Ο λαϊκισμός δεν είναι απλώς ένα ύφος πολιτικού λόγου· είναι ένας τρόπος να βλέπεις τον κόσμο. Υπόσχεται ξεκάθαρες απαντήσεις σε σύνθετα ερωτήματα, εύκολες λύσεις σε προβλήματα που χρειάζονται βάθος, συνεργασία και χρόνο. Εκεί όπου η δημοκρατία στήνει διαδικασίες, θεσμούς και διαβουλεύσεις, ο λαϊκισμός υψώνει συνθήματα, υποκαθιστώντας την πολυπλοκότητα με βεβαιότητες.
Αυτό που προσφέρει δεν είναι μόνο ψευδαισθήσεις· είναι ανακούφιση. Σε μια εποχή αβεβαιότητας, κρίσεων διαρκείας και κοινωνικής κόπωσης, η ανάγκη για απλοποίηση γίνεται υπαρξιακή. Ο κόσμος διψά για κάποιον που θα του πει «ποιος φταίει», που θα δείξει με το δάχτυλο τον φταίχτη και θα τάξει αποκατάσταση. Η πολυπλοκότητα φθείρει· η απλότητα καθησυχάζει. Όμως, η απλότητα του λαϊκισμού είναι παραπλανητική. Δεν φωτίζει· συσκοτίζει. Δεν αποσαφηνίζει· διαστρεβλώνει. Μετατρέπει τη δυσπιστία σε οργή, την ανασφάλεια σε επιθετικότητα, την πολιτική σε πεδίο ύβρεων, εχθρότητας και διαμάχης. Και όσο πιο απλοϊκός γίνεται ο δημόσιος λόγος, τόσο πιο εύκολο γίνεται να χειραγωγηθεί η κοινή γνώμη.
Η ελκυστικότητα του λαϊκισμού δεν πηγάζει από το παράλογο, αλλά από την ψυχολογική του αποτελεσματικότητα. Είναι πιο εύκολο να πιστέψεις ότι «μας προδίδουν» παρά ότι «τα πράγματα είναι περίπλοκα». Πιο βολικό να στοχοποιήσεις μια ομάδα παρά να εξετάσεις μια ολόκληρη δομή. Πιο άμεσο να ζητήσεις εκδίκηση, παρά λύση.
Από την εκπροσώπηση στην χειραγώγηση
Η δημοκρατία στηρίζεται στην αρχή της αντιπροσώπευσης: εκλέγουμε εκπροσώπους για να μεταφέρουν τη φωνή μας, να διαβουλευτούν, να αποφασίσουν. Ο λαϊκισμός, όμως, αντιστρέφει αυτή τη σχέση. Δεν βλέπει τον πολιτικό ως διαμεσολαβητή, αλλά ως ενσάρκωση του ίδιου του λαού. Ο ηγέτης «είναι» ο λαός – ή, τουλάχιστον, έτσι θέλει να παρουσιάζει τον εαυτό του. Και όποιος διαφωνεί μαζί του, δεν διαφωνεί πολιτικά· τοποθετείται εκτός του λαού – «εχθρός του λαού». Αυτή η συμβολική αλλοτρίωση της λαϊκής βούλησης είναι το πρώτο βήμα προς τη χειραγώγηση.
Η αντιπαράθεση δεν είναι πλέον ανάμεσα σε ιδέες, αλλά ανάμεσα σε φίλους και εχθρούς. Ο αντίπαλος γίνεται προδότης, ο θεσμός εχθρικός, η επιχειρηματολογία «γραμμή του συστήματος». Δεν υπάρχει χώρος για κριτική σκέψη· κάθε ερώτηση εκλαμβάνεται ως επίθεση. Η πολυφωνία βαφτίζεται διάσπαση, η αντίρρηση υπονόμευση..
