author-image-116 Ομάδα του Ορθού Λόγου
atc-portal

atc-portal

Ζούμε σε μια εποχή όπου τα συναισθήματα διαρκώς υποκαθιστούν τη σκέψη. Κάθε αδικία, κάθε τραγωδία γίνεται αφορμή για έκρηξη θυμικού· όχι για αναζήτηση αιτίων ή λύσεων. Δεν είναι το αληθινό συναίσθημα που εκφράζεται, αλλά ένα νοσηρό παράγωγό του – μια μίξη οδύνης, οργής και εκδίκησης που βαφτίζεται ευαισθησία. Η δημόσια σφαίρα θυμίζει μόνιμη σκηνή συναισθηματικής επίδειξης: ποιος θα δείξει περισσότερο πόνο, ποιος θα οργιστεί πιο δυνατά, ποιος θα φανεί πιο «ανθρώπινος». Και, η επίπλαστη καλοσύνη καταλήγει σε επιθετικότητα – όχι σε κρίση και κατανόηση.

Η επίκτητη αυτή κουλτούρα μας, στο όνομα μιας διαστρεβλωμένης «πολιτικής ορθότητας», φοβούμενη να υπερασπιστεί τη λογική, αφήνει χώρο σε μια νοσηρή συναισθηματικότητα να κάνει κουμάντο: να καταδικάζει, να προσβάλλει, να ζητά τιμωρία πριν καν υπάρξει κρίση. Έτσι, το δράμα γίνεται θέαμα και η συγκίνηση εργαλείο κοινωνικού ελέγχου.
Το βλέπουμε παντού. Στις πλατείες και στα κοινωνικά δίκτυα, στα τηλεοπτικά πάνελ και στις αναρτήσεις κάτω από κάθε είδηση. Η οργή έχει γίνει τρόπος συμμετοχής, η αγανάκτηση, απόδειξη ανθρωπισμού. Κάθε προσπάθεια νηφάλιας, τεκμηριωμένης άποψης εκλαμβάνεται ως αναλγησία, κάθε αναζήτηση αιτίας ως δικαιολογία, κάθε αναζήτηση μέτρου, ως συνενοχή. Το «νιώθω» έχει εκτοπίσει το «κατανοώ» – και το κοινό πεδίο σκέψης χάνεται μέσα σε έναν αδιάκοπο κυματισμό συναισθηματικών αντιδράσεων.

Επιλεκτική μνήμη

Τον τελευταίο καιρό, το φαινόμενο παίρνει ολοένα και πιο ορατές μορφές διεθνώς. Στην Ευρώπη, η δημόσια συζήτηση γύρω από το μεταναστευτικό, τον πόλεμο στην Ουκρανία ή τη Μέση Ανατολή διατρέχεται από μια υπερσυναισθηματική ένταση: κάθε στρατόπεδο διεκδικεί το μονοπώλιο της «καλοσύνης». Στις ΗΠΑ, η κοινωνία έχει, ήδη, χωριστεί σε «ηθικές φυλές» που δεν επικοινωνούν μεταξύ τους. Όλοι μιλούν στο όνομα του καλού – κι όμως, η αρετή τους μοιάζει μεταμφιεσμένη εχθρότητα.
Κι εδώ, βιώνουμε αναπαραγωγές γνώριμων σκηνών «άνω και κάτω πλατείας». Οι διαμαρτυρίες στο Σύνταγμα, οι απεργίες, οι «αυθόρμητες» συγκεντρώσεις και οι εκρήξεις αγανάκτησης γύρω από τραγωδίες ή δικαστικές υποθέσεις, παρουσιάζονται σχεδόν αποκλειστικά με όρους συναισθηματικής ταύτισης: οι πρωταγωνιστές προβάλλονται ως τραγικά πρόσωπα, ηθικά άμεμπτα εκ προοιμίου – ενώ κάθε φωνή που ζητά ψυχραιμία ή αποστασιοποίηση στιγματίζεται ως «ανάλγητη» ή «προβοκατόρικη». Κάθε τραγωδία γίνεται ευκαιρία επίφασης ευσπλαχνίας: ποιος θα πονέσει περισσότερο, ποιος θα κατηγορήσει δυνατότερα. Όποιος αναζητά αποδείξεις, στοχοποιείται. Κι όμως, πίσω από αυτή την εκρηκτική ευαισθησία υπάρχει συχνά επιλεκτική μνήμη: κάποιοι πόνοι μεγεθύνονται, άλλοι εξαφανίζονται… Δεν είναι η δικαιοσύνη που υπαγορεύει την αντίδραση· είναι η ευκαιρία να φανεί κανείς «καλός» με τον πιο θορυβώδη τρόπο.
Πίσω από αυτή τη σκηνοθεσία, ένα πλήθος ανθρώπων –πολιτικών, δημοσιογράφων, σχολιαστών– επενδύει συνειδητά στη συγκίνηση ως μέσο πειθούς και ταύτισης. Ο συναισθηματισμός γίνεται πολιτικό όπλο· η οδύνη, πεδίο εκμετάλλευσης· ο θυμός, πολιτικό επιχείρημα.

