author-image-116 Ομάδα του Ορθού Λόγου
atc-portal

atc-portal

Η ειρήνη δεν είναι απλώς απουσία πολέμου. Είναι βαθιά ανθρώπινη επιθυμία, σταθερό σημείο αναφοράς ακόμη και στις πιο σκοτεινές περιόδους της ιστορίας. Στις μέρες μας, που οι ένοπλες συγκρούσεις επιστρέφουν στην ήπειρό μας και η έννοια της διεθνούς τάξης αποσαθρώνεται, η αξία αυτή δείχνει να παραμερίζεται από την επικαιρότητα, να υποχωρεί μπροστά στην κυνικότητα των συσχετισμών. Κι όμως, δεν έχει ακυρωθεί. Αντίθετα: επιμένει ως βαθιά υπαρξιακή ανάγκη, ως αξίωση που ωριμάζει, ως σιωπηλή –αλλά επίμονη– άρνηση να αποδεχτούμε τον πόλεμο ως «αναπόφευκτο».

Η γεωπολιτική πραγματικότητα δεν ευνοεί τα ιδεώδη. Κυριαρχεί η γλώσσα της ισχύος, των συμφερόντων, της επιβολής. Η ειρήνη αντιμετωπίζεται, συχνά, ως μια παύση πριν τον επόμενο γύρο, ως προσωρινή αναστολή και όχι ως σταθερή συνθήκη. Όμως, η επιθυμία για δικαιοσύνη, για συνύπαρξη και κοινό μέλλον – για Παγκόσμια Ειρήνη – δεν έχει σβήσει. Βρίσκεται ακόμη μέσα στην καρδιά και τον νου των περισσοτέρων ανθρώπων. Δεν πρόκειται για ρομαντισμό. Η ειρήνη δεν είναι ούτε καταφύγιο αδυναμίας ούτε πράξη υποχώρησης. Είναι συνειδητή επιλογή ευθύνης – και η πιο απαιτητική μορφή πολιτικής ωριμότητας. Προϋποθέτει ακλόνητη βούληση, θεσμικές εγγυήσεις και κοινωνική προσήλωση. Και αν σήμερα φαντάζει δύσκολη, είναι επειδή κυνικά συμβιβαστήκαμε με την ιδέα ότι ο πόλεμος αποτελεί μέρος της ανθρώπινης φύσης· ότι ο «σκοπός αγιάζει τα μέσα». Κάποιοι φθάνουν να δικαιολογούν ακόμη και τρομοκρατικές πράξεις, βαφτίζοντάς τες «αντίσταση». Έτσι, το μέσο ακυρώνει τον σκοπό – και η βία διαιωνίζεται ακόμα και στο όνομα της υπέρβασής της.
Η ειρήνη δεν έρχεται μόνη της. Οφείλουμε να την επιδιώκουμε – όχι με αυταπάτες, αλλά με επίγνωση και συνέπεια.

Το Θεμέλιο της συνύπαρξης

Ο παγκόσμιος πολιτικός σχεδιασμός δεν οδηγείται από αρχές, αλλά από την ωμή δυναμική των συμφερόντων. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η έννοια της ειρήνης εκφυλίζεται σε «ισορροπία του τρόμου» ή σε πάγωμα συγκρούσεων, όχι σε επίλυσή τους. Αντιμετωπίζεται ως τεχνική εξισορρόπησης, όχι ως κοινός προσανατολισμός. Η αποτροπή αντικαθιστά τη συνεννόηση· η στρατιωτική υπεροχή βαφτίζεται εγγύηση σταθερότητας· η βραχυπρόθεσμη σιωπή των όπλων λογίζεται ως ειρηνική περίοδος.
Όμως, μια τέτοια «σταθερότητα» που στηρίζεται στον φόβο είναι εκ προοιμίου επισφαλής. Όσο κι αν διατηρείται η «τάξη» με εξοπλισμούς και περιφερειακές συμφωνίες, απουσιάζει το θεμέλιο της πραγματικής συνύπαρξης: η εμπιστοσύνη. Χωρίς αυτήν, η κατάσταση μετατρέπεται σε εύθραυστη ανακωχή, που ανά πάσα στιγμή μπορεί να διαρραγεί από ένα συμβάν, ένα λάθος, μια κλιμάκωση. Και τότε, η διπλωματία θυμάται τον ρόλο της – αλλά συχνά αργά.
Μια συνύπαρξη που δεν βασίζεται στον φόβο, αλλά στον ειλικρινή διάλογο και στη συνεργασία, δεν είναι ουτοπία. Φαντάζει δύσκολο – αλλά είναι εφικτό. Προϋποθέτει, όμως, μια ριζικά διαφορετική προσέγγιση: όχι τη διπλωματία των ισορροπιών, αλλά τη διπλωματία των προθέσεων. Όχι την κυνική αποδοχή του πολέμου ως συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα, αλλά την επίγνωση ότι η ειρήνη είναι απαιτητική, εύθραυστη και χρειάζεται επίμονη καλλιέργεια. Αυτός είναι ο ρεαλισμός που χρειαζόμαστε: εκείνος που δεν κρύβεται πίσω από αυταπάτες, ούτε όμως παραδίδεται και στη λογική της ισχύος. Ένας ρεαλισμός που επιλέγει να την υπηρετήσει – όχι να την αναβάλει επ’ αόριστον…

