«Σκέψου πριν μιλήσεις». Είναι μία συμβουλή που ακούμε από μικρά παιδιά στο σχολείο και επαναλαμβάνεται και μετά την ενηλικίωσή μας στις διαπροσωπικές σχέσεις μας και τον επαγγελματικό στίβο. H επιλογή των λέξεων διαμορφώνει τον τρόπο με τον οποίο προσλαμβάνουμε και μεταδίδουμε τα όσα συμβαίνουν γύρω μας. Όταν δε πρόκειται για δημόσιο λόγο, τότε, καλό είναι να θυμόμαστε «…όχι μόνο να λέμε τα σωστά λόγια στο σωστό μέρος, αλλά και να παραλείπουμε τα λάθος λόγια τη στιγμή του πειρασμού»…, όπως έλεγε ο Βενιαμίν Φραγκλίνος.
Οι πολιτικοί, και, ακόμη περισσότερο, οι δημοσιογράφοι, τα τελευταία χρόνια, έχουν διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο με τη ρητορική τους στον τρόπο που υποδέχεται η κοινή γνώμη το μεταναστευτικό/ προσφυγικό ζήτημα. Έχουν δημιουργήσει εικόνες (που δεν ανταποκρίνονται πάντα στην πραγματικότητα), έχουν πυροδοτήσει συναισθήματα (από συμπόνοια και κατανόηση έως φόβο, ανασφάλεια και απειλή), έχουν διαμορφώσει συνειδήσεις και έχουν ενθαρρύνει (ή αποθαρρύνει) δράσεις και αντιδράσεις.
Ακόμη και το εάν θα μιλήσουμε για μετανάστες (δηλαδή, ανθρώπους που από επιλογή καταφεύγουν σε μία άλλη χώρα για οικονομικούς λόγους, για καλύτερες συνθήκες διαβίωσης και εργασίας) ή για αιτούντες άσυλο και πρόσφυγες (ανθρώπους που έχουν εγκαταλείψει την εστία τους λόγω πολέμου ή υφίστανται διωγμό), έχει, βεβαίως, διαφορετικό αντίκτυπο στην κοινή γνώμη. Στην περίπτωση της Ευρώπης, είχαμε μεγάλες εισροές προσφύγων από τη Συρία, αλλά και οικονομικών μεταναστών από τις χώρες της Αφρικής, τα τελευταία χρόνια, και, αυτό ήταν αρκετό για κάποιους, ώστε να θεωρούν «περιττή» τη διάκριση.
Στο χώρο των μέσων ενημέρωσης, αλλά και στην πολιτική σκηνή πρώτης γραμμής, κανείς δεν έχει αποφύγει το λάθος, την υπερβολή ή και την υποεκτίμηση στην παρουσίαση της κατάστασης. Ωστόσο, σε ορισμένες περιπτώσεις, σκοπίμως ή μη, χάθηκε κάθε μέτρο.
Ένα από τα πλέον ενδεικτικά παραδείγματα ήταν η συνέντευξη του Ντέιβιντ Κάμερον, όταν ακόμη ήταν πρωθυπουργός της Βρετανίας, στον τηλεοπτικό σταθμό ITV, τον Ιούλιο του 2015 για την κρίση στο Καλαί. Μίλησε για ένα «σμήνος» μεταναστών, που προσπαθούσε να αποκτήσει πρόσβαση στη Βρετανία. Οι πολιτικοί του αντίπαλοι, στο σύνολό τους, αποδοκίμασαν τον χαρακτηρισμό. Ακόμη και ο ακροδεξιός, Νάϊτζελ Φαράζ, του UKIP έσπευσε να σχολιάσει ότι ο ίδιος «δεν θα χρησιμοποιούσε τέτοιου είδους γλώσσα»… Κατά την εκστρατεία για το Brexit, βεβαίως, ο Φαράζ μίλησε για «ορδές μεταναστών», που υπήρχε κίνδυνος να εισβάλλουν στη χώρα, και, όπως αποκάλυψαν οι έρευνες γνώμης, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν μετά το δημοψήφισμα του 2016, πέτυχε να πείσει πολλούς ότι υπήρχε πράγματι αυτή η απειλή!
