Ζούμε σε έναν κόσμο πληροφοριακά υπερκορεσμένο. «Απαντήσεις» βρίσκονται παντού – διαθέσιμες με ένα κλικ, έτοιμες να επιβεβαιώσουν κάθε μας πεποίθηση ή υποψία. Κι όμως, όσα περισσότερα «μαθαίνουμε», τόσα λιγότερα κατανοούμε. Όσο περισσότερο καταναλώνουμε περιεχόμενο – είτε το διαβάζουμε είτε το παρακολουθούμε – τόσο πιο δύσκολα διακρίνουμε το ουσιώδες από το παραπλανητικό. Η αλήθεια, αντί να μας αποκαλύπτεται, μοιάζει να χάνεται μέσα σε μια πλημμύρα εντυπώσεων. Δεν είναι απλώς ζήτημα παραπληροφόρησης. Είναι μια βαθύτερη κρίση: κρίση εμπιστοσύνης, κρίση ερμηνείας, κρίση νοήματος. Οι παραμορφωτικοί φακοί της ιδεοληψίας, της προπαγάνδας, του συμφέροντος και της νοσηρής συναισθηματικότητας, αλλοιώνουν την ίδια την αντίληψή μας για την πραγματικότητα. Κι αν κάποτε η αναζήτηση της αλήθειας ήταν το προαπαιτούμενο της γνώσης, σήμερα μοιάζει πολυτέλεια – ή ακόμα και απειλή. Και όμως: όσο κι αν φαντάζει ξεπερασμένη, η Αλήθεια παραμένει θεμέλιο της ελευθερίας. Χωρίς εκείνη, η κοινωνική εμπιστοσύνη γίνεται αδύνατη, η δημοκρατία αδειάζει από περιεχόμενο, η ικανότητα διάκρισης χάνει τον άξονά της. Το ζήτημα, λοιπόν, δεν είναι αν υπάρχει αλήθεια· είναι αν είμαστε διατεθειμένοι να την αναζητούμε – κόντρα στο ρεύμα της εύκολης εντύπωσης και της βολικής ψευδαίσθησης.
Οι ψευδαισθήσεις του σήμερα
Δεν λείπει η πρόσβαση στην πραγματικότητα –λείπει ο τρόπος να τη διακρίνουμε. Δεν ζούμε απλώς μέσα σε έναν κόσμο δεδομένων· ζούμε μέσα σε αφηγήσεις, εικόνες και εντυπώσεις που διεκδικούν την «πραγματικότητα». Τα social media, οι αλγόριθμοι και οι ταχύτητες της ψηφιακής ζωής δεν προσφέρουν απλώς περιεχόμενο – προσφέρουν μια αίσθηση του κόσμου που σπάνια δοκιμάζεται στη βάσανο της τεκμηρίωσης. Το αποτέλεσμα δεν είναι η παραπληροφόρηση με την παραδοσιακή έννοια, αλλά μια βαθύτερη ψευδαίσθηση: ότι το πραγματικό είναι αυτό που επιβεβαιώνει το συναίσθημά μας ή τις ιδεοληψίες μας. Η εντύπωση γίνεται ισχυρότερη από το επιχείρημα. Η προσωπική αφήγηση υπερισχύει του γεγονότος. Ο λόγος που συγκινεί ακυρώνει τον λόγο που τεκμηριώνει. Έτσι χάνεται σιγά-σιγά το κριτήριο – όχι επειδή κάποιος το στέρησε από τον πολίτη, αλλά επειδή σταδιακά αντικαταστάθηκε με κάτι πιο ευχάριστο, πιο εύπεπτο, πιο επιβεβαιωτικό.
Σε έναν κόσμο όπου όλοι «έχουν τη δική τους αλήθεια», η ίδια η έννοια της αλήθειας αποδυναμώνεται. Όχι επειδή οι απόψεις είναι πολλές, αλλά επειδή τα στοιχεία, τα δεδομένα, δεν αρκούν πια για να αντισταθούν στις επιθυμίες μας – και εκεί αρχίζει το πρόβλημα.
Η ψυχολογία της παραπλάνησης
Η πλάνη δεν οφείλεται πάντα στην κακή πρόθεση του άλλου. Συχνά, ξεκινά από τη δική μας ανάγκη να πιστέψουμε. Αναζητούμε νόημα, ασφάλεια, βεβαιότητες· και όταν αυτά δεν υπάρχουν, τα κατασκευάζουμε. Το μυαλό μας είναι φτιαγμένο για να συμπληρώνει τα κενά, όχι για να αντέχει την αβεβαιότητα. Έτσι, γεννιούνται τα σχήματα, οι προκαταλήψεις, τα αφηγήματα – όχι ως συνωμοσία, αλλά ως άμυνα – που όμως, όταν συνοδεύεται από φόβο ή ανάγκη για εχθρούς, γεννά τις πιο επίμονες πλάνες, τις πιο οξύμωρες συνωμοσιολογίες.