Απών ο «κοινός κανόνας»

Ο σημερινός κόσμος δεν είναι πια διπολικός· είναι πολυπολικός, χωρίς θεσμική στήριξη και χωρίς αξιακό άξονα. Το πλαίσιο που οικοδομήθηκε μετά το 1945 —με τον ΟΗΕ στο επίκεντρο, διεθνείς συνθήκες και συλλογικές εγγυήσεις— φθίνει, αποδυναμωμένο από συγκρούσεις συμφερόντων, παραβιάσεις κανόνων και μια νέα παγκόσμια συνθήκη: την ολοένα πιο συχνή άσκηση ισχύος χωρίς θεσμική ή ηθική νομιμοποίηση. Οι παλιές υπερδυνάμεις δεν εμπνέουν πια ούτε εμπιστοσύνη ούτε ηγετικό παράδειγμα. Νέες δυνάμεις αναδύονται, αλλά συχνά με λογικές σύγκρουσης και αναθεωρητισμού. όχι ως παράγοντες σταθεροποίησης, αλλά μάλλον ως πολλαπλασιαστές αστάθειας. Οι Ηνωμένες Πολιτείες εμφανίζονται εσωστρεφείς, κατακερματισμένες πολιτικά. Η Ρωσία επιλέγει την ευθεία σύγκρουση. Η Κίνα επεκτείνεται με όρους οικονομικής επιβολής και γεωστρατηγικού ανταγωνισμού. Η ισχύς αποκτά επιθετική λογική· η συνεργασία λογίζεται ως αδυναμία.

Οι πόλεμοι δεν είναι πια μεμονωμένα φαινόμενα. Η διακρατική σύγκρουση στην Ουκρανία, όπως και τοπικές εστίες ανάφλεξης στη Γάζα, το Σαχέλ, την Υεμένη και αλλού, διαπερνούν τα εθνικά τους όρια και μετατρέπονται σε παγκόσμια σημεία τριβής. Ενεργειακές εξαρτήσεις, γεωοικονομικές συμμαχίες, τεχνολογική κυριαρχία και πολιτισμικοί ανταγωνισμοί διαμορφώνουν ένα ασταθές τοπίο. Το αποτέλεσμα είναι μια παγκόσμια συνθήκη χωρίς ορίζοντα. Κυριαρχεί η διαχείριση του κινδύνου, όχι η συγκρότηση κοινού σκοπού.

Η ειρηνική επίλυση συγκρούσεων καθίσταται ανέφικτη σε ένα περιβάλλον όπου κυριαρχεί η μονομερής εξυπηρέτηση κοντόφθαλμων συμφερόντων, χωρίς θεσμικά αντίβαρα και χωρίς ελάχιστη συμφωνία για τους όρους της διεθνούς τάξης. Η αδυναμία συγκρότησης κοινού κανόνα, όχι μόνο παγώνει τη συνεννόηση, αλλά φανερώνει και το βάθος της κρίσης.

Η Ευρώπη ξεχνά τον εαυτό της

Η Ευρωπαϊκή Ένωση γεννήθηκε από τα ερείπια του πολέμου, ως ειρηνικό εγχείρημα συνεργασίας και κοινών αξιών. Για δεκαετίες, αποτέλεσε πρότυπο ειρηνικής ενοποίησης. Μιας μοναδικής ιστορικής συνθήκης όπου πρώην αντίπαλοι συμφιλιώθηκαν θεσμικά, οικονομικά και πολιτισμικά. Όμως το αρχικό αυτό όραμα φαίνεται να έχει ξεθωριάσει.

