Το περίφημο αφήγημα της βιωσιμότητας παραμένει εκκρεμές. Τις τελευταίες δεκαετίες, η «πράσινη μετάβαση» έχει εξελιχθεί σε μια θορυβώδη συζήτηση που καθοδηγεί τα οικονομικά, πολιτικά και κοινωνικά χαρτοφυλάκια στο μεγαλύτερο μέρος του πλανήτη. Από την ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία μέχρι τη Συμφωνία του Παρισιού και τις αμέτρητες δηλώσεις στις συνόδους κορυφής COP, η ρητορική της αειφορίας διεισδύει σε κάθε επίπεδο πολιτικής και εταιρικής στρατηγικής. Αυτή η μετατόπιση του λόγου, συχνά πλαισιώνεται ως επείγουσα αντίδραση στην κλιματική κατάρρευση, ενώ συμβολίζει και πολλά περισσότερα από μια τεχνική προσαρμογή σε συνθήκες κλιματικής κρίσης – κουβαλά υποσχέσεις ελπίδας, καινοτομίας και κοινωνικής δικαιοσύνης.
Με μια πρώτη ματιά, αυτή η μεγάλη εικόνα είναι αναζωογονητική, καθώς η βιωσιμότητα παρουσιάζεται ως ηθική επιταγή, μια ενωτική δύναμη ικανή να μεταμορφώσει τις κοινωνίες και να θεραπεύσει τον πλανήτη. Οι κυβερνήσεις δεσμεύονται για μηδενικές εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα μέχρι τα μέσα του αιώνα, οι εταιρείες «αγκαλιάζουν» την κυκλική οικονομία, ενώ θεσμοί και ιδρύματα μιλούν για «δίκαιη μετάβαση», «πράσινη ανθεκτικότητα», και «αναγεννητική ανάπτυξη». Πίσω από αυτή τη συναρπαστική ρητορική, όμως, αναδύονται σοβαρές αντιφάσεις.
Σύμφωνα με την πλατφόρμα στήριξης των μεταρρυθμίσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η πράσινη μετάβαση θέτει ως στόχο την «προώθηση της οικονομικής ανάκαμψης χωρίς αποκλεισμούς και με βιωσιμότητα», τοποθετώντας την ως εφαλτήριο ανταγωνιστικότητας και ενεργειακής αυτονομίας. Ωστόσο, το χάσμα μεταξύ πολιτικών υποσχέσεων και έργων παραμένει μεγάλο. Οι φιλόδοξοι στόχοι πολλαπλασιάζονται, αλλά η δράση καθυστερεί. Οι στρατηγικές μείωσης των εκπομπών δεν πετυχαίνουν τους στόχους, οι επιδοτήσεις ορυκτών καυσίμων επιμένουν και οι ευάλωτες κοινότητες παραμένουν αποκλεισμένες από τα υποτιθέμενα οφέλη του μετασχηματισμού.
Προκύπτει, λοιπόν, το ερώτημα: Αναδύεται η βιωσιμότητα ως μια νέα «ιστορική αφήγηση», ένας οδηγός για την εποχή μας ή έχει μετατραπεί σε ένα ευέλικτο εργαλείο δημοσίων σχέσεων, που αναπλάθεται κατά το δοκούν για να εξυπηρετήσει το status quo; Η κυρίαρχη συζήτηση της πράσινης μετάβασης συχνά αποτυγχάνει να αντιμετωπίσει τις διαρθρωτικές ανισότητες και τις γεωπολιτικές πραγματικότητες. Αντ’ αυτού, εστιάζει σε τεχνικές λύσεις, μηχανισμούς της αγοράς και λόγια «έπεα πτερόεντα», περί καινοτομίας αποκρύπτοντας τα βαθύτερα συστήματα που διαμορφώνουν την παγκόσμια ενεργειακή δυναμική.