Σε μία σύγκριση, πάντως, η ρητορική, που επέλεξε σε εκείνη τη συνέντευξη του 2015 ο Κάμερον, είναι εξίσου αν όχι ακόμη περισσότερο προβληματική από του Φαράζ. Γιατί; Το έχει εξηγήσει πολύ καλά η Λίζα Ντόιλ, νομική εκπρόσωπος του Refugee Council. H λέξη «σμήνος» αφαιρεί την ανθρώπινη ιδιότητα από τους μετανάστες, εντυπώνει στη σκέψη της κοινής γνώμης την εικόνα απειλητικών «εντόμων». Η Κέιτι Χόπκινς, συγγραφέας και δημόσιο πρόσωπο στη Βρετανία, έφτασε στο σημείο να παρομοιώσει σε άρθρο της τους μετανάστες με «κατσαρίδες». Και αυτό το άρθρο δημοσιεύθηκε στη Sun, μία εφημερίδα, που, ανεξάρτητα από την ποιότητά της, διαβάζεται από εκατομμύρια Βρετανούς και όχι μόνο.
Ακόμη και όταν αποφεύγονται τέτοιο χαρακτηρισμοί, δεν απουσιάζουν οι περιπτώσεις που αντιμετωπίζονται οι μετανάστες από τα μέσα ως άνθρωποι που θα έρθουν να «κλέψουν» θέσεις εργασίας και επιδόματα, ως ανεπιθύμητοι, εν δυνάμει εγκληματικά στοιχεία, που σε κάθε περίπτωση συνιστούν απειλή για την εθνική ασφάλεια, την υγεία ή και την εθνική-πολιτισμική-θρησκευτική ταυτότητα. Έτσι, ενώ η λέξη μετανάστης, έως και το 2015 περιέγραφε, απλώς, την ιδιότητα ενός ανθρώπου, που μετακινείται σε άλλη χώρα, από εκείνη τη χρονιά και έπειτα εξελίχθηκε σε «ταμπέλα» με αρνητικό πρόσημο, σε έναν «κίνδυνο», που καλό θα ήταν να …κρατήσουμε εκτός των τειχών. Το πώς ο φόβος για τον «άλλο», το αίσθημα της απειλής μεταδόθηκε ως «ιός» σε μεγάλα κομμάτια της κοινωνίας φανερώθηκε και από τις όχι λίγες αντιδράσεις συλλόγων γονέων στην υποδοχή παιδιών από τη Συρία και άλλες χώρες στα ελληνικά σχολεία -ακόμη και εάν επρόκειτο για χρήση των σχολικών αιθουσών σε απογευματινές ώρες και όχι τις ίδιες ώρες με τα υπόλοιπα παιδιά.
Υπάρχει και το άλλο άκρο, της πολιτικής ρητορικής ή αρθρογραφίας που αρνείται να αποδεχθεί ότι η διαχείριση των προσφυγικών και μεταναστευτικών ροών και η ενσωμάτωση των ανθρώπων αυτών στην κοινωνία είναι πράγματι μία μεγάλη πρόκληση (που, όμως, όπως έχουμε εξηγήσει σε παλαιότερο άρθρο δεν έχει αρνητικό οικονομικό αντίκτυπο, αντιθέτως, μπορεί να αποτελέσει ευκαιρία). Εκείνη που δαιμονοποιεί, άμεσα και χωρίς πολλή σκέψη, κάθε πρόταση/πρωτοβουλία διαχείρισης της κρίσης, που καταγγέλλει ως ακραίο, ρατσιστή, φασίστα, όποιον μιλήσει για την ανάγκη μετανάστες και πρόσφυγες να έχουν μαζί με ξεκάθαρα αδιαμφισβήτητα δικαιώματα και ανάλογες υποχρεώσεις. Και αυτή τείνει να δίνει «πατήματα», να «θρέφει» αντί να αντικρούει την ρητορική μίσους στην οποία αναφερθήκαμε παραπάνω.