Το αποτέλεσμα είναι μια συναισθηματική υπερφόρτιση που ακυρώνει τη σκέψη και την κρίση. Το πάθος υπερκαλύπτει τη λογική, η συγκίνηση αντικαθιστά την κατανόηση. Και κάπου μέσα σε αυτή την καταιγίδα, χάνεται η νηφαλιότητα που επιτρέπει στην κοινωνία να σκεφτεί, να συζητήσει, να αποφασίσει.
Αντί να μας ενώνει, αυτό το συναίσθημα μας διχάζει· αντί να μας κάνει πιο ανθρώπινους, μας κάνει πιο χειραγωγήσιμους.

Το παράδοξο της ενσυναίσθησης

Κι όμως, το παράδοξο είναι ότι αυτό το συναισθηματικό μέτρο του «καλού» θεωρείται σήμερα η υπέρτατη αρετή. Η ενσυναίσθηση – καθοριστικό στοιχείο κατανόησης, επέκτασης της αίσθησης του ατόμου πέρα από τον εαυτό του – διαστρεβλώνεται και εργαλειοποιείται όταν αναγορεύεται σε καθολικό κριτήριο ανθρωπιάς: όσο πιο έντονα νιώθουμε, τόσο πιο «σωστοί» πιστεύουμε ότι είμαστε. Η συγκίνηση γίνεται διαπιστευτήριο ανωτερότητας· η ταύτιση με εκείνους που θεωρούμε αδικημένους, αυταπόδεικτη αλήθεια.

Η επιστημονική έρευνα όμως αναδεικνύει μια πιο σύνθετη πραγματικότητα.
Ο Paul Bloom, καθηγητής ψυχολογίας στο Yale και στο Toronto, έδειξε πως η ενσυναίσθηση – αντίθετα με ό,τι νομίζουμε – δεν μας κάνει πιο δίκαιους. Μας κάνει πιο μεροληπτικούς: ευαισθητοποιούμαστε επιλεκτικά, μόνο για όσους διακρίνουμε, όσους μας μοιάζουν, όσους θέλουμε να υποστηρίξουμε. Η καλοσύνη μας μικραίνει, δεν διευρύνεται… Όπως υποστηρίζει, στο βιβλίο του “Against Empathy: The Case for Rational Compassion” (Αντί της ενσυναίσθησης: Η περίπτωση της ορθολογικής συμπόνιας) η ενσυναίσθηση δεν είναι η λύση στα προβλήματα που διαιρούν τους ανθρώπους – και συχνά αποτελεί κακό οδηγό για τη λήψη αποφάσεων. Είναι ένα φως που κατευθύνει την προσοχή και τη βοήθεια εκεί όπου χρειάζεται – αλλά μόνο εκεί. Αυτός ο περιορισμός μπορεί να μας οδηγήσει σε λανθασμένη αίσθηση δικαίου.

Κι ο Jonathan Haidt, κορυφαίος ερευνητής της κοινωνικής ψυχολογίας στο New York University, επισημαίνει: οι συναισθηματικές μας αποφάσεις προηγούνται της σκέψης· σκεφτόμαστε μετά, απλώς για να δικαιολογήσουμε αυτό που ήδη νιώσαμε. Έτσι, δημιουργούνται κλειστές «ηθικές κοινότητες βεβαιοτήτων» που δεν συζητούν – μόνο συγκρούονται.