Τώρα, η Ευρώπη δείχνει αμήχανη απέναντι στις μεγάλες γεωπολιτικές προκλήσεις. Διστάζει να αρθρώσει ενιαίο λόγο, υστερεί στρατηγικά και λειτουργεί περισσότερο ως οικονομική αγορά παρά ως γεωπολιτικός παίκτης. Η στρατηγική αυτονομία παραμένει ζητούμενο, όχι μόνο στρατιωτικά αλλά και πολιτικά: οι εξαρτήσεις, οι εσωτερικές διαφορές, οι ισορροπίες ανάμεσα σε κράτη-μέλη και η δυσκολία λήψης συλλογικών αποφάσεων καθιστούν την Ένωση βραδυκίνητη και αδύναμη να προλάβει τις εξελίξεις.

Η στάση της απέναντι στις συγκρούσεις —είτε στην Ουκρανία, είτε στη Γάζα ή αλλού— αποκαλύπτει τα όριά της. Αντί να λειτουργεί ως διαμεσολαβητής, συχνά ταυτίζεται με προϋπάρχουσες συμμαχίες, χάνοντας τον ρόλο της ως ανεξάρτητη φωνή υπέρ του διεθνούς δικαίου και της ειρηνικής επίλυσης διαφορών. Η ήπια δύναμη, που κάποτε θεωρούνταν συγκριτικό της πλεονέκτημα, σιωπά ή αυτοαναιρείται μπροστά στη λογική της ισχύος.
Εντούτοις, η Ευρώπη διαθέτει τις προϋποθέσεις για να επανεφεύρει τον εαυτό της ως δύναμη ειρήνης: θεσμική εμπειρία, ιστορική μνήμη, δημοκρατική κουλτούρα, οικονομική ισχύ. Δεν υστερεί σε δυνατότητες· υστερεί σε βούληση. Δεν της λείπουν τα μέσα· της λείπει η συνείδηση του λόγου ύπαρξής της — ως κοινότητα εθνών με αξίες προορισμένη να μην επιτρέψει την επανάληψη των εφιαλτών του 20ού αιώνα.

Ειρήνη ως πράξη, όχι ως ευχή

Όραμα που δεν συνοδεύεται από πράξη παραμένει ευσεβής πόθος. Η ειρήνη δεν εξαντλείται στην κατάπαυση του πυρός. Για να αποκτήσει νόημα, χρειάζεται τις προϋποθέσεις που θα της επιτρέψουν να αντέξει στον χρόνο: δικαιοσύνη, ισοτιμία, σεβασμό στη διαφορετικότητα και θεσμικές εγγυήσεις. Πάνω απ’ όλα, χρειάζεται, μια σχέση θεμελιωμένη στην αμοιβαιότητα — όχι μόνο ανάμεσα σε κράτη, αλλά και ανάμεσα σε λαούς, πολιτισμούς, κοινωνικές ομάδες. Εκεί θεμελιώνεται η βιωσιμότητα κάθε ειρηνικής συνθήκης.

Η ειρήνη, λοιπόν, δεν προκύπτει φυσικά, παρά μόνο ως επακόλουθο συγκεκριμένων επιλογών και πράξεων. Χτίζεται με υπομονή, πολιτική βούληση, συμμετοχικούς θεσμούς και διαρκή πολιτισμική παιδεία. Είναι αδύνατο να επιτευχθεί χωρίς επένδυση στην εκπαίδευση, χωρίς την εξασφάλιση οικολογικής ισορροπίας, χωρίς την προαγωγή ενός δημόσιου διαλόγου που δεν πολώνει αλλά συμφιλιώνει. Εκεί όπου κυριαρχεί ο φόβος, η σύγκρουση γίνεται πάντα μια πιθανότητα. Εκεί όπου λείπει η κατανόηση, η πόλωση μετατρέπεται σε μόνιμη συνθήκη.

Ο δημόσιος λόγος για την ειρήνη παραμένει συχνά αφηρημένος. Περιορίζεται σε γενικόλογες διακηρύξεις, επαναλαμβανόμενα τυπικά ή ηθικολογικές εκκλήσεις. Λείπει η πολιτική πράξη που να μεταφράζει την επιθυμία σε στρατηγική. Λείπει η πίεση από τις κοινωνίες για συγκεκριμένους στόχους, σαφείς δεσμεύσεις, λειτουργικούς θεσμούς.
Εδώ, βέβαια, χρειάζεται να οριοθετήσουμε τη φύση της «πίεσης». Η διεκδίκηση της ειρήνης δεν σημαίνει απλουστευτικές ταυτίσεις ούτε γενικευμένες καταγγελίες εναντίον λαών ή ομάδων. Δεν ταυτίζεται με τυφλό ακτιβισμό, με διχαστικό λόγο ή δράση. Σε περιπτώσεις όπως το Παλαιστινιακό, για παράδειγμα, η ταύτιση με τον πόνο του ενός λαού δεν μπορεί να μετατρέπεται σε συλλογική ενοχοποίηση του άλλου, ούτε –ακόμη χειρότερα– να οδηγεί σε ηθική νομιμοποίηση της βίας. Δεν χτίζεται ειρήνη όταν η αλληλεγγύη μετατρέπεται σε πόλωση· όταν οι Ισραηλινοί συλλήβδην καταγγέλλονται για εγκλήματα στη Γάζα, παρακάμπτοντας τόσο τις φωνές ειρήνης στο εσωτερικό τους όσο και τη φρίκη που προκαλεί η τρομοκρατική δράση της Χαμάς.

