Υπάρχουν στιγμές που μια τραγωδία ξεπερνά τα όρια εκείνων που την έζησαν άμεσα και αγγίζει ολόκληρη την κοινωνία, η οποία στέκεται απέναντί της με απορία, με θυμό, με ανάγκη να νοηματοδοτήσει. Μας σταματά, μας ακινητοποιεί, μας υποχρεώνει να κοιτάξουμε κατάματα ό,τι για χρόνια προσπερνούσαμε: νοοτροπίες, αδράνειες, αδιαφορία, διαχρονική εγκατάλειψη που παρουσιάζεται σαν η «κανονικότητα» μας. Τα Τέμπη ήταν μια τέτοια στιγμή. η βίαιη ανάδυση όλων όσων αποφεύγαμε να δούμε τόσα χρόνια τώρα.
Μέσα σε αυτό το κενό νοήματος, αναδύεται σχεδόν νομοτελειακά ένα συλλογικό ένστικτο: να αποδοθούν ευθύνες. Όμως, συχνά, η ανάγκη για κάθαρση γίνεται ανάγκη για «δικαίωση» – ενόχους, ποινές ένα τέλος. Κάτι που θα μας πείσει πως ο κύκλος έκλεισε, πως το κακό «πληρώθηκε». Αλήθεια, θέλουμε να αλλάξει κάτι ή μόνο να πληρώσει κάποιος; Συλλογική μετατόπιση ή εκδίκηση; Η «τιμωρία» μπορεί να μοιάζει με λύτρωση για τον πόνο, αλλά το ουσιαστικό ερώτημα είναι: όσο κι αν αυτό μοιάζει να καθησυχάζει, αφού δεν θεραπεύει, δεν διορθώνει, αρκεί;
Χωρίς βαθιά μετατόπιση στις αιτίες και την πρόληψη, δεν έχουμε λύση, αλλά έναν φαύλο κύκλο που θα συνεχίζεται. Και όσο μένουμε σε αυτόν, δυστυχήματα, καταστροφές, εγκλήματα, δεν θα ’χουν τέλος…
Η διάγνωση
Τα τελευταία χρόνια, κάθε μεγάλη καταστροφή, κάθε τραγωδία, κάθε απώλεια που συγκλονίζει το δημόσιο πεδίο, συνοδεύεται σχεδόν ακαριαία από έναν χαρακτηρισμό: «έγκλημα». Πριν ακόμη υπάρξουν αποδείξεις, αναλύσεις ή αποφάσεις, κάποιοι σπεύδουν να ονομάσουν το συμβάν με έναν όρο απόλυτο, βαρύ, οριστικό. Η λέξη αυτή εμφανίζεται ως κραυγή, ως διαπίστωση, ως βεβαιότητα. Δεν χρησιμοποιείται με την αυστηρή νομική της έννοια· δεν περιγράφει μια ποινική παραβίαση, αλλά κάτι βαθύτερο. Είναι σαν να φωνάζουμε πως αυτό που συνέβη δεν ήταν τυχαίο. Όχι απλώς «λάθος», αλλά «προμελετημένο». Όχι αμέλεια, αλλά αδιαφορία. Όχι ατυχία, αλλά αδικία.
Αυτή η υπερβατική χρήση του όρου «έγκλημα» αποκαλύπτει κάτι σημαντικό: μια κοινωνία που δεν εμπιστεύεται πια τους θεσμούς. Όταν η λέξη προφέρεται πριν από κάθε στοιχείο ή έρευνα, φανερώνει μια γενική δυσπιστία, μια πεποίθηση ότι η δικαιοσύνη δεν θα αποδοθεί αλλιώς. Η λέξη λειτουργεί ως διάγνωση – όχι του συμβάντος, αλλά του τρόπου που το βιώνουμε.
Κι έτσι, η οργή επισπεύδει τις κρίσεις. Δεν ζητά απλώς απαντήσεις· ζητά εξιλέωση. Και μαζί της επανέρχεται το αίτημα για «δικαίωση», όχι ως αναζήτηση αλήθειας, αλλά ως επιβεβαίωση ότι το κακό τιμωρήθηκε. Όχι λύση, αλλά ανταπόδοση.