Στο όνομα του «καλού», παύουμε να διερωτόμαστε για το αν είμαστε δίκαιοι· μας αρκεί το ότι αισθανόμαστε σωστοί. Η βεβαιότητα του συναισθήματος αντικαθιστά τη διερεύνηση της αλήθειας. Και η «καλή πρόθεση» γίνεται εύκολα αυθαιρεσία: ο παρορμητισμός βαφτίζεται δικαιοσύνη, η οργή μετατρέπεται σε ηθική εντολή.
Εδώ αναδύεται η μεγάλη αυταπάτη: οι καλές προθέσεις δεν εγγυώνται το καλό αποτέλεσμα. Μπορούν να γεννήσουν άδικες αποφάσεις, ακραίες συμπεριφορές, ακόμη και βία – ακριβώς επειδή δρουν χωρίς κρίση.
Και όσο περισσότερο πιστεύουμε ότι είμαστε «οι καλοί», τόσο πιο δύσκολα αμφισβητούμε τον εαυτό μας. Έτσι αναπτύσσεται ένας νέος ηθικός ναρκισσισμός: η επίκληση της ανθρωπιάς παύει να είναι πράξη κατανόησης και γίνεται επίδειξη· εργαλείο ένταξης ή αποκλεισμού. Το συναίσθημα γίνεται ταυτότητα.

Το συναισθηματικό επιχείρημα κερδίζει πάντα την πρώτη εντύπωση. Κι όταν η εντύπωση σφετερίζεται τη σκέψη, η πραγματικότητα παραμορφώνεται.

Όταν η καλοσύνη χειραγωγείται

Η συναισθηματικότητα δεν μένει ποτέ ουδέτερη. Όταν αποκτά πολιτική χρησιμότητα, γίνεται όπλο. Το «ηθικό πλεονέκτημα» δεν επιδιώκει την κατανόηση, αλλά την απονομιμοποίηση της λογικής: όποιος δεν συγκινείται «αρκετά», όποιος αναζητά αποδείξεις και αιτίες, θεωρείται ανάλγητος ή ύποπτος. Η συγκίνηση απαιτεί συμμόρφωση…

Αυτή η μετατόπιση έχει γίνει νέα μορφή ισχύος. Η «δικτατορία της ευαισθησίας» επιβάλλει την εικόνα του θύματος ως αποκλειστικού φορέα της αλήθειας· η διαφωνία, τότε, ισοδυναμεί με προσβολή. Ο θυμός υψώνεται σε κανόνα του δημόσιου βίου και η οργή σε μέσο πίεσης. Η επιχειρηματολογία χάνει έδαφος μπροστά στο συναίσθημα που απαιτεί να γίνει πιστευτό χωρίς απόδειξη.

Τα ΜΜΕ πολλαπλασιάζουν αυτή τη δυναμική. Οι δραματικές εικόνες, οι δακρύβρεχτες αφηγήσεις, η αισθητικοποίηση του πόνου μετατρέπουν την πραγματικότητα σε θέαμα. Ένα γεγονός σχολιάζεται πριν καν διευκρινιστεί, κρίνεται πριν κατανοηθεί. Το αίσθημα προηγείται της αλήθειας – και συχνά τη σκεπάζει. Και έτσι, εφαρμόζονται δύο μέτρα και δύο σταθμά: όποιος εκφράσει ορθολογικές κρίσεις κατηγορείται ότι «δεν έχει καρδιά»· ενώ ο τοξικός λόγος, εφόσον τροφοδοτεί το συναίσθημα του κοινού, όχι μόνο γίνεται ανεκτός αλλά συχνά επιβραβεύεται…

