author-image-372 Νικόλαος Παναγιωτόπουλος

Συντακτική Ομάδα

atc-portal

atc-portal

Μέσα σε χρόνια που διαδέχονταν το ένα το άλλο με την υπόσχεση μιας νέας αρχής που ποτέ δεν ερχόταν, μάθαμε να σχεδιάζουμε πάνω σε εύθραυστο έδαφος. Να πατάμε σε παρόντα που δεν αντέχουν και να μιλάμε για μέλλοντα που δεν φαίνονται. Κι έτσι, η προσμονή έγινε σχεδόν στάση ζωής – μέχρι που άρχισε να γεννιέται εσωτερικά μια άλλη ανάγκη… Ανήκω σε μια γενιά που μεγάλωσε με υποσχέσεις για ένα καλύτερο αύριο – ένα αύριο πιο φωτεινό, πιο δίκαιο, πιο ανθρώπινο από το παρόν που ζούσαμε. Θυμάμαι τους μεγαλύτερους να μιλούν συχνά για τις «καλύτερες μέρες που έρχονται», σχεδόν υποτιμώντας το παρόν, σαν να μην άξιζε την προσοχή ή τη φροντίδα τους. Έτσι, η ελπίδα για το μέλλον ρίζωσε μέσα μας νωρίς – σε εύφορο έδαφος. Ανυπομονούσαμε να μεγαλώσουμε, να περάσουμε το κατώφλι της ενηλικίωσης, για να αρχίσουμε να χτίζουμε τα όνειρα που τόσο καιρό μας καλλιεργούσαν.

Τώρα, σχεδόν δέκα χρόνια αφότου μπήκα στην ενήλικη ζωή, το παρόν που αντικρίζω απέχει πολύ από την αισιόδοξη εικόνα που κάποτε μας πρότειναν. Οι κρίσεις διαδέχονται η μία την άλλη – οικονομική κατάρρευση, πανδημία, πόλεμοι, κλιματική αστάθεια – και κάθε τους κύμα αφήνει πίσω του ένα πιο βαρύ αίσθημα ανησυχίας, αβεβαιότητας, απώλειας. Αντί για το υποσχόμενο «μετά», πολλοί γύρω μου λένε πλέον «κάθε πέρσι και καλύτερα». Και αυτή η αντιστροφή, από το προσδοκώμενο στο απολεσθέν, μας γεμίζει ερωτήματα: Πώς φτάσαμε εδώ; Ποιος ευθύνεται; Τι απέγινε το μέλλον που περιμέναμε;

Διαρκείς ανατροπές

Αυτό που με αιφνιδιάζει πιο πολύ είναι η ταχύτητα με την οποία διαδέχονται τα γεγονότα το ένα το άλλο. Πριν προλάβει να κλείσει μια κρίση, ξεσπά η επόμενη – σαν να μην μας επιτρέπεται ούτε στιγμή σταθερότητας, δημιουργίας, ανάσας. Η γενιά μου ζει μόνιμα σε ένα μεταίχμιο: λίγο πριν αρχίσει «μια καινούργια εποχή», κάτι την ανατρέπει. Η ελπίδα γεννιέται, αλλά πριν προλάβει να σταθεί, έρχεται άλλη μια ανατροπή. Κάθε αναβολή βαθαίνει την απογοήτευση. Κάθε προσμονή που ματαιώνεται μετατρέπεται σε μελαγχολία. Έτσι, το «μετά» επανέρχεται κάθε φορά ως υπόσχεση – και κάθε φορά δεν έρχεται ποτέ…

Η συνεχής επικράτηση ενός κλίματος απόγνωσης, που προκύπτει από τις διαδοχικές κρίσεις, μας κάνει να βλέπουμε το αύριο με διαφορετικό τρόπο απ’ ότι οι προηγούμενοι. Συνεχώς, επιδιώκουμε μια καλύτερη και πιο σταθερή συνθήκη, μέσα στην οποία να μπορέσει να καρποφορήσει ο δικός μας προσωπικός αγώνας. Όμως, όταν αυτό δεν συμβαίνει και ξεσπά μια νέα κρίση που παρασύρει στο πέρασμά της όνειρα, φιλοδοξίες και σχέδια, τότε η απογοήτευση μεγαλώνει. Και μαζί της, μεγαλώνει και η δυσπιστία. Το μέλλον μπροστά μας φαντάζει αβέβαιο, μακρινό, σχεδόν μάταιο. Αντί να εμπνέει θάρρος και ασφάλεια, προκαλεί άγχος και αγωνία. Προσωπικά, το «αύριο» με φοβίζει. Και κάποιες φορές σκέφτομαι πως οι «καλύτερες μέρες» δεν θα έρθουν ποτέ – πως το «καλύτερο» είναι απλώς μια ψευδαίσθηση.