Η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες ζήτησε από την Σχολή Δημοσιογραφίας του Κάρντιφ να εξετάσει τον τρόπο κάλυψης των γεγονότων του 2014-15 σε πέντε μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες: την Ισπανία, την Ιταλία, τη Γερμανία, τη Βρετανία και τη Σουηδία. Οι ερευνητές επεξεργάστηκαν χιλιάδες άρθρα και βρήκαν σημαντικές διαφορές μεταξύ των χωρών σε όρους πηγών (τοπικοί πολιτικοί, ξένοι πολιτικοί, πολίτες, μη κυβερνητικές οργανώσεις), τη γλώσσα που χρησιμοποιήθηκε, τους λόγους που παρουσιάστηκαν για την αύξηση των προσφυγικών ροών και των λύσεων που προτάθηκαν.
Στη Γερμανία και τη Σουηδία για παράδειγμα χρησιμοποιήθηκε σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό ο όρος αιτούντες άσυλο, ενώ, στην Ιταλία και τη Βρετανία, ήταν πολύ πιο συχνή η χρήση της λέξης μετανάστες (migrant). Στην Ισπανία, ο κυρίαρχος όρος ήταν το inmigrante (immigrant), που υποδηλώνει πρόθεση για μόνιμη εγκατάσταση του μετανάστη στη χώρα. Το πως αποκαλούνταν οι άνθρωποι που περνούσαν τα σύνορα είχε αντίκτυπο και στο περιεχόμενο της δημόσιας συζήτησης στην κάθε χώρα, την πολιτική ατζέντα, αλλά και το που έδιναν έμφαση τα μέσα.
Σε γενικές γραμμές, ο σουηδικός Τύπος ήταν ο πιο θετικός στην αντιμετώπιση μεταναστών και προσφύγων, ενώ οι περισσότερες αρνητικές αναφορές κατεγράφησαν στα βρετανικά μέτρα, που είχαν και τα πρωτεία στην …πόλωση.
Αναφορές σε πρόσφυγες/μετανάστες ως απειλή στην εθνική ασφάλεια εντοπίστηκαν στο 10,1% των άρθρων στην Ιταλία, στο 9,2% στην Ισπανία, στο 8,5% στη Βρετανία, στο 4,8% στη Γερμανία και μόλις στο 2,4% στη Σουηδία. Η συζήτηση για την απειλή στην πολιτισμική ταυτότητα ή την κοινωνική συνοχή ήταν πιο συχνή στον βρετανικό Τύπο (10,8%). Στη Σουηδία το ποσοστό ήταν 8,2%, στην Ιταλία 8,1% και στην Ισπανία 7,4%, ενώ στη Γερμανία μόνο 5,3%.
Όσο για τις αναφορές σε απειλή για το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης/ υγείας ήταν πολύ πιο συχνές στο βρετανικό Τύπο (18,3%) από οπουδήποτε αλλού. Ακολουθεί ο σουηδικός Τύπος (11,4%).
Η επικράτηση αρνητικών αναφορών και ειδικά συνδέσεων με την εγκληματικότητα ήταν συχνότερες σε Βρετανία και Ιταλία.
Αξίζει, επίσης, να σημειωθεί ότι το ζήτημα της ενσωμάτωσης απασχόλησε πολύ πιο έντονα τη Γερμανία (το συναντάμε στο 19,7% των άρθρων) και στη Σουηδία (12,6%). Στην Ιταλία το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 7,6%, στην Ισπανία αρκετά χαμηλότερο, 3,7% και στη Βρετανία μόλις 2,6%.