Σε ένα τέτοιο κλίμα, οι πιο λογικές και μετρημένες φωνές διστάζουν να μιλήσουν ευθέως, φοβούμενες μην στοχοποιηθούν και διαπομπευθούν· κι έτσι, η δημόσια συζήτηση παραδίδεται ολοένα και περισσότερο στους πιο κραυγαλέους.
Και αυτό το εκμεταλλεύονται – όπως και το τροφοδοτούν – κόμματα και πολιτικοί: οι οξύθυμες, καταγγελτικές φωνές διεκδικούν το ηθικό ανώτερο έδαφος, όχι επειδή έχουν λύσεις, αλλά επειδή εκπροσωπούν το «περί δικαίου αίσθημα»…

Στα κοινωνικά δίκτυα, η επίδειξη «ανθρωπιάς» γίνεται διαβατήριο αποδοχής. Κάθε τραγωδία απαιτεί δημόσια δήλωση συγκίνησης· κάθε σιωπή παρεξηγείται ως συναυτουργία. Η οδύνη άλλων γίνεται ευκαιρία αυτοπροβολής: η συμπόνια μετριέται σε κοινοποιήσεις, και η ηθική αναγνώριση απονέμεται με «likes». Η ευαισθησία δεν αφορά πια τους άλλους, αλλά τη δική μας εικόνα.

Σε αυτό το περιβάλλον, η χειραγώγηση γίνεται απλή υπόθεση. Είναι πιο εύκολο να κατευθύνεις μαζικά συναισθήματα παρά ψύχραιμες κρίσεις. Oι θέσεις σχηματίζονται ακαριαία, ως αντανακλαστικές αντιδράσεις. Όποιος αμφισβητεί, στοχοποιείται – όχι με επιχειρήματα, αλλά με στιγματισμό…

Έτσι, η καλοσύνη χάνει την ουσία της και γίνεται μέσο ελέγχου. Η συναισθηματική επίκληση παύει να είναι αυθόρμητη έκφραση ενδιαφέροντος και μετατρέπεται σε εργαλείο πολιτικής ή άλλης εκμετάλλευσης. Το συναίσθημα δεν μας ενώνει πλέον σε κοινή μοίρα· μας παρατάσσει σε αντίπαλα στρατόπεδα.

Από την παρόρμηση στη σκέψη

Αν το συναίσθημα μπορεί να μας απομακρύνει από τη δικαιοσύνη, τότε ποια είναι η απάντηση; Όχι η απάθεια. Όχι η απόσταση από τον πόνο του άλλου. Αλλά η μετατροπή της συγκίνησης σε ορθολογική κρίση: η καλοσύνη που δεν μένει απλά παρόρμηση, αλλά γίνεται επίγνωση και απόφαση.

-Εκεί όπου ο Haidt εξηγεί γιατί κλεινόμαστε σε ηθικές κοινότητες βεβαιοτήτων, ο Joshua Greene, νευροεπιστήμονας και καθηγητής στο Harvard, προχωρά ένα βήμα παραπέρα: εξετάζει πώς μπορούμε να τις υπερβούμε. Στο βιβλίο του “Moral Tribes: Emotion, Reason, and the Gap Between Us and Them” (Ηθικές φυλές: Συναισθήματα, λογική και το χάσμα μεταξύ ημών και αυτών), δείχνει ότι οι ηθικές μας κρίσεις γεννιούνται συχνά από βιολογικά εγκατεστημένους μηχανισμούς, σχεδιασμένους για μικρές και ομοιογενείς κοινότητες – μηχανισμούς που δεν επαρκούν πλέον για την πολυπλοκότητα των σύγχρονων κοινωνιών. Η λογική, λοιπόν, δεν είναι αντίπαλος του συναισθήματος· είναι μηχανισμός υπέρβασης των ορίων του.

-Ο Bloom τονίζει ότι η ενσυναίσθηση είναι πολύτιμη – αλλά ανεπαρκής όταν χρησιμοποιείται ως μοναδικός ηθικός οδηγός, καθώς μπορεί να τυφλώσει την κρίση. Η διέξοδος βρίσκεται στη «συνειδητή, στοχαστική συλλογιστική στην καθημερινή ζωή». Γι’ αυτό προτείνει την έννοια της ορθολογικής συμπόνιας (rational compassion): μια συμπόνια που υπερβαίνει τη φυσική μας μεροληψία προς το οικείο και το ορατό· που δεν επιλέγει θύματα ούτε εξαντλείται στην ταύτιση με τη δική μας οπτική, αλλά αναζητά το δίκαιο για όλους.