Η αλήθεια των πράξεων
Αν η πράσινη μετάβαση είναι το αφήγημα της εποχής μας, τότε η αξιοπιστία της έγκειται στο τι υλοποιείται και ποια είναι η ουσιαστική δράση. Σε αυτό το σημείο αρχίζουν να φαίνονται οι ρωγμές. Παρά τις τολμηρές υποσχέσεις, τα έργα καθυστερούν, τα χρονοδιαγράμματα μετατοπίζονται και οι φιλοδοξίες συρρικνώνονται αθόρυβα. Σε ολόκληρη την Ευρώπη και διεθνώς, η πράσινη μετάβαση μοιάζει λιγότερο με ριζική αλλαγή και περισσότερο με μια διαχειριζόμενη αναβολή.
Στην Ελλάδα, η υπόσχεση για σταδιακή κατάργηση του λιγνίτη έως το 2028 χαιρετίστηκε κάποτε ως πρωτοποριακή κίνηση, ωστόσο οι προθεσμίες μετατοπίζονται επανειλημμένα και παλαιές μονάδες συνέχισαν να λειτουργούν με μερικές τροποποιήσεις, αντί να αποσυρθούν, εγείροντας ερωτήματα σχετικά με το πόσο σοβαρή είναι πραγματικά η εγκατάλειψη των εν λόγω μεθόδων. Επιπροσθέτως, ενώ οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας επεκτείνονται, οι υποδομές ορυκτών καυσίμων εξακολουθούν να υποστηρίζονται ενεργά, υποδηλώνοντας μια παράλληλη πορεία αντί της μετάβασης.
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, οι αντιφάσεις πολλαπλασιάζονται. Η Πράσινη Συμφωνία της ΕΕ δεσμεύεται για κλιματική ουδετερότητα έως το 2050, ωστόσο τα έργα φυσικού αερίου λαμβάνουν αυξανόμενη στήριξη μέσω του καταλόγου έργων κοινού ενδιαφέροντος (PCI). Σε ορισμένες χώρες, τα αιολικά και ηλιακά πάρκα αντιμετωπίζουν μεγάλες καθυστερήσεις στην αδειοδότηση, ενώ οι μεταβατικές περίοδοι για τις ρυπογόνες βιομηχανίες παρατείνονται ξανά και ξανά με το πρόσχημα των «ρεαλιστικών» συνθηκών.
Σε διεθνές επίπεδο, η ιστορία επαναλαμβάνεται. Η ενεργειακή κρίση που προκλήθηκε από τον πόλεμο στην Ουκρανία οδήγησε σε προσωρινή επιστροφή στον άνθρακα τόσο τη Γερμανία, όσο και άλλες χώρες.
Στη Νότια Αφρική, τα στοιχεία της Σύμπραξης για τη Δίκαιη Ενεργειακή Μετάβαση (JETP), μια πρωτοβουλία χρηματοδότησης πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων, έχουν «παγώσει» λόγω διαφορών στη διακυβέρνηση και πιέσεων για την προστασία των υφιστάμενων βιομηχανιών.
Συνεπώς, προκύπτει ένα ανησυχητικό μοτίβο: η μετάβαση ως αναβολή. Ένα μετέωρο «πράσινο» όπου η αλλαγή συνεχώς έρχεται, αλλά ποτέ δεν φτάνει, ανασκάπτοντας ένα βαθύτερο ζήτημα. Μήπως η έννοια της μετάβασης έχει μετατραπεί σε εργαλείο διαχείρισης των προσδοκιών, αντί κινήτρου για θετική αλλαγή; Μήπως, τελικά, η υπόσχεση ενός καλύτερου μέλλοντος λειτουργεί ως άλλοθι για την αποφυγή δύσκολων αποφάσεων στο παρόν; Η απάντηση δεν είναι απλή. Σε πολλές περιπτώσεις οι πολιτικοί και οικονομικοί περιορισμοί είναι πραγματικοί. Αλλά, εξίσου πραγματική είναι και η τάση να χρησιμοποιείται η ρητορική της μετάβασης για να κερδηθεί χρόνος, αντί να υπάρξει ουσιαστική δέσμευση για μετασχηματισμό. Στην παρούσα συγκυρία ένα γεγονός καθίσταται σαφές: όσο περισσότερο παρατείνουμε τη διαδικασία, τόσο λιγότερο πιθανό είναι να την ολοκληρώσουμε.