Παρόλα αυτά, δεν χάνω την ελπίδα μου ότι τα πράγματα μπορούν να βελτιωθούν. Είναι μια ελπίδα που δεν στηρίζεται τόσο στην πραγματικότητα όσο σε μια εσωτερική ανάγκη – σαν κάτι βαθύ και αρχέγονο μέσα μας να θέλει να πιστέψει πως το αύριο μπορεί να γίνει καλύτερο. Στις συζητήσεις με συνομηλίκους μου, φτάνουμε, συχνά, να μιλάμε για τα μελλοντικά μας σχέδια. Δεν αγνοούμε όσα συμβαίνουν γύρω μας, ούτε τις επιπτώσεις που έχουν πάνω μας. Κι όμως, μέσα σ’ όλα αυτά, υπάρχει μια μικρή κρυφή αισιοδοξία. Όχι σαν βεβαιότητα, αλλά σαν μια φλόγα που παραμένει αναμμένη, ακόμα κι όταν το σκοτάδι πυκνώνει.

Οργή δίχως πρόταση

Ωστόσο, όσο αυτή η φλόγα της αισιοδοξίας παραμένει, παρατηρώ πως υπάρχει και μια άλλη, παράλληλη τάση: μια συλλογική κατεύθυνση που αφορά περισσότερο την κατάκριση παρά τη διαμόρφωση ενός νέου οράματος για το μέλλον. Είναι πολύ εύκολο να ασκούμε – σχεδόν μηχανικά – αρνητική κριτική σε όσους θεωρούμε υπεύθυνους για τα προβλήματα της κοινωνίας. Είναι εύκολο να αποδίδουμε ευθύνες, να αξιολογούμε με αρνητικό πρόσημο, να θυμώνουμε. Εκεί, νιώθουμε πως μπορούμε να συνδεθούμε πιο γρήγορα και να λειτουργήσουμε ομαδικά. Όταν, βεβαίως, φτάνουμε στο σημείο να πρέπει να προτείνουμε λύσεις ή να καταθέσουμε ιδέες για το πώς μπορεί να αλλάξει πραγματικά η κατάσταση, τότε αρχίζει να φαίνεται μια έλλειψη πίστης στις δυνατότητές μας – ή, ακόμη χειρότερα, μια διάχυτη απάθεια και αδιαφορία. Και τα δύο, κατά τη γνώμη μου, πηγάζουν από το ίδιο αίσθημα: πως, ό,τι κι αν πούμε ή κάνουμε, δεν αρκεί για να φέρει ουσιαστική αλλαγή.
Είναι αλήθεια πως, λόγω και της νεότητάς μας, είμαστε συχνά ιδεαλιστές – έχουμε πάθος, έχουμε θέρμη, θέλουμε να πραγματοποιήσουμε τα όνειρά μας σε ατομικό επίπεδο. Σε συλλογικό επίπεδο, όμως, δεν φαίνεται να υπάρχει η ίδια διάθεση. Ίσως, επειδή νιώθουμε μικροί μπροστά στο μέγεθος των προβλημάτων. Ίσως, επειδή έχουμε μάθει να στοχεύουμε περισσότερο στην προσωπική καταξίωση και λιγότερο στην επίτευξη στόχων με συλλογικό αντίκτυπο. Έτσι, γινόμαστε οραματιστές του μέλλοντος μέσα από μια πιο ατομοκεντρική σκοπιά.

Το μέλλον, λοιπόν, δεν απουσιάζει από τις συζητήσεις μας. Αλλά, ενώ όλοι μιλάμε γι’ αυτό, πολλοί από εμάς δεν το αναγνωρίζουν ως κάτι υπαρκτό. Το βλέπουν είτε σαν κάτι ξένο, είτε σαν κάτι που έχει ήδη χαθεί. Κι αυτή η απομάκρυνση γεννά συμπεριφορές: φωνές χωρίς διέξοδο, βία χωρίς στρατηγική, συγκρούσεις χωρίς ορίζοντα. Μέσα μας υπάρχει ένας συσσωρευμένος θυμός. Ένα μεγάλο παράπονο για τις συνθήκες μέσα στις οποίες καλούμαστε να ζήσουμε και να κυνηγήσουμε τα όνειρά μας. Υπάρχει ένα επίμονο «γιατί», που απευθύνεται προς όλους όσοι ευθύνονται για την πραγματικότητα που ζούμε – μια πραγματικότητα που δεν θεωρούμε ιδανική για να μπορέσουμε να προχωρήσουμε. Αυτός ο θυμός, όμως, αντί να ενώνει, διαλύει. Αντί να μετουσιώνεται σε πρόταση, εκτονώνεται σε μαρασμό. Δεν οδηγεί σε δημιουργία, αλλά σε αποσύνθεση. Έχουμε μέσα μας έντονο θυμικό, που συχνά διοχετεύεται σε λάθος κατευθύνσεις – και το αποτέλεσμα είναι σύγκρουση, όχι σύμπνοια.