Steven Pinker, μελετώντας την ιστορία της ανθρώπινης βίας, καταλήγει σε ένα κρίσιμο συμπέρασμα: οι δημοκρατίες προοδεύουν όταν ορθολογισμός και ενσυναίσθηση συνεργάζονται· όταν η κατανόηση προηγείται του θυμικού.

Η νηφαλιότητα λοιπόν δεν είναι ψυχρή απόσταση. Είναι πράξη φροντίδας: μας επιτρέπει να δούμε καθαρά τι χρειάζεται ο άλλος, η κοινότητα, η χώρα, ο κόσμος ολόκληρος, όχι τι νομίζουμε πως χρειάζεται. Μας καλεί να νιώθουμε χωρίς να παραδινόμαστε στη συναισθηματική παρόρμηση. Γιατί η αληθινή καλοσύνη έχει μέτρο. Δεν είναι η ένταση του συναισθήματος που μετρά, αλλά η διάκριση με την οποία το μεταβολίζουμε σε δίκαιη πράξη.

Η σκέψη δεν ακυρώνει την ανθρωπιά· είναι ο δρόμος για να την επιβεβαιώσουμε.

Και τώρα τι;

Ίσως, το πιο δύσκολο στις εποχές έντασης δεν είναι να νιώθεις∙ είναι να παραμένεις άνθρωπος μέσα στη σκέψη σου· να μην παραδίδεσαι στο πρώτο ένστικτο, αλλά να του δίνεις χρόνο να κατανοηθεί. Σε έναν κόσμο όπου ο πόνος γίνεται εύκολα θέαμα κι η οργή χειροκρότημα, η πραγματική γενναιότητα είναι η διαύγεια πνεύματος: η αθόρυβη πράξη να μη βιαστείς να δικάσεις, αλλά να θελήσεις πρώτα να συνειδητοποιήσεις.

Αν η συγκίνηση μάς παρασύρει και η λογική μας εγκαταλείπει, ο δημόσιος βίος καταλήγει να λειτουργεί σαν σκηνή συναισθηματικών εκρήξεων. Όμως η ζωή των κοινωνιών δεν μπορεί να ρυθμίζεται από παρορμήσεις. Το ζητούμενο δεν είναι να σκληρύνουμε απέναντι στον πόνο του άλλου, ούτε να υποτιμήσουμε την ενσυναίσθηση· είναι να απελευθερώσουμε τα συναισθήματα από τη βιασύνη και την ορμή τους, να τους δώσουμε διάρκεια, βάθος, κατεύθυνση. Κι αυτό ακριβώς είναι η ορθολογική συμπόνια: όχι απόσταση από τον άνθρωπο, αλλά σεβασμός προς αυτόν. Είναι η ικανότητα να σταθμίζουμε τι πραγματικά υπηρετεί το κοινό καλό – όχι τι θρέφει τον δικό μας θυμό, ούτε τι μας κολακεύει ως «ανθρώπινους».

Αν θέλουμε να ξαναβρούμε τη διαύγεια της λογικής στη δημόσια ζωή, αυτό απαιτεί συλλογική και συντονισμένη προσπάθεια σε όλα τα επίπεδα: στο άτομο, στους θεσμούς, στην ίδια την κουλτούρα μας.

Σε ατομικό επίπεδο, αυτό σημαίνει να καλλιεργήσουμε την αυτοσυγκράτηση: να μη βιαζόμαστε να κρίνουμε, να μην ανάγουμε την πρώτη μας αντίδραση σε αλάνθαστη αλήθεια, να βλέπουμε τον άλλον χωρίς να καθρεφτίζουμε πάνω του τις δικές μας προκαταλήψεις. Η ενσυναίσθηση, για να γίνει αρετή, χρειάζεται να μην παραδίδεται στην παρόρμηση· χρειάζεται εκείνη την αθόρυβη διεργασία που μετατρέπει τη συμπόνια σε δίκαιη πράξη – όχι σε επίδειξη «ανθρωπιάς».