Ακόμη περισσότερο από τις λέξεις επηρέασαν και οι εικόνες, που αποτελούν και αυτές μία πολύ ισχυρή μορφή «γλώσσας» και, μάλιστα, παγκόσμιας. Ο πόνος, η αγωνία, τα μαρτύρια, που κλήθηκαν να περάσουν οι άνθρωποι αυτοί για να φτάσουν στην «γη της επαγγελίας», όπως πίστευαν, αλλά και οι συνθήκες που αντιμετώπισαν, τελικά, αποτυπώθηκαν στον φωτογραφικό φακό και τις τηλεοπτικές κάμερες ευαισθητοποιώντας εκατομμύρια ανθρώπους. Οι εικόνες και όχι οι τραγικοί αριθμοί ή ακόμη και οι μαρτυρίες της φρίκης ήταν, που κινητοποίησαν, σε μεγαλύτερο βαθμό, την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη, ακόμη και κυβερνήσεις.
«Μη σκέφτεσαι, κοίτα» έλεγε ο Αυστριακός φιλόσοφος Λούντβιχ Βίτγκενσταϊν. Και όσοι είδαν τις εικόνες των ανθρώπων που πάλευαν με τα κύματα, των βρεφών στα χέρια διασωστών, των αιτούντων άσυλο, που στοιβάζονταν σε τρένα και πρόχειρους καταυλισμούς ή ακόμη τις εικόνες των Τσέχων αστυνομικών να γράφουν αριθμούς αναγνώρισης πάνω στα χέρια των προσφύγων και των παιδιών να παγιδεύονται στις λάσπες της Ειδομένης, δεν είναι δυνατόν να έμειναν ανεπηρέαστοι. Όσο για την εικόνα του άψυχου σώματος ενός τρίχρονου παιδιού, παραδομένου στα κύματα των τουρκικών ακτών, του Αϊλάν, «μας αιχμαλώτισε για πάντα και δεν μπορούσαμε να βγούμε από αυτήν», όπως έγραψε τότε το Reuters. Aυτή η μία και μόνη εικόνα, που αφορούσε ένα παιδί, ήταν -ίσως- πιο δυνατή και από την πληροφορία πως εκείνη τη χρονιά έχασαν τη ζωή τους στα νερά της Μεσογείου 2.500 άνθρωποι! Μία πληροφορία, που «πέρασε» ως …ακόμη ένας αριθμός.
Ωστόσο, όπως παρατηρεί ο Daniel Trilling του Guardian, ο τρόπος αυτός κάλυψης των γεγονότων μέσα από αυτές τις δραματικές εικόνες δεν έχουν μόνο θετική επίδραση, αλλά και μία «σκοτεινή πλευρά». «Τα ειδησεογραφικά μέσα, που τρέχουν από το ένα σημείο κρίσης στο άλλο, δεν είναι τόσο καλά στο να γεμίζουν τα κενά, να εξηγούν τα συστήματα και τις μακροχρόνιες αποτυχίες, που μπορεί να βρίσκονται πίσω από μία σειρά φαινομενικά ασύνδετων γεγονότων» εξηγεί. Στην περίπτωση της προσφυγικής κρίσης στην Ευρώπη, για παράδειγμα, η κάλυψη των γεγονότων έδινε συχνά την αίσθηση μίας τραγωδίας, που γεννήθηκε αλλού και ξεβράστηκε απροσδόκητα στις ευρωπαϊκές ακτές. Δεν υπήρχε χώρος και χρόνος για αναλύσεις, που να εξηγούσαν πώς η όλη κατάσταση ήταν ακριβώς αποτέλεσμα πολιτικών που επί χρόνια ακολούθησε η Δύση.
Από όλα τα παραπάνω αντιλαμβανόμαστε πόσο σημαντικό είναι να αποφεύγουμε τις ταμπέλες, τις μονοδιάστατες προσεγγίσεις, τον «πειρασμό» να προκαλέσουμε, απλώς, έντονα συναισθήματα, παραλείποντας να εξηγήσουμε τα αιτία, να αναδείξουμε τις πολλαπλές πτυχές ενός τόσο σύνθετου ζητήματος. Η ορθή κάλυψη των γεγονότων χρειάζεται χρόνο, αναζήτηση πηγών, ανοιχτό μυαλό. Και πάνω από όλα απαιτεί να θυμόμαστε πάντα ότι οι λέξεις και οι εικόνες που διαλέγουμε δεν είναι ποτέ άνευ σημασίας. Έχουν δύναμη και αντίκτυπο!