author-image-116 Ομάδα του Ορθού Λόγου
author-image-327 Ευάγγελος Κόκκινος

Συντακτική Ομάδα

atc-portal

atc-portal

Στις 19 και 20 Ιουλίου, το συνέδριο «Greeks in AI» συγκέντρωσε εξέχουσες φωνές από τον ακαδημαϊκό χώρο, την τεχνολογία και την πολιτική για να διερευνήσουν ζητήματα του μέλλοντος. Μια από τις πιο ενδιαφέρουσες στιγμές ήταν η συζήτηση μεταξύ του Κωνσταντίνου Δασκαλάκη, κορυφαίας προσωπικότητας της επιστήμης των υπολογιστών, καθηγητή του ΜΙΤ, και του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη. Η συζήτησή τους επικεντρώθηκε στην τεχνολογική αλλαγή, συμπεριλαμβανομένης της αυξανόμενης επιρροής της τεχνητής νοημοσύνης, και αποτέλεσε μια από τις σπάνιες στιγμές ουσιαστικού διαλόγου για το πού κατευθύνεται η χώρα στην τεχνολογική εποχή.

Ο κ. Δασκαλάκης υπογράμμισε τη σημασία των εκπαιδευτικών συστημάτων που καλλιεργούν την κριτική σκέψη και την προσαρμοστικότητα απέναντι στη ραγδαία τεχνολογική εξέλιξη. Ο κ. Μητσοτάκης μίλησε για τον ρόλο του κράτους στη διασφάλιση ηθικών πλαισίων γύρω από την τεχνητή νοημοσύνη, προωθώντας παράλληλα την καινοτομία. Αντί για εύκολες γενικότητες, προτίμησαν να θίξουν κρίσιμα ζητήματα – από το χάσμα ψηφιακών δεξιοτήτων έως την ανάγκη ισορροπίας ανάμεσα στον ρυθμιστικό έλεγχο και την έρευνα για επιστημονική πρόοδο.

Η νέα πραγματικότητα

Η τεχνητή νοημοσύνη δεν αποτελεί πλέον ένα «όνειρο καλοκαιρινής νύχτας» που περιορίζεται σε εργαστήρια ή μεγάλες τεχνολογικές εταιρείες. Καθίσταται με ταχύτητα κομμάτι της καθημερινής μας πραγματικότητας. Από τους εικονικούς βοηθούς και τις εξατομικευμένες προτάσεις περιεχομένου, έως τις αυτοματοποιημένες δημόσιες υπηρεσίες και τις έξυπνες υποδομές, η τεχνητή νοημοσύνη αρχίζει να επηρεάζει τον τρόπο με τον οποίο οι πολίτες αλληλεπιδρούν τόσο με τον ιδιωτικό όσο και με τον δημόσιο τομέα. Στον εργασιακό χώρο, αναδιαμορφώνει τον τρόπο εκτέλεσης των καθηκόντων, ενώ στη δημόσια διοίκηση ανοίγει διαύλους για ταχύτερη και αποτελεσματικότερη παροχή υπηρεσιών.

Οι ευκαιρίες που παρουσιάζει η τεχνητή νοημοσύνη είναι ευρύτατες. Στην οικονομία, υπόσχεται να ενισχύσει την παραγωγικότητα, να προωθήσει την καινοτομία και να υποστηρίξει την ανάπτυξη νέων βιομηχανιών. Στη διακυβέρνηση, παρέχει εργαλεία για τον εκσυγχρονισμό των κρατικών λειτουργιών – από την προγνωστική ανάλυση στην υγειονομική περίθαλψη έως την ψηφιακή διαχείριση υποθέσεων στο σύστημα δικαιοσύνης. Ευρύτερα, η τεχνητή νοημοσύνη έχει τη δυνατότητα να βελτιώσει την ποιότητα ζωής, καθιστώντας τα συστήματα πιο ευέλικτα, εξατομικευμένα και προσβάσιμα.
Το όραμα αυτό περιγράφεται στην πρόταση στρατηγικής, «Σχέδιο για τη μετάβαση της Ελλάδας στην εποχή της Τεχνητής Νοημοσύνης», που εκπονήθηκε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή υπό τον Κωνσταντίνο Δασκαλάκη. Προτείνει τέσσερις βασικούς πυλώνες παρέμβασης: καινοτομία και επιχειρηματικότητα, εκπαίδευση και δεξιότητες, ρυθμιστικά πλαίσια και μετασχηματισμό του δημόσιου τομέα.
Επιπλέον, παρουσιάζει έξι εμβληματικά έργα ως πρακτικά παραδείγματα – συμπεριλαμβανομένης μιας εκπαιδευτικής πλατφόρμας βασισμένης στην τεχνητή νοημοσύνη και εφαρμογών στον τομέα της υγειονομικής περίθαλψης και της δικαιοσύνης – που έχουν ως στόχο να καταδείξουν πώς αυτή η μετάβαση μπορεί να εφαρμοστεί με ουσιαστικό κοινωνικό αντίκτυπο.