Η ψυχολογία της αναμονής
Πίσω από το «θόρυβο» τις μετάβασης, οι κοινωνικές διεργασίες είναι βαθύτερες. Οι άνθρωποι μαθαίνουν να περιμένουν και κυριαρχεί η νοοτροπία της αναμονής. Ακούμε ότι η αλλαγή έρχεται, το 2030, το 2040, το 2050…Το μέλλον γίνεται ένας προορισμός απρόσιτος, γεμάτος ηλεκτρικά οχήματα, πράσινες θέσεις εργασίας και κυκλικές οικονομίες, με το παρόν να λαμβάνει το ρόλο της προπαρασκευής. Με την πάροδο του χρόνου, αυτή η χρόνια αναμονή μετατρέπεται σε αδράνεια. Όσο περισσότερο μας ζητείται να πιστέψουμε σε έναν μακρινό μετασχηματισμό, τόσο λιγότερο κίνητρο μας παρέχεται για να δράσουμε στο παρόν.
Σε αυτές τις συνθήκες εκκολάπτεται η «αναμονή της σωτηρίας», μια εξάρτηση από αφηρημένες υποσχέσεις για την επίλυση επειγόντων προβλημάτων. Σταδιακά, η πράσινη μετάβαση έγινε κάτι που κάποιος «άλλος» – κυβερνήσεις, τεχνολογίες, αγορές- θα παραδώσει στην πορεία. Αυτή η νοοτροπία έχει βαθιές συνέπειες.
Αρχικά, ενισχύει την κόπωση. Όταν οι διακηρύξεις συσσωρεύονται χωρίς αντίκτυπο, ο ενθουσιασμός και η ελπίδα μετατρέπεται σε σκεπτικισμό. Η δυσπιστία αυξάνεται, όχι μόνο απέναντι στους θεσμούς, αλλά και απέναντι στην ουσιώδη ιδέα της αλλαγής. Οι άνθρωποι εγκαταλείπουν, αμφιβάλλουν για το νόημα της συμμετοχής και, στο τέλος, η πολιτική για το κλίμα γίνεται «θόρυβος» στο κοινωνικό παρασκήνιο.
Επιπλέον, αυτή η ψυχολογία της αναμονής συμβάλλει στην γενική αποπολιτικοποίηση. Παρουσιάζοντας τη μετάβαση ως μια τεχνική διαδικασία, κινδυνεύουμε να την απογυμνώσουμε από τον κοινωνικό της ρόλο, τις αξίες και τις επιλογές των ανθρώπων. Οι πολίτες γίνονται θεατές αντί για διαμορφωτές του μέλλοντος, καθώς η πολιτική ρητορική για τη μετάβαση μπορεί να είναι περιεκτική, αλλά η εμπειρία είναι, συχνά, παθητική. Αυτή η παθητικότητα είναι επικίνδυνη, καθώς οι κοινωνικές αλλαγές δεν είναι ουδέτερες, αλλά πολιτικές.
Πρέπει λοιπόν να αναρωτηθούμε αν είναι η πράσινη μετάβαση κάτι που κάνουμε εμείς, μια προσωπική επιταγή απέναντι στο κοινωνικό σύνολο ή κάτι που απλώς θα «κληρονομήσουμε» στο μακρινό μέλλον. Για να την διεκδικήσουμε, πρέπει να μετατρέψουμε την αναμονή σε δράση.