Όμως, ακόμη και στα πραγματικά εγκλήματα, εκεί όπου υπάρχει σαφής ποινική και ηθική ευθύνη, η δικαιοσύνη δεν μπορεί να μετατρέπεται σε εκδίκηση. Ο σκοπός της δεν είναι η ικανοποίηση του θυμού, αλλά η αποκατάσταση του μέτρου. Όταν η κοινωνία ξεχνά αυτή τη διάκριση, η λέξη «έγκλημα» χάνει τη βαρύτητά της και μαζί της χάνεται και το αληθινό νόημα της δικαιοσύνης. Τότε, κινδυνεύει ακόμη και να «νομιμοποιήσει» το λιντσάρισμα και την αυτοδικία… Και η ανάγκη για «δικαίωση» μετατρέπεται σε μαζικό παραλήρημα, όχι σε κοινό βήμα προς τα εμπρός.
Η «δικαίωση»
Όταν μια τραγωδία πλήττει μια κοινωνία – καταστροφή, δυστύχημα ή πραγματικό έγκλημα – ένα αίτημα κυριαρχεί: να «δικαιωθούν» τα θύματα. Οι συγγενείς ζητούν αναγνώριση του πόνου τους και απονομή ευθυνών για να μην επαναληφθεί ποτέ κάτι παρόμοιο. Στην ουσία, η δικαίωση είναι μια ανάγκη για νόημα: να μην χαθεί η απώλεια στη λήθη, να αποκτήσει η τραγωδία ή θυσία, μια θέση στη μνήμη και να μην ξανασυμβεί.
Αλλά, εδώ αρχίζει η σύγχυση. Τι σημαίνει ακριβώς «δικαίωση»; Για κάποιους σημαίνει πρόληψη. Για άλλους, εκδίκηση. Κάποιος να βρεθεί ένοχος και να τιμωρηθεί, ώστε να νιώσουμε ανακούφιση. Δηλαδή, η ανάγκη για νόημα μετατρέπεται σε ανάγκη για ανταπόδοση. Η γραμμή ανάμεσα στη θεραπεία και την εκτόνωση θολώνει.
Το αίσθημα της οργής δεν σβήνει από μόνο του. Αν δεν το επεξεργαστούμε, γίνεται στάση. Συγχύζει τη σκέψη, αλλοιώνει την κρίση, κρατά το τραύμα ανοιχτό όχι για να επουλωθεί, αλλά για να δικαιολογεί την αντεκδίκηση. Και όσο η δίψα για καταδίκη υποκαθιστά την αναζήτηση λύσης, η δικαίωση χάνει το νόημά της. Δεν προσφέρει προοπτική, δεν γίνεται υπόσχεση για διόρθωση των κακώς κειμένων, αλλά μετατρέπεται γρήγορα σε μίσος που ζητά «ανταπόδοση εις μνήμην»…
Ο ρόλος των ΜΜΕ
Σε αυτή τη στρέβλωση της έννοιας της δικαίωσης καθοριστικό ρόλο παίζουν τα μέσα ενημέρωσης. Αντί να καλλιεργούν σκέψη, εμβάθυνση, κοινωνική ηρεμία και κουλτούρα πρόληψης, συντάσσονται με την ένταση. Δεν αποτυπώνουν απλώς τον πόνο και τη θλίψη· τον μεγεθύνουν, τον πυροδοτούν, τον καθοδηγούν. Η ψύχραιμη αποτύπωση και ανάλυση υποχωρεί και τη θέση της παίρνει το δράμα, η καταγγελία, ο ένοχος. Το κοινό, ουσιαστικά, δεν ενημερώνεται· στρατολογείται ή συστρατεύεται συναισθηματικά σε έναν φαύλο κύκλο οργής, απαιτώντας τιμωρία.
Αυτή η στάση δεν είναι χωρίς κόστος· επιφέρει δεινά, και βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα. Η υπερβολική έμφαση στο θυμικό δικαιολογεί, καλλιεργεί και ενισχύει μια κουλτούρα σκληρότητας, όπου η απόδοση ευθυνών μετατρέπεται σε θέαμα και η δικαιοσύνη σε εκδίκηση, παρουσιαζόμενη ως «κοινωνικά δίκαιη».
Αντί να θέτουν δύσκολα ερωτήματα, να ερευνούν και να αναζητούν λύσεις, περιορίζονται σε εύκολες απαντήσεις, υποκινώντας αντιπαραθέσεις. Δεν ελέγχουν την εξουσία προς όφελος της κοινωνίας – για να την αναγκάσουν να λάβει μέτρα – αλλά, την καταγγέλλουν μέσα από μια τιμωρητική λογική, για να ικανοποιήσουν το συλλογικό αίσθημα, που μεταφράζεται σε κέρδη: τηλεθέαση, ακροαματικότητα, αναγνωσιμότητα, επιρροή.
