Σύμφωνα με τις διεθνείς κατατάξεις Times Higher Education Impact Rankings 2025 και US News Global University Ranking 2025-2026, το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών κατατάσσεται πρώτο μεταξύ των Πανεπιστημίων σε Ελλάδα και Κύπρο και στην 216η θέση παγκοσμίως. Δεύτερο ελληνικό πανεπιστήμιο αναδεικνύεται το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, το οποίο βρίσκεται στη θέση 416, και τρίτο το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, στη θέση 604.
Πρόκειται για διακρίσεις που μπορεί να προκαλούν εύλογη ικανοποίηση, καθώς αποτυπώνουν μια ανοδική πορεία στη διεθνή αναγνώριση. Όμως, πίσω από την εύκολη χαρά, υπάρχει ένα πιο δύσκολο ερώτημα: Είναι αυτή η κορυφή το ταβάνι των προσδοκιών μας ή η βάση για κάτι υψηλότερο;
Γιατί, η αλήθεια είναι ότι, στον παγκόσμιο χάρτη της πανεπιστημιακής αριστείας, η Ελλάδα εξακολουθεί να βρίσκεται αρκετά πίσω από την πρώτη γραμμή. Την ίδια στιγμή, χιλιάδες Έλληνες καθηγητές και ερευνητές διαπρέπουν στα καλύτερα πανεπιστήμια του κόσμου –από το Harvard, το MIT και το Stanford, μέχρι την Οξφόρδη, το Κέιμπριτζ και πολλά ακόμη. Αυτό, αν μη τι άλλο, αποδεικνύει ότι δεν μας λείπει η ποιότητα· μας λείπει το περιβάλλον όπου μπορεί να αναπτυχθεί.
Ίσως, λοιπόν, είναι ώρα να ξανασυζητήσουμε τι εννοούμε όταν λέμε «καλό ελληνικό πανεπιστήμιο», ποιοι είναι οι πραγματικοί μας στόχοι και – πάνω απ’ όλα – πόσο ψηλά τολμούμε να βάλουμε τον πήχη.
Η αξία της διάκρισης και τα όριά της
Η πρώτη θέση του ΕΚΠΑ ανάμεσα στα ελληνικά πανεπιστήμια δεν είναι αμελητέα. Αναδεικνύει τον κεντρικό ρόλο που διαδραματίζει στον ακαδημαϊκό χάρτη της χώρας και φανερώνει ότι το ερευνητικό του έργο έχει ουσιαστικό αντίκτυπο εντός συνόρων. Δεν πρόκειται απλώς για έναν συμβολισμό, είναι μια χειροπιαστή αναγνώριση της προσπάθειας.
Η συγκεκριμένη διάκριση επηρεάζει και τη συνολική εικόνα της χώρας στον διεθνή πανεπιστημιακό χώρο. Αξίζει να χαιρετίσουμε αυτή την πρόοδο — με τη νηφαλιότητα που απαιτεί η απόσταση από την κορυφή. Το γεγονός ότι ένα δημόσιο πανεπιστήμιό της κατατάσσεται στην 216η θέση παγκοσμίως είναι μια πρόοδος που γεννά αισιοδοξία.