Σε θεσμικό επίπεδο, αυτό απαιτεί μια δημοσιογραφία που δεν εμπορεύεται τον πόνο, αλλά τον κατανοεί· που δεν υψώνει τον τόνο, αλλά τη σκέψη. Που δεν σύρεται από τον θυμό του πλήθους, αλλά υπηρετεί την αλήθεια και τη λύση. Ο ρόλος της δεν είναι να γεννά παρορμήσεις, αλλά να εμπνέει κρίση – να φωτίζει τις αιτίες και τα αποτελέσματα, όχι μόνο τα «δάκρυα». Να υπερασπίζεται την ψυχραιμία ως δικαίωμα της κοινωνίας στην πραγματικότητα.
Το ίδιο και η παιδεία – από το σχολείο έως τον διάλογο στο κοινοβούλιο και στον δημόσιο λόγο – οφείλει να διαμορφώνει πολίτες που μπορούν να ακούν πριν αντιδράσουν· να συζητούν πριν διχαστούν· να αντιλαμβάνονται τι αισθάνονται και γιατί. Μια κοινωνία δεν ωριμάζει όταν εκπαιδεύει τους ανθρώπους να χειροκροτούν ή να αγανακτούν· ωριμάζει όταν τους μαθαίνει να κατανοούν: να αντέχουν τη δυσφορία της αλήθειας και να διακρίνουν ανάμεσα στο δίκαιο και στο «δυνατά ειπωμένο».

Και σε πολιτισμικό επίπεδο, χρειάζεται να ξαναβρούμε το μέτρο. Να απεγκλωβίσουμε την καλοσύνη από την επίδειξη και την οργή· να θυμηθούμε ότι η ανθρωπιά δεν είναι συλλογική εξωτερίκευση συναισθημάτων, αλλά τρόπος να φερόμαστε στους άλλους – δίκαια, σταθερά, με ευθύνη.

Οι φιλελεύθερες δημοκρατίες δεν στηρίζονται στο θυμικό του πλήθους ούτε στην υποκριτική του καλού· θεμελιώνονται στην αλήθεια, στη διάκριση, στο κοινό συμφέρον. Όταν το «συναίσθημα» γίνεται κριτήριο του δικαίου, η κοινωνία χάνει τον προσανατολισμό της: δεν αναζητά λύσεις – αναζητά εντυπώσεις. Δεν προχωρά – συγκινείται. Η ευαισθησία όμως δεν είναι διαγωνισμός. Δεν αποδεικνύεται με φωνές ή με δάκρυα, αλλά με αποτελέσματα. Με το αν αυτό που ονομάζουμε «καλό» παράγει πράγματι καλό για όλους.

Αν θέλουμε μια κοινωνία πιο ανθρώπινη, πρέπει να τη χτίσουμε με περισσότερη περίσκεψη – όχι με περισσότερη κραυγή.

Η δημοκρατία μας θα δυναμώσει μόνο όταν το συναίσθημα οδηγείται από τη λογική και ο δημόσιος λόγος υπηρετεί την κατανόηση αντί της πόλωσης. Όταν μάθουμε να διεκδικούμε όλοι όχι το να φαινόμαστε «πιο ανθρώπινοι», αλλά το να γίνουμε πραγματικά άνθρωποι.

Εγγραφείτε και μιλήστε!

Με την εγγραφή σας μπορείτε να συμμετάσχετε στην κουβέντα για το άρθρο, να μιλήσετε στους συντάκτες μας και να συμβάλλετε εποικοδομητικά στα άρθρα μας.

Μπορείτε να συνεχίσετε την ανάγνωση του άρθρου πατώντας εδώ, αλλά...

... είναι μόνο χάρη των μελών/συνδρομητών που μας στηρίζουν που μπορούμε να έχουμε άρθρα.

Εάν μια εποικοδομητική δημοσιογραφία, που δεν εξαρτάται από διαφημίσεις, είναι κάτι που θέλετε να υποστηρίξετε γίνετε μέλος σήμερα.

Περιεχόμενα Τεύχους

Τεύχος 67

Οκτώβριος 2025

Μετάβαση στο περιεχόμενο