Σε αυτό το πλαίσιο, η πολιτική μετατρέπεται σε θέαμα. Η ουσία δίνει τη θέση της στην εντύπωση· η συζήτηση στο χειροκρότημα· η στρατηγική στην ατάκα. Και ο λόγος δεν στοχεύει πια στη λογική· στοχεύει στο θυμικό. Η εικόνα προηγείται του επιχειρήματος, το νοσηρό συναίσθημα του λόγου. Όσο πιο ισχυρό το πάθος, τόσο πιο αληθοφανές μοιάζει το ψεύδος.
Η χειραγώγηση δεν γίνεται μόνο με όσα λέγονται, αλλά και με όσα αποσιωπούνται. Το σύνθετο παραλείπεται, το δύσκολο υποβαθμίζεται, το αντιδημοφιλές εξαφανίζεται. Ο λαϊκιστής δεν προτείνει· υποκινεί. Δεν ερμηνεύει την πραγματικότητα· την κατασκευάζει.
Κι έτσι, η εκπροσώπηση παύει να είναι λειτουργία δημοκρατίας και εκπίπτει σε τελετουργική επίκληση της λαϊκής βούλησης, δίχως ουσιαστική συμμετοχή. Δεν έχει σημασία αν η ψήφος βασίστηκε σε ψέμα ή αυταπάτη· αρκεί που δόθηκε. Ο λαός «μίλησε» – και κάθε αντίλογος είναι περιττός. Ο πολιτικός λόγος απευθύνεται στο πλήθος, όχι στον πολίτη· εκφωνείται, αλλά δεν διαλέγεται.
Η απο-νομιμοποίηση των Θεσμών
Κανένα πολίτευμα δεν στέκεται μόνο στις προθέσεις ή στις ψήφους· στέκεται σε Θεσμούς που εγγυώνται τη συνέχεια, την ισορροπία, τον έλεγχο της εξουσίας. Όταν, όμως, ο λαϊκισμός κυριαρχεί, παύουν να αντιμετωπίζονται ως εγγυήσεις και μετατρέπονται σε εμπόδια. Η Δικαιοσύνη, τα ανεξάρτητα σώματα, η επιστήμη, μέσα ενημέρωσης — όλα τίθενται στο στόχαστρο. Ό,τι δεν επιβεβαιώνει την κυρίαρχη αφήγηση, χαρακτηρίζεται «μεροληπτικό», «διαπλεκόμενο», «εχθρικό προς τον λαό».
Η λογική είναι απλή – και ακριβώς γι’ αυτό επικίνδυνη: αν ο ηγέτης εκφράζει τη βούληση του λαού, τότε κάθε θεσμός που τον περιορίζει, περιορίζει τον ίδιο τον λαό. Έτσι, οι θεσμικές αντιστάσεις παρουσιάζονται ως αντιδημοκρατικές· η λογοδοσία ως προσβολή της «εντολής» · η ανεξαρτησία ως ιδιοτέλεια.
Σε αυτό το κλίμα, οι νόμοι εφαρμόζονται κατά το δοκούν, οι διαδικασίες παρακάμπτονται, οι αρμοδιότητες μετατοπίζονται σε αδιαφανείς κύκλους. Οι θεσμοί αδειάζουν από περιεχόμενο – και παραμένει μόνο το περίβλημα, για να χρησιμεύει ως άλλοθι. Όταν απομένει μόνο η επίφαση, η δημοκρατία λειτουργεί ως καρικατούρα του εαυτού της.
Αλλά η απονομιμοποίηση δεν συντελείται μόνο από τα πάνω. Όσο πιο πολύ ο λαός νιώθει ότι οι θεσμοί δεν τον εκπροσωπούν, τόσο πιο πρόθυμος γίνεται να τους απορρίψει. Και όσο πιο πολύ αποσύρεται από τη συμμετοχή, τόσο πιο εύκολα γεμίζει το κενό ο θόρυβος, η καχυποψία, η παραπληροφόρηση. Η δυσπιστία απέναντι στους θεσμούς είναι μόνο η αρχή· το πρόβλημα φτάνει ως τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τη δημοκρατία.
