Τα αποτελέσματα των τελευταίων Ευρωεκλογών, τα διακυβεύματα και ο αντίστοιχος δημόσιος διάλογος έχουν καταστήσει κάποια γραπτά του Καρλ Πόππερ ιδιαίτερα επίκαιρα και χρήσιμα. Συγκεκριμένα, το βιβλίο του “The Open Society and Its Enemies” (Η ανοιχτή κοινωνία και οι εχθροί της). Δημοσιεύτηκε το 1945 και αποτελεί ταυτόχρονα φιλοσοφικό δοκίμιο και πολιτικό μανιφέστο, στο βαθμό που ο Πόππερ υπερασπίζεται ανοιχτά φιλελεύθερες θέσεις. Σε αυτό το βιβλίο αναφέρεται στο περίφημο «παράδοξο της ανεκτικότητας».
Η διάκριση των κοινωνιών
Σύμφωνα με την θεωρία του, ιστορικά έχουν αναπτυχθεί δύο τύποι κοινωνιών: Οι «ανοιχτές» και οι «κλειστές» κοινωνίες. Πρόκειται για μια διάκριση που βρίσκουμε, ήδη, στον Γάλλο φιλόσοφο Ανρί Μπεργκσόν στο βιβλίο του “Les Deux Sources de la Morale et de la Religion” (Οι δύο πηγές της Ηθικής και Θρησκείας»), 1932.
Κατά τον Πόππερ, ο Πλάτωνας απετέλεσε πρόδρομο της «κλειστής» κοινωνίας ενώ η Αθηναϊκή δημοκρατία υπήρξε η πρώτη μορφή «ανοιχτής» κοινωνίας.
Η ανοιχτή κοινωνία, είναι μια φιλελεύθερη και ισότιμη δημοκρατική κοινωνία, ενώ η κλειστή είναι μια κοινωνία αυταρχική, συντηρητική με αυστηρές ιεραρχικές δομές. Οι ανοιχτές κοινωνίες δίνουν μια πολύ σημαντική θέση στο άτομο, στον ορθολογισμό, την καινοτομία και την πρόοδο. Αντίθετα, οι κλειστές κοινωνίες επικεντρώνονται στη συλλογικότητα, τη θρησκεία και την παράδοση. Οι ανοιχτές είναι δυναμικές, δηλαδή είναι ευνοϊκές για την αλλαγή. Οι κλειστές είναι στατικές, απρόθυμες, αμυντικές έως και εχθρικές στην αλλαγή. Οι ανοιχτές είναι εξωστρεφείς με συνέπεια την συμπερίληψη, ενώ οι κλειστές είναι εσωστρεφείς με συνέπεια τον αποκλεισμό.
Όλες οι ανοιχτές κοινωνίες είναι κοινωνίες ανεκτικές, ενώ οι κλειστές είναι μη ανεκτικές και συχνά μισαλλόδοξες (=μισούν αυτούς που άλλα δοξάζουν). Ως φιλελεύθερος, ο Πόππερ τοποθετεί την ατομική ελευθερία ως κεντρική αξία της ζωής στην κοινωνία.
Όταν αναφέρεται στις κλειστές κοινωνίες εννοεί τα ολοκληρωτικά καθεστώτα, δηλαδή τα καθεστώτα που καταστέλλουν την ατομική ελευθερία ολοκληρωτικά, ασκώντας τον απόλυτο έλεγχο των ατόμων (σωματικά και νοητικά). Στα ολοκληρωτικά καθεστώτα περιλαμβάνει τόσο τον δεξιό ολοκληρωτισμό, τον φασισμό, όσο και τον αριστερό ολοκληρωτισμό, τον κομμουνισμό. Φυσικά, η Ναζιστική Γερμανία και η Σοβιετική Ένωση δεν είναι κατ’ αρχήν συγκρίσιμες. Δεν μπορούμε να βάλουμε στο ίδιο επίπεδο ένα καθεστώς που υποστηρίζει τη φυλετική δίωξη και ένα καθεστώς του οποίου ο αρχικός στόχος ήταν η χειραφέτηση των εργαζομένων. Αλλά, το ζήτημα δεν είναι αυτό των προθέσεων, το ζήτημα είναι των δομών. Τόσο στη ναζιστική Γερμανία όσο και στη ΕΣΣΔ του Στάλιν οι δομές είναι οι ίδιες. Η καταστολή των ελευθεριών, η υποταγή σε έναν ηγέτη, η λατρεία του συλλογικού, η εγκατάλειψη κάθε κριτικής σκέψης και, κυρίως, πίστη στον ιστορικισμό. Δηλαδή, η ιδέα ότι η ιστορία καθοδηγείται από αναπόδραστους νόμους και ότι επομένως υπάρχει μια ιστορική μοίρα των κοινωνιών. Για τον ναζισμό το ιστορικό πεπρωμένο είναι η βασιλεία της Άριας φυλής. Για τον κομμουνισμό είναι η βασιλεία του προλεταριάτου. Επομένως, εάν οι κοινωνίες έχουν ιστορικό πεπρωμένο, αυτό σημαίνει ότι μπορούν να νομιμοποιήσουν τη χρήση βίας και καταπίεσης για να επιφέρουν αυτό το πεπρωμένο, να εκπληρώσουν τη θέληση της ιστορίας…
Ο ιστορικισμός, κατά τον Πόππερ, είναι το βασικό συστατικό του ολοκληρωτισμού.