Πού καταλήγει όλο αυτό; Στους τοίχους των πανεπιστημίων, στα πεζοδρόμια των πόλεων, στην καθημερινότητα των νέων ανθρώπων, εμφανίζεται ολοένα και πιο έντονα αυτή η οργή – χωρίς όμως πρόταση. Μια κούραση που εντείνει τον θυμό. Όχι γιατί το μέλλον δεν είναι φωτεινό, αλλά γιατί μοιάζει να μην υπάρχει καθόλου…

Και τώρα, τι;

Πάντως, το μέλλον είναι εκεί και μας περιμένει. Ίσως, μάλιστα, να είναι πιο κοντά απ’ όσο νομίζουμε. Αρκεί να αλλάξουμε νοοτροπία· να αλλάξουμε τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε τι σημαίνει «μέλλον». Γιατί μπορούμε – και οφείλουμε – να θέσουμε τις βάσεις για ένα καλύτερο αύριο.
Πώς; Ξεκινώντας να το διεκδικούμε έμπρακτα, αντί να το περιμένουμε σαν παθητικοί δέκτες. Πρέπει να σταματήσουμε να φανταζόμαστε το μέλλον ως κάτι που θα μας παραδοθεί έτοιμο από την προηγούμενη γενιά. Αντί, δηλαδή, να περιμένουμε «με σταυρωμένα χέρια» να έρθει το αύριο – ένα αύριο που κάποιοι άλλοι, με τις πράξεις τους, θα έχουν ήδη καθορίσει – ας ξεκινήσουμε να δουλεύουμε εμείς για τη μελλοντική συνθήκη μέσα στην οποία θα θέλαμε να ζούμε και να ευημερούμε. Εδώ δεν μιλάμε απλώς για έναν οραματισμό γύρω από το πώς θα θέλαμε να είναι η κοινωνία του μέλλοντος. Μιλάμε, πολύ περισσότερο, για σοβαρές ευθύνες που πρέπει να αναληφθούν και για πράξεις που πρέπει να γίνουν. Πράξεις μέσα από τις οποίες – πρακτικά, όχι θεωρητικά – μπορούμε να διαμορφώσουμε έναν κόσμο πιο δίκαιο, πιο ανθρώπινο, πιο αληθινό. Έναν κόσμο στον οποίο να μπορούμε όχι απλώς να ζούμε, αλλά να υπάρχουμε με νόημα. Χρειάζεται θέληση για συνεργασία και όχι ατομικισμός· αμοιβαίος διάλογος και όχι αλαζονικοί μονόλογοι· μετουσίωση της οργής και της απόγνωσης σε επιθυμία για αλλαγή, σε πάθος για δουλειά, σε κινητήρια δύναμη για δημιουργία. Με άλλα λόγια, είναι αναγκαίο να περάσουμε από τη θεωρία στην πράξη!

Μας έμαθαν πως το «καλύτερο» ταυτίζεται με ό,τι μας επιφυλάσσει το «μετά» – όχι το «τώρα». Μας έμαθαν να το περιμένουμε, όχι να το δημιουργούμε. Δεν μας δίδαξαν πώς να το χτίζουμε, πώς να του δίνουμε μορφή με τα δικά μας χέρια. Είναι ώρα, αν θέλουμε πραγματικά να υπάρξει ουσιαστική αλλαγή, να δράσουμε με ουσιαστικό τρόπο. Και τι σημαίνει αυτό; Πως οφείλουμε να μοχθήσουμε για να χτίσουμε το μέλλον που θέλουμε να ζήσουμε. Όχι αναμένοντας το στάσιμοι, αλλά αξιοποιώντας όλους εκείνους τους τρόπους που μπορούν να μας φέρουν πιο κοντά του. Γιατί – ποιος ξέρει; – ίσως το μέλλον να μην είναι τόσο μακριά. Ίσως να βρίσκεται, τελικά, στην παλάμη του χεριού μας…

Εγγραφείτε και μιλήστε!

Με την εγγραφή σας μπορείτε να συμμετάσχετε στην κουβέντα για το άρθρο, να μιλήσετε στους συντάκτες μας και να συμβάλλετε εποικοδομητικά στα άρθρα μας.

Μπορείτε να συνεχίσετε την ανάγνωση του άρθρου πατώντας εδώ, αλλά...

... είναι μόνο χάρη των μελών/συνδρομητών που μας στηρίζουν που μπορούμε να έχουμε άρθρα.

Εάν μια εποικοδομητική δημοσιογραφία, που δεν εξαρτάται από διαφημίσεις, είναι κάτι που θέλετε να υποστηρίξετε γίνετε μέλος σήμερα.

Περιεχόμενα Τεύχους

Τεύχος 63

Μάιος 2025

Μετάβαση στο περιεχόμενο