Καθώς ξεδιπλώνεται αυτή η νέα τεχνολογική πραγματικότητα, η πρόκληση δεν είναι μόνο να υιοθετηθεί η ΤΝ, αλλά και να γίνει με τρόπο που να αντανακλά τις δημόσιες αξίες, να υποστηρίζει την ένταξη και να ενισχύει τη θεσμική εμπιστοσύνη.

Πόσο έτοιμοι είμαστε πραγματικά;

Οι δυνατότητες της τεχνητής νοημοσύνης μπορεί να είναι εμφανείς, αλλά, η ουσιαστική ενσωμάτωση δεν είναι καθόλου αυτόματη. Μια ρεαλιστική αξιολόγηση του σημερινού τοπίου της Ελλάδας αποκαλύπτει τόσο τα δυνατά σημεία όσο και τα σημαντικά κενά που πρέπει να αντιμετωπιστούν για να μπορέσει η χώρα να αγκαλιάσει πλήρως αυτή την τεχνολογική εξέλιξη.

Οι βασικές προϋποθέσεις περιλαμβάνουν ισχυρές ψηφιακές υποδομές, ένα εργατικό δυναμικό εξοπλισμένο με τις απαραίτητες δεξιότητες, εκπαιδευτικό σύστημα που προάγει την προσαρμοστικότητα και ένα ρυθμιστικό περιβάλλον που εξισορροπεί την καινοτομία με το δημόσιο συμφέρον. Έχει σημειωθεί πρόοδος σε ορισμένους τομείς – ιδίως στη συνδεσιμότητα και τις ψηφιακές κυβερνητικές υπηρεσίες – αλλά, παραμένουν σημαντικές προκλήσεις.

Ένα από τα πιο πιεστικά ζητήματα είναι το τεχνολογικό χάσμα. Η πρόσβαση σε ψηφιακά εργαλεία και κατάρτιση είναι άνιση μεταξύ των περιφερειών και των ηλικιακών ομάδων, περιορίζοντας το ποιος μπορεί να επωφεληθεί από τις εξελίξεις που βασίζονται στην ΤΝ. Εν τω μεταξύ, το εκπαιδευτικό σύστημα εξακολουθεί να αντιμετωπίζει δυσκολίες στην ενσωμάτωση του ψηφιακού γραμματισμού και της υπολογιστικής σκέψης στα προγράμματα σπουδών σε όλα τα επίπεδα. Χωρίς έγκαιρη και συνεχή έκθεση σε αυτές τις δεξιότητες, πολλοί μαθητές μπορεί να βρεθούν απροετοίμαστοι για τις απαιτήσεις μιας ταχέως μεταβαλλόμενης αγοράς εργασίας.

Η πολιτισμική και θεσμική αντίσταση στην αλλαγή είναι ένα άλλο εμπόδιο. Τόσο οι δημόσιοι όσο και οι ιδιωτικοί οργανισμοί λειτουργούν συχνά μέσα σε άκαμπτες δομές που μπορεί να εμποδίζουν τον πειραματισμό ή να καθυστερούν την υιοθέτηση νέων τεχνολογιών. Αυτό περιλαμβάνει διστακτικότητα στην επανεξέταση των ροών εργασίας, καθώς και ανησυχίες σχετικά με τη διαφάνεια και τη λογοδοσία κατά τη χρήση αυτοματοποιημένων συστημάτων.