Ας δούμε όμως σε τί έγκειται το παράδοξο της ανεκτικότητας.
Αν μια ανεκτική κοινωνία θέλει να αντέξει στο χρόνο, υπάρχει ένα πράγμα προς το οποίο δεν μπορεί να είναι ανεκτική. Αυτό το πράγμα, είναι η ίδια η «μη ανεκτικότητα». Η ανεκτικότητα σε άτομα που θέλουν να καταστρέψουν την ανεκτικότητα θέτει σε κίνδυνο την ανεκτικότητα… Συμπέρασμα, μια ανεκτική κοινωνία μπορεί να τα δεχθεί όλα εκτός από την μη ανεκτικότητα. Εδώ λοιπόν, «το παράδοξο της ανεκτικότητας» μας λέει κάτι επί της ουσίας. Μας λέει ότι η απόλυτη ανοχή δεν είναι δυνατή στην πράξη. Ότι η απεριόριστη ανοχή οδηγεί αναγκαστικά στον αυτοεκμηδενισμό της. Με άλλα λόγια, ότι αν θέλουμε να κάνουμε την αρχή της ανεκτικότητας αποτελεσματική στην κοινωνία, αποτελεσματική στην πραγματικότητα, πρέπει να της δώσουμε όρια.
Όμως, υπάρχει μια λογική-θεωρητική ανακολουθία στην παραπάνω θέση. Αν λέμε ότι είμαστε υπέρ της ανοχής, πρέπει να είμαστε υπέρ της ανοχής προς όλους, συμπεριλαμβανομένων των μισαλλόδοξων ανθρώπων. Το να είσαι υπέρ της ανεκτικότητας, αλλά υπό ορισμένες προϋποθέσεις σημαίνει ότι δεν είσαι πραγματικά υπέρ της ανοχής. Όταν είμαστε υπέρ μιας αρχής, είμαστε υπέρ της πλήρους εφαρμογής αυτής της αρχής όχι για επιλεκτική εφαρμογή. Και επιπλέον, αυτό ακριβώς το επιχείρημα χρησιμοποιούν άνθρωποι που έχουν, ας πούμε, ακραίες ιδέες και που όταν αρνούμαστε να τους δώσουμε φωνή ισχυρίζονται ότι είμαστε ανακόλουθοι, αφού είμαστε επιλεκτικά ανεκτικοί… Συνέπεια στην αρχή της ανεκτικότητας σημαίνει να ανέχεσαι και αυτόν που δεν είναι ή δεν σκέφτεται όπως εσύ. Αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημα που θέτει ο Πόππερ. Αν είναι απαραίτητο ή όχι να εφαρμοστεί η αρχή της ανεκτικότητας χωρίς διάκριση.
Οι δυσκολίες της ανοχής
Ιστορικά υπάρχουν δύο αντιλήψεις για την ανοχή. Η πρώτη αντίληψη θα μπορούσε να περιγραφεί ως απόλυτη, δηλαδή απεριόριστη ανοχή χωρίς περιορισμούς. Η αρχή της ανεκτικότητας επιτάσσει να ανεχόμαστε τα πάντα, δεν μπορούμε να κάνουμε ανοχή à la carte. Η δεύτερη αντίληψη μπορεί να περιγραφεί ως περιοριστική και που συνίσταται στο να λέμε ότι η ανοχή πρέπει να σταματά στα όρια της μισαλλοδοξίας. Με άλλα λόγια οι μισαλλόδοξοι να μην επωφελούνται από το καθεστώς ανοχής. Αυτή είναι η θέση που αποδίδεται κλασικά στον Σαιν Ζυστ, έναν εκ των ηγετών της Γαλλικής Επανάστασης, όταν είπε «όχι ελευθερία για τους εχθρούς της ελευθερίας».