Αυτό, όμως, δεν αρκεί. Οι διεθνείς κατατάξεις δεν είναι το απόλυτο μέτρο ποιότητας, είναι όμως μια αξιόπιστη ένδειξη ότι κάτι εξελίσσεται σωστά. Επιβραβεύουν βελτιώσεις, προσφέρουν ορατότητα, κινητοποιούν. Όταν ένα ελληνικό ίδρυμα ανεβαίνει, σημαίνει ότι κάτι αλλάζει – αλλά, όχι κατ’ ανάγκη ότι έχουμε φτάσει εκεί που θέλουμε. Ο εφησυχασμός είναι ορατός κίνδυνος. Το να μετατρέψουμε αυτή τη σχετική πρόοδο σε οροφή των επιδιώξεών μας, θα ήταν στρατηγικό σφάλμα. Το αντίθετο πρέπει να συμβεί: η διάκριση να λειτουργήσει ως κίνητρο για υψηλότερους στόχους και μακρόπνοη προοπτική. Να στηρίξει την αναζήτηση πόρων, τη βελτίωση συνθηκών, τον σχεδιασμό πολιτικών που θα καταστήσουν τα ελληνικά πανεπιστήμια πραγματικά ανταγωνιστικά. Γιατί άλλο είναι να βελτιώνεσαι εντός του δικού σου μέτρου, και άλλο να θέλεις να σταθείς δίπλα σε εκείνους που καθορίζουν τα μέτρα, δίπλα στους καλύτερους του κόσμου…
Έχουμε τους ανθρώπους… όχι το πλαίσιο
Είναι πια κοινός τόπος ότι οι Έλληνες επιστήμονες διαπρέπουν διεθνώς. Από κορυφαία ακαδημαϊκά ιδρύματα της Ευρώπης και των Ηνωμένων Πολιτειών έως ερευνητικά κέντρα αιχμής στην Ασία και την Αυστραλία, χιλιάδες Έλληνες αποτελούν ηγετικές φυσιογνωμίες στη διδασκαλία, την έρευνα, την καινοτομία.
Η επιτυχία τους δεν προκύπτει τυχαία ούτε μεμονωμένα. Εργάζονται σε περιβάλλοντα όπου υπάρχουν οι θεσμοί, οι πόροι και η κουλτούρα που επιτρέπουν στο ταλέντο να αναπτυχθεί. Όχι γιατί ευνοούνται, αλλά γιατί υπάρχει πλαίσιο που τους επιτρέπει να αξιοποιήσουν τις δυνατότητές τους.
Αυτό το πλαίσιο λείπει στην Ελλάδα. Όχι γιατί δεν υπήρξαν κατά καιρούς αξιόλογες προσπάθειες και θεσμικά ανοίγματα. Υπουργοί Παιδείας, όπως η Μαριέττα Γιαννάκου και η Άννα Διαμαντοπούλου, επιχείρησαν να μετακινήσουν το σύστημα: να ενισχύσουν την αξιολόγηση, να προσελκύσουν Έλληνες επιστήμονες της διασποράς που εργάζονταν σε κορυφαία πανεπιστήμια του κόσμου, να φέρουν στο προσκήνιο την αριστεία και την εξωστρέφεια. Και πράγματι, σε ορισμένες περιπτώσεις, επιστήμονες παγκόσμιου κύρους ήρθαν στην Ελλάδα με τη διάθεση να προσφέρουν. Όμως, το εδώ ακαδημαϊκό κατεστημένο, ουκ ολίγες φορές, τους υποδέχθηκε με καχυποψία ή άρνηση, δημιουργώντας εμπόδια αντί να ανοίξει δρόμους. Με τις εσωτερικές ισορροπίες, τις άτυπες ιεραρχίες, την εσωστρέφεια και τις αντιστάσεις του, τους απέκλεισε ή τους αποθάρρυνε – με τρόπους που δεν γράφονται στα ΦΕΚ, αλλά χαράσσονται στις εμπειρίες…
Το γεγονός ότι τέτοιου είδους αλλαγές αντιμετωπίστηκαν με εχθρότητα από σημαντικό μέρος της πανεπιστημιακής κοινότητας (και τελικά καταργήθηκαν ή αλλοιώθηκαν στη λειτουργία τους) είναι εύγλωττο παράδειγμα των ορίων του συστήματος στην αποδοχή της αριστείας.
Το ελληνικό πανεπιστήμιο λειτουργεί ακόμη υπό το βάρος χρόνιων στρεβλώσεων:
– Υποχρηματοδότηση χωρίς στρατηγική.
– Απουσία κινήτρων, ευελιξίας και πραγματικής αυτονομίας.
– Γραφειοκρατία και ακαδημαϊκή εξίσωση προς τα κάτω.
– Συντεχνιακό μοντέλο.
Πρόκειται για έναν χώρο που, αντί να εμπνέει, συχνά καθηλώνει. Αντί να ενισχύει τη δυναμική, την εξουδετερώνει. Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, ότι τόσοι αξιόλογοι επιστήμονες αναζητούν την προοπτική της εξέλιξής τους αλλού — όχι από αδιαφορία, αλλά γιατί εδώ η αριστεία συχνά θεωρείται απειλή.