Νέο νόημα στη βιωσιμότητα
Η υπόσχεση της βιωσιμότητας φαίνεται μη ρεαλιστική στο επίπεδο των θεσμών, και αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι τη φανταζόμαστε ως κάτι που παρέχεται εκ των άνω προς τα κάτω, μέσω μεγάλων υποδομών, καινοτομιών υψηλής τεχνολογίας η μεγαλεπήβολων εθνικών σχεδίων. Όμως, στην πραγματικότητα οικοδομείται, όλο και πιο συχνά, από τη βάση.
Για να επανεφεύρουμε τη βιωσιμότητα πρέπει να αλλάξουμε την εστίαση:
- Από τις υπερ-τεχνολογικές λύσεις στην κοινωνική αλλαγή
- Από τη μετάβαση των κυβερνήσεων στη μετάβαση των κοινοτήτων
- Από την αναμονή της αλλαγής στην πρακτική εφαρμογή της
Έτσι, δεν θέτουμε την επιστήμη ή την πολιτική σε δεύτερη μοίρα, αλλά εδραιώνουμε την πράσινη μετάβαση στην καθημερινή ζωή, στους χώρους όπου οι άνθρωποι ήδη οργανώνονται, προσαρμόζονται και δρουν.
Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα των ενεργειακών κοινοτήτων στην Ελλάδα, όπου τοπικοί συνεταιρισμοί παράγουν ανανεώσιμη ενέργεια μέσω πρωτοβουλιών που ανήκουν στους πολίτες. Αυτά τα έργα δεν συμβάλλουν μόνο στη μείωση των εκπομπών, αλλά ενισχύουν την τοπική αυτονομία, μειώνουν το κόστος και εκδημοκρατίζουν τον έλεγχο της ενέργειας.
Στην Ισπανία, τα Superblocks της Βαρκελώνης εξασφαλίζουν τον αστικό χώρο για τους πεζούς και τους ποδηλάτες περιορίζοντας την κυκλοφορία των αυτοκινήτων σε καθορισμένα οικοδομικά τετράγωνα. Ξεκίνησε ως μια μικρή ιδέα πολεοδομικού σχεδιασμού και πλέον αναδιαμορφώνει τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι μετακινούνται, επικοινωνούν και αναπνέουν στην πόλη τους – αναδεικνύοντας την επίδραση της βιωσιμότητας στη δημόσια υγεία, την ισότητα και το δομημένο περιβάλλον.
Στη Γαλλία, το πρόγραμμα Territoires à Énergie Positive υποστηρίζει αγροτικές και ημιαστικές περιοχές να γίνουν ενεργειακά αυτάρκεις μέσω του τοπικού σχεδιασμού και της συλλογικής ιδιοκτησίας, μια πρωτοβουλία που μετασχηματίζει τη βιωσιμότητα από μια αφηρημένη έννοια, σε μια ορατή βελτίωση του τρόπου με τον οποίο οι άνθρωποι θερμαίνουν τα σπίτια τους, καλλιεργούν τρόφιμα και μοιράζονται τους πόρους.
Ακόμη και στον Παγκόσμιο Νότο, όπου οι περιορισμοί των πόρων είναι μεγαλύτεροι, το παράδειγμα της ανθεκτικότητας πηγάζει από μικρές κοινότητες. Στην Ινδία, η πόλη Pune έχει πρωτοπορήσει με ένα από τα πιο ολοκληρωμένα συστήματα διαχείρισης αποβλήτων, ενσωματώνοντας επίσημα τους συλλέκτες απορριμμάτων, που κάποτε ήταν άτυποι και περιθωριοποιημένοι εργαζόμενοι, στις προσπάθειες ανακύκλωσης του δήμου. Οι εργαζόμενοι αυτοί αποτελούν πλέον τη ραχοκοκαλιά μιας κυκλικής οικονομίας χαμηλών εκπομπών άνθρακα, επισημαίνοντας ότι οι λύσεις για το κλίμα μπορούν επίσης να αποτελέσουν λύσεις κοινωνικής δικαιοσύνης.