Αμφότερες οι δύο συλλήψεις δημιουργούν δυσκολίες. Η δυσκολία που θέτει η ιδέα της απεριόριστης ανοχής είναι αυτό που αναφέραμε στην εισαγωγή, δηλαδή ότι ανεχόμαστε ανθρώπους που θέλουν να ακυρώσουν την ανοχή. Με άλλα λόγια, παίρνουμε το ρίσκο να δούμε αυτό για το οποίο παλεύουμε να εξαφανίζεται. Η απεριόριστη ανοχή είναι σαν μια αυτοάνοση ασθένεια, το σύστημα καταλήγει να στρέφεται εναντίον του. Αυτό είναι λοιπόν το πρόβλημα της απεριόριστης ανοχής, είναι πρόβλημα εσωτερικής αντίφασης. Με άλλα λόγια, η ασυνέπεια δεν βρίσκεται στο να θέλουμε να περιορίσουμε την ανοχή αλλά στο να θέλουμε να την εφαρμόσουμε τόσο πολύ ώστε να κινδυνεύει στην πράξη. Η ιδέα της απεριόριστης ανοχής θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως θέση δεοντολογίας, αλλά εδώ έχουμε να κάνουμε με μια θέση οντολογίας. Μας ενδιαφέρουν οι συνέπειες της αρχής. Το πρόβλημα με την απεριόριστη ανοχή είναι η στροφή της ανοχής εναντίον της… Η δυσκολία με την ιδέα της περιορισμένης ανοχής είναι να ορίσουμε τι εννοούμε με την έννοια της «μη ανοχής/μισαλλοδοξίας». Ποιος αποφασίζει τι σημαίνει αυτό; Πού είναι το όριο; Η «μη ανοχή» είναι μια πολύ ασαφής έννοια που ποικίλλει πάρα πολύ ανάλογα με την πολιτική ευαισθησία του καθενός. Από τη σκοπιά του «προοδευτικού», ένας ανεκτικός παραδοσιακός είναι, ήδη, μισαλλόδοξος. Η δυσκολία βρίσκεται στο ότι υπάρχει ένα μεγάλο μέρος υποκειμενικότητας στην έννοια της μισαλλοδοξίας. Και αυτό είναι το όλο πρόβλημα.
Ο ορισμός της έννοιας της «μη ανεκτικότητας/ανοχής» είναι κρίσιμος γιατί στο όνομα της άρνησής της μπορούμε να απαγορεύσουμε ιδέες/θέσεις που προκύπτουν από μια απλή διαφορά απόψεων, πχ, μια απλή κοινωνική συζήτηση.
Υπάρχουν απόψεις που κάποιοι θα τις χαρακτήριζαν μισαλλόδοξες, ενώ άλλοι, απλώς, κοινή λογική, πιθανώς συντηρητικές. Αλλά, ως γνωστόν (μέχρι νεωτέρας) δεν απαγορεύεται, ευτυχώς, να είναι κανείς «συντηρητικός». Ένας όρος που προέκυψε στη δημόσια συζήτηση για να χαρακτηρίσει σχόλια που δεν είναι ρητά μισαλλόδοξα, ωστόσο, θεωρούνται μέρος της μισαλλοδοξίας, είναι η λέξη «προβληματικός/ή/ό». Μια δήλωση θεωρείται προβληματική όταν έρχεται σε αντίθεση με μια συγκεκριμένη αντίληψη περί ανεκτικότητας. Για παράδειγμα, εάν πιστεύετε πως είναι σημαντικό να προστατεύσετε τις πολιτιστικές παραδόσεις, μπορεί να σας πουν ότι αυτό που λέτε είναι προβληματικό. Ότι αυτό ισοδυναμεί με την υποστήριξη ταυτοτικής περιχαράκωσης που οδηγεί στον αποκλεισμό πληθυσμών που προέρχονται από αλλού. Αλλά θα πρέπει να είσαι εξαιρετικά κακόπιστος για να διαστρεβλώσεις την θέση υπέρ της προστασίας των πολιτιστικών παραδόσεων σε θέση υπέρ του αποκλεισμού των ξένων. Ο όρος «μη ανοχή» οφείλει να έχει συγκεκριμένο νόημα. Δεν πρέπει να προσφέρεται για παρερμηνείες και καταχρήσεις.
Αν πεις, αίφνης, ότι είσαι υπέρ της εκδίωξης όλων των ξένων καταγωγής. Συμφωνούμε ότι αυτό είναι μισαλλοδοξία. Δεν υπάρχει καμία ασάφεια σχετικά με αυτό το είδος δήλωσης. Από την άλλη, αν πεις ότι είσαι υπέρ της απέλασης όλων των παράνομων αλλοδαπών. Είναι αυτό θέση ρατσιστική/μη ανεκτική; Το θέμα είναι πιο περίπλοκο γιατί, αφενός ο όρος «παράνομος αλλοδαπός» δεν προσδιορίζει μια εθνική ομάδα, δεν στιγματίζει μια καταγωγή, μια προέλευση. Στιγματίζει ένα νομικό καθεστώς και μετά είναι, επίσης, πολύπλοκο γιατί έτσι ορίζει ο νόμος. Ο νόμος λέει ότι ένας αλλοδαπός χωρίς άδεια παραμονής δεν έχει το δικαίωμα να διαμένει στην επικράτεια.
Young Lawyer, Norman Rockwell 1927.