Οι ευθύνες
Ο λαϊκισμός δεν εμφανίζεται στο κενό. Αναπτύσσεται εκεί όπου η θεσμική δημοκρατία μοιάζει απόμακρη, κυνική ή ανίκανη να ανταποκριθεί στις αγωνίες των πολιτών. Όταν οι δυνάμεις που υπερασπίζονται τη δημοκρατία μιλούν με γλώσσα ξύλινη, τεχνοκρατική ή αυτάρεσκη, όταν περιορίζονται σε στείρα αντιπαράθεση χωρίς προτάσεις, ή εξισώνουν τα πάντα στον φόβο του «πολιτικού κόστους», τότε αφήνουν τον δημόσιο χώρο ελεύθερο για τους δημαγωγούς.
Οι πολίτες δεν ζητούν τελειότητα· ζητούν ειλικρίνεια, αναγνώριση, νόημα. Αν το «δημοκρατικό τόξο» δεν προσφέρει πειστικές απαντήσεις στα πραγματικά προβλήματα –ανεργία, ανισότητα, ανασφάλεια, μεταναστευτικό, αδικία– τότε ο πρώτος που θα τα κατονομάσει, έστω και στρεβλά, θα ακουστεί αυθεντικός. Ακόμα κι αν οι απαντήσεις του είναι απλοϊκές ή επικίνδυνες, δεν έχει τόση σημασία: το ότι «μιλά για τα σωστά θέματα» φτάνει.
Η ευθύνη δεν αφορά μόνο τα κόμματα, αλλά και την πολιτεία, τους θεσμούς, την εκπαίδευση, τα μέσα ενημέρωσης. Όταν η πολιτική χάνει τη δυνατότητα να εμπνέει, η δημοκρατία χάνει την ικανότητα να πείθει. Και τότε, το πεδίο ανοίγει σε ό,τι πιο κραυγαλέο, πιο διχαστικό, πιο ανεύθυνο. Το κενό πάντα πληρώνεται…
Απέναντι σε αυτό, η απάντηση δεν είναι περισσότερη ηθικολογία ή τεχνοκρατία· είναι η ανασυγκρότηση μιας πολιτικής που συνδυάζει ρεαλισμό και όραμα, λογοδοσία και τόλμη. Στη δημοκρατία, σημασία δεν έχει μόνο τι λες, αλλά πώς το εννοείς – και αν το τηρείς όταν έρθει η ώρα της πράξης.
Μπορεί η δημοκρατία να γιατρέψει τον εαυτό της;
Ο λαϊκισμός δεν είναι αιτία· είναι σύμπτωμα. Μαρτυρά βαθύτερες κρίσεις: εμπιστοσύνης, νοήματος, αντιπροσώπευσης. Αναδύεται όταν οι θεσμοί δεν ανταποκρίνονται, όταν η πολιτική χάνει την επαφή με την καθημερινότητα, όταν οι πολίτες νιώθουν ότι η φωνή τους δεν ακούγεται. Και σε αυτές τις ρωγμές ριζώνει.
Η λύση, λοιπόν, δεν είναι η ηθική αποκήρυξη, ούτε η επιβολή σιωπής στον «λαϊκιστή». Δεν γιατρεύεται η δημοκρατία με φίμωση· γιατρεύεται με νοηματοδότηση. Με επανασύνδεση του πολιτικού με το ουσιαστικό, του πολίτη με τη συμμετοχή, του λόγου με την πράξη. Το ζητούμενο δεν είναι να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη ως αφαίρεση, αλλά ως βίωμα.