Επιπλέον, το ρυθμιστικό πλαίσιο – αν και εξελίσσεται – εξακολουθεί να υστερεί σε σχέση με το ρυθμό της τεχνολογικής ανάπτυξης. Χρειάζεται σαφέστερη καθοδήγηση για να διασφαλιστεί η τήρηση των δεοντολογικών προτύπων, η προστασία των δεδομένων και τα δικαιώματα των πολιτών, καθώς τα συστήματα τεχνητής νοημοσύνης ενσωματώνονται βαθύτερα στην καθημερινή λήψη αποφάσεων.

Εν ολίγοις, ενώ το όραμα για τη μετάβαση της Ελλάδας στην Τεχνητή Νοημοσύνη είναι φιλόδοξο και ευλόγως διατυπωμένο, η υλοποίησή του θα απαιτήσει συντονισμένες προσπάθειες σε όλους τους τομείς. Απαιτούνται όχι μόνο επενδύσεις σε εργαλεία, αλλά και σε ανθρώπους – όσον αφορά τις δεξιότητες, την αυτοπεποίθηση και την ικανότητά τους να ενταχθούν στην αλλαγή με αυτενέργεια και εμπιστοσύνη.

Μαθήματα από άλλες χώρες

Υπάρχουν κράτη που έχουν ήδη κάνει σημαντικά βήματα για την ενσωμάτωση της τεχνητής νοημοσύνης στη δημόσια ζωή, προσφέροντας πολύτιμα υποδείγματα ως προς τον τρόπο μετάβασης. Τα παραδείγματα αυτά καταδεικνύουν όχι μόνο τι είναι τεχνικά εφικτό, αλλά και πώς η πολιτική, η εκπαίδευση και η κουλτούρα των πολιτών μπορούν να ευθυγραμμιστούν για να υποστηρίξουν τον ουσιαστικό ψηφιακό μετασχηματισμό:

Η Εσθονία έχει γίνει παγκόσμιο σημείο αναφοράς για την ψηφιακή διακυβέρνηση. Μέσω ενός συνδυασμού ισχυρών ψηφιακών υποδομών, ενός ασφαλούς εθνικού συστήματος ταυτότητας και μιας κουλτούρας καινοτομίας στον δημόσιο τομέα, η χώρα έχει καταφέρει να αναπτύξει τεχνητή νοημοσύνη σε τομείς υπηρεσιών δημόσιου και ιδιωτικού τομέα. Αξίζει να σημειωθεί πως η Εσθονία έθεσε την εμπιστοσύνη και τη διαφάνεια στο επίκεντρο της στρατηγικής της – καθιστώντας τους πολίτες εταίρους στην ψηφιακή μετάβαση.

Η Σιγκαπούρη έχει υιοθετήσει μια πιο ολιστική προσέγγιση, ενσωματώνοντας την ΤΝ στον αστικό σχεδιασμό, την υγειονομική περίθαλψη και την εκπαίδευση. Η πρωτοβουλία AI Singapore χρηματοδοτεί την εφαρμοσμένη έρευνα και ενθαρρύνει τη συνεργασία μεταξύ πανεπιστημίων, βιομηχανίας και κυβέρνησης. Η χώρα έχει επίσης εισαγάγει εθνικά πλαίσια για την ηθική και τη διακυβέρνηση της ΤΝ, συμβάλλοντας στην οικοδόμηση της εμπιστοσύνης του κοινού στην ανάπτυξη της τεχνολογίας.

Οι σκανδιναβικές χώρες – όπως η Φινλανδία, η Σουηδία και η Δανία – έχουν επικεντρωθεί στην κοινωνική ένταξη και την εκπαίδευση. Η Φινλανδία, για παράδειγμα, εγκαινίασε το μάθημα «Βασικές γνώσεις σχετικά με την Τεχνητή Νοημοσύνης», ένα δωρεάν πρόγραμμα ανοικτής πρόσβασης που αποσκοπεί στην εξοικείωση του γενικού πληθυσμού με τα βασικά στοιχεία της τεχνητής νοημοσύνης. Οι χώρες αυτές δίνουν έμφαση στη δια βίου μάθηση και θέτουν ισχυρές εγγυήσεις γύρω από τη χρήση δεδομένων και την αλγοριθμική λογοδοσία.