Εάν, λοιπόν, η επίκληση της έννομης τάξης θεωρείται ότι συνιστά θέση ρατσιστική/μη ανεκτική/μισαλλόδοξη, μάλλον έχουμε έναν ορισμό της μισαλλοδοξίας που είναι υπερβολικά (και για κάποιους βολικά) ευρύς. Αυτό σημαίνει ότι, ίσως, έχουμε ένα κριτήριο για τον ορισμό της μισαλλοδοξίας το οποίο δεν είναι βιώσιμο. Όμως, ας μην είμαστε αφελείς. Σίγουρα θα υπάρχουν και ρατσιστές ανάμεσα στους ανθρώπους που είναι υπέρ της αποπομπής των παράνομων αλλοδαπών. Η δήλωση αυτή καθαυτή «είμαι υπέρ της απέλασης των παράνομων αλλοδαπών» δεν είναι ρατσιστική δήλωση. Ο μόνος τρόπος να την κάνεις ρατσιστική, είναι να αποδώσεις ρατσιστικά απώτερα κίνητρα σε αυτόν που το λέει αυτό. Μα, αν πρέπει να κρίνουμε την μισαλλοδοξία/ρατσισμό κάποιου όχι από αυτά που λέει, αλλά από αυτά που φανταζόμαστε ότι σκέφτεται, από εκείνα που υποθέτουμε ότι λέει κατά βάθος, δεν σκεφτόμαστε πια σαν δημοκράτες. Σκεφτόμαστε σαν ολοκληρωτικά μυαλά. Επειδή, δεν βρισκόμαστε, πλέον, στο πεδίο των αποδεικτικών στοιχείων και των τεκμηρίων, αλλά στο ολισθηρό πεδίο της δίκης προθέσεων. Σε ένα κράτος δικαίου, σε μια δημοκρατική και φιλελεύθερη κοινωνία, κρίνουμε τους ανθρώπους για το τι λένε και τι κάνουν στα λόγια και στις πράξεις τους όχι στις υποτιθέμενες προθέσεις τους.
Αντίθετα, οι δίκες προθέσεων και οι αστυνομίες σκέψης χαρακτηρίζουν και «ευδοκιμούν» σε ολοκληρωτικές κοινωνίες. Και αυτή η διαφορά αλλάζει τα πάντα. Οπότε ναι, όλα είναι περιοριστικά, πρέπει να προσκομίσουμε αποδείξεις. Είναι επώδυνο, απαιτεί να βασιζόμαστε στην πραγματικότητα και όχι στην προέκταση της πραγματικότητας. Λοιπόν, ναι, είναι περιοριστικό και κοπιαστικό να πρέπει να προσκομίσω αποδείξεις. Βεβαίως, στις ανοιχτές δημοκρατικές κοινωνίες κρίνουμε πάντα με βάση τα πραγματικά περιστατικά, την πραγματικότητα, όχι την προέκταση της πραγματικότητας, όχι σε αυτό που θα θέλαμε να είναι η πραγματικότητα.
Metamorphosis of Narcissus, Salvador Dalí, 1937.
Κριτική και πεποιθήσεις
Αν κατακρίνω μια θρησκεία, αν την επικρίνω ανοιχτά, όχι υποθετικά, όχι υποσυνείδητα, αν πω ότι μια θρησκεία είναι παράλογη, συνιστά αυτό στάση μισαλλόδοξη/μη ανεκτική; Κάποιοι θα απαντήσουν «ναι». Πίσω από κάθε θρησκεία υπάρχει ένας καλός πιστός και επομένως το να επικρίνει κανείς μια θρησκευτική πεποίθηση θα σήμαινε ότι δείχνει μισαλλοδοξία προς αυτούς τους πιστούς. Αν δεχθούμε αυτό το «επιχείρημα», σημαίνει ότι για να είμαστε ανεκτικοί, πρέπει να απέχουμε από την κριτική ενός δόγματος. Με άλλα λόγια, πρέπει να επαναφέρουμε το έγκλημα της βλασφημίας. Δηλαδή, την ασέβεια σε κάτι που θεωρείται ιερό. Το πρόβλημα, όμως, είναι ότι η βλασφημία είναι μια ενδοθρησκευτική έννοια. Με άλλα λόγια, για να μπορέσετε να μιλήσετε για την βλασφημία, θα πρέπει ο ίδιος ο «βλάσφημος» να θεωρεί ιερό αυτό που επικρίνεται. Επομένως, η βλασφημία δεν έχει νόημα για τους μη πιστούς, αφού δεν θεωρούν τη θρησκεία ιερή. Η βλασφημία έχει νόημα μόνο μέσα στην κοινότητα των ανθρώπων που θεωρούν τη θρησκεία τους ιερή.