Ο θυμός είναι εύκολος σύμμαχος. Δεν χρειάζεται ανάλυση, δεν χρειάζεται σχέδιο, δεν χρειάζεται απόδειξη. Είναι άμεσος, απόλυτος, σαρωτικός. Όταν ο δημόσιος λόγος κυριαρχείται από το θυμικό, ο δρόμος προς τη χειραγώγηση είναι ανοιχτός. Δεν είναι τυχαίο ότι κάθε φορά που μια κοινωνία συγκλονίζεται, το πρώτο που επιχειρείται δεν είναι η περίσκεψη, αλλά η κατεύθυνση της οργής.
Ο ρόλος της πολιτικής
Ακριβώς αυτή την κατάσταση εκμεταλλεύεται και η πολιτική αντιπαράθεση. Αρκετοί από τον αντιπολιτευτικό χώρο δεν επιδιώκουν την πραγματική δικαίωση των θυμάτων, ούτε τις θεσμικές αλλαγές που θα απέτρεπαν το επόμενο δυστύχημα ή το πραγματικό έγκλημα. Αντιθέτως, αξιοποιούν την οργή και τον πόνο των πολιτών με στόχο να πλήξουν τον αντίπαλο. Αντί για δομικές αλλαγές, προβάλλουν «υπεύθυνους» και απαιτούν παραιτήσεις, καθαιρέσεις, ποινικές διώξεις· υποκαθιστώντας την αναζήτηση των αιτίων και των ενδεδειγμένων λύσεων με την «δημόσια καταδίκη». Αντί για ευθύνη όλων, η ενοχοποίηση των άλλων. Και τελικά, το «ποτέ ξανά» γίνεται «να φύγουν αυτοί, να έρθουμε εμείς» – που θα τα κάναμε καλύτερα…
Όσο η οργή στρέφεται κάπου, δεν στρέφεται παντού. Όσο ζητάμε να φύγουν «αυτοί», ξεχνάμε να δούμε το σύστημα. Η αντιπολίτευση, διεκδικώντας ρόλο «τιμωρού», αποσιωπά τις δικές της ευθύνες – ευθύνες από ανάλογες τραγωδίες όταν κατείχε εξουσία. Κι έτσι, η «δικαίωση» εργαλειοποιείται ως πολιτική στρατηγική.
Η εκδίκηση, λοιπόν, δεν είναι μόνο ανθρώπινο ένστικτο· είναι και πολιτικό εργαλείο. Στρέφει την κοινωνία εναντίον ενός στόχου. Καλλιεργεί την ψευδαίσθηση πως η σκληρότητα είναι λύση, ότι η ηθική ταυτίζεται με την ποινή, και πως το πρόβλημα είναι μόνο θέμα συγκεκριμένων «ανάξιων και κακών» προσώπων. Και όσο πιστεύουμε ότι το κακό διορθώνεται με καταδίκες, το κακό θα επαναλαμβάνεται…
Η ουσία της δικαιοσύνης
Τι είναι πραγματικά η δικαιοσύνη; Εξαντλείται σε μια καταδίκη, σε μια παραίτηση, σε έναν εξιλαστήριο θύμα; Η δικαιοσύνη, στην ουσιαστική της διάσταση, δεν είναι ανταπόδοση, ούτε εκδίκηση. Πρέπει να είναι η υπόσχεση, η δέσμευση πως το όποιο λάθος, αμέλεια, παράλειψη, αστοχία, αδικία ή κακή ενέργεια, θα περιοριστεί ή ακόμα καλύτερα δεν θα επαναληφθεί. Είναι το κοινό «μάθημα» από το τραύμα, η δέσμευση μιας «διόρθωσης» που φτάνει βαθύτερα.
Στην πραγματικότητα, η αληθινή δικαιοσύνη είναι μετασχηματιστική. Εστιάζει όχι μόνο στην ευθύνη του ατόμου, αλλά στη διόρθωση θεσμών και δομών που επέτρεψαν την όποια τραγωδία. Δεν αναζητά μόνο ενόχους, αλλά τις συνθήκες που την γέννησαν. Και αυτό ακριβώς είναι το νόημα του σωφρονισμού σε κάθε υγιές ποινικό σύστημα. Οι φυλακές δεν είναι –ή δεν θα έπρεπε να είναι– τόποι εκδίκησης και μαρτυρίου, αλλά ιδρύματα μεταμόρφωσης, όπου η ανθρώπινη αξιοπρέπεια γίνεται σεβαστή, και η επιστροφή στην κοινωνία –ακόμα και για το σκληρότερο εγκληματία– είναι ο τελικός στόχος.