Τι μπορεί να μάθει η Ελλάδα από αυτές τις περιπτώσεις; Πρώτον, ότι η επιτυχής υιοθέτηση της ΤΝ δεν αφορά μόνο την τεχνολογία – απαιτεί μια ολοκληρωμένη προσέγγιση που περιλαμβάνει την εκπαίδευση, τη δεοντολογία και τη συμμετοχή των πολιτών. Δεύτερον, η διαφάνεια και η εμπιστοσύνη του κοινού είναι αδιαπραγμάτευτα θεμέλια. Και τρίτον, τα πιλοτικά έργα και η διατομεακή συνεργασία μπορούν να επιταχύνουν την πρόοδο, ελαχιστοποιώντας παράλληλα τον κίνδυνο.

Μελετώντας και προσαρμόζοντας τις διεθνείς καλές πρακτικές, η Ελλάδα μπορεί να οικοδομήσει μια στρατηγική για την ΤΝ που θα έχει τις ρίζες της στο δικό της πλαίσιο. Μια στρατηγική θεμελιωμένη στις ανάγκες της ελληνικής κοινωνίας – δίκαιη, βιώσιμη, ωφέλιμη για όλους.

Παγίδες και προκλήσεις στη μετάβαση

Όσο ελπιδοφόρα και αν είναι η ενσωμάτωση της τεχνητής νοημοσύνης, μια βιαστική ή ανεπαρκώς προετοιμασμένη μετάβαση ενέχει σημαντικούς κινδύνους, όχι μόνο για την επιτυχία, αλλά και για την κοινωνική συνοχή, τη δημοκρατική διακυβέρνηση και τα ατομικά δικαιώματα.

Ένας από τους εντονότερους ενδοιασμούς είναι η διεύρυνση των κοινωνικών ανισοτήτων. Χωρίς σχεδιασμό για συμπερίληψη, η τεχνητή νοημοσύνη θα μπορούσε να εμβαθύνει τις υπάρχουσες διαιρέσεις, ευνοώντας εκείνους που έχουν πρόσβαση σε προηγμένη εκπαίδευση, ψηφιακά εργαλεία και αστικές υποδομές, ενώ αφήνει πίσω τις αγροτικές κοινότητες, τους ηλικιωμένους πληθυσμούς ή τις ομάδες με χαμηλότερο εισόδημα. Ο ψηφιακός αποκλεισμός γίνεται κάτι περισσότερο από ένα τεχνικό ζήτημα -μετατρέπεται σε εμπόδιο για την πλήρη ιδιότητα του πολίτη και τη συμμετοχή στην κοινωνία.

Μια άλλη σημαντική ανησυχία είναι η αδιαφάνεια της αυτοματοποιημένης λήψης αποφάσεων. Τα συστήματα τεχνητής νοημοσύνης, ιδίως εκείνα που χρησιμοποιούνται σε δημόσιες υπηρεσίες όπως η υγειονομική περίθαλψη, η δικαιοσύνη ή η κοινωνική πρόνοια, ενδέχεται να παράγουν αποτελέσματα που είναι δύσκολο να ελεγχθούν ή να αμφισβητηθούν. Εάν οι αποφάσεις λαμβάνονται χωρίς σαφή λογοδοσία, υπονομεύεται η εμπιστοσύνη των πολιτών στις ίδιες τις διαδικασίες που επηρεάζουν τη ζωή τους. Αυτό εγείρει θεμελιώδη ερωτήματα σχετικά με τη διαφάνεια, τη δικαιοσύνη και τη δημοκρατική εποπτεία.

Επιπλέον, η προστασία της ιδιωτικής ζωής αποτελεί αυξανόμενη πρόκληση. Οι τεράστιες ποσότητες δεδομένων που απαιτούνται για την εκπαίδευση και τη λειτουργία των συστημάτων ΤΝ αυξάνουν τον κίνδυνο κατάχρησης, παρακολούθησης ή παραβίασης. Η επίτευξη της σωστής ισορροπίας μεταξύ καινοτομίας και δεοντολογίας των δεδομένων είναι ουσιαστικής σημασίας, ιδίως στη δημόσια διοίκηση, όπου οι πολίτες δεν μπορούν εύκολα να εξαιρεθούν από τις ψηφιακές αλληλεπιδράσεις.

Για να μετριαστούν αυτές οι προκλήσεις, η ανθρώπινη διάσταση πρέπει να παραμείνει στο επίκεντρο. Αυτό σημαίνει σχεδιασμό συστημάτων που είναι κατανοητά, δίκαια και συμβατά με την ανθρώπινη κρίση. Σημαίνει επίσης την ενσωμάτωση ισχυρών εγγυήσεων – νομικών, τεχνικών και θεσμικών – για να διασφαλιστεί ότι οι πολίτες διατηρούν τον έλεγχο των προσωπικών τους πληροφοριών και ότι η ΤΝ χρησιμεύει ως εργαλείο ενδυνάμωσης και όχι ελέγχου.