Οπότε η απαγόρευση κριτικής των θρησκειών είναι ανοχή προς τους πιστούς ή αντίθετα είναι μη ανοχή/μισαλλοδοξία απέναντι στην αρχή της ελεύθερης κριτικής και της ελευθερίας της γνώμης; Στη Δύση (και όχι μόνο), ως κληρονόμοι του Διαφωτισμού και της Κοσμικότητας, έχουμε παράδοση ελεύθερης κριτικής των θρησκειών γιατί ξέρουμε να κάνουμε την διάκριση μεταξύ των ιδεών και των ανθρώπων που τις ενστερνίζονται.
Το να κατηγορείς μια θρησκεία δεν είναι το ίδιο με το να κατηγορείς τους ανθρώπους που ασκούν αυτή τη θρησκεία. Ο λόγος; Απλούστατα και προφανώς η σκέψη δεν είναι ομοούσια με το άτομο. Όταν ένας άνθρωπος πιστεύει, δεν είναι καταδικασμένος και να πιστεύει αυτό που πιστεύει για το υπόλοιπο της ζωής του. Η πίστη μπορεί να εξελιχθεί, μπορεί να αποδυναμωθεί, μπορεί να στερεοποιηθεί, μπορεί ακόμη και να εξαφανιστεί. Δεν πρέπει να συγχέουμε τον πιστό με την πίστη του. Σε αντίθετη περίπτωση, υποστηρίζουμε τον ουσιοκρατισμό, δηλαδή θεωρούμε ότι η ύπαρξη του ατόμου συνδέεται με την πεποίθησή του.
Όλοι έχουμε κάποιες πεποιθήσεις. Αν ταυτίζοντας κάθε κριτική των ιδεών ως κριτική των ανθρώπων που έχουν αυτές τις ιδέες, δεν θα μπορούσαμε, πλέον, να διαφωνήσουμε σε τίποτα. Δεν θα είχαμε το δικαίωμα να διαφωνήσουμε για οτιδήποτε. Έτσι θα ακυρώναμε την ίδια την αρχή της αντιθετικής/διαλογικής συζήτησης. Αν αυτό συνιστά στάση ανοχής, τότε θα έπρεπε πραγματικά να αναθεωρήσουμε τον ορισμό αυτής της λέξης.
Ας πάμε ακόμα παραπέρα, ας φανταστούμε ότι κατακρίνω μια θρησκεία γιατί σε αυτή τη θρησκεία λέγεται ότι οι άπιστοι, δηλαδή οι άθεοι και αυτοί που πιστεύουν σε άλλη θρησκεία, δεν αξίζουν να ζουν. Αν το κριτικάρω, υιοθετώ τη μη ανοχή/μισαλλοδοξία ή επισημαίνω κάτι που είναι αυτό καθαυτό μη ανεκτικό και μισαλλόδοξο…;
Αν επικρίνω μια θρησκεία γιατί αυτή η θρησκεία λέει ότι οι γυναίκες πρέπει να είναι υποταγμένες στους συζύγους τους, ή ότι η θεωρία της εξέλιξης είναι ψευδής, ή ότι έχουμε δικαίωμα να έχουμε σκλάβους, είμαι μισαλλόδοξος; Εάν η απάντηση είναι «ναι», τότε αυτό σημαίνει ότι ο όρος «μη ανοχή/μισαλλοδοξία» δεν έχει, πλέον, κανένα νόημα. Ο σεβασμός σε κάποιον δεν συνεπάγεται αναγκαστικά και σεβασμό των πεποιθήσεών του. Είναι σεβαστό το δικαίωμά του να έχει αυτή την πεποίθηση. Είναι αυτή η λεπτή αλλά ουσιαστική διαφορά που, γενικά, διαφεύγει από όσους πιστεύουν ότι όταν επικρίνουμε ένα δόγμα, επικρίνουμε τους ανθρώπους που πιστεύουν σε αυτό το δόγμα.
Δεν αρνούμαι στους πιστούς το δικαίωμα να ασκούν τη θρησκεία τους. Επιτρέπω στον εαυτό μου να πω τη γνώμη μου για αυτό. Το γεγονός ότι λέω αυτό που πιστεύω για την πίστη τους δεν εμποδίζει τους πιστούς να πιστεύουν.
Όταν επικρίνω μια πολιτική ιδεολογία ή ένα συγκεκριμένο όραμα της κοινωνίας, δεν απαγορεύω σε άτομα που υποστηρίζουν αυτό το όραμα της κοινωνίας να «ενταχθούν». Μου επιτρέπω να πω αυτό που σκέφτομαι. Αντίστοιχα, οι άνθρωποι των οποίων το όραμα επικρίνω, αλλά των οποίων το δικαίωμα να έχουν αυτό το όραμα σέβομαι, μπορούν να επικρίνουν την κριτική μου, αλλά πρέπει να σέβονται το δικαίωμα μου να ασκώ αυτή την κριτική. Αυτό σημαίνει ότι αναγνωρίζω το δικαίωμα του καθενός να εμμένει στις απόψεις που επικρίνω. Αυτό είναι ανοχή. Η αποδοχή του πλουραλισμού. Η αποδοχή όσων δεν συμφωνώ συνοδευόμενη από τη δυνατότητα να εκφράσω με σεβασμό την διαφωνία μου.