Οπότε η ερώτηση δεν είναι αν μπορούμε – γιατί όντως μπορούμε! Η ερώτηση είναι: επιτρέπουμε στους εαυτούς μας να προσπαθήσουμε στα σοβαρά;
Τι μας λείπει;
Δεν μας λείπει το ταλέντο. Δεν μας λείπει η γνώση, η επιμονή, ούτε οι άνθρωποι που μπορούν να σταθούν με αξιώσεις σε κάθε διεθνές περιβάλλον. Μας λείπει κάτι πιο άυλο – και πιο βαθύ. Η κοινή βούληση να τολμήσουμε, να συγκριθούμε με τους καλύτερους, να διεκδικήσουμε το επόμενο επίπεδο χωρίς να απολογούμαστε για αυτό. Γιατί στην Ελλάδα, όποιος θέτει ψηλούς στόχους, θεωρείται συχνά «επικίνδυνος». Να εξηγήσει ότι δεν το κάνει από έπαρση, ότι δεν περιφρονεί τους υπόλοιπους, ότι «δεν είναι ελιτιστής». Ο φόβος της υπεροχής έχει γίνει κανόνας. Η αριστεία δεν εμπνέει – θεωρείται, από κάποιους, απειλή. Και κάθε προσπάθεια υπέρβασης του μετρίου φιλτράρεται μέσα από ένα πλέγμα καχυποψίας, εξισωτισμού και αντιφατικών προσδοκιών: να πάμε μπροστά, αλλά χωρίς να αφήσουμε πίσω κανέναν· να προοδεύσουμε, αλλά χωρίς να αλλάξουμε τίποτα.
Το πρόβλημα δεν είναι απλώς ενδοπανεπιστημιακό. Είναι πολιτικό, ιδεολογικό και – εν τέλει – πολιτισμικό. Ένα κομμάτι της κοινωνίας δεν θέλει να αλλάξει. Δεν θέλει αξιολόγηση, δεν θέλει κανόνες, δεν θέλει προϋποθέσεις. Θέλει δικαιώματα χωρίς ευθύνες, ισότητα χωρίς προσπάθεια, παιδεία χωρίς συγκρίσεις, χωρίς ανοιχτούς ορίζοντες, χωρίς το ενδεχόμενο να ξεχωρίσει κάποιος – ή να αποτύχει.
Όλα αυτά συγκροτούν ένα αόρατο ταβάνι. Έναν ψυχολογικό φραγμό που δεν επιβάλλεται από έξω, αλλά αναπαράγεται από μέσα: από κομματικές νοοτροπίες, από κακά φοιτητικά παραδείγματα, από συνδικαλιστικές ισορροπίες, από μια πολιτική γλώσσα που φοβάται να πει τα πράγματα με το όνομά τους. Έτσι, αντί να κυνηγάμε την κορυφή, κοιτάμε με δυσπιστία όποιον στρέφει το βλέμμα του προς τα εκεί.
Αυτό μας λείπει: όχι η δυνατότητα, αλλά το θάρρος να την ενεργοποιήσουμε. Όχι το σχέδιο, αλλά η επιθυμία να το υπηρετήσουμε ως σύνολο. Όχι η αριστεία, αλλά η συμφωνία ότι τη θέλουμε – και ότι αξίζει να την επιδιώξουμε όλοι μαζί.
Πώς προσεγγίζεται η κορυφή
Οι υψηλές διακρίσεις σε παγκόσμιο επίπεδο είναι απαιτητικές. Όχι, όμως, και ανέφικτες. Απαιτείται τόλμη, οργάνωση και μεθοδικότητα. Η ανοδική πορεία ελληνικών πανεπιστημίων στις διεθνείς κατατάξεις είναι «ευχής έργον». Δεν επιτυγχάνεται όμως με ευχολόγια. Προϋποθέτει:
- Ένα εθνικό σχέδιο δεκαετίας, με υπερκομματική στήριξη και στρατηγική επένδυση στην ανώτατη παιδεία, όχι σύμφωνα με τις εκάστοτε πολιτικές προτεραιότητες, αλλά με διαχρονικούς στόχους εθνικής σημασίας.
