Από τους αρχαίους ως τους νεότερους χρόνους και την σύγχρονη εποχή, το ανθρώπινο πνεύμα αναζητά τρόπους να ξεπεράσει τη βία και τις συγκρούσεις, να δώσει στον κόσμο συνοχή, νόημα και αρχές συνύπαρξης. Η Στωική φιλοσοφία εισήγαγε την έννοια του «κοσμοπολίτη»: του ανθρώπου που δεν ανήκει μόνο στην πόλη του, αλλά στον κοινό κόσμο. Ο Κικέρων και άλλοι Ρωμαίοι διανοητές οραματίστηκαν ένα φυσικό δίκαιο, κοινό σε όλους τους ανθρώπους. Ο Μέγας Αλέξανδρος επιδίωξε τη συγχώνευση λαών και πολιτισμών σε έναν ενιαίο κόσμο. Οι μεγάλες αυτοκρατορίες, από τη Ρώμη και το Βυζάντιο έως τις Μουσουλμανικές δυναστείες, διεκδίκησαν μια μορφή οικουμενικότητας, έστω υπό την αιγίδα μιας ανώτερης εξουσίας· όχι ως ισότιμη συνύπαρξη, αλλά ως φαντασιακή πρόταση ενότητας. Στον Μεσαίωνα, το χριστιανικό όραμα της Res Publica Christiana πρέσβευε μια πνευματική κοινότητα πίστης, ενώ οι πρώτες ιδέες διεθνούς δικαίου αρχίζουν να διαμορφώνονται από τον Θωμά Ακινάτη έως τον Βιτόρια και τον Σουάρεθ. Ο Δάντης, όπως και πολλοί άλλοι, φανταζόταν μια παγκόσμια αυτοκρατορία ειρήνης και δικαιοσύνης. Και οι ουμανιστές της Αναγέννησης, με προεξάρχοντα τον Έρασμο, μίλησαν για έναν κόσμο ενωμένο γύρω από την παιδεία και τον ορθό λόγο. Ακολούθησε ο Διαφωτισμός, που εκκοσμίκευσε την έννοια της παγκόσμιας ενότητας, ανέδειξε τον οικουμενικό άνθρωπο, γενίκευσε την αξίωση για καθολικά ανθρώπινα δικαιώματα και πρότεινε την ειρήνη ως αίτημα ορθολογικής πολιτικής οργάνωσης του κόσμου, όχι απλώς θεολογικό ή φιλοσοφικό. Από τον Βολταίρο έως τον Καντ, η έννοια της ανθρωπότητας απέκτησε ηθική και πολιτική καθολικότητα. Το όνειρο της ενότητας υπήρχε· εκείνο που έλειπε ήταν ο κοινός κώδικας. Οι πρώτες απόπειρες να αποκτήσει θεσμική υπόσταση, μέσω διεθνών συμφωνιών και κανόνων, εμφανίστηκαν μόλις στους τελευταίους αιώνες.
Πριν τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών είχαν προηγηθεί η Συνθήκη της Βεστφαλίας, οι Διασκέψεις της Χάγης και η Κοινωνία των Εθνών. Μα, ποτέ άλλοτε η ανάγκη δεν υπήρξε τόσο επιτακτική και το όραμα τόσο φιλόδοξο. Στις στάχτες του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ανάμεσα σε δεκάδες εκατομμύρια νεκρούς, στρατόπεδα συγκέντρωσης, βομβαρδισμένες πόλεις και ηθικά ναυάγια, γεννήθηκε η ιδέα πως η ανθρωπότητα δεν είναι δυνατόν να συνεχίσει να πορεύεται άλλο χωρίς κοινούς κανόνες, κοινά όργανα και κοινές δεσμεύσεις. Η ίδρυσή του, το 1945 στo Σαν Φρανσίσκο, δεν ήταν απλώς μια διπλωματική πράξη· ήταν μια ηθική υπόσχεση: ότι δεν θα επαναληφθεί η φρίκη. Ότι οι λαοί θα συνυπάρξουν μέσα από θεσμούς, όχι μέσα από την ισχύ. Ότι η ειρήνη δεν θα είναι απλώς η απουσία πολέμου, αλλά το αποτέλεσμα συνεργασίας, δικαιοσύνης, αλληλεγγύης και σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων.