Η δημόσια διαβούλευση, οι δεοντολογικές κατευθυντήριες γραμμές, οι εκτιμήσεις επιπτώσεων και η συνεχής αξιολόγηση αποτελούν βασικούς μηχανισμούς για τη διασφάλιση της ευθυγράμμισης της τεχνολογίας με τις δημοκρατικές αξίες. Η μετάβαση στην τεχνητή νοημοσύνη δεν είναι απλώς ένας μετασχηματισμός – είναι μια μεγάλη κοινωνική αλλαγή. Η επιτυχία δεν εξαρτάται μόνο από το τι σχεδιάζεται και εφαρμόζεται, αλλά και από το πώς, γιατί και για ποιον.

Οι ευθύνες της πολιτικής και της κοινωνίας

Η μετάβαση σε ένα μέλλον με γνώμονα την Τεχνητή Νοημοσύνη δεν είναι μια διαδικασία που μπορεί να αφεθεί αποκλειστικά στους επιστήμονες ούτε στις δυνάμεις της αγοράς. Απαιτεί συντονισμένη προσπάθεια και κοινή ευθύνη – τόσο από την πολιτική ηγεσία όσο και από την κοινωνία στο σύνολό της.

Από την πλευρά της πολιτικής, ο ρόλος της ηγεσίας είναι καθοριστικός. Αυτό δεν είναι μόνο θέμα στρατηγικού σχεδιασμού, αλλά οράματος, θάρρους και δέσμευσης. Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής πρέπει να διασφαλίσουν ότι η τεχνητή νοημοσύνη εισάγεται με τρόπο διαφανή, χωρίς αποκλεισμούς και με ηθική βάση. Αυτό απαιτεί υπεύθυνο μακροπρόθεσμο σχεδιασμό, με γνώμονα τα αποδεικτικά στοιχεία και ευθυγραμμισμένο με το δημόσιο συμφέρον – και όχι βραχυπρόθεσμους πολιτικούς υπολογισμούς.

Για την πορεία προς έναν τόσο βαθύ μετασχηματισμό, η διακομματική συναίνεση είναι εξίσου απαραίτητη. Η ψηφιακή μετάβαση δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ως κομματικό πεδίο μάχης, αλλά ως εθνική προτεραιότητα που υπερβαίνει τους εκλογικούς κύκλους. Μόνο με πολιτική συνέχεια και θεσμική σταθερότητα μπορούν να ριζώσουν πραγματικά πολύπλοκες μεταρρυθμίσεις – όπως αυτές στην εκπαίδευση, τις υποδομές ή το ρυθμιστικό πλαίσιο.

Ωστόσο, η ευθύνη δεν είναι μόνο πολιτική – είναι και κοινωνική. Για την ουσιαστική και δίκαιη ενσωμάτωση της τεχνητής νοημοσύνης, η κοινωνία πρέπει να διαδραματίσει ενεργό ρόλο. Αυτό περιλαμβάνει την ενημέρωση, τη συμμετοχή στο δημόσιο διάλογο και την κριτική ενασχόληση με τις αλλαγές που συντελούνται. Τα ανοιχτά φόρουμ, οι διαβουλεύσεις χωρίς αποκλεισμούς και η προσιτή εκπαίδευση μπορούν να βοηθήσουν να διασφαλιστεί ότι κανείς δεν θα μείνει πίσω.

Ταυτόχρονα, η πολιτισμική προσαρμογή είναι ζωτικής σημασίας. Οι κοινωνίες πρέπει να καλλιεργήσουν μια νοοτροπία που αγκαλιάζει τη μάθηση, την καινοτομία και την κοινή ευθύνη. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα σε περιβάλλοντα όπου η αντίσταση στην αλλαγή, η δυσπιστία προς τους θεσμούς ή η έλλειψη ψηφιακού αλφαβητισμού μπορεί να επιβραδύνουν την πρόοδο. Μια εποικοδομητική δημόσια κουλτούρα – που αξιολογεί κριτικά τα δεδομένα και αναζητά κοινό έδαφος – είναι απαραίτητη για την αντιμετώπιση της αβεβαιότητας και τη διαχείριση πολύπλοκων αλλαγών.