Η κρίση δεν είναι μόνο θεσμική· είναι πολιτισμική. Δεν αρκεί να υπερασπιζόμαστε τις δομές· πρέπει να ξαναδώσουμε περιεχόμενο στις αξίες που τις στηρίζουν: στην αλήθεια, τη λογική, τη γόνιμη διαφωνία… Να ξανακάνουμε τη δημοκρατία ελκυστική – όχι, απλώς, ως σύστημα διακυβέρνησης, αλλά ως αξίωση ελευθερίας, ευθύνης και συνύπαρξης. Όχι γιατί είναι τέλεια, αλλά γιατί έχει τη δύναμη να μαθαίνει από τα λάθη της, να εξελίσσεται, να μετασχηματίζεται, να διορθώνεται.
Δεν πρόκειται για μια εύκολη ανασυγκρότηση. Αλλά, ακριβώς επειδή ο λαϊκισμός είναι τόσο αποτελεσματικός στον ψευδο-λόγο, η μόνη ριζική απάντηση είναι ένας αληθινός ορθός λόγος: ταπεινός, ακριβής, και γενναίος. Όχι λόγος κατά του λαϊκισμού, αλλά λόγος που αποκαθιστά τη χαμένη σχέση με την ουσία της δημοκρατίας.
Και τώρα τι;
Η αντιμετώπιση του λαϊκισμού δεν μπορεί να βασιστεί στην περιφρόνηση, στην ειρωνεία ή στην ελπίδα ότι θα αυτοεξαντληθεί. Ούτε αρκεί να τον μελετάμε ως φαινόμενο, σαν απλοί παρατηρητές. Αν κάτι μας διδάσκουν τα τελευταία χρόνια, είναι ότι ο λαϊκισμός δεν εξαφανίζεται· μεταλλάσσεται. Και μπορεί να επιστρέφει κάθε φορά πιο ευπροσάρμοστος, πιο εκλεπτυσμένος, πιο επικίνδυνος.Η στάση δεν μπορεί να είναι αμυντική. Πρέπει να είναι δημιουργική. Αντί να τρέχουμε πίσω από τις στρεβλώσεις, να θέτουμε ξανά τα ερωτήματα από την αρχή. Όχι «πώς απαντάμε» στον λαϊκισμό, αλλά πώς μιλάμε με τον πολίτη πριν τον προλάβει. Πώς ξαναχτίζουμε σχέσεις εμπιστοσύνης, πώς ακούμε χωρίς να κολακεύουμε, πώς λέμε την αλήθεια χωρίς να την αμπαλάρουμε σε συνθήματα.
Η δημοκρατία δεν είναι δεδομένο, αλλά καθημερινή επιλογή. Αν δεν μάθουμε να διακρίνουμε τον λόγο από τη δημαγωγία, την ευθύνη από την κολακεία, τον πολίτη από τον καταναλωτή θυμού, τότε ο λαϊκισμός δεν θα είναι παρένθεση – θα παγιωθεί ως διαρκές καρκίνωμα του δημόσιου λόγου.
Και δεν κινδυνεύει η δημοκρατία μόνο από όσους την αντιστρατεύονται ανοιχτά, αλλά και από την κόπωση εκείνων που την υπερασπίζονται χωρίς πίστη, χωρίς τόλμη, χωρίς όραμα. Δεν έχει ανάγκη από ιεροκήρυκες· έχει ανάγκη από ενεργούς πολίτες. Από ανθρώπους που δεν περιμένουν άλλους να φτιάξουν τον κόσμο, αλλά ξεκινούν από το ελάχιστο που τους αναλογεί.
Δεν υπάρχει εύκολη λύση. Υπάρχει, όμως, μια βασική κατεύθυνση: να μην αφήσουμε το πεδίο στους εύκολους λόγους. Να μην παραδώσουμε τη συλλογική νοημοσύνη στις εντυπώσεις, τον δημόσιο λόγο στη δημαγωγία, τη δημοκρατία στην αδράνεια. Γιατί, σε τελική ανάλυση, ο μεγαλύτερος κίνδυνος δεν είναι ο λαϊκισμός. Είναι η εγκατάλειψη όλων όσων μπορούν να αναχαιτίσουν τη γοητεία του…