Μια κοινωνία που δεν κατανοεί τη διαφορά, ανάμεσα στην ανταπόδοση, την πρόληψη και τον σωφρονισμό, είναι καταδικασμένη να αναπαράγει τις τραγωδίες της. Γιατί, κάθε φορά θα περιορίζεται στο αποτέλεσμα ξεχνώντας τα αίτια.
Υπάρχουν, προς παραδειγματισμό μας, κοινωνίες που έχουν κάνει αυτή την επιλογή. Που βλέπουν τις καταστροφές, τις απώλειες, τα εγκλήματα ως ευκαιρία αναστοχασμού. Που επενδύουν στις κατάλληλες δομές, στη παιδεία, στην πρόνοια, στη δικαιοσύνη, ώστε να θεραπεύουν τις ρίζες και όχι απλώς να κόβουν τα συμπτώματα. Που προτιμούν την πρόληψη από την καταγγελία, την ανάταξη από την εκδίκηση – όπως, για παράδειγμα, η Νορβηγία, το Βέλγιο, η Νότια Αφρική ή ακόμη και η Ιαπωνία, που διδάσκουν πώς μια τραγωδία μπορεί να γίνει αφετηρία βαθύτερων διορθώσεων, όχι μόνο ποινών.
Η μετάβαση από μια τιμωρητική λογική σε μια θεραπευτική αντίληψη δεν είναι εύκολη. Απαιτεί ωριμότητα, πολιτική βούληση και την παραδοχή ότι το πρόβλημα δεν τελειώνει στο πρόσωπο που τιμωρείται. Προϋποθέτει μια κοινωνία που δεν αποφεύγει την ευθύνη της, που δεν κρύβεται πίσω από τον θυμό της και η οποία θέλει να αλλάξει όχι μόνο τους άλλους, αλλά και τον εαυτό της.
Αυτή θα ήταν η πραγματική «δικαίωση» για συγγενείς και όλους μας: να ξέρουμε πως ο πόνος δεν έμεινε ανώφελος. Ότι μεταμορφώθηκε σε διορθωτικές δράσεις και πράξεις. Ότι το τραύμα έγινε το έναυσμα για μια κοινωνία πιο ώριμη, πιο δίκαιη, πιο ανθρώπινη.
Η ευθύνη μας
Καλούμαστε να συνειδητοποιήσουμε, να αναρωτηθούμε και να αποφασίσουμε: Τι κοινωνία θέλουμε τελικά; Μια κοινωνία ελέους ή αυστηρότητας; Συγχωρητική ή εκδικητική; Ανοχής ή σκληρότητας;
Το παράδειγμα των Τεμπών δεν ήταν η αρχή, αλλά η κορύφωση μιας συσσωρευμένης ανάγκης για αποκατάσταση. Μια ανάγκη που γεννήθηκε μέσα από το Μάτι, την Ελευσίνα, τις φωτιές, τις πλημμύρες και τόσες άλλες τραγωδίες των τελευταίων χρόνων, με κυβερνήσεις να εναλλάσσονται, αλλά με τα ίδια λάθη να παραμένουν – κι ας ζητούν σήμερα κάποιοι και τα ρέστα, λησμονώντας πως υπήρξαν μέρος του ίδιου προβλήματος.
Συγγενείς και οικείοι των θυμάτων, αλλά και πολίτες, που δεν είχαν άμεση σχέση με τα γεγονότα, αξιώνουν «δικαίωση». Οφείλουμε όμως, πλέον, συνολικά ως κοινωνία, να αντιληφθούμε ότι το κυρίαρχο αίτημα δεν μπορεί να είναι κάποιος να πληρώσει, κάποιος να καταδικαστεί και να υποφέρει, ώστε να θεωρήσουμε πως η αδικία εξισορροπήθηκε…
Αυτή η ανάγκη είναι ανθρώπινη, αλλά δεν είναι λυτρωτική. Η επιβολή ποινής δεν θεραπεύει το τραύμα. Μπορεί να προσφέρει μια στιγμή ανακούφισης, μια αίσθηση ισορροπίας που αποκαθίσταται, αλλά δεν αλλάζει την πραγματικότητα. Δεν επιστρέφει τους νεκρούς. Δεν διορθώνει το λάθος. Δεν αποτρέπει το επόμενο.