Η αρχή της αμοιβαιότητας
Ζώντας σε ένα κράτος Δικαίου σημαίνει ότι αποδέχομαι την δυνατότητα των άλλων πολιτών να ασκήσουν τα δικαιώματά τους, ακόμα κι αν έχουμε διαφορετική αντίληψη των πραγμάτων, ακόμη κι αν αυτό μ’ ενοχλεί. Το να ζεις σε μια κοινωνία ανεκτικότητας έχει κόστος. Το κόστος της αποδοχής. Χρειαζόμαστε μαθήματα στωικότητας στο σχολείο για να μας διδάξουν πώς να αντέχουμε, να ανεχόμαστε, να αποδεχόμαστε. Έτσι, αποδέχομαι τον γείτονά μου να ασκεί μια θρησκεία που δεν είναι δική μου. Αποδέχομαι τους φίλους μου και τις πολιτικές απόψεις τους που δεν είναι δικές μου. Γιατί είναι δικαίωμα τους. Κανείς δεν έχει την εξουσία να υπαγορεύει στους ανθρώπους τι πρέπει να κάνουν ή τι πρέπει να σκέφτονται.
Προφανώς, όμως, τίθεται το ερώτημα του ορίου σε ποιο βαθμό πρέπει να ανεχόμαστε τους άλλους να λένε αυτό που λένε ή να κάνουν αυτό που κάνουν. Λοιπόν, υπάρχει ένα κριτήριο που είναι και το κριτήριο που προβλέπει ο νόμος. Αυτό το κριτήριο είναι η βλάβη σε άλλους. Έχω το δικαίωμα να λέω ή να κάνω ότι θέλω αρκεί να μην κάνω κακό στον διπλανό μου. Επικρίνω τη θρησκεία του γείτονά μου, αλλά δεν μπορώ να τον εμποδίσω να την ασκήσει. Μπορώ να επικρίνω τις πολιτικές απόψεις των φίλων μου, αλλά δεν μπορώ να τους κλειδώσω στο υπόγειό μου για να τους εμποδίσω να ψηφίσουν. Ο γείτονάς μου έχει το δικαίωμα να ασκεί τη θρησκεία του, δεν έχει το δικαίωμα να μου επιβάλλει σεβασμό για τη θρησκεία του. Οι φίλοι μου έχουν δικαίωμα να ψηφίζουν αυτό που θέλουν, δεν έχουν το δικαίωμα να με αναγκάζουν να ψηφίσω αυτό που θέλουν. Η ανοχή βασίζεται στην αρχή της αμοιβαιότητας και στην ισορροπία μεταξύ αποδοχής της διαφοράς και απαγόρευσης της βλάβης.
De Chirico paintings
Πότε, όμως, μπορούμε να θεωρήσουμε ότι συντελείται βλάβη στον άλλο;
Το να προσβάλλεις ανθρώπους λόγω της θρησκείας τους δεν συνιστά ελευθερία έκφρασης, αλλά βλάβη του άλλου. Το να δυσφημείς κάποιον επειδή δεν συμμερίζεσαι τις απόψεις του, δεν συνιστά ελευθερία, συνιστά βλάβη του άλλου. Εξάλλου, στη δημοκρατία δεν έχουν το δικαίωμα να εκφράζονται όλες οι απόψεις, αυτό είναι λάθος. Υπάρχουν απόψεις που δεν εμπίπτουν στην ελευθερία της έκφρασης. Ας πάρουμε την περίπτωση του ρατσισμού. Αυτή είναι η πρόταση που έχουμε συνηθίσει να ακούμε, ξέρετε, ο ρατσισμός δεν είναι άποψη, είναι έγκλημα. Ακριβέστερα, είναι άποψη που ενσωματώνει απαράδεκτη ηθική απαξία και ως εκ τούτου θεωρείται έγκλημα. Για την ακρίβεια, δεν είναι η ρατσιστική άποψη, -αυστηρά μιλώντας-, που είναι εγκληματική, αλλά η δημόσια έκφρασή της. Υπάρχει διαφορά στην πραγματικότητα μεταξύ της ελευθερίας της γνώμης και ελευθερίας της έκφρασης. Έχουμε δικαίωμα να έχουμε ρατσιστικές απόψεις, αλλά δεν έχουμε δικαίωμα να τις εκφράζουμε. Στην πρώτη περίπτωση δεν προξενείται βλάβη σε κανέναν, αφού αφορά τον εσωτερικό μας εαυτό. Στη δεύτερη περίπτωση, προκαλείται βλάβη στο άτομο που γίνεται στόχος. Συνεπώς, τα ρατσιστικά σχόλια δεν γίνονται ανεκτά. Το ίδιο για τα σεξιστικά σχόλια, το ίδιο για τα ομοφοβικά σχόλια, το ίδιο για όλα τα μεροληπτικά σχόλια, καθώς προκαλούν ηθική βλάβη. Μια επίθεση στην αξιοπρέπεια του ατόμου. Έτσι, όταν λέμε ότι η ανοχή είναι η αποδοχή του πλουραλισμού των απόψεων, αυτό δεν περιλαμβάνει επιθέσεις στο άτομο. Η κριτική είναι άποψη, η διαφωνία είναι άποψη. Μία προσωπική προσβολή δεν είναι άποψη. Οι βρισιές, οι απειλές και οι εκφοβισμοί δεν είναι απόψεις που εντάσσονται στην ελευθερία της έκφρασης. Εκεί βρίσκεται το όριο. Στη μία περίπτωση εκφράζουμε ιδέες, στην άλλη περίπτωση επιτιθέμεθα σε ανθρώπους. Στη μία περίπτωση, κρατάμε ζωντανή τη δημοκρατική συζήτηση, στην άλλη, θέτουμε σε κίνδυνο τη δημοκρατική συζήτηση, θέτουμε σε κίνδυνο τις συνθήκες συμβίωσης.