Πιστεύουμε αυτό που ταιριάζει στον κόσμο μας. Αυτό που επιβεβαιώνει όσα, ήδη, νομίζουμε πως ξέρουμε. Η πληροφορία δεν έρχεται σε ένα ουδέτερο έδαφος· φιλτράρεται, ενσωματώνεται, ερμηνεύεται. Και όσο πιο ισχυρή είναι η ανάγκη μας να έχουμε δίκιο, τόσο πιο δύσκολα χωράει η αλήθεια.
Οι έρευνες της ψυχολογίας δείχνουν πως η ανάγκη για συνοχή, βεβαιότητα και ενίσχυση της ταυτότητάς μας επηρεάζει σε βάθος τη σχέση μας με την πληροφορία. Γνωστικές προκαταλήψεις όπως η προκατάληψη επιβεβαίωσης (confirmation bias), η παρακινουμένη συλλογιστική (motivated reasoning), η επιλεκτική αντίληψη (selective perception), ή το φαινόμενο Dunning-Kruger δεν είναι εξαιρέσεις – είναι ο κανόνας. Δεν βλέπουμε τον κόσμο όπως είναι· τον βλέπουμε όπως «θα θέλαμε» να τον δούμε.
Η ψευδαίσθηση δεν είναι απλώς αποτέλεσμα εξαπάτησης. Είναι και αποτέλεσμα ταύτισης. Ο φόβος, η ελπίδα, ο θυμός, το αίσθημα του ανήκειν – όλα αυτά μας κάνουν επιρρεπείς σε αφηγήσεις που υπόσχονται απαντήσεις. Ακόμα κι αν είναι ψευδείς.
Υπάρχει αλήθεια και πώς τη διακρίνουμε;
Η αλήθεια, στον κόσμο μας, δεν είναι απόλυτη – αλλά, ούτε και σχετική με την κάθε μας επιθυμία. Δεν προσαρμόζεται στα πιστεύω μας· μάλλον αντιστέκεται σε αυτά. Δεν επιβεβαιώνει· αμφισβητεί. Αν η εποχή μας έχει μπερδέψει την πολυφωνία με τη σύγχυση, είναι επειδή έχει χάσει τα κριτήρια που ξεχωρίζουν τη γνώμη από το τεκμήριο.
Η αλήθεια δεν είναι υπόθεση αισθήματος· είναι υπόθεση ελέγχου. Δεν αρκεί να «το νιώθεις». Πρέπει να μπορείς να το στηρίξεις – με στοιχεία, με πηγές, με συνέπεια. Ο έλεγχος δεν εγγυάται την απόλυτη βεβαιότητα, αλλά διασφαλίζει κάτι θεμελιώδες: ότι είμαστε πρόθυμοι να αμφισβητήσουμε τα πάντα, ακόμα και τον ίδιο μας τον εαυτό μας. Και αυτό είναι το πρώτο βήμα προς την αλήθεια – η επίγνωση της άγνοιάς μας: «εν οίδα ότι ουδέν οίδα».
Η πρόσβαση στην πραγματικότητα δεν είναι δεδομένη, αλλά είναι δυνατή – όταν προηγείται η πρόθεση για κατανόηση και όχι για επιβεβαίωση. Η διάκριση μεταξύ γεγονότος και ερμηνείας, ανάμεσα στο τι έγινε και στο τι πιστεύουμε ότι έγινε, ή το τι σημαίνει, είναι κρίσιμη. Όχι γιατί η ερμηνεία δεν έχει σημασία, αλλά γιατί δεν μπορεί να προηγείται του γεγονότος.
Πρακτικές αναζήτησης του αληθινού
Η αναζήτηση της πραγματικότητας δεν είναι αφηρημένη αξία. Είναι πράξη επίγνωσης – και επιλογής. Απαιτεί καθαρή σκέψη, πειθαρχημένη κρίση και διάθεση κατανόησης. Κι όπως κάθε συνειδητή επιλογή, απαιτεί μέθοδο, επιμονή, και κάποιες βασικές δεξιότητες.
- Πρώτο βήμα: επαλήθευση. Καμία πληροφορία δεν αρκεί, επειδή «κάπου την είδαμε ή το ακούσαμε». Πριν την υιοθετήσουμε – πόσο μάλλον πριν την αναπαράγουμε – χρειάζεται να την ελέγξουμε: Ποια είναι η πηγή; Είναι πρωτογενής ή δευτερογενής; Είναι επώνυμη; Διαθέτει τεκμηρίωση και υπόσταση; Αν δεν μπορούμε να απαντήσουμε σε αυτά, δεν μπορούμε και να την εμπιστευτούμε.
- Δεύτερο βήμα: διασταύρωση. Καμία μαρτυρία, καμία είδηση, καμία αφήγηση δεν αρκεί από μόνη της. Η αλήθεια δεν αποκαλύπτεται μονοφωνικά. Αναζητούμε πολλαπλές πηγές, διαφορετικές οπτικές, τεκμηριωμένο αντίλογο. Όχι για να χαθούμε στην πολυφωνία, αλλά για να αποκτήσουμε προοπτική.