Στην καρδιά του ονείρου αυτού υπήρχε μια επαναστατική αρχή για την εποχή: η ισότητα των εθνών. Μικρές και μεγάλες χώρες, νικήτριες και ηττημένες, θα συγκροτούσαν μια νέα παγκόσμια κοινότητα. Και η χώρα μας, η Ελλάδα, πληγωμένη αλλά όρθια, βρέθηκε από την πρώτη στιγμή μέσα σε αυτό το εγχείρημα – όχι μόνο ως θύμα πολέμου, αλλά και ως φορέας ενός ιστορικού φορτίου που παραπέμπει στις ρίζες της δημοκρατίας και του ανθρωπισμού.
Το όνειρο της μεταπολεμικής τάξης ήταν φιλόδοξο, σχεδόν ουτοπικό. Αλλά, σε εκείνες τις συνθήκες, η ουτοπία δεν ήταν αφέλεια· ήταν ανάγκη επιβίωσης.
Το όνειρο ξεθώριασε
Όσο εντυπωσιακή ήταν η ιδέα του ΟΗΕ, άλλο τόσο σύνθετη αποδείχθηκε η εφαρμογή της. Η αρχή της ισότητας των εθνών βρέθηκε από νωρίς σε αντίστιξη με την πραγματικότητα των συσχετισμών ισχύος. Οι πρώτες μεταπολεμικές κρίσεις — από την Κορέα μέχρι τη Σουέζ και το Κονγκό — κατέδειξαν τα όρια της ουδετερότητας και την ευκολία με την οποία ο Οργανισμός παρακάμπτεται, αγνοείται ή εργαλειοποιείται από τα ισχυρά κράτη.
Από τη δεκαετία του ’60 και μετά, οι νεοανεξαρτητοποιημένες χώρες διεκδίκησαν ρόλο και λόγο, αλλά βρέθηκαν συχνά εγκλωβισμένες ανάμεσα σε μεγάλες δυνάμεις που υπερασπίζονταν τις δικές τους σφαίρες επιρροής περισσότερο από τις αρχές του Καταστατικού Χάρτη. Η υπεροπλία, η γεωπολιτική σκοπιμότητα και η διπλωματική υποκρισία διαβρώνουν σταθερά την αξιοπιστία του Οργανισμού.
Το πρόβλημα, όμως, δεν περιορίζεται σε εξωτερικές πιέσεις. Η αντίφαση βρίσκεται μέσα στον ίδιο τον θεσμό. Το Συμβούλιο Ασφαλείας, αντί να αποτελεί εγγυητή της ειρήνης, λειτουργεί ως σταθερό πεδίο γεωπολιτικής σύγκρουσης. Το δικαίωμα βέτο των πέντε μονίμων μελών (των πέντε μεγάλων δυνάμεων: ΗΠΑ, Ρωσία, Κίνα, Ηνωμένο Βασίλειο και Γαλλία), αποτέλεσε από την αρχή μηχανισμό επιβολής ισορροπιών, όχι εγγυητή δικαιοσύνης. Ψηφίσματα μπλοκάρονται, εγκλήματα μένουν ατιμώρητα, παρεμβάσεις αποτρέπονται — όχι βάσει αρχών, αλλά συμφερόντων. Και ο ΟΗΕ μένει ουσιαστικά αδρανής, θεσμικά παραλυμένος, ακόμη και μπροστά στην ωμή αυθαιρεσία εκείνων που τον συγκροτούν.
Η κρίση κορυφώνεται όταν ο ΟΗΕ σιωπά ή αδυνατεί να αντιδράσει σε μαζικές παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων ή σε επιθετικούς πολέμους. Η εικόνα του μετατρέπεται από φορέα ελπίδας σε γραφειοκρατικό παρατηρητή ή -το χειρότερο- σε άλλοθι αδράνειας. Στην απομείωση του κύρους συμβάλλει και μια εσωτερική φθορά, που δεν αφορά μόνο τις δομές, αλλά και τις συμπεριφορές. Κακοδιαχείριση προγραμμάτων, αδιαφάνεια, σκάνδαλα διαφθοράς, συμπεριφορές στελεχών και προσωπικού που προσβάλλουν το πνεύμα της αποστολής, συγκάλυψη παραβάσεων, έχουν συχνά πλήξει την αξιοπιστία του οργανισμού — όχι μόνο απέναντι στις κυβερνήσεις, αλλά και στα μάτια των ίδιων των πολιτών. Το όραμα δεν ακυρώνεται ρητά — αλλά ξεθωριάζει αθόρυβα, μέσα από την απόσταση μεταξύ αρχών και πράξεων.