Τούτων λεχθέντων, η επιτυχία της μετάβασης στην ΤΝ δεν εξαρτάται μόνο από την τεχνολογία ή την πολιτική, αλλά και από την εμπιστοσύνη – μεταξύ πολιτών και θεσμών, μεταξύ πολιτικών φορέων και εντός της ίδιας της κοινωνίας. Αυτή η εμπιστοσύνη πρέπει να οικοδομηθεί σκόπιμα, μέσω της διαφάνειας, του διαλόγου και της κοινής δέσμευσης για τη διαμόρφωση ενός μέλλοντος που θα ωφελεί όλους.

Και τώρα τι;

Πώς μπορούμε να περάσουμε από μία εμπνευσμένη ιδέα σε απτή πρόοδο; Το ζητούμενο ενός τεχνολογικά ενδυναμωμένου μέλλοντος απαιτεί ένα καθαρό μείγμα ρεαλισμού, οράματος και σοβαρότητας.

Ρεαλισμός σημαίνει αναγνώριση της πολυπλοκότητας του δρόμου που ανοίγεται μπροστά μας, τα κενά στις υποδομές, οι προκλήσεις στην εκπαίδευση, οι κίνδυνοι των ανισοτήτων.
Όραμα σημαίνει να επιμένουμε σε μια πιο περιεκτική, αποτελεσματική και προοδευτική κοινωνία που διαμορφώνεται από την ηθική και ανθρωποκεντρική χρήση της τεχνολογίας.
Σοβαρότητα σημαίνει να αντιστεκόμαστε στον πειρασμό των επιφανειακών αφηγήσεων ή των πολωτικών συζητήσεων και, αντίθετα, να δεσμευόμαστε για σταθερό, προσεκτικό σχεδιασμό και επίμονη δουλειά.

Αυτό το ταξίδι δεν θα καθοριστεί μόνο από κάποιες ημερίδες ή σχέδια. Απαιτεί συνεχή δημόσια δέσμευση και ανοιχτή πολιτική κουλτούρα. Θέματα όπως η ΤΝ – τα οποία αγγίζουν τα πάντα, από την απασχόληση και την εκπαίδευση έως τη δημοκρατία και την ηθική – δεν μπορούν να αντιμετωπίζονται ως τεχνοκρατικές υποσημειώσεις ή να προορίζονται μόνο για τους ειδικούς. Απαιτούν έναν δημόσιο διάλογο υψηλού επιπέδου, που να βασίζεται σε στοιχεία, να διαμορφώνεται από διαφορετικές φωνές και να επικεντρώνεται σε μακροπρόθεσμο επωφελές αντίκτυπο.

Κι αυτός ο διάλογος δεν προκύπτει από μόνος του. Εναπόκειται σε όλους μας – πολίτες, μέσα ενημέρωσης, θεσμικά όργανα, πολιτικούς ηγέτες – να τον απαιτήσουμε, να τον υποστηρίξουμε και να συμμετάσχουμε σε αυτόν.
Το μέλλον δεν θα το καθορίσουν οι αλγόριθμοι, αλλά οι αξίες, οι επιλογές και οι συζητήσεις που θα διαμορφώσουν τον τρόπο με τον οποίο αυτοί σχεδιάζονται – και χρησιμοποιούνται.

Εγγραφείτε και μιλήστε!

Με την εγγραφή σας μπορείτε να συμμετάσχετε στην κουβέντα για το άρθρο, να μιλήσετε στους συντάκτες μας και να συμβάλλετε εποικοδομητικά στα άρθρα μας.

Μπορείτε να συνεχίσετε την ανάγνωση του άρθρου πατώντας εδώ, αλλά...

... είναι μόνο χάρη των μελών/συνδρομητών που μας στηρίζουν που μπορούμε να έχουμε άρθρα.

Εάν μια εποικοδομητική δημοσιογραφία, που δεν εξαρτάται από διαφημίσεις, είναι κάτι που θέλετε να υποστηρίξετε γίνετε μέλος σήμερα.

Περιεχόμενα Τεύχους

Τεύχος 65

Ιούλιος-Αύγουστος 2025

Μετάβαση στο περιεχόμενο