- Θεσμική αυτονομία και λογοδοσία, με διαφανείς διαδικασίες αξιολόγησης που δεν υπηρετούν εντυπώσεις αλλά ενίσχυση ποιότητας και διαρκή βελτίωση.
- Ελευθερία και ευελιξία στη διοίκηση, ώστε τα πανεπιστήμια να μπορούν να λειτουργούν δημιουργικά, χωρίς παρεμβάσεις, αλλά με ευθύνη.
- Κίνητρα επαναπατρισμού για κορυφαίους Έλληνες επιστήμονες του εξωτερικού – ώστε να μη χάνεται η γνώση, αλλά να επιστρέφει και να πολλαπλασιάζεται εδώ.
- Ενίσχυση της ερευνητικής καινοτομίας, διασύνδεση με την κοινωνία και την παραγωγή, ώστε τα πανεπιστήμια να γίνουν πυρήνες εξέλιξης και όχι απλώς χώροι παραγωγής πτυχίων.
Και πάνω απ’ όλα, χρειαζόμαστε δημόσιο διάλογο χωρίς ιδεολογικές παρωπίδες, χωρίς φοβικά σύνδρομα απέναντι σε λέξεις όπως «ιδιωτικά πανεπιστήμια» ή «ανταγωνισμός». Το ζητούμενο δεν είναι να υποκατασταθεί η δημόσια παιδεία – είναι να ενισχυθεί μέσα από επιλογές που διευρύνουν τις δυνατότητές της. Με θεσμικές εγγυήσεις, αυστηρούς κανόνες, και σαφείς στόχους.
Η κορυφή – η είσοδος ελληνικών πανεπιστημίων στα top-50, ή ακόμα και στα top-10 – δεν είναι όνειρο απατηλό· είναι επιλογή. Με κόστος, αλλά και με αξία. Είναι εφικτό, αρκεί να εγκαταλείψουμε τις φοβίες και όλες τις αγκυλώσεις που κρατούν το σύστημα καθηλωμένο…
Και τώρα τι;
Η ανώτατη εκπαίδευση μας δεν χρειάζεται απλώς μεταρρυθμίσεις. Χρειάζεται νέο νόημα. Όραμα συλλογικό, που να υπερβαίνει τις διαχειριστικές βελτιώσεις και να εμπνέει μια πορεία υπέρβασης. Αν την προσεγγίζουμε μόνο ως δομή, θα τη βλέπουμε αξιακά να φθίνει — ακόμη κι όταν οι δείκτες δείχνουν τεχνοκρατική πρόοδο. Αν, όμως, τη δούμε ως δύναμη διαμόρφωσης της κοινωνίας και μοχλό εθνικής αναγέννησης, τότε όλα αλλάζουν: στόχοι, προτεραιότητες, κριτήρια.
Οι διακρίσεις δεν είναι αυτοσκοπός. Είναι ένδειξη δυνατοτήτων. Απόδειξη πως, αν τις πάρουμε στα σοβαρά, μπορεί να μετασχηματίσουν ολόκληρο το εκπαιδευτικό οικοδόμημα – και μαζί του, τη χώρα. Είναι η πρόκληση να γίνουμε αντάξιοι του ίδιου μας του πολιτισμικού εαυτού. Να δούμε την Ελλάδα όχι ως φτωχό συγγενή, αλλά ως κοιτίδα που μπορεί να παράγει σκέψη και γνώση· να καινοτομεί, να εμπνέει, να οδηγεί. Η κορυφή δεν είναι το τέλος. Είναι το σημείο απ’ όπου φαίνεται καθαρότερα ο ορίζοντας μπροστά.
Ίσως, τελικά, αυτό που μας εμποδίζει να φτάσουμε ψηλά, δεν είναι το βάρος των δυσκολιών, αλλά η συνήθεια να κοιτάμε χαμηλά…