Σε ένα επεισόδιο μίας (πολύ ενδιαφέρουσας) ξένης σειράς, παιδιά από το σχολείο στέλνονται σε ένα μεταρρυθμιστικό στρατόπεδο, όπου αναγκάζονται να κάνουν σχέδια τα οποία αντικατοπτρίζουν τη διαφορετικότητα και αν ξεχάσουν να αναπαραστήσουν ορισμένες μειονότητες, τότε σκίζεται το σχέδιο τους και τους ζητείται να ξαναρχίσουν. Πρόκειται για καρικατούρα, αλλά είναι μια καρικατούρα που απεικονίζει μία πραγματική τάση, δηλαδή την ολοκληρωτική αντίληψη του αγώνα για ανοχή.
Η υπεράσπιση της ανεκτικότητας με μέσα που παραπέμπουν σε μισαλλόδοξες κοινωνίες, λογοκρισία, καταστολή ή βία, είναι απόδειξη μιας ασυμφωνίας μεταξύ της επιδεικνυόμενης ιδεολογίας και της πραγματικής ιδεολογίας.
Ο Πόππερ δεν υποστηρίζει την απαγόρευση αντιδραστικών, αντιπροοδευτικών ή ακόμα και αντιδημοκρατικών λόγων. Υποστηρίζει την απαγόρευση λόγων που παρακινούν στη βία, που υποκινούν το μίσος, που καλούν σε διωγμούς. Θεωρεί ότι δεν θα πρέπει να απαγορεύεται η έκφραση ριζοσπαστικών, ακραίων ή προκλητικών εφόσον αυτές εκφράζονται μέσα σε ένα ορθολογικό πλαίσιο. Αυτό είναι το κριτήριο του Πόππερ. Ο ορθολογισμός. Καταλήγουμε στον ολοκληρωτισμό όταν ο ορθολογισμός υποχωρεί έναντι της βίας. Όταν η επιχειρηματολογία υποχωρεί έναντι των απειλών. Όταν τα διανοητικά όπλα δίνουν τη θέση τους στα πραγματικά όπλα. Αυτό που δημιουργεί πρόβλημα στην δημοκρατία, κατά τον Πόππερ, δεν είναι οι λόγοι και η ρητορική που αντιτίθενται στη δημοκρατία, αλλά ο παραλογισμός. Δηλαδή, η άρνηση των ορθολογικών επιχειρημάτων. Το πρόβλημα δημιουργείται, όταν οι μισαλλόδοξοι αποφασίζουν να μην παίζουν, πλέον, το παιχνίδι της ορθολογικής αντιπαράθεσης. Έτσι, καθίσταται αδύνατο να τους περιορίσουμε χωρίς να καταφύγουμε στην νόμιμη βία.
Ο Πόππερ πιστεύει στις αρετές του δημοκρατικού διαλόγου. Για αυτόν, η αντιπαράθεση απόψεων είναι κινητήρια δύναμη της δημοκρατίας. Η κινητήρια δύναμη των ολοκληρωτικών κοινωνιών είναι η τυποποίηση των απόψεων. Οι κλειστές κοινωνίες βασίζονται στην αρχή της ενιαίας σκέψης. Οι ανοιχτές κοινωνίες βασίζονται στην αρχή της αντι-φατικής/αντιθετικής σκέψης. Αλλά, για να υπάρχει αντι-φατική/αντιθετική σκέψη, πρέπει να υπάρχει ελεύθερη έκφραση απόψεων. Στις δημοκρατικές κοινωνίες, δίνουμε φωνή στους αντιπάλους μας, τους αφήνουμε να παρουσιάσουν τα επιχειρήματά τους και τους απαντάμε επί της ουσίας. Αυτοί είναι οι κανόνες της συζήτησης και όταν δεν τηρούνται πλέον, με άλλα λόγια, όταν αφήνουμε το έδαφος του ορθολογισμού για να πάμε στη βία, τότε πρέπει να υπάρξει παρέμβαση.