Χωρίς «κοινό σπίτι»
Η απαξίωση του ΟΗΕ δεν είναι μεμονωμένο φαινόμενο — είναι αντανάκλαση μιας βαθύτερης σταδιακής αποσύνθεσης του διεθνούς πλαισίου. Οι θεσμοί της πολυμέρειας που διαμορφώθηκαν μεταπολεμικά, με σκοπό να εγγυώνται ειρήνη, ασφάλεια, ανάπτυξη και συνεργασία, βρίσκονται σε παρατεταμένη κρίση νομιμοποίησης και αποτελεσματικότητας. Το διεθνές δίκαιο αμφισβητείται ανοιχτά, οι αποφάσεις του συχνά αγνοούνται, και η επίκλησή του χρησιμοποιείται επιλεκτικά — άλλοτε ως αρχή, άλλοτε ως εργαλείο.
Το όραμα ενός κόσμου ρυθμιζόμενου από κανόνες και θεσμούς υποχωρεί μπροστά στην επιστροφή της ισχύος. Αυτοκρατορικά σύνδρομα, αναθεωρητισμοί, μονομερείς παρεμβάσεις και στρατηγικές επεκτατισμού επαναφέρουν λογικές προηγούμενων αιώνων, όπου το δίκαιο καθοριζόταν από τον συσχετισμό δυνάμεων. Η τεχνολογία ανοίγει νέους ορίζοντες παγκόσμιας συνεργασίας κι όμως, ολοένα συχνότερα, επιστρατεύεται για να διχάσει: κυβερνοεπιθέσεις, παρακολούθηση, ψηφιακοί πόλεμοι και στρατιωτικοποίηση της καινοτομίας υποκαθιστούν το όραμα ενός κοινού πολιτισμού με τον αγώνα για κυριαρχία.
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, η ιδέα της ανθρωπότητας ως κοινότητας νοήματος και ευθύνης – ως μιας παγκόσμιας οικογένειας δηλαδή – αποδυναμώνεται.
Οι παγκόσμιες κρίσεις — από την πανδημία μέχρι την κλιματική κατάρρευση — επιβεβαιώνουν ότι η αλληλεξάρτηση είναι πραγματικότητα· αλλά, η πολιτική βούληση για κοινή διαχείριση εξαφανίζεται. Ο κόσμος μοιάζει να γλιστρά, ξανά, σε μια εποχή όπου δεν υπάρχουν κοινές βάσεις διαλόγου, αλλά μόνο παράλληλοι μονόλογοι συμφερόντων. Έτσι, αυτό που λείπει δεν είναι απλώς ένας νέος θεσμός, είναι το ίδιο το «κοινό σπίτι».
Νέα παγκόσμια αρχιτεκτονική
Η φθορά του ΟΗΕ δεν συνεπάγεται το τέλος του οράματος. Αντίθετα, αναδεικνύει την ανάγκη να αναλογιστούμε και να το αναγεννήσουμε με τα δεδομένα του 21ου αιώνα. Ο κόσμος του 1945 δεν υπάρχει πια: οι παλιές αυτοκρατορίες έχουν διαλυθεί, νέες δυνάμεις έχουν αναδειχθεί, η τεχνολογία έχει επαναπροσδιορίσει τον χρόνο, τον χώρο και την ισχύ. Οι προκλήσεις είναι παγκόσμιες, αλλά οι απαντήσεις παραμένουν κατακερματισμένες. Δεν αρκεί πια ένας οργανισμός σχεδιασμένος με τη λογική της μεταπολεμικής ισορροπίας. Χρειαζόμαστε ένα νέο σχέδιο παγκόσμιας συνύπαρξης.