Εν τω μεταξύ, στη Δύση, πόλεις όπως η Κοπεγχάγη δείχνουν πώς η μακροπρόθεσμη, συστημική σκέψη μπορεί να αποδώσει. Η πρωτεύουσα της Δανίας βρίσκεται επί ποδός για να γίνει η πρώτη ουδέτερη από άνθρακα πόλη στον κόσμο, όχι μέσω μιας μεμονωμένης ανακάλυψης, αλλά μέσω δεκαετιών συντονισμένου σχεδιασμού – υποδομές ποδηλάτων, τηλεθέρμανση, αιολική ενέργεια και συμμετοχή των πολιτών. Το κλειδί τους είναι η συνέπεια, όχι η τελειότητα. Αλλά, ακόμη και η επιτυχία της Κοπεγχάγης προήλθε από μια αλλαγή στη νοοτροπία: την πεποίθηση ότι η βιωσιμότητα είναι ευθύνη όλων μας, ενσωματωμένη στην καθημερινή ζωή και όχι εκχωρημένη σε θεσμούς.
Επανεφεύρεση της βιωσιμότητας σημαίνει να αναγνωρίσουμε ότι ενώ τα πλαίσια διαφέρουν, οι αρχές παραμένουν: τοπική ιδιοκτησία, μετασχηματισμός κοινοτήτων και συλλογική ανθεκτικότητα. Και πάνω απ’ όλα, σημαίνει να κατανοήσουμε ότι η μετάβαση δεν είναι μια στιγμή στο μέλλον. Είναι μια διαδικασία που ξεκινά στα σπίτια, στις γειτονιές, στους κοινόχρηστους χώρους όπου οι άνθρωποι αποφασίζουν να δράσουν – όχι αργότερα, αλλά τώρα.
Και τώρα τι;
Αν η πράσινη μετάβαση μας έχει διδάξει κάτι έως σήμερα, αυτό είναι ότι η παθητική αναμονή δεν είναι βιώσιμη. Για πολύ καιρό, αντιμετωπίζουμε το μέλλον ως κάτι για το οποίο προετοιμαζόμαστε, κάτι στο οποίο αντιδράμε και όχι ως μια κατάσταση που διαμορφώνουμε. Μάθαμε να περιμένουμε την επόμενη κυβέρνηση, την επόμενη τεχνολογία, την επόμενη θεσμική ρύθμιση, την επόμενη σύνοδο κορυφής. Τι γίνεται, όμως, αν αυτό που περιμένουμε είναι ήδη εδώ, σε κοινοτικές πρωτοβουλίες και προσπάθειες πολύ «μικρές» για να γίνουν πρωτοσέλιδα, αλλά αρκετά μεγάλες για να επιφέρουν τον μετασχηματισμό;
Το να αντι-δράσουμε στην καθυστέρηση δεν σημαίνει ότι εγκαταλείπουμε την ελπίδα, αλλά ότι την επαναπροσδιορίζουμε, ως κινητήρια δύναμη με ρίζες στη δράση, όχι στην αναμονή. Η δράση σημαίνει ότι η αλλαγή συμβαίνει σε παρόντα χρόνο, στις ενεργειακές κοινότητες που εγκαθιστούν φωτοβολταϊκά στη στέγη ενός σχολείου, στη μικρή επιχείρηση που υιοθετεί πρακτικές κυκλικής οικονομίας, στον πολίτη που πιέζει τους τοπικούς παράγοντες για έναν ποδηλατόδρομο και αρνείται να περιμένει.
Συνεπώς, το μεγάλο ερώτημα δεν είναι «τι θα κάνουμε;», αλλά το «τι επιλέγουμε να κάνουμε τώρα». Γιατί, ίσως, το «μετά» που περιμένουμε δεν είναι κάτι που έρχεται, αλλά κάτι που ξεκινά όταν πάψουμε απλώς να περιμένουμε…