The Elephant Celebes, Max Ernst, 1921.
Υπάρχει μια παρεξήγηση σχετικά με το παράδοξο της ανεκτικότητας του Πόππερ. Κατά κάποιο τρόπο έγινε το φιλοσοφικό εργαλείο για να δικαιολογήσουμε τη λογοκρισία των μισαλλόδοξων ιδεών. Μας διέφυγε, όμως, το τι ακριβώς καταδικάστηκε σε αυτό το παράδοξο. Δεν ήταν οι μισαλλόδοξες ιδέες που καταδικάστηκαν, αλλά η μισαλλόδοξη συμπεριφορά. Κατά τον ίδιο, το πρόβλημα της μισαλλοδοξίας έγκειται στην άρνηση της ορθολογικής επιχειρηματολογίας και στην υποκίνηση της βίας.
Ανακεφαλαιώνοντας και επιλογικά, παραθέτω επί λέξει το σχετικό κείμενο του Πόππερ:
«Η απεριόριστη ανοχή δεν μπορεί να οδηγήσει παρά στην εξαφάνιση της ανοχής. Εάν δείχνουμε απεριόριστη ανοχή ακόμη και σε αυτούς που είναι μισαλλόδοξοι, και εάν δεν είμαστε έτοιμοι να υπερασπιστούμε μια ανεκτική κοινωνία ενάντια στις επιθέσεις των μισαλλόδοξων, τότε οι ανεκτικοί θα καταστραφούν και η ανοχή μαζί τους. Με αυτή τη διατύπωση, δεν εννοώ, για παράδειγμα, ότι πρέπει πάντα να καταπιέζουμε τις μισαλλόδοξες φιλοσοφίες. Εφόσον μπορούμε να τις αντιμετωπίσουμε με ορθολογικά επιχειρήματα και να τις κρατάμε υπό έλεγχο χάρη στην κοινή γνώμη, σίγουρα δεν θα ήταν σοφές οι απαγορεύσεις. Αλλά, έχουμε συμφέρον να διεκδικήσουμε το δικαίωμα να τις καταστείλουμε αν χρειαστεί, έστω και με τη βία, γιατί μπορεί κάλλιστα να μην δεχτούν την αντιπαράθεση ορθολογικών επιχειρημάτων και να καταγγείλουν εξ αρχής κάθε επιχειρηματολογία.
Υπάρχει κίνδυνος να διδαχθούν ότι κάθε λογικό επιχείρημα θα ήταν παραπλανητικό και ως εκ τούτου να απαντούν σε επιχειρήματα χρησιμοποιώντας τις γροθιές ή το πιστόλι τους. Πρέπει, επομένως, στο όνομα της ανεκτικότητας να διεκδικήσουμε το δικαίωμα να μην ανεχόμαστε τους μισαλλόδοξους. Θα πρέπει να επιβεβαιώσουμε ότι κάθε κίνημα που κηρύσσει την μισαλλοδοξία τοποθετείται εκτός νόμου και θεωρείται εγκληματικό ή υποκίνηση σε μισαλλοδοξία και σε δίωξη με τον ίδιο τρόπο που θα θεωρούσαμε την υποκίνηση σε φόνο, απαγωγή ή αναβίωση του δουλεμπορίου.»
Σε μια κοινωνία όπου συνυπάρχουν διαφορετικές κοσμοθεωρίες, διαφορετικές πεποιθήσεις και διαφορετικές απόψεις, δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική από την ανοχή.
Ή μήπως υπάρχει; Ο ολοκληρωτισμός; Στις ολοκληρωτικές κοινωνίες, η ελευθερία συνθλίβεται. Γιατί, το να είσαι ελεύθερος σημαίνει να δίνεις στον εαυτό σου τη δυνατότητα να απομακρυνθείς, να παρεκκλίνεις από τον «ίσιο δρόμο», από το μόνο ανεκτό μονοπάτι. Σε μια δημοκρατική κοινωνία, επιτρέπουμε να εκφράζονται οι απόψεις. Και δεν τις επιτρέπουμε να εκφράζονται από εφησυχασμό ή αυταρέσκεια, δεν τις αφήνουμε να εκφραστούν για να τις εγκρίνουμε. Τις αφήνουμε να εκφραστούν για να τις κρίνουμε. Να τις υποβάλλουμε στον έλεγχο της διάψευσης, στην ορθολογική αντιπαράθεση.
«Όχι» στο ανάθεμα, όχι στη δαιμονοποίηση.
«Ναι» στην ορθολογική και καλόπιστη κριτική, γιατί -ας μην το ξεχνάμε-, πρόκειται για το λίπασμα που θα κάνει, ενδεχομένως, τους στοχασμούς μας γόνιμους.