Η ανανέωση δεν μπορεί να είναι, απλώς, θεσμική – οφείλει να είναι βαθιά πολιτισμική. Πέρα από τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις του ΟΗΕ, τίθεται το ερώτημα: μπορεί να υπάρξει μια νέα παγκόσμια αρχιτεκτονική που να βασίζεται στην ισοτιμία, τη διαφάνεια, την αντιπροσώπευση και την ηθική ευθύνη; Που να μην αντανακλά, απλώς, τις σφαίρες επιρροής, αλλά τις κοινές ανάγκες ενός πλανήτη που δοκιμάζεται;
Αυτό το νέο οικοδόμημα δεν χρειάζεται απαραίτητα να καταργήσει τον ΟΗΕ — ίσως να τον υπερβεί, αναβαθμίζοντάς τον ή συνθέτοντας γύρω του μια νέα θεσμική ομπρέλα με πιο λειτουργικούς μηχανισμούς. Θα μπορούσε να βασίζεται σε δικτυωμένα, πολυκεντρικά σχήματα, με μεγαλύτερη εγγύτητα προς τις κοινωνίες και πιο αυστηρή λογοδοσία. Ένα είδος παγκόσμιας δημοκρατίας που δεν θα περιορίζεται στις κυβερνήσεις των κρατών, αλλά θα δίνει θεσμική φωνή και σε κοινωνικά κινήματα, πόλεις, επιστημονικές κοινότητες και διεθνείς οργανώσεις πολιτών.
Μια τέτοια αρχιτεκτονική απαιτεί όχι μόνο νέα θεσμικά εργαλεία, αλλά και νέο αξιακό υπόβαθρο. Όχι μια «πολυμέρεια» ως διπλωματική τακτική, αλλά αλληλεγγύη ως παγκόσμια συνθήκη. Όχι γενικόλογες διακηρύξεις, αλλά δεσμευτικά κοινωνικά και οικολογικά συμβόλαια. Μια κοινή βάση που να εγγυάται ότι η ανθρώπινη αξιοπρέπεια, η προστασία του πλανήτη και η ειρηνική συνύπαρξη δεν θα αποτελούν, πλέον, αντικείμενο διαπραγμάτευσης.
Καμιά νέα αρχιτεκτονική δεν μπορεί να επιβληθεί άνωθεν ούτε να σχεδιαστεί εξ ολοκλήρου εκ των προτέρων. Χρειάζεται να οικοδομηθεί σταδιακά — μέσα από συμμαχίες πρόθυμων, θεματικές συνεργασίες και νέα παραδείγματα που θα λειτουργούν ως πειραματικά προπλάσματα ενός μελλοντικού συστήματος. Περιφερειακοί θεσμοί που ενισχύουν τη διαφάνεια, διακρατικές πρωτοβουλίες για την προστασία του περιβάλλοντος, συμπράξεις πόλεων και πανεπιστημίων, διασυνδέσεις μεταξύ κοινωνικών κινημάτων και ανεξάρτητων οργανισμών, μπορούν να αποτελέσουν τα πρώτα θεμέλια ενός πιο πολυφωνικού και βιώσιμου διεθνούς πλαισίου.
Σε πρακτικό επίπεδο, οι πρώτες κινήσεις μπορούν να γίνουν σε σημεία που, ήδη, υπάρχουν εστίες συνεργασίας: δικτυώσεις μεταξύ πόλεων με κοινές πολιτικές βιωσιμότητας, συμπράξεις πανεπιστημίων και ερευνητικών φορέων για παγκόσμια αγαθά όπως η υγεία ή το κλίμα, διακρατικά δικαστήρια με πραγματικά εκτελεστή αρμοδιότητα σε θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων, θεσμοί πολιτών με ρόλο στη διαμόρφωση της διεθνούς ατζέντας.
Αυτή η μετάβαση απαιτεί ενεργό συμμετοχή: όχι μόνο από κυβερνήσεις, αλλά και από τους ίδιους τους πολίτες. Δεν αρκεί ένα τεχνοκρατικό σχέδιο, απαιτείται ένα συνολικό εγχείρημα πολιτικού πολιτισμού — όπου η νομιμοποίηση θα πηγάζει από τη συμμετοχή, η ισχύς από τη συνεργασία και η σταθερότητα από τη δέσμευση σε κοινές αξίες. Δεν θα είναι εύκολο. Όμως, σε έναν κόσμο που αλλάζει, η στασιμότητα είναι πιο επικίνδυνη από την αβεβαιότητα της προσπάθειας.
Και τώρα τι;
Δεν αρκεί να συζητάμε για νέους θεσμούς αν πρώτα δεν ξαναβρούμε το νήμα που μας συνδέει ως ανθρωπότητα. Πέρα από τις κρατικές ισορροπίες και τις γεωπολιτικές σφαίρες, υπάρχει μια κοινή πραγματικότητα: οι κρίσεις που αντιμετωπίζουμε είναι παγκόσμιες — και θα παραμείνουν άλυτες χωρίς κοινές απαντήσεις. Το συλλογικό μέλλον δεν μπορεί να χτιστεί πάνω σε εθνικούς ανταγωνισμούς και ρηχές συναινέσεις. Χρειάζεται αξίες, σχέδιο, και το θάρρος μιας νέας αρχής.