Στόχος οφείλουμε να είναι η υπεράσπιση της ειρήνης ως καθολικό αίτημα – όχι ως εργαλείο στρατευμένων αφηγήσεων. Η πίεση από τα κάτω έχει νόημα όταν είναι συνειδητή, ηθικά συνεπής και προσανατολισμένη στη συμφιλίωση – όχι στην ανταπόδοση ή στην εκδίκηση. Κάθε ρητορική που καταλήγει να αναπαράγει τη σύγκρουση που υποτίθεται πως θέλει να υπερβεί, την ακυρώνει. Η αρμονική συνύπαρξη δεν επιτυγχάνεται με συνθήματα, αλλά με τον τρόπο που επιβάλλονται όλα τα ουσιώδη: συλλογικά, αποφασιστικά και με μακρόπνοο σχεδιασμό.

Και τώρα τι;

Αν η ειρήνη παραμένει ζητούμενο, δεν είναι επειδή λείπουν οι δυνατότητες – αλλά επειδή απουσιάζουν οι επιλογές. Η γεωπολιτική δεν είναι προδιαγεγραμμένη μοίρα· αλλά πεδίο ευθύνης. Δεν αλλάζει από μόνη της· μετασχηματίζεται όταν οι κοινωνίες απαιτούν νέους κανόνες, άλλους θεσμούς, διαφορετική ποιότητα ηγεσίας – με αξίες, θεσμική ευθύνη και προσανατολισμό στο κοινό καλό. με ακεραιότητα, υπευθυνότητα και ενσυναίσθηση, αντί για κυνισμό και στρατηγική ισχύος.

Χρειαζόμαστε νέα εργαλεία συνεννόησης· όχι νέα όπλα. Νέους θεσμούς με κύρος· όχι απλώς νέες συμμαχίες. Χώρους πραγματικού διαλόγου· όχι επικοινωνιακά fora. Νέες μορφές συμμετοχής της κοινωνίας των πολιτών – η οποία οφείλει να είναι συνδιαμορφωτής ειρήνης, φορέας πίεσης (υγιούς όπως αναδείξαμε παραπάνω), στήριγμα συλλογικής αντοχής και συνέπειας.
Και η ίδια η έννοια της διπλωματίας χρειάζεται επαναπροσδιορισμό: με δημιουργική σκέψη, φαντασία στη χάραξη λύσεων και ευρηματικότητα – όχι μόνο τακτικές ελιγμών.

Αν δεν ανανεώσουμε τις έννοιες της ειρηνικής μεσολάβησης, της συλλογικής ασφάλειας, της διεθνούς αλληλεγγύης, το ιδανικό της Παγκόσμιας Ειρήνης θα παραμείνει άπιαστο όνειρο. Αν όμως τις επανανοηματοδοτήσουμε και τις ενσωματώσουμε σε θεσμική και πολιτική πράξη, μπορούν να γίνουν υλοποιήσιμο σχέδιο, ριζωμένο στις ανάγκες του παρόντος και θεμελιωμένο στην πραγματικότητα.

Η ειρήνη δεν μπορεί πια να καθορίζεται ως ελπίδα. Είναι το πιο ρεαλιστικό αίτημα μέσα σε έναν κόσμο που απειλείται να χαθεί χωρίς αυτήν…

Εγγραφείτε και μιλήστε!

Με την εγγραφή σας μπορείτε να συμμετάσχετε στην κουβέντα για το άρθρο, να μιλήσετε στους συντάκτες μας και να συμβάλλετε εποικοδομητικά στα άρθρα μας.

Μπορείτε να συνεχίσετε την ανάγνωση του άρθρου πατώντας εδώ, αλλά...

... είναι μόνο χάρη των μελών/συνδρομητών που μας στηρίζουν που μπορούμε να έχουμε άρθρα.

Εάν μια εποικοδομητική δημοσιογραφία, που δεν εξαρτάται από διαφημίσεις, είναι κάτι που θέλετε να υποστηρίξετε γίνετε μέλος σήμερα.

Περιεχόμενα Τεύχους

Τεύχος 65

Ιούλιος-Αύγουστος 2025

Μετάβαση στο περιεχόμενο