- Τρίτο: επιβράδυνση. Ο ρυθμός της πληροφορίας δεν πρέπει να καθορίζει τον ρυθμό της σκέψης μας. Όσο πιο έντονη η αντίδραση που μας προκαλεί κάτι –θυμός, ενθουσιασμός, φόβος– τόσο μεγαλύτερη ανάγκη να το επανεξετάσουμε πριν το δεχτούμε. Η σκέψη χρειάζεται χρόνο. Και ο χρόνος είναι το αντίδοτο στην παρόρμηση.
- Τέταρτο: παιδεία – καλλιέργεια της κρίσης απέναντι στην πληροφορία. Η ικανότητα να ξεχωρίζουμε γεγονότα από απόψεις, να εντοπίζουμε τεχνικές χειραγώγησης, να αναγνωρίζουμε τις ίδιες μας τις προκαταλήψεις, είναι δεξιότητα που καλλιεργείται. Δεν αρκεί να έχουμε καλή πρόθεση· χρειάζεται εξάσκηση και επίγνωση.
Και πάνω απ’ όλα: ταπεινότητα. Η αλήθεια δεν κατοικεί στο «εγώ» μας. Χρειάζεται το θάρρος να πούμε «δεν ξέρω», να ακούμε χωρίς να επιβεβαιωνόμαστε, να αμφιβάλλουμε με εντιμότητα.
Βεβαίως, δεν αρκούν μόνο οι ατομικές δεξιότητες. Πράγμα εξαιρετικά σημαντικό και αναγκαίο είναι η ανάπτυξη και εδραίωση θεσμικών εγγυήσεων. Η «αλήθεια», η «πραγματικότητα», δεν μπορεί να επαφίεται μόνο στην κρίση του καθενός, ούτε να εξαντλείται σε προσωπικές προσπάθειες. Οφείλει να θεωρηθεί ως δημόσιο αγαθό – και ως τέτοιο απαιτεί θεσμική θωράκιση. Σε έναν κόσμο πλημμυρισμένο από ψευδείς ισχυρισμούς και σκόπιμη παραπλάνηση, είναι αναγκαίο να δημιουργηθούν ανεξάρτητες αρχές – συμφωνημένες θεσμικά απ’ όλους – που θα αποφαίνονται με τεκμηρίωση, διαφάνεια και λογοδοσία επί ειδήσεων, πληροφοριών και του δημόσιου λόγου. Να αναδεικνύουν και να αποδεικνύουν το «ψέμα» από την «αλήθεια». Όχι για να λογοκρίνουν, αλλά για να διασφαλίζουν ένα ελάχιστο πεδίο κοινής αναφοράς. Ένα έδαφος όπου οι πραγματικότητες θα επιβεβαιώνονται με τεκμήρια και τα «ψέματα» θα αποκλείονται από την δημόσια σφαίρα.
Για φανταστείτε: όχι μια Αρχή που επιβάλλει τι να πιστεύουμε, αλλά ένα διακομματικά εγγυημένο σώμα, θεσμικά κατοχυρωμένο, που θα αποφαίνεται δημόσια και τεκμηριωμένα το αν κάτι είναι ψευδές ή αληθινό στον δημόσιο λόγο. Που θα απαντά, όχι με ποινές, αλλά με αποδείξεις. Που θα έχει αποστολή όχι να φιμώνει, αλλά να φωτίζει…
Για φανταστείτε να νομοθετείτο ένα τέτοιο όργανο μέσα στη Βουλή – όχι για να υπαγορεύει σκέψη, αλλά για να προστατεύει την ίδια τη βάση του πολιτικού διαλόγου: την κοινή αναφορά στην πραγματικότητα…
Και τώρα τι;
Δεν υπάρχουν εύκολες απαντήσεις – και ίσως αυτό να είναι ήδη μια αρχή. Σε έναν κόσμο που μας μαθαίνει να καταναλώνουμε «βεβαιότητες», η δυσκολία του να διακρίνεις γίνεται από μόνη της πολιτική στάση. Όποιος αναζητά την αλήθεια, δεν ψάχνει απλώς σωστές πληροφορίες· αναμετριέται με τον εαυτό του, με τα όριά του, με την ίδια την εποχή.
Η αναγνώριση της άγνοιας δεν είναι αδυναμία· είναι αφετηρία. Η αναστολή της βιαστικής απόφανσης δεν δηλώνει αβεβαιότητα, αλλά δύναμη – τη δύναμη που πηγάζει από την επίγνωση της πολυπλοκότητας. Η αλήθεια δεν είναι προνόμιο των ειδικών ούτε αυτονόητο αποτέλεσμα της τεχνολογίας. Είναι κάτι που κερδίζεται – μέσα από επίγνωση, από διάλογο, από θεσμούς που σέβονται τη διαφάνεια και από πολίτες που επιμένουν να ρωτούν.
Ό,τι κι αν αλλάξει, ένα θα μείνει κρίσιμο: η ποιότητα του δημόσιου λόγου θα καθορίζει την ποιότητα της δημοκρατίας μας. Κι αυτό δεν είναι υπόθεση «κάποιων» – είναι ευθύνη όλων. Είναι ο τρόπος να διασφαλίσουμε ότι ο κοινός μας κόσμος δεν θα χαθεί σε ψευδαισθήσεις.