Σε αυτή την προσπάθεια, η Ευρωπαϊκή Ένωση μπορεί –και οφείλει– να παίξει καταλυτικό ρόλο, προτάσσοντας τις αξίες της δημοκρατίας, της ειρηνικής συνύπαρξης, της κοινωνικής συνοχής και της πολιτισμικής πολυφωνίας. τη βιωσιμότητα, τα ανθρώπινα δικαιώματα αλλά και τις υποχρεώσεις. Παρά τις εσωτερικές της αντιφάσεις, παραμένει το πιο προωθημένο παράδειγμα υπερεθνικής συνεργασίας.
Και η Ελλάδα, όμως, σε έναν κόσμο που διψά για αξίες και νέα νοήματα, μπορεί να λειτουργήσει ως γέφυρα πολιτισμών. Με ό,τι αντιπροσωπεύει ο πολιτισμός της, έχει τη δυνατότητα να διαδραματίσει ρόλο πολύ μεγαλύτερο από το μέγεθός της. Καθώς κρατά ένα νήμα νοήματος που διαπερνά τους αιώνες έχει κάτι βαθύτερο να προσφέρει. Οι ιδέες που γεννήθηκαν εδώ — η έννοια του πολίτη και της Πολιτείας, του μέτρου, της ευθύνης, της ελευθερίας ως πράξης συμμετοχής. ο στοχασμός πάνω στο κοινό καλό, η ηθική της αυτογνωσίας, η αμφισβήτηση, η αναζήτηση του ορθού λόγου και της αρμονίας μέσα από τη σύγκρουση — ενέπνευσαν την Αναγέννηση και τον Διαφωτισμό. Μπορούν να εμπνεύσουν ξανά και να αποτελέσουν σημεία αναφοράς σε μια εποχή σύγχυσης και ανακατατάξεων. Δεν αρκεί, βέβαια, να θυμόμαστε και να καυχιόμαστε για τα «φώτα» του ελληνικού πολιτισμού· πρέπει να καταστούμε άξιοι να τα ανανεώσουμε με πράξη. Να σταθούμε αντάξιοι της ευθύνης να προσφέρουμε φως εκεί όπου κυριαρχεί το σκοτάδι.
Για να εκπληρώσουμε, όμως, αυτό τον ρόλο, χρειάζεται πρώτα να κοιτάξουμε μέσα μας. Να υπερβούμε το χρόνιο σαράκι της διχόνοιας, του μικροκομματισμού και της μοιρολατρίας. Να αρθούμε στο ύψος μιας ευθύνης που δεν πηγάζει από το παρελθόν, αλλά από τη δυνατότητα να φωτίσει ξανά το μέλλον. Να γίνουμε πραγματικά αντάξιοι της φλόγας που ιστορικά φέρουμε – όχι για να την επιδείξουμε, αλλά για να τη μοιραστούμε και να συμβάλουμε. Γιατί, το νέο μέτρο που χρειάζεται ο κόσμος δεν είναι η ισχύς· είναι η ευθύνη.
Το όραμα ενός ενωμένου κόσμου δεν είναι όνειρο. Είναι επιλογή. Μπορεί να μην πραγματοποιηθεί απότομα, ούτε με θεαματικά διαγγέλματα. Όμως, μπορεί να προκύψει – σταδιακά, μέσα από πράξεις, συμμαχίες, επιμονή. Και τότε, ίσως για πρώτη φορά, η παγκοσμιοποίηση να πάψει να σημαίνει απρόσωπη δύναμη και να αρχίσει να σημαίνει κοινή ευθύνη.
Η επόμενη σελίδα δεν θα γραφτεί από εκείνους που περιμένουν «να δουν πού θα κάτσει η μπίλια», αλλά από αυτούς που τολμούν να διανοηθούν το μέλλον αλλιώς και να δράσουν προς τα εκεί. Το όνειρο μιας παγκόσμιας συνύπαρξης δεν είναι ουτοπία. Είναι πυξίδα. Καιρός να την ξαναπιάσουμε στα χέρια μας!