Μια κοινωνία, τελικά, η οποία στηρίζεται μόνο στις καταδίκες, δεν γιατρεύεται. Κινδυνεύει να γίνει καθρέφτης όσων καταγγέλλει. Γιατί, αν αυτό που ζητάμε είναι απλώς η παραδειγματική τιμωρία – ακόμα και του εγκληματία – χάνουμε τη δική μας ευθύνη: να αλλάξουμε το πλαίσιο, να απαιτήσουμε πρόληψη, να σταθούμε όχι μόνο απέναντι στους ενόχους, αλλά και απέναντι στον ίδιο μας τον εαυτό.
Επιτέλους, πολιτικοί και ΜΜΕ οφείλουν να συνειδητοποιήσουν ότι δεν μπορούν να παριστάνουν τους ηθικούς κριτές – ρόλος που κανείς δεν τους ανέθεσε –, εργαλειοποιώντας τον πόνο και παρουσιαζόμενοι ως αποκλειστικοί υπερασπιστές της δικαιοσύνης. Λες και η σκληρότητα αποτελεί τεκμήριο ήθους. Λες και η εκδίκηση μπορεί να αντικαταστήσει τη λύση. Δεν είναι αυτή η υγιής αντίδραση. Το ζητούμενο πρέπει να καταστεί η διόρθωση, η πρόληψη, η αλήθεια.
Και τώρα τι;
Τώρα που οι λέξεις έχουν ειπωθεί, οι ευθύνες έχουν τεθεί, και ο πόνος έχει γίνει κοινός, μένει η πιο απαιτητική επιλογή: τι κάνουμε από εδώ και πέρα;
Αν δεν θελήσουμε να αλλάξουμε στάση, τίποτα γύρω μας δεν θα αλλάξει. Αν μείνουμε απλώς θεατές, αν περιμένουμε κάθε φορά να αποδοθούν ευθύνες στους άλλους, θα ζούμε επαναλαμβανόμενα το ίδιο έργο: το ίδιο πένθος, την ίδια απογοήτευση, το ίδιο αδιέξοδο.
Η επιλογή δεν είναι μόνο συλλογική. Είναι και προσωπική. Να ενδιαφερθούμε, όχι μόνο να εξοργιστούμε. Να παρακολουθούμε τους θεσμούς, όχι μόνο να τους καταγγέλλουμε. Να απαιτούμε διαφάνεια, αξιοκρατία, σωστή λειτουργία, όχι μόνο όταν το κακό έχει ήδη γίνει. Να πάψουμε να ανεχόμαστε τη μετριότητα, την αδιαφορία, την αναβλητικότητα.
Να δούμε την πολιτική όχι ως πεδίο αντιπαράθεσης, αλλά ως χώρο ευθύνης και δράσης –για πολίτες και πολιτικούς. Να συμμετέχουμε. Να νοιαζόμαστε. Να σκεφτόμαστε πριν θυμώσουμε. Να μάθουμε να ζητάμε εξηγήσεις, πριν απαιτούμε καταδίκες. Να διεκδικούμε λογοδοσία, όχι μόνο από τους άλλους, αλλά κι από εμάς τους ίδιους: στις επιλογές μας, στη σιωπή μας, στην ανοχή μας. Να σταθούμε δίπλα στους ανθρώπους που εργάζονται για την πρόληψη, για την ασφάλεια, για την ποιότητα των δημόσιων υπηρεσιών – όχι απέναντί τους, όταν όλα έχουν πια χαθεί. Να στηρίξουμε όσους υπηρετούν με ευθύνη, να απομονώσουμε όσους εκμεταλλεύονται και βολεύονται σε θέσεις ευθύνης – δημόσιους λειτουργούς, στρατευμένα ΜΜΕ, πολιτικά αρπακτικά.
Το «ποτέ ξανά» δεν είναι σύνθημα. Είναι στάση ζωής. Μια κοινωνία αλλάζει όταν το ζητά από τους άλλους, αλλά και όταν το απαιτεί από τον εαυτό της. Όταν ο καθένας αναλαμβάνει το μερίδιο που του αναλογεί, όχι για να τιμωρήσει, αλλά για να διορθώσει. Όχι για να καταγγείλει, αλλά για να προλάβει.
Το μέλλον δεν είναι βεβαιότητα. Είναι πρόσκληση. Και η ευθύνη για το αν θα τολμήσουμε να γίνουμε μια πιο ώριμη, πιο δίκαιη, πιο ανθρώπινη κοινωνία, είναι δική μας.