημοσιογραφικό επάγγελμα, το μάρκετινγκ περιεχομένου φέρνει στο προσκήνιο νέες πρακτικές τις οποίες κανείς δεν μπορεί και δεν πρέπει να αγνοεί.
Ζούμε σε μία εποχή όπου αυξάνεται σταθερά η ταχύτητα με την οποία η ενημέρωση «διακινείται» στην σύγχρονη κοινωνία. Για τον δημοσιογράφο, η γρήγορη κάλυψη σημαίνει λιγότερο χρόνο για την επιλογή και την επεξεργασία της είδησης. Επιπλέον, μειώνεται η χρονική διαφορά ανάμεσα στο γεγονός και στην κάλυψη. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα οι δημοσιογράφοι να έχουν στην διάθεσή τους λιγότερο χρόνο για να διερευνήσουν ένα θέμα. Αυτές οι εξελίξεις σηματοδοτούν ότι το επάγγελμα της παραδοσιακής δημοσιογραφίας μπορεί να παρακαμφθεί αρκετά εύκολα. Ήδη, αυτό εν μέρει γίνεται με την αύξηση των κάθε λογής ιστολογίων, σελίδων κοινωνικής δικτύωσης και ιστοσελίδων που προέρχονται από δημοσιογράφους είτε από απλούς πολίτες. Τα Μέσα κοινωνικής δικτύωσης αποτελούν μία καινοτομία, αλλά όταν πρόκειται για έκτακτη είδηση μπορούν να αποτελέσουν ταυτοχρόνως ευλογία και κατάρα. Τόσον το Facebook όσο, και κυρίως, το Twitter μπορούν να προσφέρουν επιτόπιο ρεπορτάζ με μία αμεσότητα που κάποτε ήταν αδιανόητη. Μπορούν επίσης να διαδίδουν φήμες και ψευδείς πληροφορίες στον χρόνο που χρειάζεται για να πληκτρολογήσει κανείς 140 χαρακτήρες στο «έξυπνο» κινητό του.
Είναι συνεπώς ξεκάθαρο ότι βιώνουμε μία νέα εποχή για την δημοσιογραφία. Μία εποχή εκρηκτική και αβέβαιη, μέσα σε ένα πέρα για πέρα πρωτόγνωρο περιβάλλον. Σύμφωνα με έρευνες, οι ιστοσελίδες κοινωνικής δικτύωσης επιτρέπουν στα άτομα να λαμβάνουν εύκολα μέρος σε συζητήσεις με φίλους, με την οικογένειά τους, και έτσι να συμμετέχουν σε ευρύτερα δίκτυα. Με την βοήθεια των εργαλείων κοινωνικής δικτύωσης, το Διαδίκτυο αλλάζει γρήγορα τον τρόπο που οι άνθρωποι καταναλώνουν την ενημέρωση. Μελέτες στο εξωτερικό καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι τα άτομα που ενημερώνονται κυρίως μέσω των Μέσω κοινωνικής δικτύωσης, το κάνουν γιατί προτιμούν να παραμένουν διασυνδεδεμένα με άλλους ανθρώπους, να διατηρούν τις σχέσεις, καθώς και να συζητούν και να σχολιάζουν τα θέματα της επικαιρότητας με φίλους τους μέσω των κοινωνικών τους δικτύων.
«Παράλληλα, η κοινωνική διάσταση της πληροφορίας εξατομικεύεται σε αυξητική κλίμακα. Είναι πλέον όλο και δυσκολότερο να οργανώσει κανείς τις πληροφορίες, να τις συγκεντρώσει και να προκαλέσει κάποιον έλλογο διάλογο. Η δημοσιογραφία, εάν ποτέ υπήρξε ως τέτοια, καταρρέει. Από την μία πλευρά υπάρχει ανάγκη για “μεσίτες” της πληροφορίας και, από την άλλη, για διαχειριστές και αγωγούς του δημόσιου διαλόγου». Αυτά γράφει ο έγκριτος συνάδελφος και καθηγητής δημοσιογραφίας Στέλιος Παπαθανασόπουλος και πιστεύουμε ότι ανοίγει μία ευρεία συζήτηση για το αβέβαιο αύριο μίας επαγγελματικής και κοινωνικής πλευράς, με τεράστιο πολιτικό βάρος.